Με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, άρχισε ένας μαραθώνιος διαπραγματεύσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων οι νικητές προσπαθούσαν να αποκομίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη, ενώ οι νικημένοι πάσχιζαν να περισώσουν ότι ήταν δυνατό να σωθεί. Οι διαπραγματεύσεις αυτές διήρκεσαν περίπου δύο χρόνια, είχαν τη μορφή διαβουλεύσεων, συνδιασκέψεων, επίσημων ή ανεπίσημων συμβουλίων, που άλλοτε κατέληγαν σε κάποιο αποτέλεσμα κι άλλοτε όχι και είχαν ως τελικό αποτέλεσμα την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, τον Αύγουστο του 1920.
Η συνθήκη αυτή καθόριζε τους όρους της ειρήνης μεταξύ των ενδιαφερομένων χωρών και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τη συνθήκη αυτή, εκτός από την Οθωμανική κυβέρνηση, υπέγραψαν και οι τέσσερις μεγάλες δυνάμεις της εποχής εκείνης, η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ιαπωνία, καθώς και η Αρμενία, το Βέλγιο, η Πολωνία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ρουμανία και η νεοσύστατη Τσεχοσλοβακία.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920) προέβλεπε τη δημιουργία ανεξάρτητου Κουρδιστάν, ενώ αποστερούσε από την κυριαρχία της σουλτανικής κυβέρνησης το μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής Τουρκίας παραχωρώντας το στην Ελλάδα.
1918-1920: Η κρίσιμη διετία
Όπως προαναφέρθηκε, στη διετία που μεσολάβησε από τις 30 Οκτωβρίου 1918, όταν η Οθωμανική κυβέρνηση υπέβαλε επίσημα αίτημα ειρήνης, μέχρι και την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, υπογράφηκαν επιμέρους συμφωνίες, ενώ ταυτόχρονα συνέβησαν αρκετά σημαντικά ιστορικά γεγονότα.
Ύστερα από την επιτυχία της Ρωσικής Επανάστασης το 1917, η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων πήρε δύο σημαντικές αποφάσεις. Αρχικά απέσυρε τα στρατεύματά της από τα μέτωπα του πολέμου και επεδίωξε να συνάψει ειρήνη με τις αυτοκρατορίες της κεντρικής Ευρώπης. Εν συνεχεία, παραχώρησε αυτονομία στους λαούς των επαρχιών του Καυκάσου (Αρμενία- Γεωργία- Αζερμπαϊτζάν). ΄Όλα αυτά συνέβησαν τον Γενάρη του 1918.
Οι τρεις αυτοί λαοί στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν συγκρότησαν ένα ομόσπονδο κράτος, την Υπερκαυκασιανή Ομοσπονδία, όπου κάθε εθνότητα εκπροσωπούνταν με το αντίστοιχο εθνικό συμβούλιο. Αμέσως μετά τη συγκρότησή του, το ομόσπονδο αυτό κράτος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, με στόχο μια δίκαιη και διαρκή ειρήνη.
Στις 3 Μαρτίου 1918 υπογράφηκε μεταξύ της Ρωσίας και των Αυτοκρατοριών της Κεντρικής Ευρώπης η συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ. Ορισμένα άρθρα της συνθήκης αυτής προέβλεπαν την υποχρέωση της Ρωσίας να αποσύρει αμέσως όλα τα στρατεύματά της από τις αρμενικές επαρχίες Καρς και Αρνταχάν, καθώς και από το Μπατούμ. Επίσης, η Ρωσία δεν θα έπρεπε να επέμβει στις διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την Υπερκαυκασιανή Ομοσπονδία.
Για τον καθορισμό των ρωσοτουρκικών συνόρων συστάθηκε επιτροπή, η οποία θα καθόριζε τα σύνορα αυτά με βάση τα προπολεμικά δεδομένα.
Έτσι, τα δύο κράτη, η Ρωσία και η Τουρκία, κράτησαν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να καθορίσουν την τύχη των αρμενικών επαρχιών Καρς και Αρνταχάν, χωρίς να λάβουν υπόψη τους τη βούληση των κατοίκων τους.
Η συνθήκη αυτή ενίσχυσε την τουρκική αδιαλλαξία στις διαπραγματεύσεις με τους λαούς του Καυκάσου και τα τουρκικά στρατεύματα, απαλλαγμένα από κάθε ρωσική απειλή, προέλασαν και κατέλαβαν τις επαρχίες Καρς, Αρνταχάν και Μπατούμ.
Τα εθνικά συμβούλια των Γεωργιανών και των Αζέρων δεν εκτίμησαν σωστά τους κινδύνους της τουρκικής προέλασης που, εκτός από την προσάρτηση των αρμενικών επαρχιών, είχε ως στόχο την υπόσταση της ίδιας της Υπερκαυκασιανής Ομοσπονδίας. Ενώ λοιπόν, στις αρχές Μαΐου του 1918, η κυβέρνηση της ομοσπονδίας δέχεται την προσάρτηση από την Τουρκία των τριών επαρχιών (Καρς, Αρνταχάν, Μπατούμ), η Τουρκία αρχίζει να προβάλλει νέες εδαφικές αξιώσεις, οι οποίες δεν προβλέπονταν από τη συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ. Θεωρεί ότι είναι ο κατάλληλος χρόνος να θέσει σε εφαρμογή τα παντουρανικά σχέδια, με την κατάκτηση και των υπολοίπων αρμενικών εδαφών, τον ολοκληρωτικό αφανισμό του αρμενικού λαού και την προσάρτηση των εδαφών των ομόθρησκων Αζέρων, των οποίων η ηγεσία δεν είχε καμία αντίρρηση.
Μπροστά στον κίνδυνο αυτό, η Γεωργιανή ηγεσία, έχοντας την υποστήριξη της Γερμανίας, άρχισε ξεχωριστές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, ενώ οι ηγέτες των Αζέρων είχαν ήδη αρχίσει συνεννοήσεις με τους Τούρκους με σκοπό την ένωση του Αζερμπαϊτζάν με την Τουρκία.
Στις 26 Μαΐου 1918 οι Γεωργιανοί αποχωρούν από την Καυκασιανή ομοσπονδία και ανακηρύσσουν τη Γεωργιανή Δημοκρατία. Την επομένη προχώρησε στην κήρυξη της ανεξαρτησίας της και η Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν, αφήνοντας εντελώς μόνο του τον αρμενικό λαό να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή.
Στις 28 Μαΐου 1918, το Αρμενικό Εθνικό Συμβούλιο κηρύσσει την ανεξαρτησία της Αρμενίας. Στο μεταξύ εκδηλώθηκε τουρκική επίθεση στα μέτωπα του Σαρνταραμπάντ, Μπας Αμπαράν και Γαρακιλισέ, όπου ο αρμενικός λαός, εξοπλισμένος με τ' απομεινάρια του πολεμικού υλικού του διαλυμένου τσαρικού στρατού, αντιμετώπισε με επιτυχία την τουρκική επίθεση.
Μετά την αποτυχία τους να αφανίσουν εντελώς τον αρμενικό λαό, οι Τούρκοι υπέγραψαν στις 4 Ιουνίου τη συνθήκη του Μπατούμ, η οποία υπογράφηκε μεταξύ της κυβέρνησης του νεοσύστατου αρμενικού κράτους και της Τουρκίας. ΄Έτσι η Τουρκία αναγνώρισε επίσημα την Αρμενική Δημοκρατία και καταβλήθηκαν προσπάθειες ειρηνικής συνύπαρξης των δύο λαών.
Στο δρόμο για τη συνθήκη των Σεβρών
Στις 30 Οκτωβρίου 1918, η Τουρκία παραδέχεται επίσημα την ήττα της και προσπαθεί να συνάψει ειρήνη με τις μεγάλες δυνάμεις. Τότε υπογράφεται η ανακωχή του Μούδρου, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να διαλύσει τις στρατιωτικές της δυνάμεις. ΄Ένας από τους όρους της ανακωχής ήταν η ενσωμάτωση στην Αρμενική Δημοκρατία όλων των αρμενικών επαρχιών που πριν από τον πόλεμο υπάγονταν στην τσαρική Ρωσία. ΄Έτσι η Αρμενική Δημοκρατία εκτείνεται σε μια έκταση 56.000 τετρ. χλμ.
Λίγες μέρες μετά τη λήξη του πολέμου, πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι ένα αρμενικό εθνικό συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν δύο αρμενικές αντιπροσωπείες. Η αντιπροσωπεία της Αρμενικής Δημοκρατίας με επικεφαλής τον Αβεντίς Αχαρονιάν και η αντιπροσωπεία της διασποράς με επικεφαλής τον Μπογός Νουμπάρ Πασά, εξέθεσαν τις απόψεις τους σχετικά με τις αρμενικές εδαφικές διεκδικήσεις. Το συνέδριο πήρε μεγάλη δημοσιότητα και για μια ακόμη φορά το Αρμενικό Ζήτημα διεθνοποιήθηκε. Η διεθνής κοινή γνώμη έβλεπε με μεγάλη συμπάθεια τα δίκαια αιτήματα του αρμενικού λαού και έτσι οι μεγάλοι πολιτικοί της εποχής, Γούντροου Ουίλσον, Ελευθέριος Βενιζέλος και Ζορζ Κλεμανσό, τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ μιας δίκαιης λύσης του Αρμενικού Ζητήματος.
Το Φεβρουάριο του 1919, οι δύο αντιπροσωπείες επισκέφθηκαν τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. και του παρουσίασαν χάρτη των διεκδικήσεών τους, ζητώντας τη διαμεσολάβησή του. Ο Ουίλσον ζήτησε πίστωση χρόνου για να μελετήσει τις προτάσεις.
Τον Απρίλιο του 1920, στη συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο, οι νικητές σύμμαχοι αποφάσισαν την ενοποίηση της Αρμενίας, με την επιστροφή των επαρχιών Βαν και Ερζερούμ. Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1920, υπογράφηκε η γνωστή συνθήκη των Σεβρών, η οποία έδωσε πολλές ελπίδες στον αρμενικό λαό, καθώς φαινόταν ότι επιτέλους βρέθηκε μια δίκαιη λύση στο χρόνιο ζήτημά του. Οι νικήτριες δυνάμεις επέβαλαν στην Τουρκία όρους που διασφάλιζαν τα συμφέροντά τους στην ευαίσθητη αυτή περιοχή. Ωστόσο και οι εκπρόσωποι των μικρών λαών βρήκαν την ευκαιρία να προωθήσουν τα δικά τους ζητήματα.
Έτσι λοιπόν και ο αρμενικός λαός πέτυχε με το άρθρο 88 την αναγνώριση εκ μέρους της Τουρκίας της κρατικής του υπόστασης. Στο άρθρο 89 η Τουρκία και η Αρμενία, με τη σύμφωνη γνώμη των μεγάλων δυνάμεων, δέχθηκαν να αναθέσουν στον Πρόεδρο Ουίλσον τη διαιτησία για τον καθορισμό των τουρκοαρμενικών συνόρων, ιδιαίτερα στις επαρχίες Βαν, Ερζερούμ και Μπιτλίς.
Αποφασίστηκε επίσης να δοθεί θαλάσσια διέξοδος στην Αρμενία. Με το άρθρο 90 η Τουρκία ανακοίνωνε ότι, από την ημερομηνία ισχύος του άρθρου 89, παραιτείται απ' όλα τα δικαιώματα πάνω στα εδάφη που κατείχε μέχρι πρότινος. Με τη συμφωνία αυτή, η Τουρκία υποχρεωνόταν να σεβαστεί τις φυλετικές και θρησκευτικές μειονότητες που ζούσαν στο έδαφός της, καθώς και να λάβει μέτρα που θα διασφάλιζαν την ελεύθερη διαβίωση των αλλόθρησκων και αλλοεθνών πολιτών της. Ο Αβεντίς Αχαρονιάν σε σχετική του έκθεση περιγράφει τον τρόπο που υποδέχθηκαν οι Αρμένιοι την υπογραφή της συνθήκης:
«Στις 15 Οκτωβρίου, με την ευκαιρία της υπογραφής της συνθήκης, τελέσθηκε πανηγυρική λειτουργία στην εκκλησία των Παρισίων, ενώ το απόγευμα στις τέσσερις πραγματοποιήθηκε επίσημη δεξίωση στο κτίριο της αρμενικής αποστολής. Είχε έρθει πάρα πολύ μεγάλος αριθμός Αρμενίων από όλα τα σημεία της πόλης και μέσα σε μια συγκινησιακά φορτισμένη ατμόσφαιρα εκφωνήθηκαν λόγοι, έγιναν απαγγελίες και ακούστηκαν πατριωτικά τραγούδια, για να τιμηθεί η μεγάλη αυτή μέρα του αρμενισμού και της ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Αρμενίας».
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί και η πρόταση του Ελ. Βενιζέλου στον Λόυντ Τζωρτζ. Ο ΄Έλληνας πρωθυπουργός είχε προβλέψει ότι η επικράτηση του Κεμαλικού κινήματος θα σήμαινε τον αφανισμό του χριστιανικού πληθυσμού των επαρχιών του Πόντου και του Καυκάσου. Πρότεινε λοιπόν τη δημιουργία ομόσπονδου κράτους με τους χριστιανικούς λαούς της Αρμενίας και της Γεωργίας. Στην περιοχή του Πόντου ζούσαν τότε 1.000.000 ΄Έλληνες. Το ισχυρό αυτό κράτος θα αποτελούσε οχυρό ενάντια στην εξάπλωση του Μωαμεθανισμού. Η Ελλάδα ήταν έτοιμη να αναλάβει τη στρατιωτική υποστήριξη, ενώ οι ΄Άγγλοι έπρεπε να το στηρίξουν οικονομικά.
Συνθήκη των Σεβρών:
Πιο εύθραυστη και από τις πορσελάνες της
(δήλωση του Προέδρου της Γαλλίας Ανρί Πουανκαρέ)
Όπως όμως είναι γνωστό, οι Σύμμαχοι και κυρίως οι ΄Άγγλοι προτίμησαν να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους, ερχόμενοι πρώτα σε συνεννόηση με τους Κεμαλικούς και αργότερα βοηθώντας τους απλόχερα να επικρατήσουν και να εφαρμόσουν το σοβινιστικό τους πρόγραμμα, αφανίζοντας τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας.
Λίγες μέρες μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, ο τουρκικός στρατός, αναδιοργανωμένος και ενισχυμένος από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, επιτίθεται εναντίον του αρμενικού κράτους, παραβιάζοντας κατάφορα τους όρους της συνθήκης.
Το Νοέμβριο του 1920, ο Πρόεδρος Ουίλσον καθορίζει τα αρμενοτουρκικά σύνορα, σε εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης, τα οποία συμπίπτουν με αυτά που όριζε η συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο. Την ίδια ώρα, ο τουρκικός στρατός έφτανε στην πόλη Αλεξαντροπόλ, σε απόσταση λίγων μόνο χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα της Αρμενίας.
Η αρμενική κυβέρνηση εκτιμώντας τις συνθήκες και μην ελπίζοντας σε βοήθεια από πουθενά, αναγκάζεται μετά από τελεσίγραφο της σοβιετικής Ρωσίας, να παραδώσει την εξουσία στην «Επαναστατική Επιτροπή της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Αρμενίας».
Στις 2 Δεκεμβρίου 1920, με τη συμφωνία του στρατηγού Τρο και του σοβιετικού αντιπροσώπου στην Αρμενία Λεγκράν, καταλύθηκε το πρώτο ανεξάρτητο αρμενικό κράτος και εντάχθηκε στη σοβιετική Ρωσία. Παράλληλα αναγκάστηκε να δεχθεί τους τουρκικούς όρους με τη συνθήκη της Αλεξαντροπόλ, για να σταματήσει την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων και τον αφανισμό του αρμενικού λαού.
Η συνθήκη των Σεβρών δεν αποτέλεσε υπόσχεση αλλά πολιτική πράξη, η οποία αν και δεν εφαρμόστηκε, αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα νομικά ντοκουμέντα που έχει στα χέρια του ο αρμενικός λαός για τη διεκδίκηση των απαράγραπτων δικαιωμάτων του.
Πρώτα, επειδή αναγνωρίζεται το δικαίωμα να ζει ελεύθερος και ακόμη, διότι αναφέρονται με σαφήνεια οι περιοχές όπου ο αρμενικός λαός έχει δικαίωμα να εγκατασταθεί. Δεύτερον, επειδή οι όροι που αναγκάστηκε να δεχθεί η Τουρκία, ήταν προϊόν πίεσης της διεθνούς κοινής γνώμης και προσπάθειας να αποδοθεί δικαιοσύνη και προστασία στους μικρούς λαούς, ενάντια στις επεκτατικές βλέψεις ορισμένων μιλιταριστικών καθεστώτων.
Όπως προαναφέρθηκε, η Βρετανική διπλωματία, αφ' ενός έδινε ελπίδες στους χριστιανικούς λαούς της εγγύς Ανατολής, τόσο με υποσχέσεις προς την αρμενική κυβέρνηση, όσο και με προτροπές προς την κυβέρνηση Βενιζέλου για συνέχιση της Μικρασιατικής εκστρατείας και αφ' ετέρου ενίσχυε απλόχερα το Κεμαλικό κίνημα, με αποτέλεσμα να αναδιοργανωθεί στρατιωτικά και να αφανίσει όλους τους χριστιανικούς λαούς της Ανατολίας, του Πόντου και της Μ. Ασίας.
Η «βαρύτητα» των πετρελαίων
Η Συνθήκη των Σεβρών αντικαταστάθηκε από τη συνθήκη της Λωζάννης το 1923, η οποία υπήρξε το αποκορύφωμα του κυνισμού της διπλωματίας των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Τουρκία κατάφερε να πάρει ό,τι ζητούσε, με αντάλλαγμα τη διασφάλιση ελεύθερης διόδου προς τις πετρελαιοπηγές της Μοσούλης. Η λέξη Αρμενία δεν αναφερόταν σε κανένα άρθρο της. ΄Έτσι, η Τουρκία απαλλάχθηκε και από τη στοιχειώδη υποχρέωση να εγγυηθεί την ασφάλεια και την αξιοπρέπεια των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. ΄Όπως αποδείχθηκε, τα πετρέλαια της Μοσούλης βάραιναν περισσότερο από το αίμα του αρμενικού λαού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΕΥΠΡΕΠΗ ΣΕΜΝΑ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟ ΠΑΝΤΩΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΑ