Γνωστό το λαϊκό παιχνίδι. Παίζεται σε καφενεία, ταβέρνες, σαλόνια. Εκεί όπου ο μέσος Έλληνας γίνεται πρωθυπουργός, προπονητής ποδοσφαίρου, αρχηγός κόμματος, ενίοτε στρατηγός ή μεγαλοεπιχειρηματίας. Με πάθος, χειρονομίες, αφορισμούς και πακτωμένη βεβαιότητα, δίνει στην παρέα τα φώτα του. Το πώς θα άλλαζε το αποτέλεσμα του ντέρμπυ, τον ρου της ίδιας της Ιστορίας. Μου έχει πει μάγκας οικοδόμος, κουνώντας με καημό το κεφάλι του με χαμηλωμένο βλέμμα και μετρώντας χάντρα – χάντρα το μπεγλέρι του, το πώς θα συνέτριβε του Τούρκους το 1974. Στο βλέμμα του έβλεπες τον καημό για την χαμένη ευκαιρία, το Γ΄ Σώμα στην Αγιά Σοφιά και την απόλυτη βεβαιότητα του για τις δαφνοστεφανωμένες στρατηγικές του.
Ας το παίξουμε λοιπόν το παιχνίδι για τα τρέχοντα, να δούμε πως θα συμπεριφερόταν ο Μήτσος, ο Θανάσης, ο Γιάννης κι οι φαμίλιες τους σ΄ ένα σενάριο ηρωϊκής αντίστασης.
Ο Γιάννης, λοιπόν, γίνεται Σαμαράς. Δυόμιση χρόνια μετά την άνοδο του χαζού οδοστρωτήρα στην εξουσία, με το παπατζιλίκι του «λεφτά υπάρχουν», με την ανεργία στην ανηφόρα, το φέσι ως τον αστράγαλο, με μια κρίση ελλείμματος που έχει γίνει πια κρίση δανεισμού και με την χώρα, μετά το αεροπλανικό του δημοψηφίσματος, να έχει διεθνή υπόληψη χιλιανού πορτοφολά σε τρόλεϋ, ο Γιάννης κάθεται δίπλα στον Παπαδήμο, τον ευλύγιστο ποιητή πρόεδρα και το ψηλό παιδί από τη Μινεσότα. Λέει λοιπόν, «κύριοι, πείτε στους Φράγκους, τους Αλανούς και τους αρχισαράφηδες, ότι η απάντηση μου είναι όχι. Καταψηφίζω και να συμφωνήσουν σε μια συνταγή που να βολεύει τη χώρα μας. Αλλιώς ας πάμε, αν τολμούν, σε χρεωκοπία. Αυτό θα σημαίνει παύση πληρωμών και μονομερή διαγραφή του χρέους». Και την περασμένη Κυριακή στη Βουλή, σύσσωμη η ΝΔ, η Αριστερά και μέρος του ΠΑΣΟΚ, καταψήφιζαν, ενώ ο αρχηγός του Στρατάρχου Αϊβαλιώτη θα είχε πάει για τσάϊ.
Δημοσκοπικά ο Γιάννης θα απογειωνόταν, την επόμενη μέρα θα χτύπαγε πρόθεση ψήφου κάπου στο 50% και θα θριάμβευε στις σύντομες εκλογές, αφού η κυβέρνησςη θα κατέρρεε. Αν η απειλή της χρεωκοπίας ήταν χάρτινη, αν η Ευρώπη έτρεμε τις συνέπειες από την πυροδότηση της άγνωστης ελληνικής εκρηκτικής ύλης, θα ερχόταν στο τραπέζι με την ουρά στα σκέλια να προσφέρει πολύ ηπιότερες λύσεις κι ο Γιάννης θα έμπαινε στο πάνθεο των ημίθεων.
Αν όμως η απειλή ήταν πραγματική ή για μερικές μέρες μας έκαναν ψυχολογικό πόλεμο, το σενάριο γίνεται πιο περίπλοκο κι έχει πρόδηλα ερωτηματικά. Η Ευρώπη λοιπόν, λέγε με Γερμανία, δήλωνε πως μας κλείνουν την στρόφιγγα κι ότι η Ελλάδα θα υποστεί τις συνέπειες. Παρ’ ότι δε θεσμικά δεν προβλέπεται τρόπος εξόδου από το ευρώ, μας απειλούσαν με αυτή και μας έδειχναν την πόρτα.
Πώς λοιπόν θα αντιδρούσε ο μέσος Έλληνας; Θα καθόταν στο σπίτι του και στην δουλειά του με πίστη στην ηγεσία, ψύχραιμος και περήφανος ή θα ορμούσε στις τράπεζες να σηκώσει όλα του τα λεφτά, ακούγοντας τις απειλές κι ότι στις 20 Μαρτίου δεν θα πληρωνόταν το ομόλογο των 14 δις, άρα χρεωκοπία; Κάτι μου λέει ότι στις ΑΤΜ και στα γκισέ θα γινόταν η μάχη των Δερβενακίων. Αυτό θα οδηγούσε σε κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα, μέσα από το οποίο λειτουργούν και χρηματοδοτούνται οι επιχειρήσεις. Επομένως θα γινόταν προβληματικός ο εφοδιασμός της χώρας και με τα αγαθά που προμηθεύουν οι ιδιώτες στο λαό.
Ας υποθέσουμε όμως ότι με πίστη στο Γιάννη, οι Έλληνες, με βρετανικό φλέγμα και τευτονική πειθαρχία δεν ορμούσαν να κλατάρουν τις τράπεζες. Στοιχίζονταν πίσω από τον ηγέτη τους και δείχνανε το μεσαίο δάχτυλο στην Τρόϊκα. Την Άνοιξη του 2010 η χώρα ακόμα είχε περιθώρια, δεν είχαν κλείσει οι αγορές, μπορούσε ακόμη να δανειστεί με αξιοπρεπές επιτόκιο, δεν είχε πέσει θανατικό στην αγορά και κυρίως είχε πρόσωπο. Το χρέος ήταν βιώσιμο. Σήμερα δεν είναι.
Ο Γιάννης λοιπόν, που θα είχε πάρει θριαμβευτής την εξουσία και θα είχε καλέσει τους δανειστές μας στα μαρμαρένια αλώνια, σήμερα, το 2012, παρόλο που θα είχε διαγράψει μονομερώς το χρέος, παρόλο που δεν θα πλήρωνε ούτε σεντ για δόσεις δανείων, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα: τα έσοδα υπολείπονται των δαπανών του κράτους κάποια δις. Ας υποθέσουμε ότι με αναγκαστικό δάνειο σε ποσοστό επί των καταθέσεων, δίνοντας ομόλογα του δημοσίου, μάζευε από τους πατριώτες και στωϊκούς Έλληνες το 15-20% των καταθέσεων τους, οι οποίοι θα το δέχονταν αδιαμαρτύρητα, ώστε να έχει τις δαπάνες για ένα έτος. Τους έλεγε «αδέρφια, μαζί θα σωθούμε και θα τα πάρετε πίσω με τόκο ή μαζί θα χαθούμε». Κι έτσι, με τους δανειστές απλήρωτους, αγνοώντας όλο το τσουνάμι των πιέσεων κάθε είδους, έψαχνε άλλες πηγές δανεισμού. Ρωσία, Κίνα κλπ, που λένε κάποιοι. Γιατί αναγκαστικό δανεισμό μια φορά θα κάνεις, δεν μπορείς κάθε χρόνο να δεσμεύεις, αυτό που σε λίγο δεν θα υπάρχει.
Ποιος όμως δανείζει κάποιον που μόλις έχει ρίξει κανόνι μερικών εκατοντάδων δις; Κανείς. Κι αν σε δανείσει, θα σου ζητήσει το νεφρό, τη γυναίκα σου, τα όσια και τα ιερά σου. Θα σε λεηλατήσει. Αν δεν σε δανείσει κανείς ή σου προτείνουν όρους δανεισμού σαν αυτούς της μαφίας της Θεσσαλονίκης θα πεις αναγκαστικά όχι.
Τότε η εξέλιξη είναι προβλέψιμη. Αδυνατώντας να καλύψεις το έλλειμμα θα απολύσεις άμεσα εκατοντάδες χιλιάδες, οι βασικές λειτουργίες του κράτους θα μπουν σε κώμα και θα μειώσεις μισθούς και συντάξεις 50%. Τότε θα λέγαμε, «δεν πειράζει, ζούμε με νερό και παξιμάδι αλλά υπερήφανοι και στηρίζουμε τον ηγέτη μας» ; Ή θα έχουμε εξέγερση, αν όχι εμφύλιο και θα δούμε μετά διεθνή επέμβαση και «ανθρωπιστική βοήθεια»; Και βέβαια θα υπάρχουν κι οι λύκοι δίπλα μας, που δεν νομίζω ότι θα κάτσουν απλά να μας κοιτούν γλείφοντας τις μουσούδες τους.
Αναρωτηθείτε λοιπόν, σήμερα, όχι με τα δεδομένα του 2009, εδώ που μας έφερε η ιδεοληπτική κομπανία που κυβέρνησε, πως θα συμπεριφερόταν ο καθένας από μας στην επιλογή της ρήξης; Με γενναιότητα και καρτερία ή με πανικό;
Η Αριστερά, αδέρφια, στην νεότερη Ιστορία διαχειρίστηκε τρία μαγαζιά: στον Εμφύλιο το κλωστήριο του Λαναρά κι ένα καπνεργοστάσιο, που έφτιαχνε τσιγάρα για τους αντάρτες (διαβάστε Μαραντζίδη) και τις τελευταίες δεκαετίες την Τυποεκδοτική. Τα έστειλε και τα τρία για βρούβες.
Ο Αντώνης Σαμαράς έχει να διαχειριστεί την τύχη 10.000.000 Ελλήνων κι όλων των μαγαζιών, μικρών και μεγάλων, με τα δεδομένα του σήμερα κι όχι του 2009. Κι ο Γιάννης μπορεί να παίζει το γνωστό παιχνίδι ανέξοδα κι ανεύθυνα. Ο Αντώνης όμως όχι.
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Δημοκρατία»)