ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ

ΤΟ ΑΙΜΟΣ BLOG ΣΑΣ ΕΥΧΕΤΑΙ ΕΤΟΣ 2022, ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ



Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του.Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία ...Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα».Δεν είναι κακό να μην αισθάνεται κανείς Έλληνας, όπως και να πιστεύει άκριτα, όπου αυτός θέλει, τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι άλλωστε το κάνουν αυτό, κακό είναι να διαστρεβλώνει την αλήθεια με ανύπαρκτες γνώσεις και ψεύδη! ”Το πολιτικό σύστημα θριαμβεύει επειδή είναι μια ενωμένη μειοψηφία που ενεργεί εναντίον μιας διαιρεμένης πλειοψηφίας.”

Τα κόμματα αντανακλούν κοινωνικές πραγματικότητες και ιδεολογικές αφετηρίες. Και μονάχα όταν η ίδια η κοινωνία τα απορρίψει, περνούν στην Ιστορία.

Τρίτη 18 Ιουλίου 2017

Η Κυπριακή Τραγωδία του 1974 δεν είναι όμως ένα οποιοδήποτε γεγονός.Σημαδεύει ανεξίτηλα την Ιστορία του Έθνους και υποθηκεύει το μέλλον του Ελληνισμού σε μία πανάρχαια κοιτίδα του.

Από εκείνον τον πικρό Ιούλη του 1974, πλέουμε χωρίς έρμα, ακυβέρνητοι, έρμαια του ανέμου και των κυμάτων, παιχνίδι στα χέρια «τ’ άγριου καιρού, των ηφαιστείων», χωρίς ηθική πυξίδα και με μια ατελείωτη πίκρα στο στόμα και την ψυχή ..... Nicolas Rubashov
Το ιστορικό αίτημα της Κάθαρσης όμως σε αυτή την Τραγωδία, ακόμα εκκρεμεί. 
Το έγκλημα της Κύπρου έμεινε ατιμώρητο & θα τυραννάει τον Ελληνισμό για πολλές γενιές. 

Όμως η αξία της Αρετής και το ηθικό βάρος της Κάθαρσης, δεν έχασαν ποτέ το νόημά τους από την Αρχαιότητα έως το σήμερα και – σε ό,τι αφορά στην Κύπρο - εκκρεμούν ενώπιον του Δικαίου και της Ιστορίας.




Το ιστορικό χρέος της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον Κυπριακό Ελληνισμό, ενώπιον των τεσσάρων χιλιάδων ετών ελληνικής παρουσίας στο νησί, για όσα έγιναν εκείνο το μαύρο καλοκαίρι, έχει αναληφθεί τελεσίδικα και ολοκληρωτικά. 

Το ανέλαβε με το αίμα της η στρατιά των Αδικαίωτων Νικητών, εκείνες οι νευρικές και ανήσυχες σκιές που εμφανίζονται κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες του Ιούλη, να κατεβαίνουν τα χαράματα βιαστικά, μέσα στη δροσιά του Κυπριακού πρωινού, από τις πλαγιές του Πενταδάκτυλου προς τη θάλασσα της Κερύνειας. 

Είναι πολλοί, πλήθος μεγάλο, περισσότεροι και από τους Δροσουλίτες του Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Κατεβαίνουν από την Αετοφωλιά ευθυτενείς, γενναίοι και αποφασισμένοι, τρέχοντας γρήγορα, ανυπομονούν να φτάσουν στο Πεντεμίλι, να προλάβουν. 



Το εξασκημένο μάτι ξεχωρίζει ανάμεσά τους τον Αντισυνταγματάρχη Παύλο Κουρούπη και τον Ταγματάρχη Κων/νο Τσιάκα, τον Ταγματάρχη Γεώργιο Κατσάνη και τον Υπολοχαγό Νίκο Κατούντα, τον Επισμηναγό Βασίλειο Παναγόπουλο και τον ΔΕΑ Δημήτρη Τσαμκιράνη, τον Υπολοχαγό Γεώργιο Παπαλαμπρίδη και τον Υποπλοίαρχο Ελευθέριο Τσομάκη, τον Λοχαγό Σωτήρη Σταυριανάκο και τον Λοχαγό Βασίλειο Σταμπουλή, μαζί και τον Παρσεχ Πιπεριάν με το Δημήτρη Σιμίτα, τα λεβεντόπαιδα των 20 ετών που ξεκίνησαν από της Νέα Σμύρνη και το Περιστέρι για να πέσουν μαχόμενοι στα ορύγματα του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ.

Με τη θυσία τους όλοι αυτοί προστέθηκαν στη μακριά ανθρώπινη σειρά «τη φάλαγγα των νεκρών που ξεκινάει από πολύ μακρυά και δίνει νόημα στο Χρόνο».



Το ΠαΣοΚ αντιμετώπισε το ζήτημα με αφόρητο και ανεπίτρεπτο πολιτικό κυνισμό. Αντιμετώπισε τον «Φάκελο της Κύπρου» σαν πολιτική μετοχή που αποφέρει «κέρδη» και «ζημιές»: το θέμα του «Φακέλου» κρατήθηκε «ψηλά» την περίοδο πολιορκίας της εξουσίας (1974-1981) επειδή ακόμα έφερνε ψήφους. 

Μετά σταθεροποιήθηκε «χαμηλά» γιατί δεν χρησίμευε ιδιαίτερα, για να κάνει ένα “limit-up” όταν οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες της εκλογής Σαρτζετάκη επέβαλαν να ανακινηθεί ένα θέμα που θα έπληττε το κύρος του Κων/νου Καραμανλή. 

Με τη συγκρότηση της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, δημιουργήθηκε μία πραγματικά μεγάλη ευκαιρία να διερευνηθεί το θέμα, η τελευταία. 

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως, ανεξάρτητα από την αρχική πολιτική στόχευση, οι βουλευτές της Επιτροπής εργάσθηκαν πολύ φιλότιμα και προσπάθησαν να ξεδιαλύνουν πολλά από τα σκοτεινά σημεία. Ήταν φανερό πως ήταν αδύνατο να μείνουν ασυγκίνητοι μπροστά σε αυτό που ξεδιπλωνόταν μπροστά τους. 

Στο πόρισμά της Επιτροπής (σε όλες τις εκδοχές του), μπορώ να μετρήσω πρόχειρα πολλά σημεία στα οποία προτείνουν την άρση της Υπουργικής Απόφασης του 1975 και την περαιτέρω διερεύνηση διαφόρων σκοτεινών γεγονότων της εποχής, εις ώτα μη ακουόντων βέβαια. 

Πραγματική πολιτική βούληση δεν υπήρχε σε υψηλό επίπεδο, το υλικό της Επιτροπής κλειδώθηκε κάπου, παραμένει απροσπέλαστο στους ερευνητές και το θέμα ενταφιάστηκε οριστικά και αμετάκλητα.

Έχει πραματικά μεγάλο ενδιαφέρον το φαινόμενο μίας Δημοκρατίας που – άτυπα, έμμεσα, αλλά κατ’ ουσίαν - επικαλείται για την παραδειγματική τιμωρία κάποιων ανθρώπων ένα έγκλημα υπαρκτό, το οποίο όμως αρνείται πεισματικά και επίμονα, επί πολλά χρόνια, να διερευνήσει και να δικάσει! 

H Ελληνική Δημοκρατία, αρνήθηκε να δικάσει κάποιον ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη για ένα φρικτό έγκλημα σε βάρος του Ελληνισμού, το οποίο επανειλημμένα χρησιμοποίησε η Πολιτεία ανεπισήμως, ως άλλοθι για να δικαιολογεί την παραδειγματική τιμωρία κάποιων άλλων.
 

Από την Αριστερά, θα ανέμενε κανείς να προτάξει επίμονα, όλα αυτά τα χρόνια, το ζήτημα της διερεύνησης των ευθυνών για την Κύπρο. Είχε το απόλυτο ηθικό πλεονέκτημα, ενώ στέγασε κάποτε τον Ηλία Ηλιού και την ευαίσθητη καρδιά του Γιάννη Ρίτσου, που τόσο αγάπησαν και κατανόησαν τον αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού. 


Δεν το έκανε όμως. 

Πριν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο «γιατί», θα πρέπει να τοποθετηθούμε απέναντι σε δύο ζητήματα. 

Το πρώτο, αφορά στη σχετική βαρύτητα του εγκλήματος της Κύπρου, απέναντι σε όλα τα άλλατηςΧούντας:φυλακές,βασανιστήρια,διώξεις,εξορίες...........

Το δεύτερο, αφορά στο ερώτημα αν η επτάχρονη δικτατορία έπεσε λόγω της αντίθεσης και της πάλης του ελληνικού λαού, ή λόγω του Κυπριακού Δράματος.

Απαντώντας, σε αντίστροφη σειρά, ας μου επιτραπεί να πιστεύω πως – ανεξάρτητα του σεβασμού που τρέφουμε απέναντι σε όσους όρθωσαν ανάστημα απέναντι στην δικτατορία, διακινδυνεύοντας την ελευθερία και τη ζωή τους –η δικτατορία έπεσε ξεκάθαρα λόγω της Κυπριακής Τραγωδίας. 

Η δικτατορία είχε επιβιώσει από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ακόμα και με «αλλαγή φρουράς» στους εσωτερικούς της συσχετισμούς.

Η τραγωδία της Κύπρου όμως την σάρωσε κυριολεκτικά, το αίμα του Κυπριακού Ελληνισμού δεν την άφησε να σταθεί ούτε ώρα. 

Σε ό,τι αφορά στο πρώτο ζήτημα, και εκεί νομίζω πως, μετά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, τα πράγματα έγιναν ξεκάθαρα. Η Κατοχή της μισής Κύπρου, συνιστούσε μία εθνική καταστροφή τεράστιου μεγέθους, με την οποία δεν μπορούσε να συγκριθεί κανένα άλλο από τα εγκλήματα της Χούντας. 

Ο βάρβαρος εποικισμός της Βόρειας Κύπρου, η συγκρότηση της Στρατιάς του Αιγαίου, η τουρκική τακτική στο Αιγαίο και τη Θράκη, η ανακήρυξη του ψευδο-κράτους της Βόρειας Κύπρου, οι κρίσεις του 1976, του 1987 και του 1996, όλα αυτά συνέθεταν ένα σκηνικό που βεβαίωνε πως η ομηρία της Κύπρου θέτει μεσοπρόθεσμα σε κίνδυνο τον Ελληνισμό,συνολικά. Τον οποίο, η Τουρκία «ως ενιαίο αντιλαμβάνεται και ενιαία τον απειλεί».

Πιστεύω πως, η απάντηση σε αυτά τα δύο ερωτήματα, εξηγεί τη στάση της Αριστεράς, απέναντι στο έγκλημα της Κύπρου. 

Η Αριστερά, υποβάθμισε το μέγεθος της Κυπριακής Τραγωδίας, για να χτίσει τον βολικό και αυτάρεσκο μύθο της μεγαλειώδους «λαϊκής πάλης» που έριξε τη Χούντα. 

Έναν μύθο που την αναδείκνυε πολιτικά, ως βασικό πυλώνα της αντιδικτατορικής πάλης.
Ούτε όμως η Ελληνική κοινωνία, σε Ελλάδα και Κύπρο, είναι άμοιρη ευθυνών. 

Κανείς μας δεν είναι αμέτοχος της ντροπής. Η συλλογική μας συνείδηση, πολλές φορές στη διάρκεια αυτών των τριάντα οκτώ χρόνων, ανασήκωσε το ανάστημά της και μας ρώτησε:«Ποιός φταίει για αυτή την Τραγωδία;».

Άλλοτε είχε το πρόσωπο της μαυροντυμένης μάνας ενός αγνοουμένου στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, άλλοτε είχε την κουρασμένη μορφή του βετεράνου της ΕΛΔΥΚ που μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία ή στα ψυχιατρεία, ανήμπορος να αυτοσυντηρηθεί, τρεφόμενος από την Εκκλησία και υποστηριζόμενος μόνο από τους συμπολεμιστές του. «Ποιός φταίει;», μας ρώτησε ξανά και ξανά. «Ο Κανένας!»απαντήσαμε επίμονα, όλες τις φορές, σαν τον Κύκλωπα της Ομηρικής Οδύσσειας.

Τυφλωμένοι, όχι από τον καλο-ακονισμένο πάσσαλο κάποιου πολυμήχανου Βασιλιά της Ιθάκης, αλλά από την εκτυφλωτική λάμψη μιας απατηλής ευημερίας που δεν άφηνε χώρο σε «ηθικολογίες» για τη μαρτυρική Κύπρο. 

Η Κυπριακή Τραγωδία του 1974 δεν είναι όμως ένα οποιοδήποτε γεγονός. 

Πρόκειται για μία πολιτικο-στρατιωτική ήττα που σημαδεύει ανεξίτηλα την Ιστορία του Έθνους και υποθηκεύει το μέλλον του Ελληνισμού σε μία πανάρχαια κοιτίδα του.


ΚΥΠΡΟΣ 1974:Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ : Από τη Μικρασιατική καταστροφή στη τουρκική εισβολή στην ΚΥΠΡΟ.

ΕΙΣΒΟΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΤΡΥΝΣΗ 

Η ΤΗΝ ΑΝΟΧΗ 

ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ 

ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ ΕΧΘΡΟΥΣ.




Το κυπριακό ζήτημα και η αγγλοαμερικανική πολιτική

Σ' όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, το κυπριακό ζήτημα κινήθηκε ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη , δηλαδή ανάμεσα στα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Για όσο διάστημα κρατούσε τα ηνία του αποικιοκρατικού κόσμου, η Αγγλία θεωρούσε την Κύπρο αναπόσπαστο τμήμα της αυτοκρατορίας της. Αλλά κι όταν το αποικιοκρατικό της σύστημα κατέρρευσε, η Βρετανική Αυτοκρατορία δεν εγκατέλειψε την Κύπρο, γνωρίζοντας τη στρατηγική της αξία, αναφορικά με τον έλεγχο της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Με το ίδιο σκεπτικό, ενήργησαν και οι Αμερικανοί ως νέοι ηγέτες του παγκόσμιου χάρτη-Γάλτα, εντάσσοντας το νησί στο στρατηγικό σχεδιασμό, το δικό τους και του ΝΑΤΟ. 

Ετσι, από το 1949, που ιδρύεται το ΝΑΤΟ, και μετά, η Κύπρος θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα της νοτιοανατολικής πτέρυγας της ατλαντικής συμμαχίας.

Κυπριακό και αγγλοαμερικανική πολιτική στη δεκαετία του '50

Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του '50, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιχειρούν μια νόθα διεθνοποίηση του κυπριακού προβλήματος, τέτοια που να μην έρχεται σε αντίθεση με τις αμερικανοβρετανικές επιθυμίες. Αλλά κι αυτή η κολοβή διεθνοποίηση σκοντάφτει, δεδομένου ότι και τις δύο φορές που θα φτάσει το θέμα στον ΟΗΕ (1951 και 1954) Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες θα βρίσκονται από την ίδια πλευρά, αντιμέτωπες της απελευθέρωσης της Κύπρου και της αυτοδιάθεσης του πληθυσμού της. 

Οι σύμμαχοι - έγραφε το «Βήμα» το Δεκέμβρη του '54 - «μετεβλήθησαν εις συνωμότας διά να καταπνίξουν τη φωνή ενός υπερηφάνου λαού». Και η «Καθημερινή» συμπλήρωνε: «Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών απέδειξε, χωρίς καμιά δυνατή παρερμηνεία, πως η πίστη της προς την Ελευθερία μπορεί να γίνει αντικείμενο παζαρέματος... Απέδειξε, δηλαδή, η αμερικανική κυβέρνηση πως η πίστη της δεν είναι πίστη και πως τα ιδανικά που διαφημίζει στις ξένες αγορές δεν είναι ιδανικά, παρά μια πραμάτεια σαν κάθε άλλη».

Το 1955, το Κυπριακό δεν έγινε κατορθωτό να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αφού 28 χώρες ψήφισαν κατά της εγγραφής (ανάμεσά τους όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ, πλην της Ελλάδας και της Ισλανδίας), 22 υπέρ και 10 αποχές.

Συνέπεια της αγγλοαμερικανικής πολιτικής αυτής της περιόδου είναι και η εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό. Η ανοιχτή εμπλοκή της Τουρκίας στο ζήτημα της Κύπρου έχει την αρχή της στα τέλη Ιουνίου του 1955, όταν η Μεγάλη Βρετανία πήρε την πρωτοβουλία να καλέσει Ελλάδα και Τουρκία σε τριμερή Διάσκεψη στο Λονδίνο για το Κυπριακό, με κύριο σκοπό να κερδίσει χρόνο, να ματαιώσει τη συζήτηση μιας πιθανής νέας προσφυγής της Ελλάδας στον ΟΗΕ για το θέμα, να περιορίσει στο μέγιστο δυνατό τη διεθνή διάσταση του ζητήματος και να το κλείσει στα στενά πλαίσια τριών και μόνο χωρών, όπου ο δικός της ρόλος θα είναι ηγεμονικός και, τέλος, να καταστήσει την Τουρκία ισότιμο συνομιλητή στις υποθέσεις της Κύπρου, αδυνατίζοντας αισθητά την ελληνική θέση. Βάζοντας στο παιχνίδι την Τουρκία, η Μ. Βρετανία χρησιμοποιούσε ανοιχτά την απειλή τη διχοτόμησης για να προωθεί κάθε φορά τα σχέδιά της στην Κύπρο. Η στάση της σ' αυτό το θέμα είναι απολύτως σαφής και στα κατά καιρούς σχέδια επίλυσης του Κυπριακού που παρουσίασε, βάση των οποίων αποτελούσε πάντοτε η αρχή της διχοτόμησης. Το τελευταίο - και κατά πολλούς το χειρότερο απ' όλα - βρετανικό σχέδιο διχοτόμησης που προτάθηκε και επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί ήταν το σχέδιο Μακ Μίλαν (19/6/1958), το οποίο έφερε τον τίτλο «Σχέδιο για Συνεταιρισμό στην Κύπρο» και, στα βασικότερα σημεία του, προέβλεπε:

- Τη σύνδεση της Κύπρου με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία και τη συνεργασία των κυβερνήσεων των τριών κρατών για τη διοίκηση του νησιού.

- Το διορισμό ενός αντιπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης κι ενός αντιπροσώπου της τουρκικής, οι οποίοι, μαζί με τον Αγγλο κυβερνήτη του νησιού, θα είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της Κύπρου.

- Τη συγκρότηση δύο Κοινοβουλίων, ενός ελληνοκυπριακού κι ενός τουρκοκυπριακού.

- Οι κάτοικοι του νησιού θα είχαν δύο ιθαγένειες. Ολοι ανεξαιρέτως τη βρετανική και οι μεν Ελληνοκύπριοι επιπλέον την ελληνική, οι δε Τουρκοκύπριοι επιπλέον την τουρκική.

- Το καθεστώς αυτό του «Συνεταιρισμού» θα διαρκούσε επτά χρόνια και στο διάστημα αυτό θα απαγορευόταν οποιαδήποτε συζήτηση για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη αλλαγή κυριαρχίας.

Η ανακοίνωση του σχεδίου Μακ Μίλαν και η έναρξη της εφαρμογής του την 1η Οκτώβρη 1958 - μια έναρξη, που, ουσιαστικά, στόχευε να εκβιάσει τις εξελίξεις στην κατεύθυνση των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου - έφεραν αποτέλεσμα. Οι εν λόγω συμφωνίες ήταν θέμα χρόνου.

Η απαρχή του διαμελισμού της Κύπρου

Μετά την υπογραφή των Συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η Κύπρος αποκτά κρατική υπόσταση. Το Σεπτέμβρη του '60 έγινε μέλος του ΟΗΕ, το Μάρτη του 1961 μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, το Μάη του 1961 μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και το Σεπτέμβρη του 1961 εντάσσεται στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. «Η αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών - γράφει ο Ν. Κρανιδιώτης - γίνεται οξύτερη, αφότου, μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου ανατρέπεται ο συσχετισμός δυνάμεων στο χώρο της Μέσης Ανατολής και μεταβάλλονται οι διεθνείς συνθήκες στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική και την Ασία (Κούβα, Βιετνάμ κλπ.). Η Αίγυπτος, η Λιβύη, η Συρία, η Υεμένη συνάπτουν συμμαχίες με τη Σοβιετική Ενωση και ρωσικά πολεμικά σκάφη διεισδύουν στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Το σοβιετικό οπλοστάσιο εμπλουτίζεται με διηπειρωτικούς πυραύλους και ο Ρώσος αστροναύτης Γιούρι Γκαγκάριν εκτελεί στις 12 Απριλίου 1961 την πρώτη πτήση στο Διάστημα.

Η Μ. Βρετανία δεν είναι πια σε θέση να αναλάβει την άμυνα του ευαίσθητου αυτού χώρου. Ετσι, αυξάνεται το αμερικανικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα από το Δεκέμβριο του 1963, και προωθείται συστηματικά πλέον από αγγλοαμερικανικής πλευράς μια Νατοϊκή, διχοτομική λύση του Κυπριακού».

Ο αγγλοαμερικανικός ιμπεριαλισμός κάνει ό,τι μπορεί για να σπρώξει τα πράγματα στην Κύπρο σε διχοτομικές λύσεις και προς αυτήν την κατεύθυνση συνδαυλίζει την κρίση του '63, ενθαρρύνοντας τον Μακάριο να προωθήσει συνταγματικές αλλαγές. «Υποστηρίζεται βάσιμα - γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος - ότι το Λονδίνο έσπρωξε τον Μακάριο να επισπεύσει τις διαδικασίες αναθεώρησης του Συντάγματος, ακριβώς γιατί ήθελε να προκληθεί η κρίση... 

Το Λονδίνο και πολύ εντονότερα η Ουάσιγκτον θα θελήσουν να επαναφέρουν στην επικαιρότητα την "ένωση" της Κύπρου με την Ελλάδα, με τρόπο, όμως, τέτοιο που θα οδηγεί στη διχοτόμηση. Η "διπλή ένωση", όπως θα ονομαστεί, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, δεδομένου ότι εξασφαλίζει τη ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου».

Ετσι φτάσαμε στην πρώτη διχοτόμηση με την επιβολή της πράσινης γραμμής.

Μετά την κρίση του '63, η λύση του κυπριακού ζητήματος για τους Αγγλοαμερικανούς, την Τουρκία, αλλά και την Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της ΝΑΤΟποίησης.

Προς την ολοκλήρωση της διχοτόμησης

Η πρώτη ανοιχτή προσπάθεια ΝΑΤΟικής διχοτόμησης της Κύπρου επιχειρήθηκε το Γενάρη του 1964 αμέσως μετά την κρίση του Δεκέμβρη του προηγούμενου έτους. Ετσι, με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μ. Βρετανίας, οργανώθηκε στο Λονδίνο η περιβόητη πενταμερής Διάσκεψη, στην οποία κλήθηκαν να συμμετάσχουν η Μ. Βρετανία, η Ελλάδα, η Τουρκία, ένας εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων κι ένας των Τουρκοκυπρίων. 

Το γεγονός ότι δεν κλήθηκε να συμμετάσχει η κυπριακή κυβέρνηση είναι ενδεικτικό των προθέσεων και των επιδιώξεων των Αγγλοαμερικάνων οργανωτών. «Η πολιτική του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον στο Κυπριακό - γράφει ο Ν. Κρανιδιώτης - απέβλεπε τότε στην επιβολή μιας λύσης, που θα εξασφάλιζε την ενότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ (προλαμβάνοντας έτσι έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο), την αποτροπή σοβιετικής ανάμειξης στη διένεξη, την αποφυγή ευρύτερης διεθνοποίησης του θέματος (μέσω του ΟΗΕ) και, τέλος, την υπαγωγή της Κύπρου κάτω από Νατοϊκό έλεγχο». Στο πλαίσιο αυτό, στη Διάσκεψη κατατέθηκε ένα αγγλοαμερικανικό σχέδιο - έκτρωμα για την αντιμετώπισης της κυπριακής κρίσης που έμεινε στην ιστορία με την ονομασία «Σχέδιο Σάντις - Μπολ» (από τα ονόματα του υπουργού κοινοπολιτειακών υποθέσεων της Μ. Βρετανίας Ντάνκαν Σάντις και του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ). 

Το σχέδιο αυτό, εν συντομία, προέβλεπε την εγκατάσταση στην Κύπρο ΝΑΤΟικών στρατευμάτων, καταργούσε την κυπριακή κυβέρνηση, αλλά και την ίδια την Κύπρο ως ανεξάρτητο κράτος και την έθετε κάτω από τη διοίκηση του ΝΑΤΟ. 

Το σχέδιο, όμως, δεν είχε καμία τύχη, γιατί αντιτάχθηκε στην εφαρμογή του η κυπριακή κυβέρνηση υποστηριζόμενη στο εσωτερικό του νησιού από το ΑΚΕΛ και τον κυπριακό λαό και σε διεθνές επίπεδο από τη Σοβιετική Ενωση.

Μια δεύτερη προσπάθεια ΝΑΤΟποίησης - διχοτόμησης ήταν τα δύο σχέδια Ατσεσον, που υποβλήθηκαν στο διάστημα Ιουλίου - Αυγούστου 1964. Το πρώτο προέβλεπε την «ένωση» της νήσου με την Ελλάδα υπό τις εξής - μεταξύ άλλων - βασικές προϋποθέσεις:

- Να παραχωρηθεί κατά κυριαρχία στην Τουρκία η χερσόνησος της Καρπασίας (από το Μπογάζι μέχρι τα σύνορα της Μονής του Αποστόλου Ανδρέα) για να χρησιμοποιηθεί ως τουρκική στρατιωτική βάση.

- Οι Τουρκοκύπριοι εκτός βάσεως να τύχουν ειδικής μεταχείρισης: Δύο ή τρεις περιοχές της Κύπρου όπου οι Τουρκοκύπριοι είχαν την πλειοψηφία να μετατραπούν σε καντόνια, να αποτελέσουν, δηλαδή, ειδικές αυτόνομες περιοχές με δική τους αυτοδιοίκηση. Οι υπόλοιποι Τουρκοκύπριοι να υπαχθούν στην αρμοδιότητα ενός κεντρικού τουρκοκυπριακού οργανισμού και όσοι θα παραμείνουν κάτω από ελληνική διοίκηση να έχουν όλα τα μειονοτικά δικαιώματα.

- Να συσταθεί διεθνής επιτροπή, διορισμένη είτε από τον ΟΗΕ είτε από το ΝΑΤΟ, για την παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν στα ειδικά προνόμια και δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων.

Το σχέδιο αυτό συνάντησε την πλήρη αντίθεση της κυπριακής πλευράς, ενώ η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει μπει στο παιχνίδι του παζαρέματος, ελπίζοντας ότι τελικά θα πετύχει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με εδαφικά ανταλλάγματα, αλλά όσο το δυνατόν μικρότερα.

Τελικά, ο Ατσεσον τροποποίησε το πρώτο του σχέδιο και διαμόρφωσε ένα δεύτερο, που στα βασικά του σημεία προέβλεπε:

- Η περιοχή της Καρπασίας - μειωμένης, όμως, εκτάσεως σε σχέση με αυτήν που προέβλεπε το πρώτο σχέδιο - να εκμισθωθεί από την Τουρκία για 50 χρόνια.

- Αντί για δημιουργία τουρκοκυπριακών καντονιών, οι Τουρκοκύπριοι στις περιοχές που πλειοψηφούν να διοικούνται από Τουρκοκύπριους επάρχους και το διοικητικό προσωπικό να είναι κατά πλειοψηφία ομόφυλοί τους. Επίσης, αντί να δημιουργηθεί κεντρική τουρκοκυπριακή διοίκηση, να αναλάβει διεθνής ή άλλη προσωπικότητα την εποπτεία εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τους Τουρκοκύπριους κλπ. Η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε αμέσως το δεύτερο σχέδιο Ατσεσον, αλλά το απέρριψε η Τουρκία.

Στο διάστημα που διεξάγονταν οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για τα σχέδια Ατσεσον, οι Αμερικανοί έσπρωχναν την Αθήνα να προωθήσει, σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση, την πραξικοπηματική ένωση Κύπρου - Ελλάδας και, ταυτόχρονα, προετοίμαζαν την Τουρκία στο ενδεχόμενο της πραξικοπηματικής ένωσης να είναι έτοιμη να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο για να πάρει με τη δύναμη των όπλων όσα το σχέδιο Ατσεσον της έδινε.

Δηλαδή, με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ επιδίωκαν να γίνει στην Κύπρο η τουρκική εισβολή, που έγινε το 1974, δέκα χρόνια νωρίτερα. Κι αν δεν πέτυχε το σχέδιό τους, αυτό οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι, τελικά, Αθήνα και Λευκωσία φοβήθηκαν να πάρουν το ρίσκο της πραξικοπηματικής ένωσης, που θα είχε ως προαποφασισμένο αποτέλεσμα την τουρκική εισβολή και τη διχοτόμηση.

Η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας

Μετά την κατάρρευση των προαναφερόμενων αμερικανικών σχεδίων και μέχρι την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, το Κυπριακό γνώρισε διάφορες φάσεις στην εξέλιξή του, που, όμως, πάντοτε είχαν τη σφραγίδα των Αγγλοαμερικανών και του ΝΑΤΟ. Το ίδιο ακριβώς σκηνικό εμφανίστηκε και στη διάρκεια της επταετίας. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι την επανέναρξη των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό την αποφάσισαν και την ανακοίνωσαν στις 14 Ιουνίου του 1967 οι υπουργοί Εξωτερικών της Ατλαντικής Συμμαχίας. Ο διάλογος κατέληξε σε φιάσκο το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, αλλά αυτό δεν ήταν το σπουδαιότερο για τους Αγγλοαμερικανούς, όσο ότι έφερναν σε μια ηρεμία τη νοτιοανατολική πτέρυγα της συμμαχίας και λίγο αργότερα, το Νοέμβρη του ίδιου έτους, διαμόρφωναν τους καλύτερους δυνατούς όρους - με την προβοκάτσια του Κοφίνου και την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί - για μια μελλοντική τουρκική εισβολή και με τον κίνδυνο πρόκλησης ελληνοτουρκικού πολέμου ελαχιστοποιημένο.

Εχει σημασία να τονιστεί ότι με την αποχώρηση της μεραρχίας, η τουρκοκυπριακή πλευρά, έχοντας την έγκριση της Τουρκίας και των ΗΠΑ, προχώρησε σε μια σαφή διχοτομική ενέργεια: Συγκρότησε «Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση» στην Κύπρο - με καταστατικό χάρτη (κάτι σαν σύνταγμα) - που λειτούργησε μάλιστα αποτελεσματικά και οργάνωσε τους Τουρκοκύπριους πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, θέτοντας τις βάσεις για ό,τι έμελλε να επακολουθήσει.

Ετσι, μέσα από συνεχείς υπονομεύσεις της κυπριακής ανεξαρτησίας, μέσα από την ανάπτυξη ενός εθνικιστικού κλίματος και στις δύο κοινότητες, φτάσαμε τελικά στο πραξικόπημα του '74, στην τουρκική εισβολή και στη διχοτόμηση του Νησιού, στη «λύση», δηλαδή, του Κυπριακού όπως την επιδίωκαν οι ΗΠΑ και η Αγγλία.

18 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974: Ο ΑΤΤΙΛΑΣ ΕΡΧΟΤΑΝ.

ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΛΔΥΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ.Ο «Αττίλας» ερχόταν

«Εχθρός: Πέντε αεροσκάφη (...) έρριψαν περί την 06.00 ώραν αλεξιπτωτιστάς Δυτικώς χωρίου ΚΙΟΝΕΛΙ». Έτσι ξεκινά το ημερολόγιο της ΕΛΔΥΚ κατά την 20ή Ιουλίου του 1974, ημέρα του «Αττίλα 1». Συναντήσαμε τον επιμελητή του και δημοσιεύουμε για πρώτη φορά αποσπάσματά του.

Η πρώτη βόμβα που έπεσε στην Κύπρο, ξημερώματα της 20ής Ιουλίου 1974, κατέστρεψε την Αίθουσα Επιχειρήσεων της ΕΛΔΥΚ. Η δεύτερη, το Κέντρο Επικοινωνιών της ίδιας μονάδας. Το χρονικό ενός πολέμου, που αναμένεται να αναγνωριστεί επισήμως με νομοσχέδιο του Υπουργείου Άμυνας, έχει καταγραφεί στις σελίδες του Απόρρητου Πολεμικού Ημερολογίου της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου.



Συντάκτης του είναι ο Tαγματάρχης Θεοδόσης Καλλιώρας, τότε διευθυντής του 3ου Γραφείου. Ο ίδιος κρατούσε σημειώσεις κατά τη διάρκεια των μαχών, που δακτυλογραφήθηκαν μετά τη λήξη της δεύτερης φάσης του πολέμου, πριν από 24 χρόνια, από τον Λάμπρο Γώγο της 103 σειράς. Το στρατόπεδο είχε καταστραφεί και, με τη λήξη της δεύτερης φάσης, παραδόθηκε στους Τούρκους στις 16 Αυγούστου. Επισήμως, η τουρκική εισβολή είχε τελειώσει...

«Αποτελεί τις σελίδες μιας ιστορίας που ακόμη δεν έχει αναγνωρίσει το επίσημο κράτος», επισημαίνει ο δακτυλογράφος του ημερολογίου, σήμερα πρόεδρος του Συνδέσμου Πολεμιστών ΕΛΔΥΚ. «Μπορεί να μην είναι πλήρες το κείμενο, αλλά σίγουρα αναφέρει τα ελάχιστα απ' όσα έγιναν στην Κύπρο», συμπληρώνει ο ίδιος.

«Αν λιγοψυχήσαμε; Πρώτος εγώ το λέω. Κι όποιος πει ότι δε φοβάται στον πόλεμο είναι ψεύτης. Το θέμα είναι τι κάνεις για να επιβιώσεις. Έδειχνα ήρεμος, αλλά έπιανα το χέρι μου και μέτραγα διακόσιους σφυγμούς. Έχανα τον μπούσουλα. Το θέμα είναι ότι δεν την κοπάνησε κανένας», θυμάται ο Λ. Γώγος. «κερδίσαμε τις περισσότερες μάχες αλλά χάσαμε τον πόλεμο. Στο Μουσείο Ιστορίας του Λονδίνου έχει καταγραφεί ως μια από τις πιο άνισες μάχες που δόθηκαν. Και στις Θερμοπύλες χάσαμε, αλλά δεν αποτελούν μια ένδοξη σελίδα στην Ιστορία;».

ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ

ΠΟΛΕΜΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
(ΕΛΔΥΚ 20 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974)

1. ΚΑΙΡΟΣ: Αίθριος - Λίαν θερμός (34-36°C).

2. ΕΧΘΡΟΣ: Πέντε αεροσκάφη τύπου ΝΤΑΚΟΤΑ και εν τύπου C130 έρριψαν, περί την 06.00 ώραν, αλεξιπτωτιστάς εις περιοχήν Δυτικώς χωρίου ΚΙΟΝΕΛΙ.

Την 06.05 ω δύο εχθρικά αεροσκάφη εβομβάρδισαν το Στρατόπεδον της ΕΛΔΥΚ αιφνιδιαστικώς διά δύο βομβών 1.000 λιβρών. Η πρώτη βόμβα έπεσεν επί της Αιθούσης Επιχειρήσεων, την κατέστρεψεν ολοσχερώς, ομοίως κατέστρεψεν το Διοικητήριον, τα πέριξ ΤΟΛ (Γραμματείας, ΕΣΑ, Ταμείου, Οδοντιατρείου, Εποπτείου, Καντίνας), τρία τζιπ, το ηλεκτρικόν δίκτυον και δίκτυον επικοινωνιών. Η ετέρα κατέστρεψεν κτίριον ΛΒΟ - Κέντρον Επικοινωνιών και αριθμόν οχημάτων. Προκάλεσαν επίσης απωλείας εις το προσωπικόν (νεκροί - τραυματίαι).


Την 08.30 ω έτερα δύο εχθρικά αεροσκάφη επολυβόλησαν το Στρατόπεδον και έρριψαν ρουκέτας. Επροξενήθησαν ζημίαι και ελαφραί απώλειαι εις προσωπικόν.


3. ΗΜΕΤΕΡΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ: Την 05.00 ω ο Δ/κτής της ΕΛΔΥΚ διατάσσει διασποράν Μονάδων εντός του Στρατοπέδου, ήτις επραγματοποιήθη εντός 30΄. Την 05.45 διατάσσεται εφαρμογή του Σταδίου «Δ» Α/Α Αμύνης (όπλα τεταγμένα. Α/Α βολή μόνον εις περίπτωσιν προσβολής). (...)

Την 09.00 ω εγένετο επιθετική αναγνώρισις, κατόπιν προφορικής Διαταγής ΓΕΕΦ, διά δύο Λόχων και ενός ουλαμού αρμάτων προς ΚΙΟΝΕΛΙ, με σκοπόν την εγκατάστασιν στοιχείου ασφαλείας εκείθεν της γραμμής αμύνης του στρατοπέδου και αναγνώρισιν της αμυντικής τοποθεσίας του εχθρού. Η ενέργεια ανεκόπη υπό πυρκαϊάς εκτεταμένης εις θάμνους και χόρτα προ της τοποθεσίας, ην δεν ηδυνήθησαν να διαβούν τα άρματα.

Την 17.00 δι' επιτελούς Τχου (ΠΖ) Μιχαήλ, απεστάλη Δ/γή επιθέσεως, δι' ης καθωρίζετο ότι περί την 18.30 θα εξεδηλούτο γενική επίθεσις διά δυνάμεων της ΙΙΙ ΑΤΔ και ΕΛΔΥΚ προς κατάληψιν ΚΙΟΝΕΛΙ. Ούτω την 18.30 εκτοξεύεται γενική επίθεσις με δύο ΤΟ εν α΄ κλιμακίω (με δύο Λόχους έκαστον) τη συνεργασία «ΙΛΗΣ» αρμάτων και τη υποστηρίξει Πυ/κού (Μοίρα). 

Η επίθεσις εξελίχθη επιτυχώς αρχικώς και τα τμήματα υπερέβησαν την πρώτην σειράν πολυβολείων της τοποθεσίας, ανεκόπη δε προ Α/Τ τάφρου και δευτέρας σειράς πολυβολείων, εις ην επαγιδεύθησαν δύο άρματα και δύο έτερα κατεστράφησαν. Ουδέν εκ των αρμάτων ηδυνήθη να διαβή την τάφρον. Το Πεζικόν προχωρήσαν και πέραν της τάφρου εδέχθη καταιγιστικά πυρά παρά πολ/λων και η περαιτέρω κίνησις κατέστη αδύνατος. 

Η επίθεσις διήρκεσε μέχρι της 02.00 ω της 21.7.74 και τα τμήματα έσχον μεγάλας απωλείας, δεδομένου ότι αι λοιπαί κατευθύνσεις δεν ευοδώθησαν, άμα τη εκδηλώσει και λόγω επικειμένης επελεύσεως του φωτός της ημέρας, καθ' ην η εχθρική αεροπορία θα προεκάλει σοβαράς απωλείας, απεφασίσθη η σύμπτυξις των τμημάτων, ήτις επερατώθη με το Π.Φ. κατόπιν διαταγής του ΓΕΕΦ.

4. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ:

α. Διετάχθη τηλεφωνικώς η διανομή του εις χώρον της ΕΛΔΥΚ, φυλασσομένου οπλισμού του ΓΕΕΦ εις διάφορα τμήματα (επιστρατευομένους, εφέδρους, οργανώσεις κτλ.) με σειράν προτεραιότητος ΠΑΟ 106 χιλ., όλμοι 4,2΄΄ και ελαφρός οπλισμός.

β. Εκ των ως άνω βομβαρδισμών της πρώτης ημέρας η ΕΛΔΥΚ έσχεν τας κάτωθι απωλείας: Αξκοί τραυματίαι 2, Μόν. Υπξκοί τραυματίαι 3, Οπλίται νεκροί 3, τραυματίαι 10.

γ. Ομοίως κατά την νυκτερινήν επίθεσιν 20/21 προς ΚΙΟΝΕΛΙ εσημειώθησαν αι κάτωθι απώλειαι:

Αξκοί τραυματίαι 5, Μόν. Υπξκοί νεκροί 1, Οπλίται νεκροί 7, τραυματίαι 12, αγνοούμενοι 11.

Ο «Αττίλας» ερχόταν



Στις 19 Ιουλίου 1974, τέσσερις μόλις μέρες μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδιδαν την είδηση ότι η Τουρκία είχε αρχίσει τις προεργασίες για εισβολή στην Κύπρο.


Οι πρωινές τουρκικές εφημερίδες, προτρέχοντας των γεγονότων, έγραφαν ότι ο αποβατικός στόλος βρισκόταν ήδη στα ανοιχτά της Κύπρου. Ηταν ένα τέχνασμα του Γενικού Επιτελείου, για να δεσμευτεί η τουρκική κυβέρνηση στην κοινή γνώμη και να μην μπορεί να υπαναχωρήσει, όσες πιέσεις κι αν δεχόταν.

Στην πραγματικότητα, ο στόλος αναχώρησε στις 10.30 το πρωί. Το ταξίδι προς τις βόρειες ακτές της Κύπρου θα διαρκούσε 20 ώρες. Το πρώτο αποβατικό πλοιάριο αναμενόταν να φτάσει γύρω στις 5.30 το πρωί της 20ής Ιουλίου. Το Γενικό Επιτελείο επέτρεψε την κινηματογράφηση του απόπλου του στόλου. Σκηνές μεταδόθηκαν από το BBC στο απογευματινό τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων των 5.30.

Οι πληροφορίες για επικείμενη εισβολή στην Κύπρο έφτασαν στο νησί μέσω των εκπομπών ξένων ραδιοσταθμών και διαδόθηκαν σε όλο το νησί από στόμα σε στόμα. Γύρω στο μεσημέρι διαδόθηκε ο ψίθυρος ότι στην Αμμόχωστο βρίσκονταν σε εξέλιξη συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. 

Στη Λευκωσία άρχισαν να κλείνουν τα καταστήματα και ο κόσμος αποσυρόταν στα σπίτια του. Το καθεστώς Σαμψών, προσπαθώντας να περιορίσει τον πανικό, διαβεβαίωνε την κοινή γνώμη ότι δεν έτρεχε τίποτα. Αργά το απόγευμα, το ΡΙΚ μετέδωσε ανακοίνωση του γενικού εισαγγελέα Κρίτωνα Τορναρίτη. Είχε δηλώσει πίστη στο πραξικοπηματικό καθεστώς και διατήρησε τη θέση του - σύμφωνα με την οποία η διασπορά ψευδών ειδήσεων ήταν ποινικό αδίκημα.

Η Τουρκία διέθετε 106 αποβατικά σκάφη, αλλά στο πρώτο αποβατικό κύμα συμμετείχαν μόνο 11, συνοδευόμενα από αντιτορπιλικά, αρματαγωγά και άλλα πλοία συνοδείας. Τα υπόλοιπα είτε διατηρήθηκαν ως εφεδρεία στη Μερσίνα, για να μεταφέρουν νέες δυνάμεις στην Κύπρο, είτε προωθήθηκαν προς το Αιγαίο για να χρησιμοποιηθούν για απόβαση σε ελληνικά νησιά, στην περίπτωση που η Ελλάδα θα έμπαινε στον πόλεμο. 

Μέχρι την έναρξη της εισβολής, η Τουρκία είχε μετακινήσει στα σύνορά της με την Ελλάδα το 70% των δυνάμεών της.

Η Τουρκία διέθετε το 1974 το μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Είχε υπό τα όπλα 453.000 άντρες, από τους οποίους οι 365.000 υπηρετούσαν στο στρατό ξηράς, οι 40.000 στο ναυτικό και οι 48.000 στην αεροπορία. 

Το οπλοστάσιό της ήταν αμερικανικής προέλευσης και, για την εποχή του, σύγχρονο. Διέθετε 1.500 μεσαία άρματα μάχης Μ-47 και Μ-48, τεθωρακισμένα Μ-8, 1.000 τεθωρακισμένα φορτηγά Μ-59, 200 αυτοκινούμενα πυροβόλα, αντιαρματικούς πυραύλους κ.ά. Το ναυτικό διέθετε 19 αντιτορπιλικά, 17 υποβρύχια και κανονιοφόρους, 11 τορπιλακάτους, 4 αρματαγωγά, 106 αποβατικά, 67 βοηθητικά και διάφορα άλλα σκάφη. Η αεροπορία είχε στη δύναμή της 292 αεροσκάφη, μεταξύ των οποίων Φάντομ F-4E, F-104G, F-100D, F-84F κ.ά.

Στην επιχείρηση κατά της Κύπρου συμμετείχαν 40.000 στρατιώτες. Χρησιμοποιήθηκε η 39η Μεραρχία, η οποία είχε συγκροτηθεί μετά το 1964, αποκλειστικά και μόνο για να χρησιμοποιηθεί στην εισβολή κατά της Κύπρου. Η 39η Μεραρχία ενισχύθηκε από ένα σύνταγμα πεζοναυτών, μια ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών και μια ταξιαρχία καταδρομέων. Η αποβατική δύναμη υποστηριζόταν από το ναυτικό και την αεροπορία. Γενικός συντονιστής της επιχείρησης ήταν το Γραφείο Ειδικού Πολέμου, με επικεφαλής τον στρατηγό Γιαμάκ Κεμάλ.

Η κυπριακή Εθνοφρουρά, από την άλλη, ήταν εξοπλισμένη με πεπαλαιωμένο υλικό, κυρίως ρωσικής προέλευσης, κατάλοιπο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Διέθετε 35 απηρχαιωμένα άρματα μάχης Τ34, 45 τεθωρακισμένα μεταφοράς προσωπικού BTR, 20 πυροβόλα των 100 χιλιοστών και 60 πυροβόλα μικρότερων διαμετρημάτων. Διέθετε επίσης 45 βρετανικά τεθωρακισμένα οχήματα αναγνώρισης Μάρμον Χάριγκτον, 280 ΠΑΟ όλων των διαμετρημάτων, 20 αντιαεροπορικά πυροβόλα Μπόφορς και άλλα ελαφρότερα όπλα. Οι οπλίτες ήταν εφοδιασμένοι με τυφέκια Λι Ενφιλτ Νο 4, κοινώς μαρτίνια, κατάλοιπα κι αυτά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η μετακίνηση του ανθρώπινου δυναμικού, η ρυμούλκηση των πυροβόλων και η μεταφορά των εφοδίων στηριζόταν σε προπολεμικά οχήματα, τα οποία είχαν αποσυρθεί από το βρετανικό στρατό ως ακατάλληλα, τη δεκαετία του 1940. Η Κύπρος δεν διέθετε αεροπορία, ενώ το ναυτικό ήταν εξοπλισμένο με πέντε ρωσικές τορπιλακάτους. Τα μέσα αυτά ήταν υπέρ του δέοντος ικανοποιητικά για την επιτυχή διεξαγωγή ενός πραξικοπήματος, αλλά ελάχιστα για να αντιπαραταχθούν με έναν πολυπρόσωπο και άρτια οργανωμένο στρατό του ΝΑΤΟ, εξοπλισμένο με όλα τα μέσα για τη διεξαγωγή ενός σύγχρονου πολέμου. Εκτός από το αρνητικό για την Κύπρο ισοζύγιο δυνάμεων, η πραξικοπηματική ηγεσία της Εθνικής Φρουράς αποψίλωσε την άμυνα της Κύπρου και αποδιοργάνωσε όλες τις συγκροτημένες μονάδες της Εθνικής Φρουράς που διέθεταν βαριά όπλα.

Το τουρκικό σχέδιο

Σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο που είχε καταρτίσει το τουρκικό γενικό επιτελείο, η επιδρομή κατά της Κύπρου θα άρχιζε με μαζικούς βομβαρδισμούς εναντίον στρατιωτικών εγκαταστάσεων της Εθνοφρουράς, με στόχο την πλήρη αποδιοργάνωση της άμυνας του νησιού. 

Θα ακολουθούσε η αποβίβαση δυνάμεων από τη θάλασσα στην ακτή δυτικά της Κερύνειας. Ταυτόχρονα, μεταγωγικά αεροπλάνα θα έριχναν μεγάλη δύναμη αλεξιπτωτιστών στον τουρκικό θύλακο βόρεια της Λευκωσίας, για να ενισχύσουν τις δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων και της ΤΟΥΡΔΥΚ και να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε ενέργεια της Εθνικής Φρουράς. 

Η ενίσχυση του θυλάκου θα γινόταν και με δυνάμεις καταδρομών, που θα μεταφέρονταν στην περιοχή Αγύρτας, στη νότια πλαγιά του Πενταδάκτυλου, με αποστολή να κινηθούν προς τη βόρεια ακτή και να συνενωθούν με το προγεφύρωμα της Κερύνειας.

Στόχος των Τούρκων ήταν, μέσα στο πρώτο εικοσιτετράωρο, να δημιουργήσουν προγεφύρωμα στην ακτή της Κερύνειας, να καταλάβουν την πόλη, να συνενώσουν το λιμάνι με τον κύριο τουρκοκυπριακό θύλακο βόρεια της Λευκωσίας και να καταλάβουν το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας.


Στις 21.15 της 19ης Ιουλίου, το ραντάρ του Σταθμού Εγκαιρης Προειδοποίησης (ΣΕΠ) της Ναυτικής Διοίκησης Κύπρου στο ακρωτήριο του Αποστόλου Ανδρέα εντόπισε έξι πλοία σε σχηματισμό να κατευθύνονται προς τον κόλπο της Αμμοχώστου. Τα τέσσερα από αυτά ήταν εμπορικά, αφού η νηοπομπή χρησιμοποιήθηκε παραπλανητικά από τους Τούρκους, για να παρασύρουν την Εθνική Φρουρά να μετακινήσει τις δυνάμεις της προς την Αμμόχωστο, για να είναι πιο εύκολη η απόβασή τους στην Κερύνεια. Περίπου μισή ώρα αργότερα εντοπίστηκαν από τα ραντάρ ακόμη έντεκα πλοία, τα οποία κατευθύνονταν προς το ακρωτήριο Κορμακίτη, βορειοδυτικά της Κύπρου. Αυτός ήταν ο πραγματικός αποβατικός στόλος.

Η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς βρισκόταν στο ΓΕΕΦ και παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Οπως ανέφερε σε μεταγενέστερη κατάθεσή του ο διοικητής Ναυτικού, αντιπλοίαρχος Γεώργιος Παπαγιάννης, είχε πάει στο γραφείο του ταξίαρχου Γεωργίτση, ο οποίος εκτελούσε χρέη αρχηγού της Εθνικής Φρουράς. 

Ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, Γεώργιος Ντενίσης, διαφωνούσε με το πραξικόπημα και σκόπιμα κλήθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου. Την επομένη του πραξικοπήματος διατάχθηκε να επιστρέψει στο νησί, αλλά αρνήθηκε να συμμορφωθεί και υπέβαλε την παραίτησή του. Τότε, η χούντα διόρισε ως αντικαταστάτη του τον αρχηγό του πραξικοπήματος, Μιχαήλ Γεωργίτση - και τον ενημέρωσε για τις κινήσεις του τουρκικού στόλου. «Ο Α/ΓΕΕΦ αμέσως, παρουσία μου, ετηλεφώνησεν εις ΑΕΔ διά του απ' ευθείας τηλεφώνου, το οποίον είχομεν εγκαταστήσει προ τετραημέρου. Εν συνεχεία μου είπεν να εξακολουθήσω την παρακολούθησιν τούτων και ότι εκ του ΑΕΔ του είπον ότι πρόκειται προφανώς περί ασκήσεως».

Γύρω στις δύο το πρωί της 20ής Ιουλίου τα έξι πλοία που έπλεαν προς τον κόλπο Αμμοχώστου έκαναν στροφή και πήραν πορεία προς την Τουρκία. 

Η πληροφορία διαβιβάστηκε και πάλι από τον Γεωργίτση στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, για να πάρει την απάντηση πως «αυτό ήτο επιβεβαιωτική ένδειξις ότι επρόκειτο περί ασκήσεως». Στις τέσσερις τα χαράματα, τα άλλα έντεκα τουρκικά πλοία είχαν φθάσει σε απόσταση 15 μιλίων από την Κερύνεια.«Από της ώρας ταύτης, συνεχώς εδίδοντο αναφοραί εις ΑΕΔ, άνευ όμως ουδεμίας αντιδράσεως ή εντολής, υπό τούτων προς ημάς», αναφέρει ο Παπαγιάννης. Στις 4.30 η νηοπομπή σταμάτησε σε απόσταση 10 μιλίων από την Κερύνεια, εκτός των χωρικών υδάτων της Κύπρου. «Τούτο αναφέρεται εις ΑΕΔ. Αντίδρασις ουδεμία».


Ούτε τα στοιχειώδη…


Ακόμη και εκείνη τη στιγμή το ΓΕΕΦ δεν διέταξε τις μονάδες της Εθνικής Φρουράς να εφαρμόσουν το σχέδιο συναγερμού, να εκκενώσουν τα στρατόπεδα και να μετακινηθούν στους χώρους διασποράς τους. Ετσι, η έναρξη της εισβολής, με ελάχιστες εξαιρέσεις, βρήκε τις μονάδες στα στρατόπεδά τους και τους στρατιώτες να κοιμούνται στους κοιτώνες τους. Μια από τις εξαιρέσεις ήταν η ΕΛΔΥΚ, που είχε ενημερωθεί έγκαιρα για την επικείμενη εισβολή. 

Ο αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Κούρτης του κλιμακίου Κύπρου της ελληνικής ΚΥΠ πήγε στο στρατόπεδό της και ενημέρωσε σχετικά το διοικητή της, συνταγματάρχη Νικολαΐδη. Μια ώρα πριν από την έναρξη των τουρκικών επιχειρήσεων, ο Νικολαΐδης έθεσε την ΕΛΔΥΚ σε κατάσταση συναγερμού και διέταξε την εφαρμογή του σχεδίου διασποράς.

Στις 4.45 την αυγή άρχισε η τουρκική επίθεση με αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατά στρατιωτικών εγκαταστάσεων στις βόρειες ακτές, στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου και στην περιοχή Λευκωσίας. Βομβαρδίστηκε το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, τα στρατόπεδα πυροβολικού στην Αθαλάσσα και το αεροδρόμιο. 

Η τουρκική αεροπορία δεν σπατάλησε ούτε μια βόμβα για να καταστρέψει τα στρατόπεδα των αρμάτων μάχης (Τ-34) και των οχημάτων μεταφοράς προσωπικού (BTR) στην Κοκκινοτριμιθιά, επειδή γνώριζαν ότι ήταν κενά και τα άρματα βρίσκονταν στη Λευκωσία.

Ενόσω η αεροπορία συνέχιζε τους βομβαρδισμούς, τα αποβατικά σκάφη εκινούντο προς την ακτή. Στο λιμάνι της Κερύνειας ναυλοχούσαν δύο ρωσικής κατασκευής τορπιλάκατοι. Ο ναυτικός διοικητής διέταξε τον απόπλου τους «για να ελέγξουν τα πλοία, και αν βληθούν από αυτά, να επιτεθούν κατά της νηοπομπής». Οι τορπιλάκατοι βγήκαν από το λιμάνι της Κερύνειας λίγο μετά τις 5.00, για να εκτελέσουν, στην πραγματικότητα, αποστολή αυτοκτονίας. 

Σε 15 λεπτά, μια ρουκέτα που εκτοξεύτηκε από αεροπλάνο έπληξε την πρώτη τορπιλάκατο η οποία τέθηκε εκτός μάχης. Ο κυβερνήτης της την έστρεψε προς τη στεριά, για να σώσει το πλήρωμά της. Σε διάστημα πέντε λεπτών βυθίστηκε. Το πλήρωμα της πήδηξε στη θάλασσα και διασώθηκε κολυμπώντας προς την ακτή. Η δεύτερη τορπιλάκατος συνέχισε την πορεία της, πλησιάζοντας τον τουρκικό αποβατικό στόλο σε απόσταση δύο μιλίων, οπόταν κτυπήθηκε με βλήμα πυροβόλου αντιτορπιλικού και βυθίστηκε. Από το δεκαμελές πλήρωμά της σώθηκε μόνο ένας, ο οποίος, αν και σοβαρά τραυματισμένος, κατάφερε να φτάσει κολυμπώντας στην ακτή. 

Ηταν οι πρώτοι πεσόντες της τουρκικής εισβολής.

Στις 6.05 άρχισε η ρίψη αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Κιόνελι-Μάνδρες, από δώδεκα μεταγωγικά αεροσκάφη. Μια ώρα αργότερα άρχισε η μεταφορά καταδρομέων, εφοδίων και υλικών, με περισσότερα από 80 ελικόπτερα, τα οποία προσγειώνονταν στην περιοχή Αγύρτας.

Τα μεταγωγικά αεροπλάνα και τα ελικόπτερα πηγαινοέρχονταν στην Τουρκία εντελώς ανενόχλητα. Τις πρώτες κρίσιμες ώρες δεν ρίφθηκε εναντίον τους ούτε μια αντιαεροπορική βολή. Οπως κατέθεσε αργότερα ο Γεωργίτσης, το ΓΕΕΦ είχε ζητήσει από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων «αποδέσμευσιν των πυροβόλων διά να κτυπηθούν οι αλεξιπτωτισταί» και του δόθηκε η απάντηση «αυτοσυγκράτησις».

Εντελώς ανενόχλητα προσπαθούσαν να προσεγγίσουν την ακτή και τα πρώτα αποβατικά. Αρχικά πέντε μικρά σκάφη προσπάθησαν ανεπιτυχώς να προσορμιστούν στην ακτή της Γλυκιώτισσας, δύο μίλια δυτικά της Κερύνειας, η οποία όμως ήταν βραχώδης, και γι' αυτό εγκατέλειψαν την προσπάθεια, και κινούνταν παραλλήλως της ακτής αναζητώντας καταλληλότερο σημείο.

Τα αποβατικά πλοιάρια θα μπορούσαν να είχαν πληγεί μέσα στη θάλασσα ή μετά την προσάραξή τους, από τις μονάδες πυροβολικού που βρίσκονταν στην περιοχή. Δεν ρίχθηκε εναντίον τους ούτε ένα βλήμα.

Το τουρκικό αποβατικό απόσπασμα άρχισε να αποβιβάζεται στο Πέντε Μίλι στις 7.15, με καθυστέρηση μιας ώρας και 45 λεπτών από τον προγραμματισμένο χρόνο, υπό την κάλυψη βολών του ναυτικού, «ακωλύτως επί δύο και πλέον ώρες, χωρίς να αντιμετωπίζουν καμιά αντίδραση εκ μέρους της Εθνικής Φρουράς.Δεν ερρίφθη εναντίον τους ούτε ένας πυροβολισμός». Η πρώτη αποβατική δύναμη αποτελείτο από 1.500 άντρες του 6ου Συντάγματος Πεζοναυτών και μαζί τους αποβιβάστηκαν στην ακτή 15 άρματα Μ 47 και 15 οχήματα μεταφοράς προσωπικού Μ113.

Επιτελείο αμηχανίας

Η τουρκική εισβολή αιφνιδίασε την πραξικοπηματική κυβέρνηση του Σαμψών, η οποία βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη και αποδείχτηκε ανίκανη να αντεπεξέλθει. Η Κύπρος ξύπνησε από τον τρομακτικό θόρυβο της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, αλλά δεν γνώριζε τι συνέβαινε. Μιάμιση ώρα μετά την έναρξη των βομβαρδισμών, το ΡΙΚ μετέδιδε κανονικό πρόγραμμα, και συγκεκριμένα πρωινή γυμναστική, ενώ ο τουρκοκυπριακός ραδιοφωνικός σταθμός Μπαϊράκ μετέδιδε στρατιωτικά εμβατήρια από τις δύο τα χαράματα. Στις 6.30 το πρωί, το ΡΙΚ διέκοψε το πρόγραμμά του και άρχισε να μεταδίδει στρατιωτικά εμβατήρια, ενώ πολύ αργότερα άρχισε να καλεί τους πολίτες που ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν όπλα να σπεύσουν προς κατάταξη στις μονάδες της Εθνικής Φρουράς.

Στο ΓΕΕΦ, η πραξικοπηματική ηγεσία της Εθνικής Φρουράς παρακολουθούσε αμήχανη από το παράθυρο του γραφείου του Γεωργίτση τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν στο θύλακα Λευκωσίας. 

Ο επιτελάρχης Γιαννακόδημος βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία με το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ), μέσω της θερμής γραμμής που είχε εγκατασταθεί για τις ανάγκες του πραξικοπήματος, και ζητούσε οδηγίες για να εκδοθεί διαταγή αντίστασης. Επειδή η διαταγή καθυστερούσε, έβγαλε το ακουστικό του τηλεφώνου έξω από το παράθυρο, ώστε να ακούσουν στηνΑθήνα τις εκρήξεις από τους βομβαρδισμούς των τουρκικών αεροσκαφών, για να πειστούν ότι επρόκειτο για πόλεμο και όχι για άσκηση. Ο αντιπλοίαρχος Νικολόπουλος, αξιωματικός πληροφοριών του ναυτικού στο ΑΕΔ, στον οποίο κατέληγαν όλα τα μηνύματα για τις δραστηριότητες του τουρκικού στόλου, μαρτυρεί ότι «περί ώραν 06.00 λόγω του ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝΤΟΣ ως Αξιωματικός επί των πληροφοριών απευθύνθην εις τον Στρ. Γρ. ΜΠΟΝΑΝΟΝ και του εζήτησα να διατάξη την διασποράν των πλοίων του Στόλου μας. Εκείνος εις απάντησιν μου είπεν το εξής τραγικόν: "Οι Τούρκοι κτυπούν την ΚΥΠΡΟ και εμείς είμαστε ΕΛΛΑΣ"».

Η αδιαφορία του ΑΕΔ προκάλεσε την οργή του επιτελάρχη του ΓΕΕΦ, ο οποίος «έκλεισε εν οργή το ακουστικόν και απευθυνόμενος προς τους παρευρισκομένους αξιωματικούς είπεν: "Αυτοί επάνω δεν ξέρουν τι τους γίνεται, πέστε να αμυνθούμεν δι' όλων των μέσων"». Τελικά, η Εθνική Φρουρά εξέδωσε διαταγή για απόκρουση της εισβολής δύο και πλέον ώρες μετά την έναρξή της. 

Ηταν ήδη πάρα πολύ αργά...