– «Με μεγάλη μου χαρά».
– «Σε ποιο κόμμα αισθάνεστε πιο κοντά;».
– «Σε κανένα».
– «Ποιος πιστεύετε ότι είναι ότι ο επόμενος καταλληλότερος πρωθυπουργός; Ο κ. Σαμαράς ή ο κ. Τσίπρας;».
– «Κανένας από τους δύο».
– «Θα σας διαβάσω μια σειρά πολιτικών και θέλω να μου πείτε ποιον συμπαθείτε πολύ, αρκετά, λίγο ή καθόλου».
– «Μην κουράζεστε, βάλτε σε όλους καθόλου».
– «Θα ψηφίσετε στις επόμενες εκλογές;».
– «Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Θα σας γελάσω».
Στην περίπτωση αυτή ξεκινάμε τα δύο πολιτικά πρόσωπα από το 50% και προχωράμε στις επόμενες ερωτήσεις, ειδικά αφού οι άλλοι πολιτικοί Αρχηγοί δεν αναφέρονται στο ερώτημα περί καταλληλότητας, οπότε και μηδενίζονται! Όταν όμως αναφέρονται από τα ΜΜΕ αφήνεται να εννοηθεί πως ο κόσμος έχει αποφανθεί πως περισσότερο στηρίζει αυτούς τους δυο! Όσο για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της δημοσκόπησης – περί αποχής κλπ – καλύτερα αφήστε τα….)
O πρόλογος όχι μόνο δεν είναι φανταστικός, αλλά είναι η σύντμηση μιας συνομιλίας που επαναλαμβάνεται ολοένα και συχνότερα τα δύο τελευταία χρόνια στις τηλεφωνικές έρευνες. Αναδεικνύει την πρωτοφανή δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίζει μια μερίδα πολιτών ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Προσέξτε. Το τμήμα αυτών των ψηφοφόρων δεν ανήκει σε εκείνους που έχουν επιλέξει ήδη τα μικρότερα κόμματα διαμαρτυρίας. Το εντυπωσιακό που έχει συμβεί μετά την κρίση, είναι ότι ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 30% του εκλογικού σώματος (!), αρνείται να απαντήσει όχι μόνο σε τι θα ψηφίσει στις επόμενες εκλογές, αλλά συχνά να διευκρινίσει και τι ψήφισε στις προηγούμενες. Γεγονός που καθιστά επισφαλέστατο κάθε δημοσκοπικό εύρημα, αλλά και εξηγεί βέβαια γιατί αρκετές δημοσκοπικές εταιρείες αποφεύγουν συνειδητά πλέον τη λεγόμενη πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος. Πολύ περισσότερο, όταν μετά τις ευρωεκλογές του 2009 σε κάθε εκλογική αναμέτρηση επιβεβαιώνεται ένα φαινόμενο επίσης πρωτοφανές στη Μεταπολίτευση: η ολοένα και αυξανόμενη συνειδητή αποχή. Αρκούν τρία νούμερα για να αντιληφθείτε το μέγεθός της. Στις εθνικές εκλογές του 2004 ψήφισαν 7,4 εκατομμύρια πολίτες, το 2009 400.000 λιγότεροι, ενώ στις τελευταίες εκλογές (Ιούνιος 2012) ο αριθμός όσων προσήλθαν στις κάλπες υποχώρησε στα 6,2 εκατομμύρια. Και τούτο συνέβη παρά το γεγονός ότι η αναμέτρηση αυτή έλαβε τον χαρακτήρα της παραμονής ή της εξόδου της χώρας από την Ε.Ε.
Οι ειδικοί σηκώνουν τα χέρια ψηλά για τα δύο αυτά φαινόμενα –της αδιευκρίνιστης ψήφου και της αδιαφορίας για τις εκλογές– και κάνουν αυτοσαρκαζόμενοι την εξής χαριτωμένη διαπίστωση: “Το μόνο για το οποίο είμαστε απολύτως βέβαιοι και πιστοποιούμε σε όλες τις μετρήσεις είναι μια τεράστια αναποφασιστικότητα των πολιτών”.
Είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι το 50% ακόμη και όσων δηλώνουν τι πρόκειται να ψηφίσουν, όταν τους τίθεται το ερώτημα «αν είστε βέβαιοι για την επιλογή σας», απαντούν ευθαρσώς «όχι». Στοιχείο που επίσης δεν είχε προκύψει ποτέ στο παρελθόν, καθώς στο συγκεκριμένο ερώτημα που οι δημοσκόποι ονομάζουν «βεβαιότητα ψήφου», το ποσοστό των «αποφασισμένων ψηφοφόρων» ουδέποτε μέχρι το 2012 είχε υποχωρήσει κάτω από το 75-80%!
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Απλούστατα, ότι κάθε πρόβλεψη για το τι θα συμβεί στις ευρωεκλογές, αλλά και στις επόμενες εθνικές εκλογές, μοιάζει με προφητεία. Οι δημοσκόποι υποστηρίζουν ότι είναι εντελώς λάθος να εκλαμβάνονται ως θέσφατες οι τελευταίες μετρήσεις, που δείχνουν ένα οριακό προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ. Και επισημαίνουν ότι μπορεί ακόμη και ένα «τυχαίο» γεγονός στον τελευταίο ενάμιση μήνα πριν από τις κάλπες να αλλάξει άρδην το πολιτικό σκηνικό, όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Υπενθυμίζουν ενδεικτικά πως ο ΣΥΡΙΖΑ δύο μήνες πριν από τις πρώτες εκλογές 2012, σε όλες σχεδόν τις μετρήσεις ήταν μονοψήφιος και κυρίως το γεγονός ότι από τον Μάιο μέχρι τον Ιούνιο άλλαξε την προτίμησή του τουλάχιστον το 25% του εκλογικού σώματος!
Θα αναρωτιέστε ίσως αν όλα τούτα ευνοούν την παρουσία ενός πραγματικά νέου κόμματος στην πολιτική σκηνή. Οι ειδικοί αδυνατούν να το προβλέψουν. Περιορίζονται στη μάλλον άχαρη διαπίστωσή τους πως από εδώ και πέρα όλες οι επόμενες αναμετρήσεις θα διακρίνονται από το στοιχείο του απρόβλεπτου.
Δεν υπάρχει αξιόπιστο δείγμα
Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα αρκετοί πιστεύουν ότι «οι δημοσκοπήσεις μαγειρεύονται». Αλλωστε, η συνωμοσιολογία είναι γνωστό εθνικό μας χόμπι. Καθώς όμως αναδείχθηκε σήμερα η πρωτοφανής πολιτική ρευστότητα που καθιστά δυσχερέστατες τις εκλογικές προβλέψεις, χρήσιμο είναι να περιγραφεί και μια νέα δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι δημοσκοπικές εταιρείες. Σχετίζεται με το λεγόμενο «ασφαλές δείγμα». Σε όλο τον κόσμο αρκεί να απαντήσουν 1.000 πολίτες σε μια έρευνα για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Ο αριθμός 1.000 στη στατιστική θεωρείται διεθνώς ένα ικανό δείγμα. Με μία καθοριστική προϋπόθεση όμως. Το δείγμα αυτό να είναι εντελώς τυχαίο και, επομένως, απολύτως αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού, ασχέτως αν σε μια χώρα ζουν 10 ή 100 εκατ. πολίτες.
Γιατί γίνεται αυτή επισήμανση; Διότι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, λόγω της «φυγής» από τον ΟΤΕ εκατοντάδων χιλιάδων συνδρομητών προς τη Forthnet, τη Wind, τη Vodafone κ.λπ., οι δημοσκοπικές εταιρείες δυσκολεύονται πάρα πολύ για να βρουν μια αξιόπιστη βάση τηλεφωνικών δεδομένων για να έχουν ένα πραγματικά τυχαίο δείγμα.