«ΤΣΑΜΗΔΕΣ»
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Η ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Σύμφωνα με τους Αρχαίους και Βυζαντινούς συγγραφείς (Αριστοτέλη, Κλαύδιο τον Πτολεμαίο, Διονύσιο τον Περιηγητή, Στράβωνα, Προκόπιο) η Θεσπρωτία αλλά και η υπόλοιπη Ήπειρος αποτελούσε την κοιτίδα του Αρχαίου Ελληνισμού.
Οι Θεσπρωτοί ήταν το αρχαιότερο από τα τρία πιο σημαντικά Ηπειρωτικά φύλα - τα άλλα δύο ήταν οι Μολοσσοί προς το Λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων(Ελλοπία) και οι Χάονες βόρεια από τον ποταμό Θύαμη μέχρι και την Επίδαμνο (σημερινό Δυρράχιο) - και κάλυπταν τη σημερινή Θεσπρωτία, ή και ευρύτερα μέχρι τον Αμβρακικό Κόλπο.
Είχαν επικοινωνία με τον υπόλοιπο κλασσικό Ελληνισμό, αφού ο χώρος τους υπήρξε ένα πολύ σημαντικό θρησκευτικό κέντρο (Δωδώνη, Νεκρομαντείο, Αχερουσία κ.λ.π.).Επικοινωνούσαν και βορείως με τους Έλληνες Μακεδόνες, αλλά και συμμετείχαν στους Πανελληνίους Αθλητικούς, αμυντικούς και υπόλοιπους αγώνες, καθώς και στην ευρύτερη πνευματική κίνηση. Οργάνωναν και δικούς τους αγώνες, (όπως τα Νάια στη Δωδώνη), καθώς και δραματικούς, (στο Θέατρο Πασσαρώνος, Δωδώνης κ.α.). Συμμετείχαν ακόμη, κατά διαφόρους τρόπους, και στους αμυντικούς και υπολοίπους αγώνες , όπως στον Τρωϊκό πόλεμο, στους Μηδικούς Πολέμους και αλλού.
Γι’ αυτό κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, λόγω των κοινών αγώνων τους με τους Μακεδόνες κατά των Ρωμαίων, πλήρωσαν κι’ αυτοί την γνωστή οργή του Αιμιλίου Παύλου, με την αιχμαλωσία, και τη ριζική καταστροφή των πόλεών τους, τέτοια, που πολλών ακόμη πόλεων δεν εντοπίσθηκαν ή δεν αναγνωρίσθηκαν τα ερείπια.
Ανασυγκροτήθηκαν, όμως, ήδη κατά τους Πρωτοχριστιανικούς και Βυζαντινούς χρόνους. Αυτό μαρτυρούν και τα γραπτά κείμενα και άλλα μνημεία Αρχιτεκτονικής, Ζωγραφικής κ.λ.π., που σώζονται ολοκληρωμένα ή ως ερείπια.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας συνέχιζαν οι Θεσπρωτοί, την παρουσία τους και με σκληρούς απελευθερωτικούς αγώνες, ακόμη και με σοβαρώτερους κινδύνους, έναντι του υπολοίπου Ελλαδικού Ελληνισμού. Κατόρθωσαν έτσι να επιβιώσουν και να επανακτήσουν την ελευθερία τους, μαζί με τους υπολοίπους Ηπειρώτες το 1912-13.
ΟΙ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ «ΤΣΑΜΟΥΡΙΑ» & «ΤΣΑΜΗΔΕΣ»
Μεταξύ των έξι και πλέον θεωριών για την ιστορική και ετυμολογική προέλευση των ονομασιών «Τσάμηδες» και «Τσαμουριά», πιθανώτερη θεωρείται εκείνη, που σχετίζεται με τη λέξη «Θύαμις» (Καλαμάς), με παραφθορά του, με την πάροδο του χρόνου : Θύαμις, Θυάμις, Τσ(ι)άμης, δηλ. ο κάτοικος που βρίσκεται κοντά στον Θύαμη ποταμό, την Θυαμυρία, την Τσ(ι)αμουριά.
Γύρω στο 1430 (Κατάληψη Ιωαννίνων από τους Τούρκους) πολλοί χριστιανοί της περιοχής εξισλαμίζονται, υποκύπτοντας σε διάφορα δελεάσματα, υλικά και διοικητικά (όπως οι καλούμενοι έπειτα Σπαχήδες) αλλά προ πάντων στην ασφυκτική πίεση κυρίως μετά την αποτυχία του Κινήματος του Επισκόπου Τρίκκης (Τρικάλων) Διονυσίου Φιλοσόφου ή περιφρονητικώς από τους εχθρούς του «Σκυλοσόφου» (11-12.9.1611).
Δεν έλειψε, ασφαλώς, και εγκατάσταση, κατά καιρούς, Τουρκαλβανών αγάδων, λόγω και της σχετικής ευφορίας του εδάφους. Όλοι αυτοί απετέλεσαν εκεί την αντίστοιχη θρησκευτική μειονότητα των Μουσουλμάνων Τσάμηδων , έναντι της πλειονότητας των Χριστιανών Τσάμηδων. Παράλληλα δε, λόγω γειτνιάσεως και συνδιαλλαγών με τους Αλβανούς, επικράτησε και το τοπικό γλωσσικό Αρβανίτικο ιδίωμα.
Έκτοτε ο όρος «Τσάμηδες» εξειδικεύθηκε σε «Χριστιανούς Τσάμηδες» και «Μουσουλμάνους Τσάμηδες», με επικρατέστερη , μάλιστα, κατά την πάροδο του χρόνου, και την απλή ορολογία «Τσάμης», στους Μουσουλμάνους Τσάμηδες. Επειδή οι Μουσουλμάνοι αυτοί, μαζί και με ελάχιστους Αγάδες και Μπέηδες εκεί Τούρκους, ταυτίσθηκαν σχεδόν με τους ομοθρήσκους τους κατακτητές, γι’ αυτό ονομάσθηκαν Τουρκοτσάμηδες, όπως αντίστοιχα και οι Προσπάθειες για την ανακοπή του μεγάλου αυτού ρεύματος του εξισλαμισμού εκτός των άλλων (ο Δρυϊνουπόλεως Σοφιανός 1672-1770 – ο Μοσχοπολίτης Νεκτάριος Τέρπος) έκανε και ο Εθνομάρτυρας Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος και μαρτύρησε στο Κολικόντασι της Βορείου Ηπείρου στις 24-8-1779.
«ΤΣΑΜΗΔΕΣ» & ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
Στους απελευθερωτικούς αγώνες των Ηπειρωτών κατά του Κατακτητού οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες βρίσκονταν φανερά στο πλευρό των Τούρκων και των Αλβανών. Στους αγώνες των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά είναι γνωστή η πολλαπλή και ύπουλη συμπαράταξη των Μουσουλμάνων αυτών μ’ εκείνον. Κατά την έναρξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου τάσσονται ενάντια στην απελευθέρωση της Ηπείρου από τους Έλληνες, ενώ αλλάζουν στάση μετά την ήττα της Τουρκίας και την Υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στο Λονδίνο (17.5.1913) δηλώνοντας υποκριτικά με Υπόμνημά τους (6.11.1913) στην «Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου επί της Εξωτερικής Οργανώσεως της Αλβανίας» πως «...Θα συμπολεμήσωμεν μετά των αδελφών μας Χριστιανών, μέχρις εσχάτων δια να αποκρούσωμεν τον ζυγόν του Αλβανικού Κράτους και να διατηρήσωμεν την ελευθερία μας εις την αγκάλην της μητρός μας Ελλάδος» !
Αμέσως, όμως , μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης (30.1.1923), και ενώ προβάλλεται το γενικό θέμα για ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία, καθώς και απαλλοτριώσεων μέρους μεγάλων περιουσιών , προς αποκατάσταση των προσφύγων αδελφών μας που διέμεναν στην Ανατολή (Μικρά Ασία & Ανατολική Θράκη) εκείνοι (οι «Μουσουλμάνοι Τσάμηδες») κάτω από την πίεση εξωτερικών προπαγανδών (Αλβανικής και Ιταλικής), αρνούνται τις ανταλλαγές και τις απαλλοτριώσεις. Τελικά δικαιώθηκαν , δυστυχώς, από τον δικτάτορα τότε (1926), θαυμαστή του Μουσσολίνι, Πάγκαλο, θεωρούμενοι επιπλέον με υπόδειξη των Ιταλών ως αλβανικό φύλο. Από τότε ευκαίρως - ακαίρως δημιουργούσαν προβλήματα στο χώρο της Θεσπρωτίας εναντίον των φιλήσυχων χριστιανών κατοίκων.
1940-1950 : ΧΡΟΝΙΑ ΦΡΙΚΗΣ
Η ευκαιρία να δείξουν το ανθελληνικό τους μένος δόθηκε κατά την κήρυξη του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου. Το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου 1940, εντάσσονται στον Ιταλικό Στρατό οργανώνοντας δύο (2) Τάγματα δικά τους και με 15 περίπου Αλβανικά Τάγματα, αποτελούμενα απο 15.000 άνδρες, εισβάλουν στη Σαγιάδα και στους Φιλιάτες, ως μισθοφόροι σύμμαχοι των Ιταλών. Παράλληλα, άλλοι που υπηρετούσαν - ως Έλληνες πολίτες – στον ελληνικό στρατό έπαιξαν το ρόλο της «πέμπτης φάλαγγας». Μετά την κατάρρευση του μετώπου, οι Ιταλοί παρέδωσαν τη Θεσπρωτία στο έλεος των Τσιάμηδων. Συγκεκριμμένα, σε στενή συνεργασία με επιφανείς Τσιάμηδες σχεδίασαν στην Παραμυθιά, όπου κατέλυσαν και διέλυσαν τις Ελληνικές Αρχές, τον πλήρη αφελληνισμό της περιοχής (3 Μαΐου 1941). Έτσι σε μικτά χωριά έδωσαν τη διοίκηση σε Μουσουλμάνους αποκλειστικά. Ίδρυσαν την Αλβανική Φασιστική Νεολαία «Μιλίτσια» και με διάταγμα της Ιταλικής κυβερνήσεως διορίστηκαν οι αδελφοί Νουρή Ντίνο και Ναζάρ Ντίνο από την Παραμυθιά, ο μεν πρώτος Ύπατος Αρμοστής Θεσπρωτίας (!) , ο δε δεύτερος Συνταγματάρχης της «Μιλίτσια». Αργότερα ,τον Ιούλιο του 1942, και πάντα υπό την σκέπη των Ιταλών, οι Τσάμηδες συγκροτούν την διαβόητη τρομοκρατική οργάνωση K.S.I.L.I.A.(«Αλβανικό Σύστημα Πολιτικής Διοικήσεως») με 14 Τάγματα έχοντας ως κύριο στόχο τους την εξολόθρευση του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή της Θεσπρωτίας.
Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα εντάσσονται στα Γερμανικά Στρατεύματα Κατοχής , φέροντας και αναγνωριστικό περιβραχιόνιο με τον αγκυλωτό σταυρό ή και κανονική γερμανική στολή.
Εκείνη την περίοδο, σε συνεργασία με τους Γερμανούς, ενσπείρουν τον φόβο και την τρομοκρατία στην περιοχή, διαπράττοντας δολοφονίες, αρπαγές περιουσιών, προδοσίες, βιασμούς, λεηλασίες, επιδρομές και πυρπολήσεις σπιτιών και ολόκληρων χωριών. Από τον μακρύ κατάλογο της εγκληματικής δράσεώς τους σταχυολογούμε ενδεικτικά τα ακόλουθα :
α) Στις 19 Φεβρουαρίου 1942 δολοφονείται ο Νομάρχης Θεσπρωτίας Γεώργιος Βασιλάκος.
β) Στις 24 Οκτωβρίου εκτελείται στην Καλτερίζα ο ιερέας Ανδρέας Βασιλείου (Παπανδρέας).
γ) Στις 27 Ιουλίου 1943, μετά την αποτυχία της επιθέσεως κατά του χωριού Αγία Κυριακή (Πόποβο), 800 Τσάμηδες της «K.S.I.L.I.A» («Ξίλια») , υπό την αρχηγία των αδελφών Ντίνο, σε συνεργασία με δυνάμεις Κατοχής, έκαναν επιδρομή στα χωριά του Φαναρίου. Λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν 519 κατοικίες, σκοτώθηκαν πολλοί, γυναίκες βιάστηκαν και συνελήφθηκαν 500 άτομα που στάλθηκαν όμηροι στα Ιωάννινα. Ολοσχερής ήταν η απώλεια του κτηνοτροφικού πλούτου. Περίπου 243 χωριά ερημώθηκαν.
Αποκορύφωμα των παραπάνω πράξεών τους ήταν η ομαδική εκτέλεση των 49 Προκρίτων της Παραμυθιάς στις 29 Σεπτεμβρίου του 1943, αφού διατάχθηκαν να σκάψουν μόνοι τους τον τάφο τους. Ξεχωρίζουμε τον ιερέα Ευάγγελο Τσιαμάτο , τον ιατρό Ελευθ. Βαλασκάκη, τον Σχολάρχη Απόστ. Χρυσοχόου, τον Δήμαρχο Αθαν. Ρίγγα, τον Γυμνασιάρχη Κων/νο Σιωμόπουλο, τον Διευθυντή Τραπέζης Εμμ. Γκουτσαλέρη, Δασκάλους, Εμπόρους, Επιχειρηματίες κ.α.
Οι επίσημες Εκθέσεις των γενομένων ζημιών υπό των Τσάμηδων αναφέρουν:
ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ
του «Συστήματος Αλβανικής Πολιτικής
Διοικήσεως
(«K.S.I.L.I.A.»)
κατά την κατοχή στη Θεσπρωτία.
Δολοφονηθέντες υπό των Τσάμηδων, μόνων ή εν συνεργασία με τα στρατεύματα Κατοχής
|
632
|
Εξαφανισθέντες και αρπαχθέντες ως όμηροι
|
428
|
Βιασμοί γυναικών και κορασίδων
|
209
|
Απαγωγαί
|
31
|
Πυρποληθείσαι οικίαι
|
2.332
|
Λεηλατηθέντα ολοσχερώς χωρία
|
53
|
Διαρπαγέντα Αιγοπρόβατα
|
37.556
|
Βοοειδή
|
9.285
|
Ιπποειδή
|
4.148
|
Πουλερικά(ολίγων μόνο χωρίων)
|
30.000
|
Κυψέλαι
|
742
|
Και συνεχίζουν οι Εκθέσεις ως εξής: «Τα ανωτέρω (είναι) κατώτερα της πραγματικότητος… (και έγιναν) Πανστρατιά Τσάμηδων» και «Όλος ο Μουσουλμανικός πληθυσμός της Θεσπρωτίας, από 17-70 ετών, είχεν εξοπλισθή από τους Ιταλούς, οι οποίοι στους περισσοτέρους έδωσαν στρατιωτικές στολές (…) ενώ περί τους 2.400 Τσάμηδες είχαν ενταχθή εθελοντές στον Αλβανικό Φασιστικό Στρατό».
Αναλογιζόμενοι ότι θα έδιναν λόγο στην Ελληνική Δικαιοσύνη για τις ενέργειές τους εγκαταλείπουν την περιοχή τον Σεπτέμβριο του 1944, μετά τήν 2η μάχη της Μενίνας (Νεράϊδας) Παραμυθίας στις 20 καί 21/9/1944, ακολουθώντας οικειοθελώς τους Γερμανούς κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα. Αναφέρει σχετικά η Έκθεση του Ελληνικού Συνδέσμου στην Βαλκανική Επιτροπή του Ο.Η.Ε., όπως δημοσιεύθηκε στον ημερήσιο Τύπο της 14.7.1949 : « Είναι γνωστόν ότι 16 - 17.000 Τσάμηδες είχον εθελουσίως εγκαταλείψει την Ελλάδα κατά το τέλος του πολέμου και είχον καταφύγει εις την Αλβανίαν εκ φόβου μη κληθούν και δώσουν λόγον προ της Ελληνικής Δικαιοσύνης δια τα εγκλήματα, τα οποία είχον διαπράξει κατά την κατοχήν, εν στενή συνεργασία μετά των Ιταλικών , Αλβανικών και Γερμανικών στρατευμάτων ...».
Υπάρχουν άλλως τε, και αδιάψευστες ομολογίες ακόμη και Μουσουλμάνων Τσάμηδων κατατεθειμένες αρμοδίως, οι οποίες καταμαρτυρούν του λόγου του αληθές, όπως η παρακάτω, του Τσάμη Νουχτί Λατίφ, από τα Τρίκορφα Φιλιατών :
« Εμείς οι Μωαμεθανοί δεν είχαμε κανένα παράπονο κατά της Ελληνικής Διοικήσεως, ώστε να μην μπορώ να καταλάβω, γιατί με την Αξονική Κατοχή όλοι οι Μωαμεθανοί, όχι μόνον έγιναν όργανα των Ιταλών και Γερμανών, αλλά, ακόμη περισσότερο, με φόνους και άλλες εγκληματικές πράξεις, εξεδήλωσαν την πρόθεσή των να εξαλείψουν το Ελληνικό στοιχείο από την περιφέρεια της Θεσπρωτίας».
Αλλά και από τη νέα πατρίδα που επέλεξαν οι Τσάμηδες αυτοί, συνέχισαν τις ανθελληνικές ενέργειες ενισχύοντας και τον συμμοριτοπόλεμο με 5.700 άνδρες, ηλικίας 17-40 ετών, καθώς και με συχνές ενοχλήσεις εις βάρος των Βορειοηπειρωτών.
ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων των Ιωαννίνων, κατά πάντα νόμιμο και διεθνώς αναγνωρισμένο, εκδίδει μέχρι το 1948, χίλιες επτακόσιες (1.700) και πλέον καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος των εγκληματιών Τσάμηδων. Γνωστότερη αυτών (των αποφάσεων) είναι η υπ’ αριθμ. 344/23-5-1945 απόφαση του, διεκτραγωδώντας έτσι τα αποδεδειγμένα αποτρόπαιά τους.
Επακολούθησε η στέρηση της Ελληνικής Ιθαγένειάς τους με την υπ’ αριθμ. Α.Π. 50862/47 απόφαση του Υπουργείου Στρατιωτικών, καθώς και η Δήμευση των Περιουσιών τους, (Β.Δ. 2185/1952 και Ν. 2781/54) που διατέθηκαν στα θύματα της θηριωδίας τους και σε ακτήμονες σύμφωνα με τις διεθνείς ανάλογες διατάξεις.
Όσοι απέμειναν στις εστίες τους (232 άτομα μέχρι το 1949) ζούσαν ανενόχλητοι και απελάμβαναν όλα τα δικαιώματα του Έλληνα Πολίτη.
Ό,τι αφορά την πληθυσμιακή κατάσταση, οι μωαμεθανοί της «Τσαμουριάς» με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913) υπολογίζονταν σε 8.450 άτομα. Με την εθνική απογραφή στην Ελλάδα της 17ης Μαρτίου 1991 οι «Τσάμηδες» που ζουν σήμερα στην Ελλάδα βρίσκονται σε τρεις κοινότητες του νομού Θεσπρωτίας και συγκεκριμένα αριθμούν 56 άτομα.
ΠΕΡΙ ΤΣΑΜΙΚΟΥ
Αξιώσεις αποζημιώσεως της Ελλάδος
κατά της Αλβανίας
Άρθρο Επιτίμου Δικηγόρου Αθανασίου Λέκκα (…)
Εφημερίδα «Βορειοηπειρωτικόν Βήμα» 1992
Κυρίως οι Αλβανοί επιδιώκουν την εξασφάλισιν αποζημιώσεως δια την περιουσίαν των Τσάμηδων. Και πάλιν όμως, ως εγκληματίαι πολέμου, ουδεμιάς αποζημιώσεως δικαιούνται. Αντιθέτως, η χώρα μας έχει αξιώσεις αποζημιώσεως εκ μέρους της Αλβανίας.
Από πλευράς της πατρίδος μας αι διεκδικήσεις μας έναντι της Αλβανίας συνίστανται :
1)Εις την αποζημίωσιν των οικογενειών των εκτελεσθέντων Ελλήνων υπό των Τσάμηδων και Αλβανών, των προμνησθεισών επαρχιών της Ηπείρου.
2)Εις την αποζημίωσιν των ιδιοκτητών των πυρπολειθεισών οικιών των Ελλήνων των ανωτέρω επαρχιών.
3)Εις την αποζημίωσιν των Ελλήνων υπηκόων εν Αλβανία, που υπέστησαν ζημίας λόγω του πολέμου, απελάθησαν η εξεδιώχθησαν.
4)Εις την απόδοσιν ποσού 218.000.000 δραχμών που κατέβαλεν η πατρίς μας εις την Αλβανίαν επί κατοχής, το έτος 1942, δια ζημίας που επροκάλεσε, δήθεν, ο Ελληνικός Στρατός. Η Ελλάς ήτο αμυνομένη και όχι επιτιθεμένη και ως εκ τούτου παρανόμως απεζημιώθησαν.
5)Εις απαιτήσεις Ελλήνων, που υπεχρεώθησαν από τους Αλβανούς εις καταναγκαστικά έργα.
6)Εις αποζημίωσιν δια την καταστροφήν των εκκλησιών και την λεηλασίαν του εξοπλισμού τούτων υπό των Αλβανών, κατά την περίοδον της διακυβερνήσεως της χώρας των υπό του Εμβέρ Χότζα.
7)Εις αποζημίωσιν δια την καταστροφήν των Σχολείων της Βορείου Ηπείρου κατά την περίοδον ταύτην.
8)Εις αποζημιώσεις δια τας καταστροφάς και ζημίας που υπέστησαν οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου.
Ούτω οι Αλβανοί, όχι μόνον δεν δικαιούνται επανεγκαταστάσεως εις την Ήπειρον και αποζημιώσεως δια την περιουσίαν των, αλλ’, αντιθέτως, η χώρα μας διατηρεί αξιώσεις εναντίον της χώρας ταύτης.
ΤΣΑΜΗΔΕΣ ΜΕ ΦΙΛΟΝΑΖΙΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ
ΔΙΑΔΗΛΩΝΟΥΝ
Όταν ο Κάρολος Παπούλιας προχωρούσε σε άρση εμπολέμου κατάστασης με την Αλβανία
Τον Αυγούστου του 1987, με πράξη του υπουργικού συμβουλίου γίνεται η άρση της εμπολέμου καταστάσεως ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία.
Η Αλβανία, την περίοδο της κήρυξης του πολέμου εκ μέρους της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας, αποτελούσε τμήμα του Ιταλικού Βασιλείου. Μάλιστα, στην περιοχή του Καλαμά επιχείρησαν επίθεση 5 αλβανικά τάγματα εναντίον της Ελληνικής Επικράτειας.
Η Ελλάδα τέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση έναντι της Αλβανίας (Β.Δ. 10 Νοεμβρίου 1940), η οποία όρισε ως εχθρικά κράτη την Ιταλία μετά των κτήσεων, αυτοκρατορικών εδαφών και αποικιών αυτής, καθώς και την Αλβανία.
Αυτή η άρση της εμπολέμου πραγματοποιήθηκε χωρίς προηγουμένως να έχει προηγηθεί καμία διαπραγμάτευση για την διασφάλιση δικαιωμάτων των σκλαβωμένων Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου.
Έτσι, στις 28 Αυγούστου 1987, το Υπουργικό Συμβούλιο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε ομόφωνα την άρση της εμπόλεμης κατάστασης με την Αλβανία, όπως εισηγήθηκε ο τότε Υπουργός Εξωτερικών (και τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας) Κάρολος Παπούλιας, ο οποίος εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
«Η Κυβέρνηση αποφαίνεται και δηλώνει ότι ο χαρακτήρας της Αλβανίας σαν εχθρικού κράτους έχει πάψει να υφίσταται. Η Ελληνική Κυβέρνηση είναι πεπεισμένη ότι η δήλωσή της αυτή αποτελεί την αφετηρία για την ρύθμιση των ζητημάτων που είναι ακόμη εκκρεμή ανάμεσα στις δύο χώρες. Ήδη, οι αρμόδιες Ελληνικές υπηρεσίες μελετούν προσεκτικά τον προσφορότερο τρόπο για την νομική ρύθμιση των εκκρεμοτήτων αυτών. Ο τερματισμός της προηγούμενης κατάστασης θα συμβάλλει στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων των δύο φίλων χωρών και την διεύρυνση της μεταξύ τους συνεργασίας. Ειδικότερα θα είναι προς όφελος της Ελληνικής μειονότητας, για την οποία το ενδιαφέρον της Ελληνικής Κυβέρνησης ήταν και θα παραμείνει αμέριστο και η οποία, καλλιεργώντας τις παραδόσεις και την εθνική της ταυτότητα, θα αποτελεί μια σταθερή γέφυρα φιλίας ανάμεσα στους Έλληνες και τον Αλβανικό λαό».
Το πόσο ενήργησε η άρση της εμπόλεμης κατάστασης υπέρ των Βορειοηπειρωτών το είδαμε στα εναπομείναντα επόμενα τρία χρόνια της αλβανικής κομμουνιστικής δικτατορίας.
Οι φυλακίσεις, οι εξορίες, ακόμη και οι εκτελέσεις Ελλήνων από το καθεστώς του Ραμίζ Αλία (διαδόχου του Ενβέρ Χότζα), συνεχίστηκαν ανενόχλητες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η άρση του εμπολέμου δεν αποτέλεσε πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και δεν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ενώπροξένησε αρνητικές αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας,καθώς και την κατακραυγή όλων των Βορειοηπειρωτικών Συλλόγων, όπως και της Ελληνικής Εκκλησίας.
Μέσα από συλλαλητήρια, διαδηλώσεις, συνεντεύξεις και ανακοινώσεις η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και ο ίδιος ο Παπούλιας προσωπικά κατηγορήθηκαν ότι με την απαράδεκτα προκλητική απόφαση να αρθεί η εμπόλεμη κατάσταση, αγνοήθηκε εντελώς η τύχη 400.000 Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, ανάμεσά τους και 20.000 περίπου φυλακισμένοι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο συλλαλητήριο που διοργάνωσε λίγες ημέρες μετά την απόφαση ο Μητροπολίτης Κονίτσης Σεβαστιανός,στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου των Αθηνών, ακούστηκαν βαρύτατοι χαρακτηρισμοί προς το πρόσωπο του Κάρολου Παπούλια.
Ανάμεσα σ΄ αυτούς που ξεστόμιζαν τα συνθήματα εναντίον του δανειστή του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν και κάποιοι σημερινοί νεοδημοκράτες, οι οποίοι προφανώς μετάνιωσαν για τα όσα έπραξαν τότε, αφού θεωρούν υπεράνω κριτικής τον πρώην Υπουργό Εξωτερικών και τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Η απαράδεκτη υποτελής στάση απέναντι στην Αλβανία είχε, δυστυχώς, και συνέχεια, αφού στην Ολομέλεια του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του ΟΗΕ (Νέα Υόρκη, Μάρτιος 1988) ο Έλληνας αντιπρόσωπος απείχε (!) από την ψηφοφορία για την καταδίκη της Αλβανίας στον τομέα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που θα επικύρωνε προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού και ίσως ενεργοποιούσε την διαδικασία αποβολής της Αλβανίας, λόγω παραβίασης βασικών άρθρων του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Κατόπιν παράστασης της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας Αμερικής η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ είχε αποφασίσει τον Μάρτιο του 1988, στην 44η συνεδρίασή της στην Γενεύη, να άρει το απόρρητο για τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις της Αλβανίας και για την άρνησή της να συνεργαστεί με τον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού για την παραβίαση των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 της απόφασης 1503 του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ζητούσε από την ολομέλεια των κρατών του Συμβουλίου την έγκριση της άρσης του απορρήτου και τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή της να δοθούν στην δημοσιότητα. Στο πρώτο στάδιο η λειτουργική επιτροπή του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με 13 ψήφους υπέρ και 10 κατά.
Ωστόσο, μετά από αλβανικές παρεμβάσεις στον ΟΗΕ η ολομέλεια των κρατών - μελών του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου απέρριψε την απόφαση με 11 ψήφους υπέρ, 13 κατά και 29 αποχές. Από την ονομαστική κλήση απείχε (!) η Ελλάδα, ενώ ο Κάρολος Παπούλιας έδωσε ερωτώμενος την παρακάτω απάντηση, προσπαθώντας να αιτιολογήσει την στάση του:
«Σε απάντηση της παραπάνω ερώτησής σας, σας γνωρίζουμε ότι είναι σε όλους γνωστή η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση έναντι της Αλβανίας, η οποία αποβλέπει στην βελτίωση του κλίματος των Ελληνοαλβανικών σχέσεων και έτσι αναμφισβήτητα συμβάλλει και στην βελτίωση των συνθηκών ζωής των εκεί διαβιούντων ομοεθνών μας. Η προς ψήφιση απόφαση δεν ήταν εάν η Αλβανία παραβιάζει ή όχι τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά κατά πόσο η χώρα θα έπρεπε να κατονομαστεί δημόσια, με όλες βεβαίως τις εκ του γεγονότος συνέπειες.΄Αρα, η ελληνική θέση ήταν όχι επί της ουσίας, αλλά επί της διαδικασίας». Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, σχετικά με το ύφος και το ήθος των λεγομένων του Παπούλια.
Εμείς, αυτό που έχουμε να πούμε είναι ότι, παρά την άρση της εμπόλεμης κατάστασης και την συνεχή στήριξη της Αλβανίας, η Ελλάδα δεν απεκόμισε κανένα όφελος, την ίδια στιγμή που η γειτονική χώρα ήταν διεθνώς απομονωμένη.
Η αλβανική πλευρά έκανε «ανοίγματα» την περίοδο που τα οικονομικά της προβλήματα είχαν διογκωθεί κατά πολύ, αλλά έδειχνε σκληρή και απάνθρωπη στάση όταν η συζήτηση κινούνταν γύρω από τα δικαιώματα των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου.
Η άρση, επομένως, της εμπολέμου καταστάσεως, όπως έγινε, ήταν ένα τραγικό λάθος, το οποίο μάλιστα κάποιοι χαρακτήρισαν ως Εθνική προδοσία.
Αν κάποιοι άλλοι πουν ότι αναμοχλεύουμε ιστορίες του παρελθόντος και θίγουμε τον Παπούλια, έχουμε να πούμε ότι η Ιστορία πρέπει να αποτελεί δίδαγμα για επανάληψη ή αποφυγή διαφόρων γεγονότων που ευνοούν ή βλάπτουν αντίστοιχα τα Εθνικά μας συμφέροντα.
Γιώργος Μάστορας
Η Αυτόνομος Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου, δημιουργήθηκε το 1914, ύστερα από πρωτοβουλία της ομώνυμης Προσωρινής Κυβέρνησης που συγκροτήθηκε από εκπροσώπους των Βορειοηπειρωτών στις 17 Φεβρουαρίου 1914 στο Αργυρόκαστρο.
Προσωρινός πρόεδρος ορίστηκε ο Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος. Κύρια επιδιώξή της ήταν η αυτονομία της περιοχής και η προστασία βασικών δικαιωμάτων του ελληνικού πληθυσμού, έστω και εντός του αλβανικού κράτους, στο οποίο επιδικάστηκε αργότερα.
Για να γίνει κατανοητός ο ρόλος της προσωρινής κυβέρνησης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν: πρώτη είσοδος του ελληνικού στρατού στη Βόρεια Ήπειρο κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, επιδίκαση της περιοχής στην Αλβανία από τις Μεγάλες Δυνάμεις και αποχώρηση του ελληνικού στρατού.
Όπως επίσης και τα γεγονότα που ακολούθησαν: συγκρούσεις μεταξύ Βορειοηπειρωτών με αλβανικά ένοπλα σώματα, η υπογραφή Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εθνικός Διχασμός, οι πολεμικές περιπέτειες τις Ελλάδας μέχρι το 1922 καθώς και όλο τα διπλωματικό παρασκήνιο που επιδίκασε οριστικά στην Αλβανία την περιοχή (1924).
Αυτόνομος Βόρειος Ήπειρος
Ιστορικά Στοιχεία και VIDEO