ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ

ΤΟ ΑΙΜΟΣ BLOG ΣΑΣ ΕΥΧΕΤΑΙ ΕΤΟΣ 2022, ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ



Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του.Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία ...Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα».Δεν είναι κακό να μην αισθάνεται κανείς Έλληνας, όπως και να πιστεύει άκριτα, όπου αυτός θέλει, τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι άλλωστε το κάνουν αυτό, κακό είναι να διαστρεβλώνει την αλήθεια με ανύπαρκτες γνώσεις και ψεύδη! ”Το πολιτικό σύστημα θριαμβεύει επειδή είναι μια ενωμένη μειοψηφία που ενεργεί εναντίον μιας διαιρεμένης πλειοψηφίας.”

Τα κόμματα αντανακλούν κοινωνικές πραγματικότητες και ιδεολογικές αφετηρίες. Και μονάχα όταν η ίδια η κοινωνία τα απορρίψει, περνούν στην Ιστορία.

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

Τα Πρωτόκολλα της Φλωρεντίας (1913 και 1924) και τα 14 χωριά της Μακεδονίας που παραχωρήσαμε στην Αλβανία το 1924

 https://www.protothema.gr/stories/article/679229/ta-protokolla-tis-floredias-1913-kai-1924-kai-ta-14-horia-tis-makedonias-pou-parahorisame-stin-alvania-to-1924/


Τα Πρωτόκολλα της Φλωρεντίας (1913 και 1924) και τα 14 χωριά της Μακεδονίας που παραχωρήθηκαν στην Αλβανία .

Τα Πρωτόκολλα της Φλωρεντίας (1913 και 1924) και τα 14 χωριά της Μακεδονίας που παραχωρήθηκαν στην Αλβανία .


Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, βρίσκονται διαρκώς στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, κυρίως με τις ανιστόρητες και επικίνδυνες κορόνες των γειτόνων αλλά και τα οράματά τους για τη δημιουργία της λεγόμενης «Μεγάλης Αλβανίας».

Θα χαρακτηρίζαμε την Αλβανία, ένα «μικρό ταραξία των Βαλκανίων». O «μεγάλος ταραξίας των Βαλκανίων» βέβαια είναι χωρίς αντίπαλο η Τουρκία, υποκινητής και αρωγός συχνά των Αλβανών στα επεκτατικά σχέδιά τους.


Πώς όμως έγινε η χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου;


Από ποια έγγραφα καθορίζονται τα ελληνικά και τα αλβανικά εδάφη στην Ήπειρο;


Το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17/12/1913), ίσως για πρώτη φορά κάνει την εμφάνισή του στο διαδίκτυο. Για να ξέρουμε πού πατάμε και να βλέπουμε ότι για μία ακόμη φορά η Ελλάδα βρέθηκε «ριγμένη» και έγινε έρμαιο των διαθέσεων των, τότε, ισχυρών...


Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ (30/5/1913) – ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΩΣ ΤΟ ΠΡΩΤΌΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΦΛΩΡΕΝΤΊΑΣ (17/12/1913) 

Η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, μεγάλες δυνάμεις των αρχών του 20ου αιώνα, έδειχναν έντονο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Χερσόνησο του Αίμου κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.


Στις 31 Δεκεμβρίου 1912, υπόγραψαν μυστική συμφωνία για το διαμοιρασμό της Αλβανίας σε σφαίρες επιρροής. Αυτή η συμφωνία, επαναβεβαιώθηκε στη Ρώμη με τη σύμβαση της 8ης Μαΐου 1913. Η Αυστροουγγαρία, θεωρούσε την Αλβανία «ειδική ζώνη επιρροής», ενώ η Ιταλία έδειχνε ζωηρότατο ενδιαφέρον και για το στρατηγικής σημασίας λιμάνι της Αυλώνας που δεσπόζει στην Αδριατική και απέχει 100 χλμ από τις ιταλικές ακτές.


Με βάση τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου, της 30ης Μαΐου του 1913, ανατέθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις η ρύθμιση των συνόρων της Αλβανίας και στις 29 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, η πρεσβευτική συνδιάσκεψη κατέληξε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στην ανακήρυξη της Αλβανίας σε ανεξάρτητο κράτος, χωρίς όμως να καθορίσει τα όριά της.


Η Ελλάδα, αν και αρχικά αιφνιδιάστηκε και δεν παρουσίασε ολοκληρωμένες προτάσεις, επέμεινε στη συνέχεια για την άμεση ρύθμιση των ζωτικών εθνικών θεμάτων της Βορείου Ηπείρου. 


Τελικά, υπέκυψε στον στυγνό εκβιασμό του Υπουργού Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Edward Grey (1862-1913), ο οποίος, όπως γράφει ο Σ. Αντωνόπουλος στο βιβλίο του «Οι Συνθήκες Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών», «... είπεν εις τους Βαλκανικούς πληρεξούσιους ότι όσοι εξ αυτών επιθυμούν να υπογράψουν, ως έχει, την Συνθήκην πρέπει να το πράξουν άνευ αργοπορίας. 

Οι μη διατεθειμένοι να υπογράψουν, το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να εγκαταλείψουν το Λονδίνο, διότι είναι ανωφελές να παραμένουν και να παρατείνουν τη συζήτηση, της οποίας το μόνο αποτέλεσμα είναι αναβολή ατέρμων. Όσοι υπογράψουν θα έχουν την ηθική ημών (ενν. των Βρετανών) συνδρομήν... »:


(Προσαρμόσαμε το κείμενο στα νέα ελληνικά).

Μπροστά στον κίνδυνο να δημιουργηθεί ανεξάρτητο αλβανικό κράτος σε βάρος βορειοηπειρωτικών εδαφών, οι κάτοικοι των περιοχών (της Β. Ηπείρου), κατέκλυσαν το Συνέδριο στο Λονδίνο με χιλιάδες τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας. Σχετικό υπόμνημα, κατατέθηκε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου από αντιπροσώπους των Βορειοηπειρωτών και συγκεκριμένα τους:Θεμιστοκλή Μπαχίμα (Δέλβινο), Βλάση Λέκκα (Χειμάρρα), Βασίλειο Ζούστη (Αργυρόκαστρο), Ιωσήφ Μπένια (Πρεμετή) και Πέτρο Ζάππα (Τεπελένι).


Βαρυσήμαντα υπομνήματα, έστειλαν ακόμα οι εκπρόσωποι των περιοχών: Δυρραχίου, Αυλώνας, Κορυτσάς, Βιγλίστας, Μοσχόπολης και Κολωνίας Βορείου Ηπείρου. 


Οι Βορειοηπειρώτες ζήτησαν να παρουσιάσουν οι ίδιοι το υπόμνημα, κάτι που δεν έγινε δεκτό, μετά από επίμονη άρνηση του Ιταλού και του Βρετανού εκπροσώπου. Στο υπόμνημα, οι Βορειοηπειρώτες αποδείκνυαν με ατράνταχτα στοιχεία την ελληνικότητα της Ηπείρου και πέρα από την Αυλώνα και επισήμαιναν τον κίνδυνο μελλοντικών περιπλοκών από τη δημιουργία αλβανικού κράτους σε βάρος ελληνικών εδαφών.


Οι εκπρόσωποι των «μεγάλων δυνάμεων», δεν έλαβαν υπόψη τους για ευνόητους λόγους, την εθνική ταυτότητα του ντόπιου πληθυσμού αλλά μόνο τη γλωσσική του σύνθεση, με αποτέλεσμα περιοχές που κατοικούνταν από Έλληνες βλαχόφωνους, αλβανόφωνους κλπ.να δοθούν στο (μελλοντικό) αλβανικό κράτος. 


Στο πλευρό της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας σε βάρος της χώρας μας, τάχθηκε και η Ρουμανία, ο πρεσβευτής της οποίας ζήτησε από τη Συνδιάσκεψη «... όπως πάσαι αι μεταξύ Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών, του όρους Γράμμου και Κορυτσάς χώρες, συσσωματωθούν μετά της Αλβανίας...». Τις θέσεις αυτές υποστήριξαν επίσης η Τουρκία και η Βουλγαρία...


Παράλληλα, η συνδιάσκεψη, αρνήθηκε την ελληνική πρόταση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις περιοχές της Β. Ηπείρου, προκειμένου ν' αποφασίσουν οι ίδιοι οι κάτοικοι για το μέλλον τους. Δέχτηκε μόνο τη σύσταση επιτροπής έρευνας για τη σύνθεση του πληθυσμού με κριτήριο τη γλώσσα και αποκλειστικά για το νομό Αργυροκάστρου. 


Παράλληλα, ξεκίνησε το έργο της η Επιτροπή για τον ακριβή καθορισμό των ελληνοαλβανικών συνόρων. Τα μέλη της, ήταν οι:


Tierry (Γερμανία), Billinsky και Buchberger (Αυστροουγγαρία), Lallemand και Krayer (Γαλλία), Doughty – Wylle και King (Αγγλία), Labia και Gastoldi (Ιταλία) και Goudim Len Kovitch (Ρωσία), η οποία θα τελείωνε τις εργασίες της στις 30 Νοεμβρίου.


Ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής, υπήρχαν διαφωνίες για τον τρόπο εργασίας και την επιθεώρηση των καθορισμένων τόπων. Απ' όπου περνούσαν τα μέλη της Επιτροπής, οι κάτοικοι Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, ελληνόγλωσσοι, δίγλωσσοι και βλαχόφωνοι διαδήλωναν την ελληνικότητα και την επιθυμία για ένωσή τους με την Ελλάδα.


Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου 1913, τα μέλη της Επιτροπής συγκεντρώθηκαν στο Μοναστήρι (σημ. Bitola της Fyrom) της Μακεδονίας για να πάρουν τις οριστικές αποφάσεις τους. Εκεί, προσπάθησαν να τους συναντήσουν αντιπροσωπείες από διάφορα μέρη της Β. Ηπείρου, όμως τα μέλη της Επιτροπής με το πρόσχημα ότι η αποστολή τους ήταν πολύ λεπτή, δεν δέχτηκαν καμία ελληνική αντιπροσωπεία.


Αντίθετα, δεν ήταν το ίδιο «λεπτή» η αποστολή της Επιτροπής, όταν επρόκειτο για αλβανικές αντιπροσωπείες.Συγκεκριμένα, ο Ιταλός Bittorio Labia, δέχτηκε τρεις φορές Αλβανούς με επικεφαλής τον τουρκικής καταγωγής Σουλεϊμάν Ντελβίνα (26, 28 και 29/9/1913), ενώ ο εκπρόσωπος της Αυστροουγγαρίας Billinsky, συναντήθηκε με την ίδια αντιπροσωπεία όπως και με δύο επιτροπές Τούρκων ψευτοαλβανών της περιοχής Κορυτσάς, υπό τον Σελίμ Μουσάι,απόγονο εξισλαμισμένων Σλάβων.


Την 1η Οκτωβρίου 1913, έφτασε στην Κορυτσά ο πρόεδρος της Επιτροπής, Άγγλος Doughty – Wylle και δύο μέρες αργότερα, πήγαν στην πόλη και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του. Η Κορυτσά είχε ήδη επιδικαστεί στην Αλβανία και τα μέλη της Επιτροπής αποφάσισαν να συνεχίσουν την έρευνά τους στην περιοχή της Κολώνιας.



Οι κάτοικοι της Κορυτσάς, αντιλήφθηκαν τις προθέσεις τους και τους ζήτησαν να παραμείνουν έστω μια μέρα για να εξετάσουν την εθνική τους συνείδηση. Οι αντιπρόσωποι, προσπάθησαν να φύγουν εγκαταλείποντας τις αποσκευές τους! Περικυκλώθηκαν όμως από αδιαπέραστο τείχος γυναικόπαιδων και κατευθύνθηκαν στο Διοικητήριο, όπουτους υποδέχθηκε ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής Παναγιώτης Κοντούλης.


Μπροστά από τον χώρο του Διοικητηρίου, στις 5/10/1913, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις του Ιταλού και του Αυστριακού αντιπροσώπου, τα μέλη της παρακολούθησαν την παρέλαση των 3.500 περίπου μαθητών των ελληνικών σχολείων της Κορυτσάς και στη συνέχεια την εντυπωσιακή παρέλαση 2.500 ενόπλων. Την ίδια μέρα όμως, οι εκπρόσωποι της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, ξέφυγαν από την προσοχή του κόσμου και πήγαν στην Ερσέκα. Λίγες μέρες αργότερα και τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, συνοδευόμενα από τον Έλληνα ίλαρχο Βασίλειο Μελά, έφτασαν στην Ερσέκα, όπου συνέχισαν τις εργασίες τους από τις 16/10/1913. Εκεί, τα μέλη της ίδιας Επιτροπής, βρέθηκαν μπροστά σε εκδηλώσεις χριστιανών και μουσουλμάνων που ζητούσαν την ένωσή τους με την Ελλάδα. 


Την ίδια περίοδο, μεγάλα συλλαλητήρια έγιναν σ' όλες τις μεγάλες πόλεις της Βόρειας Ηπείρου για ένωση με την Ελλάδα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πολλά μέλη της Διεθνούς Επιτροπής, εξέφραζαν την αγανάκτησή τους για τη συμπεριφορά και τις επιδιώξεις των εκπροσώπων της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν μια «μεγάλη» (για τα δεδομένα του 1913) Αλβανία, η οποία δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν ούτε ως έθνος, ούτε ως φυλή, ούτε ως κράτος. 


Ο Άγγλος συνταγματάρχης Murray, στις 25/11/1913 στην Κορυτσά, είπε προς τα μέλη της Επιτροπής, αγανακτισμένος και αηδιασμένος απ' όσα συνέβαιναν: «Δεν θέλω να γελοιοποιήσω τους κυρίους της Διεθνούς Επιτροπής, γιατί το σφάλμα δεν ήταν δικό τους αλλά των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες τους έφεραν σε τόσο δύσκολη κατάσταση».


Στις 27/11/1913, τα μέλη της Επιτροπής, συνεδρίασαν για τελευταία φορά στο Αργυρόκαστρο και στις 28/11/1913, αναχώρησαν για το Μπρίντεζι κι από εκεί για τη Φλωρεντία, όπου πάρθηκαν οι τελικές αποφάσεις για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων.


Εκεί, οι εκπρόσωποι της Γαλλίας και της Ρωσίας, οι οποίοι είχαν πειστεί για την τεράστια αδικία σε βάρος της Ελλάδας αντέδρασαν έντονα. Όμως, η επιμονή της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας με τη συνδρομή της Γερμανίας και η ανοχή της Μεγάλης Βρετανίας, είχαν σαν αποτέλεσμα να υπογραφτεί το περιβόητο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο στη συνέχεια, ίσως για πρώτη φορά στο διαδίκτυο.


Πρωτόκολλον Φλωρενδίας, τη 17η Δεκεμβρίου 1913:


«Περιγραφή: Η οροθετική γραμμή αναχωρεί εκ του σημείου (επί του Αυστριακού Χάρτου υψόμετρον 1738 Β.Α της Μάνδρας Νικολιτσάς), ένθα η μεσημβρινή μεθόριος του Καζά Κορυτσάςενούται με την οφρύν του Γράμμου μέχρι Μαύρης Πέτρας. Κατόπιν διέρχεται δια των υψομέτρων 2.538 και 2.019 και φθάνει εις Γόλο. 


Εκείθεν αφού ακολουθήσει την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψομέτρου 1.740, διέρχεται μεταξύ των χωρίων Ραδάτα και Κουρσάκα, διευθύνεται εις λόφον τον ευρισκόμενον ΒΑ του Κούκεσι, όθεν καταβαίνει όπως φθάσει εις Σαρανταπόρον. Ακολουθεί την κοίτην του ποταμού τούτου μέχρι της εκβολής του εις τον Αώον, όθεν φθάνει εις την κορυφήν του όρους Τούμπα, διερχομένη μεταξύ των χωρίων Δεπαλίτσα και Μεσσαρία και δια των υψομέτρων 1956 και 2.000.

«Από της κορυφής του όρους Τούμπα η γραμμή διευθύνεται προς ανατολάς επί του υψομέτρου 1621, διερχομένη βορείως των Δρυμάδων.


Κατόπιν ακολουθεί την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψώματος του ευρισκομένου ΒΑ του χωρίου Επισκοπή. Εκείθεν διευθύνεται προς ανατολάς, ακολουθούσα την οφρύν μεταξύ Ραδάτης όπερ μένει εις την Αλβανίαν και Γεδοχάρ, όπερ μένει εις την Ελλάδα, καταβαίνει εις την Κοιλάδα του Δρίνου και, διαπερώσα του ποταμού, αναβαίνει επί του λόφου Κακαβιά, χωρίου, όπερ μένει εις την Αλβανίαν. 


Ακολουθεί αύθις την διανομήν των υδάτων, αφίνουσα την Βάλτιστα(σημ. Χαραυφή) και Καστάνιανην εις την Ελλάδα, την δε Κοσσοβίτσαν εις την Αλβανίαν και φθάνει εις Μουργκάναν, υψόμετρου 2.124. 

Εκείθεν φθάνει εις το όρος Στουγάρα και δια Βερτόη και του υψομέτρου 750 αφήνουσα την Γιανναρήν και Βέρβαν εις την Αλβανίαν, διέρχεται δια την υψομέτρων 1014, 675, 839 μ. διευθύνεται ΒΔ, αφήνουσα δε την Κονίσπολην εις την Αλβανίαν, ακολουθεί την οφρύν των λόφων Στύλου και Όρμπα, πριν ή δε φθάσει εις το υψόμετρον 254 μ. στρέφεται νοτίως και φθάνει εις τον όρμον της Πτελέας (Φτελιάς)».


Με το Πρωτόκολλο αυτό της Φλωρεντίας της 17/12/1913, οι Βόρειες περιοχές της Ηπείρου μετονομάστηκαν «Νότιος Αλβανία», οι δε Έλληνες Ηπειρώτες «Ελληνική Μειονότητα»


Αξίζει να επισημάνουμε ότι την εγκληματική αυτή απόφαση των Μ. Δυνάμεων κατεδίκασε και ο ίδιος ο – τότε πρεσβευτής της Γερμανίας – Πρίγκηπας Λιχνόβσκι και μέλος της Πρεσβευτικής Διάσκεψης του Λονδίνου, ο οποίος στα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν το 1918, μεταξύ των άλλων αναφέρει και τα εξής: 


«Εις το μεγαλύτερο μέρος της Αλβανίας ο πολιτισμός είναι ελληνικής προελεύσεως. Εις το νότιο τμήμα της χώρας (Β. Ήπειρος), αι πόλεις είναι απολύτως ελληνικαί. Η προσάρτησις συνεπώς των «Αλβανών» τούτων, κατά το πλείστον Ορθοδόξων ή μουσουλμάνων εις την Ελλάδα ήτο η καλυτέρα και φυσικοτέρα λύσις».

Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, τα επόμενα χρόνια, θα το εξετάσουμε σε ξεχωριστό άρθρο. Ωστόσο, πρέπει να αναφέρουμε, ότι η αμφισβήτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων, συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια.

Στις 9/11/1921, η Πρεσβευτική Διάσκεψη αποφάσισε την οριστική ενσωμάτωση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Η απόφαση υπογράφτηκε από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων Μ. Βρετανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ιαπωνίας, οι οποίοι «αναγνώρισαν ένα συρφετό ληστών, δολοφόνων και παντοειδών κακούργων» (έτσι τους αποκαλούσε μέχρι το τέλος της Διάσκεψης ο Γάλλος αντιπρόσωπος), ως «συντεταγμένον, κυρίαρχον και ανεξάρτητον κράτος», με βάση το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17/12/1913).


Με την απόφαση της ίδιας Πρεσβευτικής Διάσκεψης, αποφασίστηκε η σύσταση διασυμμαχικής τετραμελούς επιτροπής για τη διαχάραξη των νοτίων και νοτιοανατολικών συνόρων της Αλβανίας.


Η επιτροπή αυτή, είχε επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Tellini (Τελίνι). Η δολοφονία του Τελίνι και της ακολουθίας του από αγνώστους κοντά στην Κακαβιά στις 27/8/1923 (σχετικό άρθρο στο protothema.gr στις 28/8/2016), είχε σαν αποτέλεσμα να διακοπούν οι εργασίες της.


Στα τέλη Μαρτίου 1924, η επιτροπή τελικά ολοκλήρωσε τις εργασίες της και υπέβαλε το πόρισμά της στην Πρεσβευτική Διάσκεψη, η οποία, μετά από πιέσεις της Ιταλίας, στις 19/4/1924, ανακοίνωσε στον Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι, ότι η Ελλάδα έπρεπε να δώσει στην Αλβανία, εκτός της Βορείου Ηπείρου, και πρόσθετο ελληνικό έδαφος κοντά στις Πρέσπες!


ΤΑ 14 ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΊΑΣ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ


ΤΟ 1924 – Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΟΥ «ΕΙΣΕΠΡΑΞΕ» Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 


ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΟΤΑΝ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΣΕ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΑΦΟΥΝ 


ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΑΥΤΑ


Η περιοχή αυτή, που με υπόδειξη της Ιταλίας δόθηκε στην Αλβανία, βρίσκεται, όπως είπαμε κοντά στις Πρέσπες. Έτσι, 14 ελληνικά χωριά που από το 1912 βρισκόταν υπό ελληνική διοίκηση, παραχωρήθηκαν στην Αλβανία.




Το εντυπωσιακό είναι, ότι στο διαδίκτυο ΜΟΝΟ στο florina-history.blogspot.gr, βρήκαμε πρόσθετα στοιχεία. Στα, αρκετά, βιβλία που διαθέτουμε, γραμμένα από διαπρεπείς ιστορικούς, δεν υπάρχει αναφορά σ' αυτή την παραχώρηση, εκτός από το «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ», η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ του ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ (Χρήστου Ρήγα).


Στο σάιτ λοιπόν που αναφέραμε παραπάνω, διαβάζουμε ότι: 


«Την ίδια εποχή (1924), παραχωρήθηκαν από την Ελλάδα, τα παρακάτω 14 χωριά της περιοχής Φλώρινας – Καστοριάς με αμιγή μουσουλμανικό πληθυσμό στην Αλβανία για διόρθωση (sic) των συνόρων των δύο χωρών: Άνω Γκορίτσα, Βερνίκι, Γκλομποτσάνη, Ζαγραδέτσι, Ζαρόσκα, Καπέστιτσο, Κάτω Γκορίτσα, Λέσκα, Πούστετς, Ρακίτσα, Σούλεν, Σούετς, Τέρστενικ και Τσέριε.






Με λίγα λόγια δηλαδή, επειδή δεν κατοικούσαν σε αυτά τα χωριά καθόλου χριστιανικοί πληθυσμοί, τα ... χαρίσαμε στην Αλβανία!!!».


Επειδή κάποιοι θα σκεφτούν ότι τα περισσότερα από τα χωριά αυτά δεν έχουν ελληνικά ονόματα, να σημειώσουμε ότι πάρα πολλά χωριά της Θράκης, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, που ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, είχαν ξενικά ονόματα. 


Το 1928, τα ονόματα αυτά άλλαξαν και αντικαταστάθηκαν από ελληνικά. Πάντως, σε καμία περίπτωση η γλώσσα ή το θρήσκευμα των κατοίκων κάποιων περιοχών, δεν μπορούν να αποτελούν κριτήριο για τον καθορισμό των συνόρων μεταξύ δύο χωρών.

Τα χωριά που αναφέραμε παραπάνω, καταλήφθηκαν από τα στίφη Τουρκαλβανών που συγκροτούσαν τον αλβανικό στρατό στις 30/10/1924.


Μερικά χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ως Υπουργός Εξωτερικών επιδιώκοντας την επανάκτησή τους,μετά από εντολή του πρωθυπουργού, τότε, Ελευθέριου Βενιζέλου, απευθύνθηκε στον Γάλλο Υπουργό Εξωτερικών Μπριάν (Aristide Briand), τιμημένο με Νόμπελ Ειρήνης το 1926 μάλιστα, και πήρε την εξής κυνική απάντηση:


«Μην ανησυχείτε κύριε Μιχαλακόπουλε! Ασφαλώς θα βρεθεί κάποια λύση. Ή θα δοθούν τα χωριά σε εσάς και οι κάτοικοι τους εις τους Αλβανούς ή θα δοθούν τα χωριά στους Αλβανούς και σε εσάς οι κάτοικοι»...


Ο Βασ. Γεωργίου, στο βιβλίο που αναφέραμε παραπάνω, γράφει ότι αυτό έγινε στις 20/8/1927. 





Όμως τότε δεν υπήρχε κυβέρνηση Βενιζέλου. Πιθανότατα, αυτό έγινε το 1929, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Υπουργός Εξωτερικών (από 6/7/1929) ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος και ο Μπριάν ήταν Υπουργός Εξωτερικών. (Μάλιστα από 29/7/1929 ως 22/10/1929, ο Μπριάν ήταν και πρωθυπουργός).





Η οριστική επιδίκαση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία, επικυρώθηκε στις 27/11/1925 με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που υπογράφτηκε από τους:




Στρατηγό Pietro Cazzera (Ιταλός), Συνταγματάρχη I.A. Ordioni (Γάλλος), Αντισυνταγματάρχη F. Giles (Βρετανός) και τον Έλληνα Αντισυνταγματάρχη Χρήστο Αβραμίδη.




ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ


Η παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είναι γνωστή η κήρυξη της Αυτονομίας της Β. Ηπείρου τον Φεβρουάριο του 1914, ο ένοπλος αγώνας των Βορειοηπειρωτών εναντίον του νεοσύστατου αλβανικού στρατού ο οποίος κατευθυνόταν από Ιταλούς και Ολλανδούς αξιωματικούς και το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που υπογράφτηκε στις 5 Μαΐου 1914. Τα γεγονότα που ακολούθησαν θα τα εξετάσουμε, όπως αναφέραμε, σε μελλοντικό άρθρο.


Ας δούμε όμως τι έγραψαν κάποιοι ξένοι για την προσάρτηση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία.


Ο Γάλλος διπλωμάτης και δημοσιογράφος Ρενέ Πιό (1883-1951), γνωστός μας κι από το άρθρο για το «Κρυφό Σχολειό», στον πρόλογο του βιβλίου του «Η Δυστυχισμένη Ήπειρος»,γράφει: 


«Η Ευρώπη πρόκειται να επιτρέψει τη διάπραξη ενός εγκλήματος και η τύχη των μερών της Β. Ηπείρου θα έχει ήδη κανονιστεί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, υποκλινόμεναι προ των ιταλικών ορέξεων θα έχουν παραχωρήσει εις το υποθετικό βασίλειον της Αλβανίας εδάφη κατοικημένα από Έλληνες πατριώτες, παραδίδουσαι αυτούς εις την τυραννίαν των Αλβανών... 


Η Ιταλία ζητούσα να κάμει την Αλβανίαν όσο το δυνατόν μεγάλην, προς μόνον σκοπόν να τη μοιραστεί αργότερα με την Αυστροουγγαρίαν, νομίζοντας ότι η συνένοχός της θα την αφήσει να εγκατασταθεί εις τον Αυλώνα και να τον κάμει πρωτεύουσα της «Ιταλικής αποικίας εις Αλβανίαν».


Ο Γάλλος, τότε πρωθυπουργός , Κλεμανσόέγραφε στην παρισινή εφημερίδα «L' Homme Libre» («Ελεύθερος Άνθρωπος»), τα εξής συγκλονιστικά: 


«Ιδού 350.000 αληθινοί Έλληνες διανεμόμενοι εις χωρία των οποίων και μόνο τα ονόματα δηλώνουν την ελληνικήν καταγωγήν. Κατόρθωσαν να κρατήσουν την εθνικότητα των εναντίον των Τούρκων και όταν έφθασαν τα ελληνικά στρατεύματα προς απελευθέρωσίν των εκ του Οθωμανικού ζυγού, τους είπον και τους επανέλαβον ότι τώρα ήτο οριστική η αποκατάστασίς των εις την πατρίδα. Διότι αρχικώς θέμα της κυβερνήσεως των Αθηνών και της διπλωματίας της ήτο η επιστροφή ολοκλήρου της Ηπείρου στην Ελλάδα. Και ξαφνικά, χωρίς καμιά προπαρασκευήν, χωρίς να λάβουν δια τους δυστυχείς αυτούς πληθυσμούς καμίαν εγγύησην ... καληνύχτα σας, αγαπητοί συμπατριώται και καλήν τύχην με τους ληστάς Αλβανούς!!»


Ζορζ Κλεμανσό, Γάλλος πολιτικός (1841-1929)







Κλείνοντας, αναφέρουμε το Υπόμνημα της 11/23.9.1828, που υπέβαλε ο Ιωάννης Καποδίστριας, επωφελούμενος κι από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Μ' αυτό, ο Κυβερνήτης, έθετε το ζήτημα των συνόρων σε «μάλιστα συνεσταλμένα όρια» από τον κόλπο του Βόλου (Παγασητικός) ως τις Σαγιάδες (Θεσπρωτίας), παρότι φυσικότερη και προσήκουσα οροθεσία θα ήταν από τον Θερμαϊκό έως τον Πάνορμο της Χειμάρρας, στην Αδριατική, βάσει γεωφυσικών, δημογραφικών και πολεμικών επιχειρημάτων.


(D.C. Fleming, John Capodistrias and the Conference of London, 1828-1831 IMXA, Θεσσαλονίκη 1970).


Το υπόμνημα έφερε αποτελέσματα, καθώς προς τον Βορρά, η ελληνική μεθόριος καθοριζόταν από τη λεγόμενη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού. Μετά από 85 χρόνια και δύο νικηφόρους πολέμους, πανηγυρίζαμε γιατί τα σύνορα της χώρας μας έφτασαν στα βορειοδυτικά, εκεί που βρίσκονται μέχρι σήμερα...




ΠΗΓΕΣ: K.A. Βακαλόπουλου, «ΗΠΕΙΡΟΣ», εκδ. ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992
Βασ. Γεωργίου, «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ», εκδόσεις Ε. ΡΗΓΑ
«Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ», Γιώργος Γεωργής (επιμέλεια), εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 2015




Σάββατο 28 Μαΐου 2022

Οι ρίζες της σημερινής μας χρεοκοπίας βρίσκονται κιι όμμστο μαύρο καλοκαίρι της Κυπριακής Τραγωδίας του 1974


Η μεταπολιτευτική δημοκρατία γεννήθηκε πάνω στα ερείπια μιας μεγάλης εθνικής καταστροφής, την οποία ξεπερνά σε σημασία μόνο ο ξεριζωμός του Ελληνισμού της Ιωνίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. 

Οι μέρες που διάγουμε σηματοδοτούν την οριστική κατάρρευση της μεταπολίτευσης, υπό το βάρος της οικονομικής χρεωκοπίας της χώρας. 

Όμως, πολύ πριν χρεωκοπήσει οικονομικά, η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία είχε χρεωκοπήσει ηθικά. 

Η σημερινή της κατάρρευση, μέσα σε μία ατμόσφαιρα σήψης, αποσύνθεσης και ηθικής παρακμής, ήταν προδιαγεγραμμένη και έχει σε μεγάλο βαθμό τις ρίζες της σε εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του 1974. 


Την προδίκασε η αδυναμία της, ή ακριβέστερα η συνειδητή της άρνηση, να αποκαθάρει το άγος του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής και να αποδώσει δικαιοσύνη για την Κυπριακή Τραγωδία. Τιμωρώντας όσους άνοιξαν την Κερκόπορτα στο Πεντεμίλι της Κυρήνειας και τιμώντας όσους προέταξαν τα στήθη τους, υπερασπιζόμενοι τέσσερις χιλιάδες χρόνια ελληνικής ιστορίας στο νησί του Ευαγόρα. 

Δεν υπάρχει τίποτα το μεταφυσικό σε αυτή τη διαπίστωση. Ούτε η μοίρα της ελλαδικής κοινωνίας το είχε γραμμένο – για όσους την θεωρούν πλοηγό της ζωής, ούτε ο Θεός μας τιμώρησε – για όσους πιστεύουν στην ύπαρξή Του. Απλά, η ηθική συγκρότηση μιας κοινωνίας, αποτελεί ασφαλή οδηγό και πρόκριμα για την κατάληξή της. Μία κοινωνία που ανέχτηκε τον ενταφιασμό της διερεύνησης των ευθυνών για μία τέτοια εθνική καταστροφή, ήταν θέμα χρόνου να συναντήσει την επόμενη.

Τριάντα πέντε (και κάτι) χρόνια μετά, είναι ασήμαντος ιστορικός χρόνος. Θα μπορούσε να είχε συμβεί αργότερα, ή και νωρίτερα, ήταν όμως νομοτελειακό πως η κατάρρευση θα ερχόταν. Τα συμπτώματα της Ύβρεως που διαπράχθηκε ήσαν πολλά και εξόφθαλμα αλλά και το δέλεαρ που έπεισε το κοινωνικό σώμα να ανεχθεί τη συγκάλυψη, κι αυτό ήταν ευδιάκριτο. 

Η Ύβρις υπήρξε τεράστια, ανήκουστη. Κανείς δεν τιμωρήθηκε για την ανείπωτη Τραγωδία! 


Οι στρατηγοί, ναύαρχοι, πτέραρχοι, και ό,τι άλλο τέλος πάντων ήταν τότε, που σχεδίασαν και εκτέλεσαν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου (ή δεν έκαναν τίποτα για να το εμποδίσουν, αρκούμενοι στο να μιλούν με τους Αμερικανούς και τον ξένο «παράγοντα»), έζησαν – ή ζουν ακόμα – εν τιμή, απολαμβάνοντας τίτλους, συντάξεις και προνόμια. 

Όσοι ολιγώρησαν μπροστά στον εισβολέα (ενώ ίσως είχαν αποδειχθεί «λιοντάρια» στο πραξικόπημα), δεν ελέγχθηκαν ποτέ. O θλιβερός θίασος που υποδυόταν την «ελληνική κυβέρνηση» κατά το πραξικόπημα και την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής, δεν αντιμετώπισε ποτέ τη δικαιοσύνη. 

Οι πολιτικοί άνδρες που ανέλαβαν τα ηνία στις 23 Ιουλίου, δεν έδωσαν ποτέ εξηγήσεις για όσα έκαναν ή, το κυριότερο, παρέλειψαν να κάνουν, για να υπερασπιστούν την μεγαλόνησο από την ολοφάνερα επικείμενη δεύτερη φάση των επιχειρήσεων

Απεναντίας, όσοι ρίχτηκαν στις 20 Ιουλίου στον αγώνα, με το πάθος που πραγματικά ταίριαζε σε όσους αξιώθηκαν τέτοια τιμή, υβρίστηκαν, συκοφαντήθηκαν και αφέθηκαν ανενδοίαστα στη λήθη, στην αδιαφορία και στην απαξίωση. 

Και όσοι από αυτούς είχαν την ατυχία να απωλέσουν τη σωματική τους αρτιμέλεια ή την ψυχική και σωματική τους υγεία, υπέστησαν απίστευτους εξευτελισμούς από τη μεταπολιτευτική μας δημοκρατία. Οι νεκροί, οι τραυματίες, οι αγνοούμενοι, οι πρόσφυγες, τα ορφανά, οι κακοποιημένες γυναίκες της εισβολής, αφέθηκαν να ξεχαστούν. Τι τύχη είχε μία δημοκρατία που διαπράττει τέτοια ανομία; Δεν ήταν φανερό πού θα κατέληγε; 

Η Κυπριακή Τραγωδία του 1974 δεν είναι όμως ένα οποιοδήποτε γεγονός. Πρόκειται για μία πολιτικο-στρατιωτική ήττα που σημαδεύει ανεξίτηλα την Ιστορία του Έθνους και υποθηκεύει το μέλλον του Ελληνισμού σε μία πανάρχαια κοιτίδα του. 

Τι είδους δημοκρατία είναι αυτή που αρνείται να διερευνήσει τα αίτια ενός τέτοιου εφιάλτη, επικαλούμενη πως θα διαταραχθούν οι σχέσεις της χώρας με τον «ξένο παράγοντα»;

Τι είδους κοινωνία είναι αυτή που ανέχεται, λιγότερο από δεκαπέντε χρόνια μετά την τραγωδία, υποκριτικό «άνοιγμα» του φακέλου της Κύπρου για να εξυπηρετηθούν εκλογικές σκοπιμότητες της στιγμής; Δεν της αξίζει να καταρρεύσει μέσα στη γενική καταισχύνη; Μία δημοκρατία που αφήνει άταφους και λησμονημένους τους ήρωές της και ατιμώρητους τους υπεύθυνους μίας ιστορικής καταστροφής, επειδή «…ανακύπτει κίνδυνος να προκύψουν γεγονότα ικανά να διαταράξουν τας διεθνείς σχέσεις της Ελλάδος μετ’ άλλων κρατών…», δεν έχει προδιαγράψει το μέλλον της; 

Δεν ήταν φανερό πως η κοινωνία της θα άκουγε κάποτε έναν gauleiter από την Εσπερία να δηλώνει ωμά πως «η εθνική κυριαρχία των Ελλήνων θα περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό»; 

Ξέρω πως πολλοί θα καγχάσουν με όσα υποστηρίζει αυτό το σημείωμα. «Τι σχέση έχει», θα πούν, «η οικονομική μας χρεωκοπία, με τα όσα έγιναν το καλοκαίρι του 1974»; “It’s the economy stupid!”, θα φωνάξουν οι γιάπηδες του LSE και του Harvard. Ποιά Κύπρος; Εδώ μιλάμε για ΑΕΠ, spreads, CDS, το διογκωμένο δημόσιο, τα swaps, τι είναι αυτά που μας λές; Πικρό και παγωμένο θα είναι όμως το γέλιο τους. Γιατί όλοι ξέρουμε πως μία κοινωνία χρεωκοπεί οριστικά, μόνο όταν διαλυθεί το σύστημα αξιών της. Αυτό είναι που της επιτρέπει να σταθεί όρθια και να αντέξει φυσικές και οικονομικές καταστροφές, πολέμους, αναποδιές και δυστυχίες. 

Η ελλαδική κοινωνία υπονόμευσε το σύστημα αξιών της, όταν απέστρεψε το πρόσωπο από την κυπριακή τραγωδία, για να κυνηγήσει την επίπλαστη οικονομική ευμάρεια της μεταπολίτευσης. Και τώρα είναι γονατισμένη και ανίκανη να αντιδράσει. Θα στοιχημάτιζε κανείς, έστω και μία πεντάρα, πως η ελλαδική κοινωνία έχει τη δύναμη να αντέξει μία πτώχευση; 

Γιατί, το δίλημμα του αν μπορεί να αντέξει κάτι πιο επώδυνο (όπως π.χ. την ανάγκη να υπερασπιστεί ενόπλως την ανεξαρτησία και την ακεραιότητά της), αρνούμαι ακόμη και να το εκφέρω …. Πιστεύω πως η προσπάθεια που έκανε η κοινωνία μας να αποστρέψει το πρόσωπο από (τις ευθύνες της και το χρέος της προς) την Κύπρο, οδήγησε σε καταστάσεις περίεργες. 

Η πολιτική μας ηγεσία, γιορτάζει κάθε χρόνο στις 24 Ιουλίου την επάνοδο της Δημοκρατίας, με μία glamorous (παλαιότερα τουλάχιστον) δεξίωση της Προεδρίας. Η δεξίωση αυτή και ο χρόνος τέλεσής της, ενσαρκώνει την τραγωδία που ανεπίγνωστα μάλλον, έζησε η δική μου γενιά – η γενιά της μεταπολίτευσης, των σημερινών πενηντάρηδων

Ποτέ δεν κατάφερα να συνέλθω από την διαπίστωση πως την ώρα εκείνη, της 23ης Ιουλίου του 1974, που εγώ ανέμιζα μία σημαία στην Αθήνα πανηγυρίζοντας για την κατάρρευση της δικτατορίας, κάποια παιδιά της γειτονιάς μου, της πόλης μου, του συγγενικού μου κύκλου, της διπλανής πόρτας τελικά, πέθαιναν μαχόμενοι στην Κυπριακή Γή, σε μία μάχη αισχρά προδομένη. 

Την ίδια ακριβώς ώρα που εγώ ανέμιζα τη σημαία και όλοι γύρω μου πανηγύριζαν, στην Κύπρο, η ΕΛΔΥΚ υπερασπιζόταν το στρατόπεδό της και τα όπλα της έπαιρναν φωτιά. 


Η ελλαδίτικη Α’ Μοίρα Καταδρομών έθαβε 30 καρβουνιασμένα παλικάρια, θύματα της γελοιότητας αυτών που δεν λογοδότησαν ποτέ, και έπαιρνε θέση για τη μάχη που κράτησε ελεύθερο το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. 

Η 33η Μοίρα Καταδρομών είχε παραδώσει στην αγκαλιά του Πενταδάκτυλου τον Ταγματάρχη Κατσάνη και στην Αθανασία τους 120 αξιωματικούς και καταδρομείς της που προσπάθησαν να κλείσουν με τα κορμιά τους το ρήγμα της Κυρήνειας, από όπου έμπαινε σιδερόφρακτος πια ο Αττίλας. 

Η 31η Μοίρα Καταδρομών αγρυπνούσε φυλάγοντας τη ρημαγμένη Κυπριακή Γή, ανασταίνοντας με τη λαμπρή της δράση από τον Πενταδάκτυλο ως το Πυρόι, το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων του Πλαστήρα. Και η Δόξα μελετούσε το ανάστημα του Παύλου Κουρούπη, του Ελευθέριου Τσομάκη και των λαμπρών συμμαχητών τους, που διάλεξαν να στοιχειώσουν την Κυρήνεια με τη θυσία τους, παρά να φύγουν. 

Εμείς όμως στην Αθήνα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τίποτα από αυτά δεν γνωρίζαμε και τίποτα από αυτά δεν φαινόταν να μας νοιάζει. Το πανηγύρι της Μεταπολίτευσης, μόλις είχε ξεκινήσει. 

Δεν το σταματούσε ούτε η κλαγγή των όπλων, ούτε ο ορυμαγδός της μάχης από τη μαρτυρική Κύπρο. Δεν το σταμάτησε ούτε ο Αττίλας ΙΙ. Μόνο τώρα πια σταματάει, μάλλον με τον τρόπο που του άξιζε …. Θα πρότεινα στο σημείο αυτό, πριν αποτιμήσει ο αναγνώστης τα όσα έγραψα σε αυτό το σημείωμα, να κάνει λίγο ακόμα υπομονή, και να γυρίσει τη ματιά του 80 χρόνια πίσω, για να κάνει μία σύγκριση. Για να σκεφτεί, αν ο ισχυρισμός του σημειώματος αυτού πως η ρίζα της χρεωκοπίας βρίσκεται στην απροθυμία της ελλαδικής κοινωνίας να αποκαθάρει το άγος του 1974, έχει κάποια βάση. 

Το Σεπτέμβρη του 1922, φαινόταν να καταρρέει όχι μόνο η «Μεγάλη Ιδέα» αλλά ολόκληρο το Ελληνικό Κράτος. Τελείωνε με το χειρότερο δυνατό τρόπο μία πολεμική περιπέτεια δέκα ετών. 


O διπλασιασμός της εδαφικής έκτασης της χώρας (1912-13) κινδύνευε να εξανεμιστεί από την οδυνηρή ήττα στη Μικρά Ασία, που έθετε σε κίνδυνο την ύπαρξη του Έθνους. Τα πάντα κατέρρεαν. Τα θλιβερά απομεινάρια μιας ένδοξης Στρατιάς διέρρεαν σε αποσύνθεση, μαζί με πλήθη προσφύγων που ετοιμάζονταν να περάσουν το Αιγαίο και να έλθουν στην ηπειρωτική Ελλάδα. 

Ας κάνει τώρα ο αναγνώστης ένα μικρό χρονικό άλμα: 

μόλις 18 χρόνια μετά, και μάλιστα ύστερα από μία περίοδο ανώμαλου πολιτικού βίου και αλλεπάλληλων στρατιωτικών κινημάτων, μία επίσημη χρεωκοπία (1932) και μία τετράχρονη δικτατορία, το ίδιο Έθνος έγραφε την εποποιία του ’40, γονατίζοντας κυριολεκτικά (τη μία) και ηθικά (την άλλη), δύο αυτοκρατορίες της εποχής. 


Πώς επετεύχθη αυτό; Θα είχε συμβεί αν δεν είχε αποκαθαρθεί το άγος της Μικρασιατικής Καταστροφής με την δίκη και την εκτέλεση των 6; 


Θα είχε καταφέρει χωρίς αυτή την κάθαρση, η ηγεσία της εποχής, να συγκροτήσει τη Στρατιά του Έβρου και να επιτύχει τους όρους της Λωζάνης; 



Θα είχε σταθεί όρθιο το Έθνος; Αμφίβολο. Του «Έθνους η ειμαρμένη» απαίτησε Κάθαρση. Τιμωρία. Για κάποιους ίσως άδικα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Ας συγκρίνει λοιπόν τώρα ο αναγνώστης, το τότε και το σήμερα. Η φτωχή, ηττημένη, ταπεινωμένη Ελλάδα του 1922, μετά την Κάθαρση της Μικρασιατικής Τραγωδίας στάθηκε στα πόδια της και ανάγκασε 18 χρόνια μετά όλη την οικουμένη να υποκλιθεί στο μεγαλείο της ελληνικής ψυχής. 


Αντίθετα, η ευημερούσα Ελλάδα του 1974, «ταϊστηκε» με «δημοκρατία», «σοσιαλισμό» και «οικονομική ανάπτυξη», και αγνόησε την ιστορική αναγκαιότητα και την αδήριτη εσωτερική ανάγκη του κοινωνικού σώματος για τιμωρία των ενόχων της Κυπριακής Τραγωδίας.

48  χρόνια μετά, και αφού είδε να περνά μπροστά της τόσος πλούτος όσος ίσως δεν είχε εμφανιστεί σε καμμία άλλη περίοδο του ελεύθερου βίου της, η Ελλαδική κοινωνία καταρρέει παταγωδώς

Καταρρέει, βασανιστικά και εξευτελιστικά, περίγελως των Εθνών της Γης. Μη έχοντας ηθική πυξίδα, εκμαυλισμένη και αποπροσανατολισμένη, διαλύεται αδυνατώντας να βρεί στήριγμα στην εθελόδουλη μεταπολιτευτική πολιτική elite, αλλά και στη γελοία, νεο-πλουτίστικη οικονομική elite (της οποίας οι «εκλεκτοί», κάποτε διασκέδαζαν εκτοξεύοντας αλλήλοις αστακούς, σε εκείνα τα «υπέροχα» καλοκαιρινά μυκονιάτικα parties της περιόδου του Χρηματιστηρίου, έξοχα δείγματα της αισθητικής μιας μεταπολίτευσης που οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια του Κυπριακού Ελληνισμού). 

Μετά από αυτή την ιστορική αντίστιξη, ας καγχάσει όποιος θέλει για το περιεχόμενο αυτού του άρθρου. Αν μπορεί, φυσικά. Οι σκιές του Κυπριακού καλοκαιριού του 1974, και το βλέμμα εκείνου του αγοριού μπροστά στον τοίχο που κραυγάζει μέσα στην εκκωφαντική σιωπή της φωτογραφίας «Κανένας δεν ξεχνά, Τίποτα δεν ξεχνιέται!» θα στοιχειώνουν για πάντα τις μέρες μας. 


Η Κύπρος τιμωρεί διαχρονικά και αυτούς που «εμήδισαν», και αυτούς που την ξέχασαν. 

Μάλλον, δεν θα καταφέρουμε να μάθουμε με σιγουριά αν κάποιοι «εμήδισαν», απλά το υποπτευόμαστε. Σίγουρα όμως, η ελλαδική κοινωνία επέλεξε να ξεχάσει

Αλλά, όπως μαρτυρά ο σοφός λαός, όπως στρώνει κανείς, έτσι κοιμάται. 


Kίμωνος, του Αθηναίου 
(γραμμένο..αποκλειστικά..για https://www.istorikathemata.com) 
κείμενο του Ιουλίου 2011