Αποτελεί μόνιμο φαινόμενο στην εγχώρια συστημική πολιτική σκηνή, όταν η πολιτική αντιπαράθεση οξύνεται και η εκάστοτε κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά στην λήψη «πολύ σημαντικών αποφάσεων», οι δραματικοί τόνοι να ανεβαίνουν στο έπακρο και να κυριαρχούν στην (παρα)πληροφόρηση που σερβίρεται από τα κατευθυνόμενα ΜΜΕ.
Το τελευταίο, λοιπόν, χρονικό διάστημα η διακύμανση των πολιτικών ειδήσεων κινείται, πάνω κάτω, στον εξής αξονικό τομογράφο της ενημέρωσης: Η κυβέρνηση μπορεί να τραβήξει την διαπραγμάτευση αδικαιολόγητα και να φτάσει την Χώρα στο χείλος του γκρεμού ξανά, όπως το 2015. Ο Τσίπρας δύναται να σχεδιάσει νέο εκλογικό αιφνιδιασμό και γι’ αυτό μπλοκάρει εξεπίτηδες την διαπραγμάτευση με τους δανειστές προκειμένου να εξυπηρετήσει την εκλογική του στρατηγική. Ο ανάλγητος και αδυσώπητος Σόιμπλε ξαναζεσταίνει την μηχανή του Grexit. Η κυβερνητική ανικανότητα αυξάνει δραματικά τους οπαδούς της δραχμής.
Αυτά και άλλα σενάρια (υπαρκτά ή μη) κινούνται στην πολιτική πιάτσα, με την αλήθεια όμως να βρίσκεται στο γεγονός ότι τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ και τα υπόλοιπα κόμματα του «ευρωπαϊκού μονόδρομου» θέλουν διακαώς την υπογραφή μιας ακόμη μνημονιακής συμφωνίας. Φυσικά, ο καθένας προσπαθεί από την δική του μεριά είτε να μην φορτωθεί το βάρος είτε, ακόμη καλύτερα, να το φορτώσει στους άλλους.
Ιδιαίτερα για τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΝΔ, ο πρώτος σκέφτεται το πώς θα κρατηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο στην εξουσία, ενώ η δεύτερη το πώς θα μπορέσει να ανέλθει αυτή στην εξουσία.
Όπως και να έχει, είτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι αυτός ο οποίος θα υπογράψει την επέκταση του Μνημονίου (επί της ουσίας το τέταρτο) είτε θα πάει σε εκλογές και θα έρθει η επόμενη μνημονιακή κυβέρνηση να την υπογράψει, το αποτέλεσμα θα είναι και στην μια και την άλλη περίπτωση ακριβώς το ίδιο. Μόνο οι «πρωταγωνιστές» της πολιτικής ζωής του Τόπου θα είναι αυτοί που θα αλλάξουν αμοιβαία θέση στους θεσμικούς τους ρόλους, με την συνεχιζόμενη απώλεια της Εθνικής Κυριαρχίας, την σκληρή δημοσιονομική πολιτική, τον πιο εκτεταμένο αποικισμό της Χώρας και την ακόμη πιο βαθιά φτωχοποίηση του Ελληνικού Λαού να αποτελούν παγιωμένες καταστάσεις.
Πρέπει, επιτέλους, να γίνει αντιληπτό ότι η εθελόδουλη αυτή κατάσταση δεν αποτελεί την μεμονωμένη πρόθεση κάποιου συγκεκριμένου κόμματος, αλλά συνειδητή επιλογή ολοκλήρου του «Συνταγματικού τόξου». Επομένως, αυτή η σταθερή πορεία μνημονιακής κατοχής είναι αδύνατον να μπορεί να αλλάξει μέσα από τους φορείς εκείνους, οι οποίοι λειτουργούν ως προέκταση της επιλογής των διεθνών τοκογλύφων. Αρκετά πλέον με τους πολιτικούς απατεώνες, αριστερής και δεξιάς προέλευσης, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τον παλλαϊκό πόθο για αποτίναξη του μνημονιακού ζυγού και οδήγησαν από την μια τον Ελληνικό Λαό στην απογοήτευση και την ηττοπάθεια και από την άλλη στην εξυπηρέτηση τόσο των μικροπολιτικών όσο και των στενά ιδιωτικών συμφερόντων τους.
Το μόνο υπαρκτό και υπολογίσιμο δέος στους διεθνείς τοκογλύφους και τους εγχώριους συνεργάτες τους βρίσκεται στο Πολιτικό Στρατόπεδο του Λαϊκού Εθνικιστικού Κινήματος. Στους Άνδρες και τις Γυναίκες της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, με τους οποίους οφείλει ο Ελληνικός Λαός να συνταχθεί, να συμπορευτεί και να συμπολεμήσει για την Ελευθερία του και την Ελευθερία της Πατρίδος.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ