Από το 1430, που οι Οθωμανοί κυρίευσαν την Θεσσαλονίκη, έως την απελευθέρωση το 1912 - 1913, δηλαδή για πάνω από 500 έτη, όλος ο γεωγραφικός χώρος της ιστορικής Μακεδονίας ήταν υπό Οθωμανική κατοχή. Όλες οι απογραφές που διενεργήθηκαν, και αναφέρονταν στις εθνότητες, κατέγραφαν Τούρκους, Έλληνες, Βούλγαρους ή Σλάβους, Αλβανούς και Εβραίους. Οι εθνότητες αυτές έπρεπε υποχρεωτικά να συμβιώσουν και να επικοινωνήσουν για τις καθημερινές ανάγκες.
Αναπτύχθηκε έτσι μια κοινή γλώσσα καθημερινής επικοινωνίας η οποία βασίσθηκε στην ευκολότερη από όλες την σλαβική και εμπλουτίσθηκε με Τουρκικές αλλά κυρίως με πάρα πολλές Ελληνικές λέξεις και εκφράσεις. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι Τούρκοι που επισκέφθηκαν πρόσφατα την Ελλάδα για να δουν τα πατρικά τους χρόνια μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, συνεννοούνταν με τους Έλληνες στα «εντόπικα». Χαρακτηριστική επίσης είναι και η περίπτωση εκείνων των Σουλιωτών οι οποίοι κυνηγημένοι από τον Αλί Πασά των Ιωαννίνων εγκαταστάθηκαν γύρω στο 1800 στα χωριά Άγιος Παντελεήμων, Γραμματικό, Φλαμουριά, Μεσημέρι, Βρυττά κλπ. Ενώ διατήρησαν τα ονόματά τους Τζαβέλλας, Κίτσος, Σουλιώτης, Γάκης, μερικοί σλαβοφώνισαν και έχασαν μερικώς την αυτογνωσία τους.
Η γλώσσα αυτή δεν ήταν γραπτή γιατί η κάθε εθνότητα επισήμως χρησιμοποιούσε την δική της γλώσσα. Από περιοχή σε περιοχή διέφερε αρκετά ως προς την προφορά και το λεξιλόγιο εξαιτίας των διαφορετικών επιρροών. Ενδεικτική είναι και η ονομασία της «Εντόπικα» το οποίο προφανώς προέρχεται από την Ελληνική λέξη τοπικά-εντόπια-εντόπικα-ντόπικα, που δείχνουν και τον βαθμό μετασχηματισμού της Ελληνικής λέξης αλλά και αποδίδουν τον τοπικό χαρακτήρα της.
Εξαιτίας των πάρα πολλών Ελληνικών λέξεων και εκφράσεων κάποιοι Έλληνες συγγραφείς την αναφέρουν σαν Ελληνική. Πράγματι είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των Ελληνικών λέξεων και εκφράσεων που κρύβονται μέσα της. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά παραδείγματα:
α) Το καθαρά Ελληνικό όνομα Διονύσης έγινε Νύσης
β) Το αρχαιοελληνικό οδεύω έγινε όνταμ και
γ) Ο Ελληνικός χαιρετισμός «εις πολλά έτη» έγινε σπολάτι ή σπολαϊτι ή σπουλάτι.
Αυτά αποδεικνύουν περίτρανα ότι διαμορφώθηκε και ομιλήθηκε από Έλληνες. Οι γλωσσολόγοι όμως, Έλληνες και ξένοι δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να την χαρακτηρίσουν σλαβική διάλεκτο, ή ακριβέστερα σλαβικές διαλέκτους που ομοιάζουν περισσότερο με την επίσημη Βουλγαρική παρά με την Σερβοκροατική.
Οι Μακεδόνες Έλληνες εκτός της ανάγκης να ομιλήσουν τα «εντόπικα» για την καθημερινή επικοινωνία τους αναγκάσθηκαν να τα ομιλήσουν και για λόγους επιβίωσης. Οι συχνές επαναστάσεις των Μακεδόνων για την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού και την ένωσή τους με την Ελλάδα προκαλούσαν βίαια αντίποινα κυρίως στους Ελληνόφωνους πληθυσμούς. Επίσης το παιδομάζωμα, θεσμός των Οθωμανών, εφαρμόσθηκε κυρίως στα κεντρικά Βαλκάνια και υπήρχε ιδιαίτερη προτίμηση στους Ελληνικούς πληθυσμούς. Σε πολλές περιοχές λόγω αυτής της καταπίεσης των Τούρκων έπρεπε να μην ξεχωρίζουν σαν Έλληνες από τους άλλους κατοίκους και γι' αυτό έξω από το σπίτι ομιλούσαν «εντόπικα» και εντός του σπιτιού και στην Εκκλησία ομιλούσαν ελληνικά. Έτσι προέκυψαν οι δίγλωσσοι Μακεδόνες Έλληνες. Με την πάροδο των ετών, εκτός της καταπίεσης, σε ορισμένες από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές εξαιτίας της μακροχρόνιας έλλειψης δασκάλων και Ιερέων και της συμβίωσης με σλαβικούς πληθυσμούς σε κοινές χριστιανικές συνοικίες έχασαν την γνώση της Ελληνικής. Αυτοί είναι οι Μακεδόνες Έλληνες με μητρική πλέον γλώσσα τα «εντόπικα».
Αυτοί όμως οι Μακεδόνες Έλληνες σε κρίσιμες στιγμές για τον Ελληνισμό βοήθησαν ποικιλοτρόπως, πολέμησαν και έχυσαν το αίμα τους μαζί με τους άλλους Μακεδόνες Έλληνες στις αλλεπάλληλες τοπικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις που οργάνωσαν οι υπόδουλοι Έλληνες στην Μακεδονία κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Και το έκαναν αυτό γιατί μπορεί να έχασαν την γλώσσα τους αλλά δεν έχασαν την Ελληνική εθνική τους συνείδηση. Είναι αυτοί που τις παραμονές του Μακεδονικού αγώνα οι Βούλγαροι και οι ξένοι διπλωμάτες και περιηγητές τους θεωρούσαν Βούλγαρους αλλά είναι και αυτοί που στήριξαν τον Μακεδονικό αγώνα άνδρες, γυναίκες και παιδιά, οι γραικομάνοι όπως τους έλεγαν με λύσσα οι Βούλγαροι, αυτοί που όταν τους έσφαζαν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες φώναζαν «Είμαι Έλληνας» στα «εντόπικα» γιατί δεν ήξεραν Ελληνικά. Είναι αυτοί που το 1903, από την περιοχή του Μοναστηρίου, σημερινή Bitola, έστειλαν υπόμνημα διαμαρτυρίας στην Γαλλική κυβέρνηση όπου μεταξύ των άλλων αναφέρουν: « ...;λαλούμεν ελληνιστί, βλαχιστί αλβανιστί, βουλγαριστί, αλλά ουδέν ήττον εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν να αμφισβητεί προς ημάς τούτο».
Δεν τα αναφέρουμε αυτά για εντυπωσιασμό αλλά γιατί έτσι έγιναν. Θέλουμε να δείξουμε το μεγαλείο τους και την ψυχική σχέση τους με τον Ελληνισμό. Τα τονίζουμε για να επισημάνουμε τα λάθη ορισμένων Ελληνικών κυβερνήσεων, χωρίς λαϊκό έρεισμα, που έγιναν εξαιτίας της στείρας ιδεολογικής αντιπαράθεσης και του κομματικού ανταγωνισμού.
Ο Εβραιοκροάτης πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας το 1944 ονόμασε αυθαίρετα «Μακεδονία» το νότιο τμήμα της Γιουγκοσλαβίας, «Μακεδόνες» τις εικοσιτρείς εθνότητες που ζούσαν εκεί και την νοτιοσλαβική διάλεκτο «Μακεδονική Γλώσσα». Συγκεκριμένα υιοθέτησε το ιδίωμα της ευρύτερης περιοχής του Μοναστηριού (Bitola) και για πρώτη φορά συγκεκριμένη επιτροπή του έδωσε γραπτή υπόσταση. Εμείς οι Μακεδόνες αντιδρούμε σε αυτές τις μεθοδεύσεις ως προς την ονομασία αυτού του ιδιώματος. Είναι Σλαβικό άσχετα εάν ομιλήθηκε και από Έλληνες και σίγουρα δεν μπορεί να ονομασθεί Μακεδονική γιατί η Μακεδονική γλώσσα είναι διάλεκτος της Ελληνικής. Υπάρχουν πολλά ονόματα με τα οποία θα μπορούσε να την ονομάσει και να μην προκαλέσει αντιδράσεις σε Ελλάδα και Βουλγαρία. Επέλεξε σκόπιμα το όνομα «Μακεδονική» για να δικαιολογήσει τις επεκτατικές βλέψεις του εις βάρος της Ελλάδος.