Οι παράγοντες που επηρεάζουν τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην Μέση Ανατολή είναι το Χαλιφάτο του Ισλαμικού Κράτους, το Ισραήλ, οι ΗΠΑ, η Τουρκία-Κουρδιστάν και η Ρωσία.
ΧΑΛΙΦΑΤΟ ΙΣΛΑΜΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Ο δηλωμένος στόχος του Ισλαμικού Κράτους και η επιδίωξη του είναι η διάλυση των συνόρων που έχουν θεσπιστεί στην Μέση Ανατολή το 1916 με την συμφωνία Sykes-Picot, έτσι ώστε να επανασχεδιαστεί το σύνολο της Αραβικής Χερσονήσου. Η επιθετική και επεκτατική στρατηγική του Χαλιφάτου απαιτεί υπακοή από όλους τους μουσουλμάνους και ο στόχος αυτής της στρατηγικής είναι η ένταξη όλου του μουσουλμανικού κόσμου στην κυριαρχία του Ισλαμικού Κράτους. Η φιλοδοξία αυτή είναι σαφώς αποτυπωμένη στην σημαία του Χαλιφάτου, αλλά και εμφανής στις δηλώσεις του αρχηγού του Χαλιφάτου αλ Μπαγκντάτι. Το Χαλιφάτο θέλει να επιδιώξει την συνεχή του επέκταση, ανεξαρτήτως κόστους, σε περιοχές πέρα από το Ιράκ και την Συρία, που είναι αυτή την στιγμή οι κύριες βάσεις των ενεργειών του.
Το Χαλιφάτο του Ισλαμικού Κράτους διαθέτει μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με μύθους και προφητείες που χρησιμοποιεί για να δελεάσει και να έλκει τους μαχητές του σε μια πορεία του 21ου αιώνα και μια μεγάλη τελική μάχη στην βόρειο Συρία όπου θα νικήσει τους «άπιστους». Οι μαχητές του είτε θα πεθάνουν και θα ανταμειφθούν με τον παράδεισο ή θα επιβιώσουν για να απολαύσουν την επίγεια ουτοπία υπό θεοκρατικό έλεγχο. Αυτό αποτελεί σήμερα την έκκληση και την προπαγάνδα του Ισλαμικού Κράτους.
Στις 4 Ιουλίου 2014 ο Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάτι (ψευδώνυμο, αληθινό όνομα Ιμπραχίμ αλ Μπάντρι) πήγε στο μεγάλο τέμενος της Μοσούλης και ανακήρυξε τον εαυτό του χαλίφη του Ισλαμικού Κράτους, ήτοι διάδοχο του προφήτη Μωάμεθ. Στην τελετή που έγινε στο τέμενος φορούσε τα μαύρα ράσα των χαλίφηδων των Αββασιδών, του Χαλιφάτου δηλαδή που βασίλεψε από το 750 έως το 1258 και η επικράτεια του εκτείνονταν από την Αραβική έως την Ιβηρική Χερσόνησο και περιελάμβανε περιοχές της Κεντρικής Ασίας και τις νότιες περιοχές του Πακιστάν.
Οι σουνίτες μουσουλμάνοι όλου του κόσμου έλαβαν την εντολή να κινηθούν προς την επικράτεια του Χαλιφάτου, να πολεμήσουν στο πλευρό του χαλίφη τους και να δείξουν την πίστη τους στον ιερό πόλεμο (τζιχάντ). Ο εκπρόσωπος τύπου του Χαλιφάτου Αμπού Μοχάμεντ Αντνάνι ανακοίνωσε στους μουσουλμάνους σε όλο τον κόσμο ότι «είναι υπόσχεση του Θεού η αναγνώριση του χαλίφη αλ Μπαγκντάτι και όποιος δεν το κάνει θα αντιμετωπίσει την οργή του Ισλαμικού Κράτους», ο ίδιος δε ο χαλίφης δήλωσε ότι το Ισλαμικό Κράτος θα περιλαμβάνει σε πέντε χρόνια εδάφη της Ινδίας και της νότιας Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας), όπως επίσης και εδάφη του Χαλιφάτου του Αφγανιστάν του μουλά Ομάρ, ο οποίος έχει στενούς δεσμούς με την αλ Κάϊντα και η οργάνωση του έχει υποσχεθεί υποταγή στον αλ Μπαγκντάτι, όπως εξ άλλου και πολλές άλλες ισλαμικές τρομοκρατικές οργανώσεις παγκοσμίως, όπως η Μπόκο Χαράμ της Νιγηρίας, η Αλ Σαμπάαμπ της Σομαλίας κ.α.
Ο χαλίφης αλ Μπαγκντάτι προσφέρει στους πιστούς της σουνιτικής πτέρυγας των μουσουλμάνων ένα ταξίδι οκτώ αιώνες πίσω στην ιστορία, ένα ταξίδι στην εποχή του Χαλιφάτου των Αββασιδών, όταν το Ισλάμ είχε κατορθώσει την πλήρη εδαφική εξάπλωση του.
Ο σύγχρονος χαλίφης προσπαθεί να αναβιώσει και να ανασυστήσει την παλαιά «αίγλη» του Χαλιφάτου στον υπόλοιπο κόσμο. Την μακρινή εκείνη εποχή οι Χριστιανοί και οι άλλοι «άπιστοι» της επικράτειας του Χαλιφάτου είχαν την ευκαιρία να ζήσουν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας καταβάλλοντας σχετικό φόρο (τζίσγια). Όποιος ηρνείτο ή δεν μπορούσε να καταβάλλει τον τζίσγια αποκεφαλιζόταν και η οικογένεια του πωλείτο στα σκλαβοπάζαρα. Τα πάντα για τις διοικητικές αυτές πρακτικές και ενέργειες των χαλίφηδων εκείνης της εποχής διατυπώνονται με σαφήνεια στο Κοράνι και στα άλλα ιερά κείμενα των μουσουλμάνων. Το Κοράνι και τα ιερά κείμενα που διδάσκονται σε όλα τα μουσουλμανικά ιεροδιδασκαλεία και τεμένη δίνουν σαφείς οδηγίες για μαζικές δολοφονίες, αποκεφαλισμούς και άλλες δολοφονικές πρακτικές που εφαρμόστηκαν δεκάδες αιώνες πριν από τους χαλίφηδες των Αββασιδών και εφαρμόζονται σήμερα από τους σουνίτες βαχαμπιστές και σαλαφιστές.
Ο χρόνος που διέρρευσε από τότε ουδόλως έχει τροποποιήσει αυτές τις πρακτικές και εντολές του Κορανίου και τις αρχαίες ισλαμικές διδασκαλίες.
Όταν ο σημερινός χαλίφης αλ Μπαγκντάτι απευθύνεται προς τους πιστούς του μουσουλμάνους χρησιμοποιεί ακριβώς αυτές τις εντολές του Κορανίου, εμπλουτισμένες με την φρασεολογία και διδασκαλία που χρησιμοποιούσε ο σεΐχης αλ Βαχάμπ, ο οποίος τον 18ο αιώνα επικαλέστηκε την πρακτική του Τακφίρ. Ο ισλαμικός κανόνας του Τακφίρ διατείνεται ότι κάθε μουσουλμάνος ο οποίος δεν υποστηρίζει την αληθινή πίστη πρέπει να πεθάνει, η περιουσία του να κατασχεθεί και η οικογένεια του να πωληθεί στα σκλαβοπάζαρα. Δηλαδή επεκτείνεται ουσιαστικά αυτό που ίσχυε για τους «άπιστους» μη μουσουλμάνους και στους άπιστους μη αληθινούς μουσουλμάνους. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική οι σιίτες δεν θεωρούνται μουσουλμάνοι και η ζωή τους πρέπει να αφαιρεθεί.
Η αίρεση του Βαχάμπ, ο Βαχαμπισμός, αντικατέστησε τον αραβικό εθνικισμό στρεφόμενη τόσο κατά των διεφθαρμένων αράβων ηγεμόνων, όσο και κατά των ξένων αποικιοκρατών. Ο Ιμπν Σάουντ ως ηγέτης μιας μικρής ομάδας φυλών στην έρημο της Αραβικής Χερσονήσου είδε την αίρεση αυτή ως ένα όχημα που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τις φιλοδοξίες του. Ο Βαχαμπισμός προσέφερε στον ηγέτη την απόλυτη αφοσίωση των οπαδών της αίρεσης και έτσι οι Σάουντ απέκτησαν εξουσία και κυρίευσαν το μεγαλύτερο μέρος της Αραβικής Χερσονήσου και ο Βαχαμπισμός έγινε ο πυρήνας πίστης της Σαουδικής μοναρχίας και άρχισε να μεταδίδεται σε όλη την Μέση Ανατολή.
Η δύναμη, η έλξη και η γοητεία που ασκεί σήμερα το Χαλιφάτο του Ισλαμικού Κράτους συνίσταται στο ότι δίνει στα εκατομμύρια των φτωχών μουσουλμάνων ανά τον κόσμο, που βλέπουν τους εαυτούς τους ως καταπιεσμένους, την ευκαιρία να οδηγηθούν στην ουτοπική υπόσχεση του 21ου αιώνα. Οι πιστοί του Χαλιφάτου θα αποκομίσουν όλα τα οφέλη είτε επί γης, είτε στον παράδεισο, ενώ οι άπιστοι θα λάβουν ως ανταμοιβή τον ατιμωτικό θάνατο.
Για τους πιστούς του Χαλιφάτου όλα τα σημερινά γεγονότα τα είχε προφητεύσει ο Μωάμεθ δεκατρείς αιώνες πριν, όταν είπε προς τις μελλοντικές γενιές των μουσουλμάνων ότι θα διεξαχθεί μια μεγάλη μάχη μεταξύ του Ισλάμ και των απίστων στην βόρεια Συρία, κοντά στα τουρκικά σύνορα. Σύμφωνα με την προφητεία σε αυτή την μάχη ο παλαιός κόσμος θα ηττηθεί και μόνο οι αγνοί και καθαροί μουσουλμάνοι θα απολαύσουν μετά από αυτή την μάχη την νέα ευημερία. Το μόνο λοιπόν που χρειάζεται για να εκπληρωθεί η προφητεία, σύμφωνα με τους σημερινούς πιστούς του Ισλαμικού Κράτους, είναι η άφιξη του στρατού των απίστων. Οι δολοφονίες, οι αποκεφαλισμοί και οι άλλες φρικτές τους πράξεις των τριών περίπου τελευταίων ετών έχουν ως στόχο να προκαλέσουν και να καλέσουν τους «σταυροφόρους» στο πεδίο της μάχης και ταυτόχρονα να ενώσουν τους μουσουλμάνους κατά της επιστροφής των νέων αποικιοκρατών. Οι «σταυροφόροι» Αμερικανοσιωνιστές έχοντας ως όχημα τους σουνίτες Βαχαμπιστές και εκμεταλλευόμενοι αυτή την κατάσταση θα δεχθούν την πρόκληση στο πεδίο της μάχης, ώστε να εκπληρώσουν την δική τους «προφητεία» για αποσταθεροποίηση και διάλυση της Μέσης Ανατολής.
ΙΣΡΑΗΛ
Το στρατηγικό επεκτατικό σχέδιο του Ισραήλ συνίσταται στην θραυσματοποίηση των αραβικών κρατών και στην δημιουργία του «μεγάλου Ισραήλ», το οποίο θα επεκτείνεται από την κοιλάδα του Νείλου έως τον Ευφράτη, δημιουργώντας εντολοδόχα κρατίδια στις περιοχές του Λιβάνου, της Συρίας, της Ιορδανίας και του Ιράκ. Το σχέδιο αυτό αναφέρεται στην βιβλιογραφία ως Yinon Plan και προβλέπει επανακαθορισμό του γεωπολιτικού περιβάλλοντος δια μέσου διάσπασης των αραβικών κρατών σε μικρότερα, ούτως ώστε το Ισραήλ να απολαμβάνει άνευ αντιπάλου τον ηγεμονικό του ρόλο στην περιοχή. Να υπενθυμίσουμε ότι η ονομασία Yinon προήλθε το 1982 από τον εμπνευστή του στρατηγικού αυτού σχεδίου Oded Yinon, που ήταν ανώτατος συνεργάτης του Υπ. Εξωτερικών του Ισραήλ.
ΗΠΑ
Στο βιβλίο του αμερικανοσιωνιστή Μπρεζίνσκι, πολιτικός και γεωστρατηγικός επιστήμονας ο οποίος διετέλεσε σύμβουλος πολλών αμερικανών Προέδρων, «The Grand Chessboard: American Primacy And Its Geostrategic Imperatives» («Η μεγάλη σκακιέρα: Η αμερικανική υπεροχή και οι γεωστρατηγικές της επιταγές») βασίζεται η σημερινή εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον. Η πάγια εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον για την Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική είναι η διάλυση των κρατών που δεν συμπλέουν με τις εντολές της και η ανάληψη της εξουσίας από εντολοδόχες κυβερνήσεις.
Η πολιτική αυτή είναι συσκευασμένη σε πολυτελές περιτύλιγμα που φέρει ετικέτες όπως «ανθρώπινα δικαιώματα», «αραβική άνοιξη» ή «δημοκρατία» και χρησιμοποιεί ως εργαλείο τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, κάτι που τόνισε και ο Μπρεζίνσκι σε πρόσφατη συνέντευξη του στους Financial Times όταν χαρακτήρισε τους ισλαμοσυμμορίτες ως «American assets», τουτέστιν «περιουσιακό στοιχείο των ΗΠΑ». Μια εξωτερική πολιτική που φέρνει καταστροφές και αιματηρές συγκρούσεις υπό τον μανδύα δημοκρατικών και ανθρωπιστικών επιχειρήσεων.
Ότι ξεκίνησε η σιωνιστική Ουάσιγκτον ως «αραβική άνοιξη» έχει μετατραπεί σε έναν «αραβικό χειμώνα», ότι ξεκίνησε ως «απελευθέρωση» και «εκδημοκρατισμός» μετατράπηκε σε καταστροφή λαών και διάλυση κρατών.
Μαζί με την Συρία, το Ιράκ και την Λιβύη, η Υεμένη είναι η τέταρτη χώρα της περιοχής που συμπαρασύρεται στο χάος και αποσυντίθεται πολιτικά και εδαφικά με ευθύνη των ΗΠΑ και των βαχαμπιστικών εμιράτων του Αραβικού Κόλπου. Στον απόηχο της περίφημης «αραβικής άνοιξης» των Αμερικανοσιωνιστών που ξεκίνησε πριν τέσσερα περίπου χρόνια, δημιουργείται μια ακόμη εστία κρίσης και αποσταθεροποίησης, με προφανή σκοπό να απειληθεί η κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα και αυτής της χώρας και ταυτόχρονα να ασκηθεί γεωστρατηγική πίεση στο σιιτικό Ιράν.
ΤΟΥΡΚΙΑ-ΚΟΥΡΔΙΣΤΑΝ
Το κουρδικό ζήτημα έχει πολλές και διαφορετικές επιπτώσεις στις εξωτερικές σχέσεις της Τουρκίας για περισσότερα από ογδόντα χρόνια, από τότε δηλαδή που ιδρύθηκε το νεοτουρκικό κράτος. Το κουρδικό ζήτημα όμως έχει κυρίως επηρεάσει τις σχέσεις της Τουρκίας με τους γείτονές της Συρία, Ιράκ και Ιράν, τρεις χώρες που έχουν επίσης κουρδικές μειονότητες.
Ιστορικά το κουρδικό ζήτημα έχει συμβάλλει με παράδοξο τρόπο στις σχέσεις της Τουρκίας με την Συρία, το Ιράκ και το Ιράν. Υπήρξαν εποχές που το ζήτημα αυτό παρείχε στους Τούρκους κίνητρο για σιωπηλές ή φανερές συμμαχίες με τις κυβερνήσεις των γειτονικών κρατών, ενώ σε άλλες περιπτώσεις το κουρδικό δημιούργησε εντάσεις και αντιπαλότητες με αυτά τα γειτονικά κράτη. Το κουρδικό ζήτημα συνιστά για την Τουρκία έναν γόρδιο δεσμό που συνδέει εξωτερικά και εσωτερικά προβλήματα. Στην σημερινή εποχή το πρόβλημα αυξάνεται λόγω της γιγάντωσης του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος στα τέσσερα τμήματα του «μεγάλου Κουρδιστάν», ήτοι τμήματα στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας, Συρίας, Ιράκ και Ιράν. Μπροστά στον κίνδυνο να δημιουργηθεί το μεγάλο Κουρδιστάν η Τουρκία έχει αναγκαστεί τα τελευταία χρόνια να αναθεωρήσει την στρατηγική της για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Η κατάρρευση των τουρκικών συμμαχιών με τους γείτονες τα τελευταία τρία χρόνια, εξ αιτίας των μεγαλεπήβολων σχεδίων του «νεοοθωμανισμού» και του συμμοριτοπόλεμου της Συρίας, άφησε την Άγκυρα χωρίς φίλια γειτονικά κράτη που θα μπορούσαν να την βοηθήσουν στην λύση του προβλήματος.
Κατά το παρελθόν η Τουρκία μπορούσε να βασίζεται σε συμμαχίες και συμφωνίες με τους γείτονες της που την βοηθούσαν να καταστείλει τα απελευθερωτικά κινήματα των Κούρδων. Παραδείγματα τέτοιων συμφωνιών υπάρχουν πολλά. Το 1937 το σύμφωνο Σαανταμπάντ, το 1955 το σύμφωνο της Βαγδάτης, την δεκαετία του 1980 στην διάρκεια του πολέμου Ιράκ-Ιράν η συμφωνία Τουρκίας-Ιράκ που στόχευε στην εξολόθρευση των Κούρδων του PKK (Partiya Karkeren Kurdistan) και η μυστική συμφωνία μεταξύ Τουρκίας-Ιράν-Συρίας αρχές της δεκαετίας του 2000 που είχε στόχο την διακοπή από την Τεχεράνη και την Δαμασκό της υποστήριξης των Κούρδων ανταρτών που δρούσαν στα εδάφη της Τουρκίας. Η ειρωνεία της παρούσας ιστορικής στιγμής είναι ότι η Τουρκία έχει διαρρήξει τις σχέσεις της με όλους αυτούς τους γείτονες και ταυτόχρονα στο γειτονικό Ιράκ και στην γειτονική Συρία αναδύεται αυτόνομο κουρδικό κράτος που θα ελέγχει τα σύνορα Τουρκίας-Ιράκ και Τουρκίας-Συρίας, ενώ στο εσωτερικό της Τουρκίας αυξάνεται αλματωδώς η πίεση των Κούρδων.
Η πρώτη δραματική μεταμόρφωση των προτεραιοτήτων της Τουρκίας με τους γείτονες της σχετικά με το κουρδικό έγινε με το Ιράκ. Η Τουρκία μετά την πτώση του σουνίτη Σαντάμ το 2003 και την εγκαθίδρυση αυτόνομης κουρδικής κυβέρνησης στο Αρμπίλ προτίμησε για οικονομικούς κυρίως λόγους να συνεργαστεί με το αναδυόμενο αυτόνομο κουρδικό κράτος, αντί να συνεχίσει την συνεργασία με την σιιτική Βαγδάτη. Οι οικονομικοί λόγοι της συνεργασίας με το Αρμπίλ σχετίζονται με τα πετρελαϊκά κοιτάσματα αυτής της κουρδικής περιοχής που συνορεύει με την ανατολική Τουρκία. Επίσης στρατηγικά και πολιτικά οι Τούρκοι ήλπιζαν ότι η συνεργασία με τους Κούρδους του Ιράκ θα παθητικοποιούσε και θα καθησύχαζε τους Κούρδους στο εσωτερικό της χώρας, αφού πολλές από τις βάσεις των εξεγερμένων Κούρδων βρίσκονται στις περιοχές του αυτόνομου κουρδικού κράτους του Αρμπίλ.
Η δεύτερη δραματική μεταμόρφωση των προτεραιοτήτων και επιλογών της Άγκυρας αφορούσε τις σχέσεις με την Συρία. Στην διάρκεια των δεκαετιών 1980 και 1990 οι σχέσεις των δυο χωρών είχαν δηλητηριαστεί από το κουρδικό ζήτημα. Η Συρία είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει τους Κούρδους ως εργαλείο εναντίον της Άγκυρας για να πιέσει την Τουρκία σε συμφωνία όσον αφορά την εκμετάλλευση των υδάτων του ποταμού Ευφράτη. Η Συρία τότε είχε προσφέρει καταφύγιο και υποστήριξη στους Κούρδους μαχητές που πολεμούσαν στην Τουρκία. Στο τέλος της δεκαετίας του 1990 η Δαμασκός έπαψε αυτή την υποστήριξη αφού σύναψε συμφωνία με την Άγκυρα, συμφωνία η οποία διεκόπη το 2011 μετά την απόφαση των Τούρκων να υποστηρίξουν τους ισλαμιστές μισθοφόρους εναντίον του Άσσαντ.
Η υποστήριξη αυτή της Τουρκίας προς τους μισθοφόρους συμμορίτες δημιούργησε τα εξής αλληλένδετα προβλήματα. Στην Συρία δημιουργήθηκε ένεκα των συγκρούσεων μια αυτόνομη κουρδική ζώνη. Αυτό είχε ως επακόλουθο το άνοιγμα ενός δεύτερου κουρδικού μετώπου στα νότια σύνορα της Τουρκίας, πλην αυτού που υφίσταται στα ανατολικά της σύνορα. Η εξέλιξη αυτή είχε άμεσο αντίκτυπο στην αναπτέρωση του ηθικού των Κούρδων της Τουρκίας, που διεφάνη με την αύξηση των διαδηλώσεων και διαμαρτυριών τους εναντίον της κυβέρνησης του Ερντογάν καθώς και με την κλιμάκωση των επιθέσεων σε τουρκικούς στόχους και συνδέεται βέβαια με την δράση των τουρκικών σωμάτων ασφαλείας εναντίον κουρδικών πόλεων και χωριών στις νοτιοανατολικές επαρχίες της Τουρκίας. Η υποστήριξη των ισλαμιστών μισθοφόρων σηματοδότησε επίσης την διάρρηξη των σχέσεων Τουρκίας-Ιράκ-Ιράν αφού είναι γνωστό ότι οι κυβερνήσεις της Βαγδάτης και Τεχεράνης υποστηρίζουν τον Άσσαντ.
Εν κατακλείδι οι ενέργειες των τελευταίων ετών της Τουρκίας σχετικά με το κουρδικό ζήτημα περιέπλεξαν τις εξωτερικές σχέσεις αυτής της χώρας και δημιούργησαν μια πόλωση και διάσπαση στο εσωτερικό της. Η Τουρκία βούλιαξε βαθύτερα στην κινούμενη άμμο του κουρδικού ζητήματος. Κουρδικό ζήτημα που η εξέλιξη του θα εξαρτηθεί από την Νέα Στρατηγική Τάξη που διαμορφώνεται με την παρουσία της Ρωσίας στην Μέση Ανατολή.
ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΑΞΗ
Με την έκρηξη της κρίσης στην Συρία το 2011 η Ρωσία αρχικά περιορίστηκε στον παραδοσιακό της ρόλο στην Μέση Ανατολή, προμηθεύοντας όπλα, υλικοτεχνική υποδομή και στρατιωτικούς συμβούλους στην κυβέρνηση της Δαμασκού. Όταν ο πρόεδρος της Συρίας Άσαντ μετά από παρέλευση 2-3 ετών συμμοριτοπόλεμου άρχισε να εξασθενεί, αν και είχε επιτυχίες στο πολεμικό μέτωπο, οι Ρώσοι αύξησαν γεωμετρικά την στρατιωτική τους βοήθεια, κυρίως προμήθειες σύγχρονων οπλικών συστημάτων, προς την Δαμασκό. Μετά και την δραματική μείωση του αριθμού των στρατιωτών που μάχονταν στο πλευρό του Άσαντ, η Ρωσία αποφάσισε να επέμβει με την πολεμική της αεροπορία και το ναυτικό στο έδαφος της Συρίας (Σεπτέμβριος 2015).
Η κίνηση αυτή της Ρωσίας ουσιαστικά συνιστά μια επαναστατική πράξη για τον παραδοσιακό της ρόλο (και τον ρόλο της ως Σοβιετική Ένωση) στην Μέση Ανατολή και προμηνύει μια βαθύτερη αλλαγή στην πολιτική της Μόσχας. Μια αλλαγή που διατυπώθηκε και στο πρόσφατο κείμενο της νέας Στρατηγικής για την Εθνική της Ασφάλεια όπου ρητά αναφέρεται ότι η Ρωσία θα αντιταχθεί σε όποια προσπάθεια των ΗΠΑ για αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής.
Η Ρωσία για να δικαιολογήσει την άμεση ανάμιξη της στον συμμοριτοπόλεμο της Συρίας ισχυρίστηκε ότι με την στρατιωτική της παρουσία (αεροπορία, ναυτικό) προτίθεται να εξολοθρεύσει το Ισλαμικό Κράτος από το οποίο κινδυνεύει και η ίδια (Νταγκεστάν, Τσετσενία), πέραν της βοήθειας που θέλει να προσφέρει στον σύμμαχο της Άσαντ. Δηλαδή η Ρωσία επιχειρεί να καταστρέψει το Ισλαμικό Κράτος στην Συρία, πριν οι τζιχαντιστές προωθηθούν προς τις μουσουλμανικές επαρχίες της Ρωσίας, όπου εν δυνάμει θα εύρισκαν πρόσφορο έδαφος. Αυτό είναι αλήθεια και άκρως ρεαλιστικό.
Οι προθέσεις όμως της Ρωσίας δεν είναι μόνο αυτές. Υπάρχουν και άλλα κίνητρα που την οδήγησαν στην ανάμιξη της στην Συρία, τονίζουμε πέραν της βοήθειας που ήθελε να παράσχει στον Άσαντ εμποδίζοντας την διάλυση της χώρας αυτής και κατ’ επέκταση του Ιράκ. Σημαντικό κίνητρο για την Ρωσία ήταν η διασφάλιση της στρατιωτικής της παρουσίας στην Μεσόγειο, κάτι βέβαια που ακούγεται εύλογο και κάτι που αποτελεί κίνητρο εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου (1682-1725).
Λιμάνια και βάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο είναι μεγάλης γεωπολιτικής και οικονομικής σημασίας, όχι μόνο για την Ρωσία. Μην ξεχνάμε ότι η Ρωσική Αυτοκρατορία έχει διεξάγει αρκετούς πολέμους με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην προσπάθεια της να βρει διέξοδο προς τις λεγόμενες θερμές θάλασσες, Αιγαίο και Μεσόγειο. Η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αμέσως μετά τον Α΄ Π.Π. και η διάλυση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από τους κομμουνιστές ανέστειλαν τα ρωσικά σχέδια για κάθοδο προς την Μεσόγειο. Μετά τον Β΄ Π.Π. και με τις επελθούσες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, η Σοβιετική Ένωση είχε συγκαταλεχθεί στους νικητές αυτού του πολέμου, η Μόσχα απέκτησε πρόσβαση στο λιμάνι Ταρτούς της Συρίας (1971). Έκτοτε και έως πρόσφατα τίποτε δεν είχε διαφοροποιηθεί σε αυτή την κατάσταση, η οποία την δεκαετία της ρωσικής οικονομικής κατάρρευσης μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (1990) θα λέγαμε ότι ήταν αρκετά ασταθής.
Τι άλλαξε λοιπόν και ώθησε την Ρωσία σε μια δραματική, έντονη στρατιωτική παρουσία στην Μέση Ανατολή; Τι άλλαξε στην ρωσική εξωτερική πολιτική; Η Ρωσία με την έντονη στρατιωτική της παρουσία στην Μέση Ανατολή ουσιαστικά έδωσε αυτό που λένε οι Αμερικανοί το «goodbye kiss» στην συμβατική περιφερειακή της πολιτική για την Μέση Ανατολή που ακολουθούσε επί πολλά χρόνια, ήτοι στον παραδοσιακό ρόλο της που προμήθευε με όπλα και συμβούλους τους παραδοσιακούς της συμμάχους Συρία, Αίγυπτο (εν μέρει) και Ιράν.
Η πρόσφατη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας συμπίπτει, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, με κάποια γεγονότα πολύ ενδιαφέροντα. Πρώτον η συμφωνία του Ιράν με τις ΗΠΑ, γνωστή και ως συμφωνία P5+1 (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Κίνα και Γερμανία), για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η συμφωνία αυτή προσδίδει ουσιαστικά στην Τεχεράνη έναν διακεκριμένο ρόλο στην Αραβική Χερσόνησο λόγω της άρσης των εμπορικών, οικονομικών και στρατιωτικών κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στην χώρα τα τελευταία χρόνια. Δεύτερον η ηγεσία της Αιγύπτου έδωσε δείγματα ανεξαρτητοποίησης από την Ουάσιγκτον και πλησίασε περισσότερο προς την Μόσχα, κάτι βέβαια που οφείλεται στην οικτρή αποτυχία της σαλαφιστικής Μουσουλμανικής Αδελφότητας να κυβερνήσει την χώρα αυτή, Μουσουλμανική Αδελφότητα η οποία ήρθε στην εξουσία ως αποτέλεσμα της «αραβικής άνοιξης», ήτοι μιας «παρδαλής επανάστασης» (color revolution) που χρηματοδοτήθηκε από σιωνιστικά κέντρα των ΗΠΑ. Τρίτον η εισβολή της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη με προτροπή και συμμετοχή των ΗΠΑ δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού μέχρι στιγμής οι σιίτες-ζαϊντί πολιτοφύλακες Χούτι αντιστέκονται με την βοήθεια του Ιράν με επιτυχία στα σχέδια του Ριάντ.
Όλα τα ανωτέρω είναι σημάδια ότι η εποχή της μεγάλης επιρροής των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή βαίνει προς το τέλος της και ότι το μέλλον αυτής της περιοχής θα χαρακτηρίζεται από εντελώς μειωμένη παρουσία των ΗΠΑ. Ίσως κάποιοι να μην συμφωνούν με αυτό τον συλλογισμό, ήτοι ότι οι ΗΠΑ οικειοθελώς θα εγκαταλείψουν τον ρόλο τους στην Μέση Ανατολή, αλλά οι ενέργειες και οι πράξεις της Ρωσίας και των συμμάχων της (συμπεριλαμβανομένης και της Κίνας) οδηγούν τις ΗΠΑ αναγκαστικά προς αυτή την κατεύθυνση, εκτός και αν θέλουν να διακινδυνεύσουν παγκόσμια σύρραξη.
Η ρωσική στρατιωτική παρουσία στην Μέση Ανατολή με τα πλέον σύγχρονα οπλικά συστήματα που έχει εγκαταστήσει στο έδαφος της Συρίας υποδηλώνει ότι ήρθε για να μείνει ή για να το πούμε απλά, με ένα σμπάρο πλην των τζιχαντιστών θέλει να σκοτώσει και άλλα πουλιά.
Τι θέλει να επιτύχει η Ρωσία;
Η Μόσχα θέλει πρωτίστως να υπαγορεύσει την πολιτική της βούληση για τις διαπραγματεύσεις που θα αφορούν το μέλλον της Συρίας και του Ιράκ. Κύριο μέλημα της Ρωσίας είναι αυτές οι δυο χώρες να παραμείνουν αδιαίρετες ούτως ώστε να μην πιέζεται το Ιράν από αποσταθεροποιητικές τάσεις, ενώ ταυτόχρονα θα επηρεάσει τις εξελίξεις στο κουρδικό ζήτημα.
Η Ρωσία σκοπεύει να επεκτείνει την στρατιωτική της παρουσία όχι μόνο στην Συρία, αλλά σε όλη την περιοχή, κυρίως στο Ιράκ, στην Αίγυπτο και στην Υεμένη.
Η Ρωσία με την εξολόθρευση των τζιχαντιστών στο έδαφος της Συρίας αποτρέπει οποιαδήποτε εξέλιξη αποσταθεροποιητικών τζιχαντιστικών κινημάτων στις μουσουλμανικές της επαρχίες.
Η γεωπολιτική νίκη της Ρωσίας στην Μέση Ανατολή της δίνει επιβλητικό προνόμιο στην διαπραγμάτευση για το μέλλον της Ουκρανίας.
Με την στρατιωτική της επέμβαση η Ρωσία αποδεικνύει σε όλο τον κόσμο την ανωτερότητα των οπλικών της συστημάτων και βοηθά στην άνθιση της πολεμικής της βιομηχανίας. Ποιος γνώριζε πέραν των ειδημόνων τα μαχητικά Su-25 ή Su-30, τα ελικόπτερα Mi-28 ή Mi-35, τους S-400, τα αντιαεροπορικά Pantsir, τα ρωσικά stealth υποβρύχια, τους πυραύλους cruise Kalibr;
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η Ρωσία θα πρέπει πλέον να υπολογίζεται από όλους ως ένας μείζων παίκτης στην γεωπολιτική σκηνή, κάτι που θα πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους περιφερειακές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, έχοντας πάντα κατά νου εμείς οι Έλληνες ότι η διεθνής πολιτική δεν είναι εξίσωση που ισούται με το μηδέν. Δηλαδή οι απώλειες του ενός συμμετέχοντος (π.χ. Τουρκία-Κουρδιστάν) δεν συνεπάγονται απαραίτητα ωφέλειες για κάποιον άλλο συμμετέχοντα ή αντίπαλο (π.χ. Ελλάδα). Για να μην ισούται η εξίσωση με το μηδέν θα πρέπει να εφαρμοσθεί εθνοκεντρική πολιτική και να επιλεγούν εκείνες οι συμμαχίες που θα οδηγήσουν στην εξασφάλιση προνομιακής θέσης στις επερχόμενες γεωπολιτικές εξελίξεις-ανακατατάξεις στην Ανατολική Μεσόγειο-Μέση Ανατολή.
Γ. Λιναρδής