Γράφει ο Δημήτρης Περδίκης
Στα Θρακικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας από τον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ. δημιουργούνται πολλές ελληνικές πόλεις. Η Σωζόπολη ιδρύεται το 600 π.Χ. από αποίκους από τη Μίλητο με αρχικό όνομα: Απολλωνία.
Την ίδια εποχή κτίζονται η Μεσημβρία, η Αγχίαλος και πολλές άλλες πόλεις. Αργότερα στα βυζαντινά χρόνια παρά τις βαρβαρικές επιδρομές και τις καταστροφές η περιοχή ακμάζει και ευημερεί: Πύργος, Αγαθούπολη, Βασιλικό και άλλες νέες πόλεις δημιουργούνται.
Η γειτνίαση με την Κωνσταντινούπολη, το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας, η αλιεία και οι πλούσιες σε παραγωγή πεδιάδες της ενδοχώρας συντελούν στο να ακμάζει συνεχώς ο Ελληνισμός της περιοχής αυτής.
Φθάνουμε έτσι στο 1878, ο ρωσικός στρατός νικώντας τους Τούρκους απελευθερώνει τα ανατολικά Βαλκάνια μετά έξι αιώνες Οθωμανικού ζυγού, στον Αγιο Στέφανο, προάστιο της Κωνσταντινούπολης η Ρωσία ζητάει τη δημιουργία της μεγάλης Βουλγαρίας, οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις αλλά και οι λαοί της περιοχής έχουν άλλη άποψη και έτσι στη συνθήκη του Βερολίνου που ακολουθεί δημιουργείται μεν ένα μικρότερο πριγκιπάτο της Βουλγαρίας αλλά και η ηγεμονία της Ανατολικής Ρωμυλίας με πρωτεύουσα την Φιλιππούπολη και ισοπολιτεία στην διοίκηση, του ελληνικού, του βουλγαρικού και του τουρκικού στοιχείου.
Ολες οι παράλιες ελληνικές πόλεις στις οποίες αναφερθήκαμε βρίσκονται πλέον μέσα στα όρια της ηγεμονίας.
Το κράτος της Ανατολικής Ρωμυλίας δεν είχε μεγάλη διάρκεια ζωής, μετά από λίγα χρόνια Βουλγαρικός στρατός εισβάλλει, καταλύει την ηγεμονία και ιδρύει το κράτος της Νότιας Βουλγαρίας το οποίο και αυτό ύστερα από λίγο ενσωματώνεται στη Βουλγαρία.
Εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες και οι διωγμοί των Ελλήνων της περιοχής, κατά διαστήματα εξαπολύονται πογκρόμ κατά του ελληνικού στοιχείου, ιδιαίτερα όταν οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις βρίσκονται σε ένταση.
Φθάνουμε στο 1925 οπότε οι Ελληνες καλούνται να υπογράψουν μία ομολογία ότι είναι Βούλγαροι και όχι Ελληνες, αποδεχόμενοι την βουλγαροποίηση του ονόματός τους και το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων και των εκκλησιών.
Οσοι δέχθηκαν, είδαν το επώνυμό τους να γίνεται π.χ. από Πετρίδης σε Πετρίντωφ, ή αν αυτό ήταν δύσκολο να γίνει (το Παπαντοπούλωφ για παράδειγμα δεν πείθει για βουλγαρικό) τότε το πατρώνυμο γινόταν επώνυμο με κατάληξη σε –ωφ, π.χ. ο Γεώργιος του Δημητρίου έγινε Γκεόργκι Ντιμιτρώφ.
Οσοι δεν δέχθηκαν να υπογράψουν λάμβαναν ότι χωρούσε σε δύο βαλίτσες και αναχωρούσαν αμέσως για την Ελλάδα.
Για όσους έμειναν άρχιζε η δύσκολη πορεία, χωρίς σχολεία, χωρίς εκκλησία, χωρίς βοήθεια από πουθενά να κρατήσουν την ελληνική ψυχή τους.
Πολύ εύστοχα ο υποπρόξενος στη Φιλιππούπολη Γ. Δ. Κανακάρης έγραφε το 1861:
«Η Οθωμανική εξουσία έχει βεβαίως το συμφέρον να υπάρχει διαίρεσις μεταξύ των Χριστιανικών φυλών. Φοβουμένη την υπεροχήν του Ελληνισμού ενισχύει τον Βουλγαρισμόν είς τον οποίον κατά την εαυτής κρίσιν δεν υπάρχουσιν επίφοβα στοιχεία». Και αποκάλυπτε, ότι υπέρ των Βουλγάρων δούλευε και ο μετατεθείς εκεί από την Αδριανούπολη Άγγλος υποπρόξενος K. Blunt, πολυπράγμων και ανθέλληνας διπλωμάτης.
Περιδιαβαίνω στα δρομάκια της Σωζόπολης. Η πόλη είναι κτισμένη σε μία χερσόνησο στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, νότια του Πύργου (Μπουργκάς).
Από τα παράθυρα των σπιτιών ακούγεται ελληνική μουσική, μόλις κάποιοι καταλαβαίνουν πως είμαι Ελληνας με πλησιάζουν. «Καλώς τον, από πού μας έρχεσαι», με ρωτάνε, κάποιος με καλεί στο σπίτι του, εκεί στην αυλή αρχίζουν να έρχονται και άλλοι, και άλλοι, θέλουν να μιλήσουν, να πουν τον πόνο τους.
Ο κύριος Δημήτρης, απόμαχος ναυτικός μου λέει με παράπονο «τους Πόντιους, τους Σαρακατσαναίους και τόσους άλλους το Ελληνικό κράτος τους αναγνωρίζει σαν Ελληνες, εμάς φαίνεται πως αγνοεί ακόμα και την ύπαρξη μας, κάποιος, ο πρόξενος στην Φιλιππούπολη, ή έστω ένας υπάλληλος να έρθει να ρωτήσει αν περνάμε καλά, αν έχουμε κανένα πρόβλημα, τίποτα κανείς ποτέ δεν ήλθε.
Ομως, είμαστε κάποιες δεκάδες χιλιάδες Ελληνες σε όλη την παραλία από την Αγαθούπολη έως την Μεσημβρία, μόνο εδώ στη Σωζόπολη είμαστε πέντε χιλιάδες, όλοι Ελληνες, είμαστε εικοσιέξι αιώνες εδώ εγκατεστημένοι.
Θα είναι κρίμα τώρα μετά τόσους αιώνες να χαθεί από εδώ η ελληνική γλώσσα».
Όπως τον ακούω σκέφτομαι, είχα έλθει για πρώτη φορά στη Σωζόπολη πριν από 25 χρόνια, και τότε οι ίδιες ακριβώς σκηνές, τα πρόσωπα μόνο αλλάζουν, τότε είχα φύγει δίνοντας μια υπόσχεση στον εαυτό μου, να ξανάρθω και να κάνω κάτι για να βοηθήσω την άγνωστη στους πολλούς γωνιά του Ελληνισμού.
Στη συζήτηση μπαίνει και η κυρία Θεοφανώ, μια δραστήρια ηλικιωμένη, «η γλώσσα στη νεολαία όσο πάει και χάνεται, χωρίς σχολεία δεν μπορεί να γίνει τίποτα, έστω κάποιο φροντιστήριο», μας λέει. «Γιατί δεν δημιουργείτε κάποιους συλλόγους οι οποίοι θα προωθήσουν αυτά τα αιτήματα και θα συμβάλλουν στη δημιουργία κάποιου πολιτιστικού κέντρου, μίας βιβλιοθήκης, ενός φροντιστηρίου», τη ρωτάω.
Από τον καιρό του κομουνισμού υπάρχουν σύλλογοι «Ελληνοβουλγαρικής φιλίας», οι σύλλογοι αυτοί από την ίδρυσή τους μέχρι σήμερα είναι στελεχωμένοι με άτομα αφοσιωμένα στα βουλγαρικά συμφέροντα, και οι Βούλγαροι βέβαια δεν έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον να αναδείξουν μια ελληνική μειονότητα.
Πριν από λίγο καιρό είχα ρωτήσει κάποιο κυβερνητικό στέλεχος αν στη συμφωνία ένταξης της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση που έχει ήδη ολοκληρωθεί προβλέπεται αναγνώριση της ελληνικής μειονότητας που ζει εκεί, με όλα βέβαια τα δικαιώματα που απορρέουν από κάτι τέτοιο.
Μα και βέβαια μου είχε απαντήσει, «όλα αυτά έχουν πλέον τακτοποιηθεί».
Η συζήτηση με προσγειώνει στην πραγματικότητα και πάλι όμως δεν μπορώ να μην συγκρίνω αυτό που είχα δει την προηγούμενη μέρα διασχίζοντας τις βουλγαρικές περιοχές της βόρειας Ροδόπης όπου οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί δέχονται μεγάλη βοήθεια από την Τουρκία και το Τουρκικό κόμμα έχει γίνει ο ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων στην χώρα.
Αποχαιρετώ τους συνομιλητές μου και συνεχίζω την περιπλάνησή μου στη Σωζόπολη, τα στενά δρομάκια, τα σπίτια με τις αυλές και τα μπαλκόνια γεμάτα λουλούδια, η αρχιτεκτονική, όλα θυμίζουν Ελλάδα, θυμίζουν Θράκη, θυμίζουν Βόσπορο.
Εμπρός στην είσοδο του λιμανιού σε ένα νησάκι που τώρα πλέον συνδέεται με έναν μόλο με τη στεριά υπήρχε στην αρχαιότητα τεράστιος ναός του Απόλλωνα. Αφήνω τη Σωζόπολη και προχωρώ νότια, φθάνω στο Βασιλικό (Βουλγαρικά Τσάρεβο), η παλαιά ελληνική εκκλησία του θεωρείται θαυματουργή, εκεί δίπλα τα ερείπια μίας παλαιοχριστιανικής βασιλικής έχουν μετατραπεί σε παιδική χαρά, συναντώ την κυρία Αννα, συγκινείται, μου λέει για τη ζωή της όταν κάποτε μικρή προσφυγοπούλα έφθασε εδώ από τη Σμύρνη.
Ακόμα νοτιότερα και φθάνω στην Αγαθούπολη (Βουλγαρικά Αχτοπόλ), μικρή πόλη με ωραία θάλασσα, ιδανικός και πολύ φθηνός τόπος για ήρεμες διακοπές, από εδώ τα τουρκικά σύνορα απέχουν λίγα χιλιόμετρα.
Επιστρέφω προς τα βόρεια, προσπερνώ τον Βασιλικό και τη Σωζόπολη. Μία στάση στον Πύργο (Μπουργκάς), η πόλη είναι πλέον πολύ μεγάλη, οι Ελληνες κάπου δύο χιλιάδες, μικρή μειοψηφία πλέον, εξακολουθούν να κατοικούν στο κέντρο, στην παλαιά πόλη.
Συνεχίζω βόρεια, σε λίγο εμφανίζεται η Αγχίαλος (Βουλγαρικά Πομόρι), το ελληνικό στοιχείο εδώ είναι πολύ έντονο, παντού συναντώ Ελληνες.
Σε ένα δρομάκι κοντά στην παραλία, απέναντι από την εκκλησία, σε ένα σπιτάκι κρεμασμένη η ελληνική και η βουλγαρική σημαία και η πινακίδα «Σύλλογος Ελληνοβουλγαρικής φιλίας-Ελληνικό σχολείο Αγχιάλου», με πληροφορούν πως το σχολείο λειτουργεί μόνο τα σαββατοκύριακα σαν φροντιστήριο ελληνικών με τη βοήθεια κάποιων Ελλήνων της πόλης. Αυτό το εντελώς ακατάλληλο σπιτάκι είναι το μοναδικό ίχνος ελληνικής παιδείας σε όλη την περιοχή, από την Αγαθούπολη ως την Μεσημβρία.
Τελευταίος μου σταθμός προς τα βόρεια η Μεσημβρία (βουλγαρικά Νεσίμπαρ). Πανέμορφη η παλαιά πόλη κτισμένη σε μια χερσόνησο, με επιβλητικά βυζαντινά τείχη και άλλα μνημεία, αρκετοί Ελληνες ζουν και εδώ, η παλαιά ελληνική εκκλησία λειτουργεί πλέον σαν… κατάστημα με σουβενίρ.
Αφήνω την περιοχή με έντονα και ανάμεικτα συναισθήματα εδώ κατοικούν πάνω από είκοσι χιλιάδες Ελληνες ακόμα, λιγότεροι για κάποιους άλλους, εξαρτάται ποια κριτήρια βάζει κάποιος, καλή ή μη χρήση της γλώσσας, παιδιά μεικτών γάμων κτλ.
Οσοι και αν είναι όμως, είναι ξεχασμένοι από την ελληνική Πολιτεία και από τους άλλους Ελληνες.
Φεύγοντας σκέπτομαι τα λόγια του κ. Δημήτρη από τη Σωζόπολη:
«Εδώ μιλάμε ελληνικά 2600 χρόνια, θα είναι κρίμα να χαθούν τώρα».
Πηγές
Το ζήτημα της αιφνιδιαστικής (αλλά άριστα προπαρασκευασμένης) προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας από τους Βουλγάρους το 1885, ως μία από τις μαύρες σελίδες των ελληνικών κυβερνήσεων και της ανικανότητας των πολιτικών μας.
Στις μέρες μας η ίδια ιστορία τείνει να επαναληφθεί, όχι πλέον ως φάρσα, όπως υποστήριζε ο Κ. Μαρξ, αλλά ως θλιβερή πραγματικότητα και όχι μόνον στην Θράκη μας.
Ο Τρικούπης και η Κρίση
της Ανατολικής Ρωμυλίας, 1885-1886
Ο Ελληνικός κόσμος μεταξύ του Διαφωτισμού και του εικοστού αιώνα αντιμετώπισε ποικίλες και διαφορετικής εντάσεως προκλήσεις. Η υπέρβαση αυτών υπήρξε άλλες φορές συλλογικό και άλλες φορές ατομικό κυρίως έργο. Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι η μελέτη του ρόλου ενός ηγέτη, του Χαρίλαου Τρικούπη, στην αντιμετώπιση της Κρίσης της Ανατολικής Ρωμυλίας μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 1885 και του Ιουνίου του 1886. Κι αυτό με την ελπίδα ότι θα αναδειχθεί η δυνατότητα άσκησης ενδιαφέρουσας εξωτερικής πολιτικής όχι μόνο από κυβερνητικούς φορείς αλλά και από αντιπολιτευόμενους που διαθέτουν πείρα και ευρηματικότητα.
Η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος κατά τα έτη 1875-1878 και το εδαφικό καθεστώς που προέκυψε από το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) αποτέλεσαν την πρώτη, ταυτόχρονη δικαίωση της «αρχής των εθνοτήτων» σε πολλές περιοχές των Βαλκανίων. Η πληρέστερη εγγραφή της αρχής αυτής στη γεωπολιτική πραγματικότητα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης προϋπέθετε τη διάδραση των τοπικών εθνικισμών και των σχετικών γεωπολιτικών επιδιώξεων των Μεγάλων Δυνάμεων. Το πρώτο μετά το Συνέδριο του Βερολίνου επεισόδιο της μακράς αυτής διαδικασίας ήταν η κρίση που ακολούθησε την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στην ηγεμονία της Βουλγαρίας το Σεπτέμβριο του 1885.
Το «πραξικόπημα», όπως από πολλούς ονομάστηκε, της Ανατολικής Ρωμυλίας δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία μιας και η ύπαρξη σημαντικής βουλγαρικής παρουσίας στα εδάφη της καθιστούσε προφανή την πιθανότητα ενωτικής κίνησης με τη Βουλγαρία. Τα πρώτα όμως χρόνια μετά την Ανατολική Κρίση του 1875-1878 η Ρωσία έδειξε μειωμένο ενδιαφέρον για τις Βαλκανικές υποθέσεις και -επωφελούμενη της σύνδεσής της με το Βισμαρκιανό σύστημα συμμαχιών- ξανάστρεψε το ενδιαφέρον της στον πλήρη έλεγχο της Κεντρικής Ασίας. Μια σειρά νικηφόρων εκστρατειών έφεραν τα στρατεύματά της στο Πεντζέχ του Αφγανιστάν την άνοιξη του 1885 και την ίδια αντιμέτωπη με τη μήνι της Βρετανίας που διαπίστωνε σημαντική ρωσική στρατιωτική παρουσία σε απόσταση 500 περίπου χιλιομέτρων από την αυτοκρατορία της στις Ινδίες. Η σύντομη μα έντονη κρίση που ενέσκηψε στις σχέσεις των δύο Δυνάμεων έληξε με τη Ρωσία γεωπολιτικά κερδισμένη στην περιοχή αυτή του πλανήτη.
Μια επιτυχία που οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην στήριξη που της παρείχαν οι Γερμανοί και Αυστριακοί σύμμαχοί της στην Αυλή του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, μια στήριξη που απεμάκρυνε το ενδεχόμενο επιχειρήσεων του αγγλικού στόλου κατά των Ρωσικών παραλίων της Μαύρης Θάλασσας.
Η χρήσιμη συμμαχική σχέση του Ρωσικού στέμματος με τις αυλές των Κεντρικών Αυτοκρατοριών έμελλε σύντομα να δοκιμαστεί και τελικά να διαρραγεί από τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύθηκε η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία και από τη θετική στάση της Μεγάλης Βρετανίας έναντι αυτής της προσάρτησης. Μιας Βρετανίας, που έχοντας συνειδητοποιήσει ότι ο Βουλγαρικός λαός και ο τότε ηγεμόνας του κάθε άλλο παρά πειθήνια όργανα της ρωσικής πολιτικής ήταν, δε δίστασε να απεκδυθεί τον μανδύα του θεματοφύλακα των συνθηκών και να συμβάλει αποφασιστικά στην αναθεώρηση του εδαφικού καθεστώτος των Βαλκανίων προς όφελος της Βουλγαρίας.
Το χρονολόγιο των αρνητικών για τη Ρωσία εξελίξεων και οι συνακόλουθες ωφέλειες που προέκυψαν για τα Βρετανικά συμφέροντα στην Ανατολική Ευρώπη έχουν καλυφθεί λεπτομερώς από άλλους ιστορικούς και ξεφεύγουν από την προβληματική της παρούσας ανακοίνωσης.
Σκόπιμο μάλλον είναι να ενσκήψουμε σε μια αγνοημένη παράμετρο της κρίσης της Ανατολικής Ρωμυλίας, στην προσπάθεια προώθησης των ελληνικών δικαίων από τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και από το Μάιο του 1886 πρωθυπουργό της Ελλάδας, Χαρίλαο Τρικούπη.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης δεν ήταν άγνωστος στην πολιτική ζωή του ελληνικού βασιλείου μιας και είχε ήδη συμπληρώσει δύο δεκαετίες προσφοράς στα κοινά από ποικίλες θέσεις. Η προσφορά του αυτή είχε ως αφετηρία της τη θέση ότι «Εθνική.. πολιτική είναι η πρωτοβουλία της Ελλάδας υπέρ των δικαιωμάτων του ελληνισμού».
Κύριο μέλημα της πολιτικής αυτής μετά το πραξικόπημα της Ανατολικής Ρωμυλίας όφειλε να είναι κατά τον Τρικούπη η αποκατάσταση του status quo στη Βαλκανική κατά τρόπο που θα εξασφάλιζε τη Μακεδονία από ενδεχόμενη Βουλγαρική επέκταση. Κι αυτό γιατί κατά τον Τρικούπη «Η Μακεδονία είναι παράγων αναπόφευκτος δια την ύπαρξιν του Ελληνισμού, ουχί μόνον δια την επέκτασιν αυτού».
Υποστήριζε λοιπόν ο Τρικούπης ότι ο Ελληνισμός δεν έπρεπε να προβληματίζεται από το δυσμενές διεθνές περιβάλλον στο ξεκίνημα του αγώνα του κατά του τετελεσμένου της Ανατολικής Ρωμυλίας. Οι λαοί της Ευρώπης, πίστευε ο Τρικούπης, σύντομα θα κατανοούσαν τις ελληνικές θέσεις και η συμπάθειά τους αυτή θα παρέσυρε και τις κυβερνήσεις τους υπέρ των ελληνικών δικαίων κατά το προηγούμενο της επανάστασης του 1821.
Για την ικανοποίηση των ελληνικών θέσεων ικανή και αναγκαία συνθήκη αποτελούσε η εθνική ομοψυχία γι’ αυτό και ο Τρικούπης διακήρυξε στο Κοινοβούλιο τον Οκτώβριο του 1885 ότι «Η κυβέρνησις είναι σήμερον το Έθνος, ότι πράξει το Έθνος θέλει το πράξει διά της κυβερνήσεως και πάσα δύναμις διδομένη εις την κυβέρνηση είναι δύναμις δεδομένη εις το Έθνος και πάσα δύναμις αφαιρουμένη από της Κυβερνήσεως αφαιρείται από του Έθνους, δεν έχομεν δε τοσαύται εθνικάς δυνάμεις ώστε να επιτρέπεται ίνα περικόπτωμεν αυτάς».
Η λογική διαχείρισης κρίσεων που υιοθέτησε ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν υπηρετούσε μόνο την εθνική ομοψυχία αλλά και την αποτελεσματικότητα της εθνικής ενέργειας μιας και ο Τρικούπης ποτέ του δεν πίστεψε στην αξιοπιστία των οικουμενικών κυβερνήσεων.
Επιπλέον, ενδεχόμενος ατυχής χειρισμός της κρίσης της Ανατολικής Ρωμυλίας από την κυβέρνηση Δηλιγιάννη πιθανόν να οδηγούσε σε κομματικά οφέλη για το Τρικουπικό κόμμα κάτι που καθιστούσε, αρχικά τουλάχιστον, ελκυστικότερη την υιοθέτηση συναινετικής στάσης έναντι των πρωθυπουργικών πρωτοβουλιών.
Η συναινετική στάση του Τρικούπη έναντι της πολιτικής Δηλιγιάννη στο ζήτημα της Ανατολικής Ρωμυλίας δεν ισοδυναμούσε βέβαια με παθητική αναμονή. Αντίθετα ήδη από τον Απρίλιο του 1885, όταν οι πρώτες σοβαρές αναταραχές έλαβαν χώρα στην Ανατολική Ρωμυλία στα τέλη της πρωθυπουργίας του Τρικούπη, ο Μεσολογγίτης πολιτικός είχε προειδοποιήσει ότι η Ελλάδα δε θα δίσταζε να πολεμήσει σε περίπτωση κλιμάκωσης της κρίσης.
Την επαύριο δε του «πραξικοπήματος» της Ανατολικής Ρωμυλίας υποστήριξε την εισβολή του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία και την Ήπειρο με σκοπό τη δημιουργία τετελεσμένου υπέρ των ελληνικών θέσεων. Η κυβέρνηση όμως Δηλιγιάννη υπήρξε απρόθυμη στο να αναλάβει παρόμοιες ευθύνες και έκτοτε ο Τρικούπης εγκαλούσε τον Πρωθυπουργό Δηλιγιάννη για τον πολεμικό πυρετό που καλλιέργησε στη χώρα χωρίς να ληφθεί καμία θετική ενέργεια.
Η διαφορά απόψεων μεταξύ των δύο ανδρών σύντομα διευρύνθηκε υπό το βάρος της αρνητικής στάσης των λαών και των κυβερνήσεων των Μεγάλων Δυνάμεων έναντι του ενδεχόμενου της πλήρους αποκατάστασης της «Βερολινείου» ισορροπίας στη Χερσόνησο του Αίμου μετά την ένωση των δύο «Βουλγαριών».
Μιας αρνητικής στάσης που συμπυκνώνεται στην άποψη του γνωστού φιλέλληνα και επανειλημμένως πρωθυπουργού της Βρετανίας Γλάδστωνα ότι δηλαδή θα ήταν ντροπή για το ανθρώπινο γένος εάν τα αιτήματα του Βουλγαρικού λαού δεν ικανοποιούνταν λόγω της Σερβικής και της Ελληνικής αντίδρασης.
Συναισθανόμενος τη σοβαρότητα των στιγμών και τις επερχόμενες για τον τόπο δυσκολίες ο Τρικούπης αποδύθηκε σε ένα διμέτωπο αγώνα, από τη μια μεριά με τους συμπατριώτες του και από την άλλη με τους διπλωματικούς εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα με στόχο τη συνεννόηση των δύο πλευρών.
Κύριο μέλημα του Τρικούπη έναντι των συμπατριωτών του ήταν η άρση της άποψης μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινής γνώμης ότι δηλαδή ό,τι κι αν έκανε η Ελλάδα δεν επρόκειτο να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών της. Στην άποψη αυτή ο Τρικούπης αντέτεινε ότι «Η Ελλάς δεν είναι νήπιον, μόνον δ’ εις τα νήπια επιτρέπετε να επιτίθεντε κατ’ ισχυροτέρων με την ελπίδα ότι ουδόλως κινδυνεύουσι να τιμωρηθώσι».
Οι συστάσεις του όμως αυτές καθώς και οι εκκλήσεις του προς την κυβέρνηση Δηλιγιάννη περί «ανδρείας υποχωρήσεως» δεν έμελλαν να εισακουσθούν παρά μόνο μετά την επιβολή του ναυτικού αποκλεισμού των Ελληνικών παραλίων από τους στόλους των Μεγάλων Δυνάμεων στις αρχές Μαΐου του 1886.
Στην προσέγγιση του με τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων ο Τρικούπης κινήθηκε το ίδιο ενεργά. Το Δεκέμβριο του 1885, όταν μετά την ήττα των Σέρβων από τους Βούλγαρους, η πίεση των Δυνάμεων για τον αφοπλισμό της Ελλάδας εντάθηκε, ο Τρικούπης κατέφυγε στον εκπρόσωπο της Αυστρο-ουγγρικής μοναρχίας στην Ελλάδα ελπίζοντας ότι θα έβρισκε έναν αξιόπιστο σύμμαχο στην ανάσχεση του Σλαυϊσμού στη Βαλκανική. Προσπάθησε μάλιστα στις επαφές του αυτές, χωρίς όμως αποτέλεσμα, να εξασφαλίσει είτε μια συμμαχία με την Αυστρο-ουγγαρία είτε μια υπόσχεση ανταλλαγμάτων από τις Μεγάλες Δυνάμεις που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να προβεί σε αποστράτευση κατά το προηγούμενο του 1878.
Η ανεπιτυχής επαφή του Τρικούπη με την Αυστρία τον έστρεψε στη συνέχεια στη Γαλλία και την Αγγλία. Έτσι, το Μάρτιο του 1886, όταν πια η επιβολή ναυτικού αποκλεισμού στην Ελλάδα ήταν επί θύρας, πρότεινε στους εκπροσώπους των δύο Δυνάμεων την εφαρμογή του ανεκτέλεστου μέχρι τότε άρθρου 23 του Συνεδρίου του Βερολίνου. Το άρθρο αυτό προέβλεπε τη διαίρεση της Μακεδονίας σε εθνολογικά βιλαέτια και ο Τρικούπης προσέβλεπε μέσω της εφαρμογής του στην αυτονόμηση του ελληνισμού που κατοικούσε στην περιοχή που αντιστοιχεί σε αδρές γραμμές στη σημερινή ελληνική Μακεδονία. Και αυτές του όμως οι προτάσεις δεν είχαν καλύτερη τύχη.
Η ανεπάρκεια της κυβέρνησης Δηλιγιάννη και η αδυναμία των προσπαθειών Τρικούπη να επιτύχουν κάποιο αντάλλαγμα για την Ελλάδα ακολουθήθηκαν από την επιβολή ναυτικού αποκλεισμού των Ελληνικών παραλίων από ναυτική μοίρα των Μεγάλων Δυνάμεων στην οποία δε συμμετείχε όμως η Γαλλία.
Ο αποκλεισμός διήρκεσε ένα περίπου μήνα -από τις 10 Μαΐου έως τις 7 Ιουνίου 1886- και με την έναρξή του ο Δηλιγιάννης παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία της χώρας.
Ακολούθησαν λίγες μέρες κυβερνητικής αστάθειας και κατόπιν επανήλθε ο Τρικούπης στον πρωθυπουργικό θώκο. Κύριο μέλημά του ήταν η αποστράτευση του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού στρατού με στόχο την άρση της αιτίας για την οποία είχε επιβληθεί ο αποκλεισμός των ελληνικών παραλίων από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Η αποστράτευση αυτή μεθοδεύθηκε κατά τρόπο που, κατ’ επίφαση έστω, διέσωζε την εθνική αξιοπρέπεια μιας και δεν κοινοποιήθηκε επισήμως στις Δυνάμεις όπως αυτό αναμένονταν. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι βασικό κίνητρο του Τρικούπη για την αποστράτευση του στρατού των συνόρων δεν ήταν τόσο οι στερήσεις του ελληνικού πληθυσμού από τον αποκλεισμό όσο η δύσκολη θέση που βρέθηκε ο ελληνικός στρατός κατά τις αψιμαχίες του με τους Τούρκους στη Θεσσαλική μεθόριο μεταξύ της 9ης και της 13ης Μαΐου 1886.
Το ενδεχόμενο του ναυτικού αποκλεισμού από μόνο του ή αυτό της μεμονωμένης τουρκικής επιθετικότητας ποτέ δεν είχε προβληματίσει ιδιαίτερα τον Τρικούπη.
Η χρονική τους όμως σύμπτωση καθώς και η πάγια επιθυμία του νέου Έλληνα πρωθυπουργού να αποφευχθεί η δημοσιονομική εξάντληση της χώρας κατέστησαν εξαιρετικά επείγουσα την εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης.
Ο Τρικούπης, στο ξεκίνημα της κρίσης τουλάχιστον, δεν υπήρξε άμοιρος ευθυνών για την πολεμική έξαρση που σημειώθηκε στο Ελληνικό βασίλειο. Ποτέ επίσης δε θα μάθουμε που θα μπορούσε να είχε οδηγήσει η εισβολή του Ελληνικού στρατού στη Μακεδονία και την Ήπειρο αμέσως μετά το πραξικόπημα της Ανατολικής Ρωμυλίας, μια εισβολή που είχε προτείνει ο Τρικούπης.
Πρέπει πάντως να επισημανθεί η ειλικρινής του διάθεση να υπηρετήσει την πατρίδα από οποιαδήποτε μετερίζι και η ικανότητά του να απεμπλέκει τη χώρα από άκαιρες περιπέτειες, μια ικανότητα που είχε ήδη επιδείξει το 1877 ενώ νέα δείγματα αυτής θα δίνονταν και κατά τη κρίση του Κρητικού Ζητήματος το 1889.
Κι ήταν αυτή μια σημαντική δικλείδα ασφάλειας στα ταραγμένα Βαλκάνια της εποχής.