Τρώες
Τρῶες: Ένας από τους πλέον φημισμένους λαούς του αρχαίου κόσμου, λόγω της εκστρατείας των Ελλήνων εναντίον της πόλης τους, της Τροίας, η οποία απετέλεσε και το κεντρικό θέμα του ομηρικού έπους της Ιλιάδος.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι το όνομα της πόλης στον Όμηρο είναι Ίλιον (και ακριβέστερα Fίλιον-Βίλιον, με δίγαμμα), ενώ Ιλιάς είναι «έπος για την ιστορία του Ιλίου». Το όνομα Τροία αναφέρεται επίσης από τον Όμηρο (π.χ. στην Οδύσσεια, α2) αλλά δευτερευόντως.
Υπάρχει μια ερμηνεία (βλ. Εγκυκλ. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα), που υποστηρίζει ότι το κυρίως όνομα της πόλης ήταν στην πραγματικότητα Ίλιον και το όνομα Τροία το χρησιμοποιούσαν απλώς ως προσδιοριστικό για την πόλη των Τρώων, όπως εξ άλλου φανερώνει και η ονομασία της περιοχής, Τρωάς = η χώρα των Τρώων. Νεώτερες απόψεις αρχαιολόγων και ιστορικών ταυτίζουν το Ίλιον/Βίλιον με την Wilusa (Βιλούσα) των χιττιτικών Αρχείων.
Σύμφωνα με την μυθολογία ο μυθικός γενάρχης και επώνυμος των Τρώων ήταν ο Τρως. Στην Μυθολογική Βιβλιοθήκη (Απολλοδ. Γ΄ XII. 1-3) καταγράφεται όλη η γενεαλογία του Τρωός, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Πρόγονός του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ατλαντίδος Ηλέκτρας.
Ο Δάρδανος θα εγκαταλείψει την γενέτειρα του νήσο Σαμοθράκη και θα περάσει στην απέναντι μικρασιατική ακτή, όπου βασίλευε ο γιος του ποταμού Σκαμάνδρου και της νύμφης Ιδαίας, ο Τεύκρος, από τον οποίο οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζονταν Τεύκροι.
Ο Δάρδανος θα γίνει φιλικά δεκτός και θα πάρει σύζυγο την κόρη του Τεύκρου, τον οποίο και θα διαδεχθεί στον θρόνο μετά τον θάνατό του. Η χώρα τότε θα ονομασθεί Δαρδανία και οι κάτοικοι Δάρδανοι. Γιος του Δάρδανου ήταν ο Εριχθόνιος, περίφημος για τα πλούτη του (βλ. Ιλιάς, Υ 220-221), ο οποίος θα αποκτήσει από την Αστυόχη, την κόρη του ποταμού Σιμόεντα, τον Τρώα.
Ο Τρως θα διαδεχθεί τον πατέρα του και θα ονομάσει όλη την χώρα Τροία και τους κατοίκους Τρώες. Θα αποκτήσει τρεις γιους (Ίλος, Ασσάρακος και Γανυμήδης), από τους οποίους ο μεγαλύτερος, ο Ίλος, θα διαδεχθεί τον πατέρα του Τρώα.
Ο Ίλος θα λάβει μέρος σε αγώνες στην Φρυγία, ο βασιλιάς της οποίας υπακούοντας σε κάποιο χρησμό θα δώσει στον Τρώα μια αγελάδα και θα τον συμβουλεύσει εκεί που θα σταματήσει η αγελάδα να κτίσει πόλη.
Όταν η αγελάδα σταμάτησε σε ένα λόφο, ο Ίλος έκτισε εκεί μια πόλη και την ονόμασε από το όνομά του Ίλιον. Ζήτησε μάλιστα από τον Δία και κάποιο σημάδι και την άλλη μέρα βρήκε μπροστά στην σκηνή του το περίφημο Παλλάδιο, το ξύλινο ομοίωμα (ξόανο) της Αθηνάς (βλ. λήμμα Λοκροί).
Θα ζήσει τρεις γενιές και θα αποκτήσει από την δεύτερη γυναίκα του Εκάβη, τον Έκτορα, τον Πάρι και τέσσερις κόρες, από τις οποίες γνωστότερη ήταν η Κασσάνδρα.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι εγγονός του Ασσάρακου, ο οποίος έγινε βασιλιάς των Δαρδάνων, ήταν ο Αγχίσης που απέκτησε από την θεά Αφροδίτη τον Αινεία, τον μυθικό οικιστή της Ρώμης (βλ. επίσης για τα προαναφερθέντα και στον Διόδωρο Σικελιώτη, Βίβλος Δ΄ 75).
Η παραπάνω εξιστόρηση είχε διάφορες παραλλαγές μεταξύ των αρχαίων συγγραφέων, όπως αυτή που αναφέρει ο Στράβων (ΙΓ΄ Ι. 48), ότι οι Τεύκροι ήσαν άποικοι από την Κρήτη.
Ο Robert Graves (Greek Myths, 158) συμπληρώνει και από άλλες πηγές αυτήν την παραλλαγή και αναφέρει τα εξής: Ο πρίγκιπας Σκάμανδρος από την Κρήτη, ξεκίνησε μαζί με το ένα τρίτο των κατοίκων της (που υπέφερε από λιμό), με σκοπό να ιδρύσουν αποικία.
Έφθασαν τελικά στην Φρυγία (προφανώς εννοείται η Μικρά Φρυγία, η αποκαλούμενη και Φρυγία του Ελλησπόντου) όπου στρατοπέδευσαν κοντά σε ένα ψηλό βουνό, που το ονόμασαν Ίδη, προς τιμήν του αντίστοιχου βουνού της πατρίδας τους, όπου είχε ανατραφεί ο Δίας.
Ο θεός Απόλλων τους συμβούλευσε να εγκατασταθούν στο μέρος που θα δεχθούν νυκτερινή επίθεση. Πραγματικά, το ίδιο βράδυ δέχτηκαν επίθεση από χιλιάδες πεινασμένα ποντίκια που καταβρόχθισαν οτιδήποτε δερμάτινο από όπλα και εξοπλισμό. Τότε ο Σκάμανδρος διέταξε να εγκατασταθούν εκεί και ίδρυσε ναό του Σμινθαίου Απόλλωνα (σμίνθη=αρουραίος, στην γλώσσα των Μινωϊτών).
Θα αποκτήσει στην συνέχεια από την νύμφη Ιδαία, έναν γιο τον Τεύκρο.
Με την βοήθεια του Απόλλωνα θα νικήσουν σε μια αποφασιστική μάχη τους νέους γείτονές τους Βέβρυκες, αλλά ο Σκάμανδρος αυτοθυσιαζόμενος, θα πέσει στο κοντινό ποτάμι στην διάρκεια της μάχης.
Προς τιμήν του ο ποταμός θα ονομασθεί από τότε Σκάμανδρος και θα τον διαδεχθεί ο γιος του Τεύκρος, από τον οποίον θα ονομασθούν οι άποικοι και οι απόγονοί τους Τεύκροι.
Ο R. Graves υποστηρίζει ότι στην περιοχή της Τρωάδος κυβερνούσε μια ομοσπονδία τριών λαών, από τους οποίους οι Τεύκροι αντιπροσώπευαν το ιθαγενές λελεγικό στοιχείο, οι Δάρδανοι τους Τυρρηνούς της Σαμοθράκης, της Λήμνου και της Μ. Ασίας (Λυδία) και τέλος οι Τρώες το «φρυγικό» δηλ. το αριοευρωπαϊκό στοιχείο της περιοχής, ενώ οι προηγούμενοι λαοί ανήκαν στο μεσογειακό φυλετικό υπόστρωμα.
Η αρχαιολογία της Τροίας, από την εποχή του Σλήμαν μέχρι σήμερα, έχει σημειώσει αξιόλογη πρόοδο και είμαστε σε θέση να ερμηνεύσουμε ένα μεγάλο μέρος των μύθων και των παραδόσεων που διατηρήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων, αλλά και να ανασυνθέσουμε τα προϊστορικά και ιστορικά γεγονότα που διαδραματίσθηκαν στην περιοχή.
Σύμφωνα λοιπόν με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της έρευνας, η πόλη της Τροίας όχι μόνον εντοπίσθηκε, αλλά αποδείχθηκε και ότι η ιστορία της αρχίζει πολύ πριν από τα γεγονότα του Τρωϊκού πολέμου, που πρέπει να τοποθετηθούν στο τελευταίο μισό του 13ου αιώνα π.Χ. όπως υποστηρίζεται από τον μεγάλο Αμερικανό αρχαιολόγο και ανασκαφέα της Τροίας, Carl W. Blegen.
Αποδείχθηκε επίσης ότι η Τροία αποτελείται ουσιαστικά από αλλεπάλληλα στρώματα οικισμών, κτισμένων ο ένας πάνω στα ερείπια του προηγουμένου. Είναι γνωστές σήμερα εννέα κύριες οικοδομικές φάσεις της Τροίας, η οποία στην πραγματικότητα ήταν η οχυρωμένη ακρόπολη και πρωτεύουσα (Ίλιον) της περιοχής (Τρωάδα), η έδρα του βασιλιά και της οικογενείας του, των υψηλών αξιωματούχων, του προσωπικού των ανακτόρων και της βασιλικής φρουράς.
Ο παλαιότερος οικισμός (Τροία Ι) καλύπτει μια χρονική διάρκεια 500 ετών περίπου. Η αρχή του τοποθετείται στα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ. (γύρω στο 3100 π.Χ. περίπου) και διακρίνονται δέκα διαδοχικές υποφάσεις (I a – I j) κατοίκησης, με ευρήματα που αποδεικνύουν ότι οι παλαιότατοι αυτοί Τρώες δεν αγνοούσαν την ναυτιλία και το εμπόριο με μακρινές περιοχές.
Η πρώτη πόλη της Τροίας θα καταστραφεί από μια μεγάλη πυρκαγιά και στα ερείπιά της ξανακτίζεται ένα πολύ μεγαλύτερο και ισχυρότερο φρούριο. Αυτή είναι η δεύτερη πόλη της Τροίας (Τροία ΙΙ) στην οποία αναγνωρίζουμε επτά υποφάσεις (ΙI a – II g) κατοίκησης και η οποία είχε μια χρονική διάρκεια περίπου 300 ετών (2600-2300 π.Χ.).
Δεν διαπιστώθηκε πολιτιστική ασυνέχεια και επομένως αλλαγή πληθυσμού. Το εμπόριο εξακολουθεί να ανθεί, οι κάτοικοι στην ύπαιθρο καλλιεργούν τα χωράφια, κυνηγούν, ψαρεύουν, κατασκευάζουν αγγεία με ιδιαίτερη δική τους τεχνοτροπία με την χρήση κεραμικού τροχού που πρωτοχρησιμοποιείται αυτήν την περίοδο και επεξεργάζονται τον χαλκό και τον μόλυβδο, αλλά όχι ακόμα τον ορείχαλκο [βλ. Denys Page: Η Ιλιάς και η Ιστορία - (ελλην. μετάφραση) "Εκδόσεις Παπαδήμα" Αθήνα 1968 σελ. 53]. Σύμφωνα όμως με νεώτερες έρευνες (βλ. Trevor Bryce: The Trojans and their Neighbours - "Routledge" London & New York, 2006 σελ. 42) φαίνεται ότι η τεχνική της επεξεργασίας του ορειχάλκου είχε εισαχθεί αυτήν την περίοδο.
Το πλέον αξιοθαύμαστο όμως είναι η συσσώρευση ενός μοναδικού θησαυρού και άλλων μικρότερων, από χρυσό και ασήμι που βρέθηκαν κρυμμένοι στα ερείπια της τελευταίας υποφάσης της Τροίας ΙΙ. Τον μεγάλο θησαυρό ανακάλυψε ο Ερρίκος Σλήμαν το 1873 και έμεινε γνωστός με το όνομα «θησαυρός του Πριάμου».
Η Ελληνίδα σύζυγος του Σλήμαν, Σοφία, φωτογραφήθηκε με ορισμένα από τα κοσμήματα αυτού του θησαυρού, μεταξύ των οποίων υπήρχε ένα είδος διαδήματος αποτελούμενο από 16.353 ξεχωριστά χρυσά κομμάτια! Πρέπει να σημειώσουμε ότι παρόμοιοι θησαυροί της ιδίας περιόδου βρέθηκαν και στην Πολιόχνη της Λήμνου, όπου ανθούσε ένας πολιτισμός με στενή συνάφεια με αυτόν της Τροίας.
Όπως τονίζει ο Άγγλος καθηγητής Denys L. Page, στο προαναφερθέν έργο του «Η Ιλιάς και η Ιστορία» (σελ. 57) σχετικά με τα ευρήματα της Τροίας ΙΙ : «…αυτοί οι θησαυροί είναι κάτι μοναδικό…δεν έχουν ούτε παρελθόν ούτε μέλλον…κανένα χρυσό αντικείμενο δεν βρέθηκε σε καμιά φάση οπουδήποτε από τους έξη πρώτους οικισμούς – δηλ. ένα διάστημα περίπου 2.000 χρόνων…».
Η Τροία ΙΙ θα καταστραφεί επίσης από μια μεγάλη πυρκαγιά, αλλά η καταστροφή είναι τόσο έντονη και συστηματική, που όλοι οι ερευνητές συμφωνούν ότι πρόκειται για έργο επιδρομέων, τους οποίους πιθανόν διευκόλυνε κάποια σοβαρή εσωτερική αναταραχή, ίσως μια εξέγερση.
Όπως περιγράφει με γλαφυρό ύφος ο Page (ό. π. σελ. 62): «…οι ημέρες των βασιλοκτόνων ήταν μετρημένες: γιατί δεν επέζησαν από την καταστροφή της ακροπόλεως. Ίσως αυτοί στάθηκαν ευκολώτερα θύματα από όσο θα ήταν οι μεγάλοι βασιλείς, όταν ο εχθρός ήλθε με το σπαθί στο χέρι και φωτιά και η Τροία κάηκε όπως σπάνια πριν είχε καεί άλλο Φρούριο. Έτσι μια από τις ισχυρότερες περιοχές της Μικράς Ασίας απόμεινε ερείπια με στάχτες και πέτρες…».
Φαίνεται ότι οι επιδρομείς δεν είχαν πρόθεση να παραμείνουν και ίσως αποτελούσαν μέρος μιας ευρύτερης μεταναστευτικής κίνησης που συνέχισε προς άλλες περιοχές. Υποστηρίχθηκε ότι η μεταναστευτική αυτή ομάδα δεν ήταν άλλη από τους Λούβιους, τους Αριοευρωπαίους εισβολείς που εμφανίζονται στον χώρο της Μ. Ασίας αυτήν ακριβώς την περίοδο ( γύρω στο 2300 π.Χ.).
Οι κάτοικοι της Τροίας που θα επιζήσουν από την λαίλαπα των επιδρομέων θα επιβιώσουν σε έναν ασήμαντο οικισμό. Είναι ο τρίτος οικισμός της Τροίας (Τροία ΙΙΙ), που εμφανίζει τέσσερις οικοδομικές φάσεις (υποφάσεις ΙΙΙ a – III d) και είχε διάρκεια 100 ετών περίπου. Στην συνέχεια θα υπάρξει ένας τέταρτος οικισμός (Τροία IV), με πέντε υποφάσεις (IV a – IV e) και με διάρκεια 200 περίπου ετών (2200-2000 π.Χ.). Αποτελούσε μια μικρή κοινότητα που κάλυπτε ένα μικρό μέρος της έκτασης της ακμαίας Τροίας των υποφάσεων ΙΙ c και II d.
Ακολούθησε η Τροία V με τέσσερις οικοδομικές υπο-φάσεις και διάρκεια 150 ετών περίπου (2000-1850/1800 π.Χ.). Παρατηρείται μια μικρή πολιτιστική βελτίωση που αντανακλά στην αρχιτεκτονική και στις συνθήκες διαβίωσης, στην αγγειοπλαστική που παρουσιάζει άνθηση, καθώς και στην μεταλλουργία όπου κατακτάται επιτέλους το μυστικό παρασκευής ορείχαλκου (βλ. σχετικό σχόλιο παραπάνω). Υπάρχουν μερικές ενδείξεις ότι αυτήν την περίοδο η ακρόπολη οχυρώθηκε με νέο τείχος.
Μέχρι το τέλος της φάσεως "Τροία V", αποδείχθηκε ότι η πόλη παρέμεινε στην κατοχή του ίδιου λαού χωρίς διακοπή. «…Όμως τώρα ξαφνικά, χωρίς κανένα ίχνος μάχης ή φωτιάς, φθάνει το τέλος: Το νήμα που συνέδεε χίλια χρόνια απότομα κόβεται…» (D. Page ό. π. σελ. 64).
Πραγματικά, η επόμενη φάση, η Τροία VΙ (1850/1800-1300/1290 π.Χ.), είναι μια πόλη που δεν έχει καμιά σχέση με τους προηγούμενους οικισμούς και το παρελθόν της περιοχής. Ένας νέος λαός έχει εγκατασταθεί εκεί, ο οποίος σύντομα θα αναδείξει την Τροία στην περίφημη πόλη που την δύναμη και τα πλούτη της θα υμνήσει το ομηρικό έπος. Σύμφωνα με τους ερευνητές η Τροία VΙ (στην οποία διακρίνουμε οκτώ υποφάσεις VI a - VI h) διαφέρει από την Τροία V στον υπέρτατο δυνατό βαθμό.
Κατά τον C. Blegen μάλιστα «…η αλλαγή του πολιτισμού από τις αρχές της Τροία VΙ είναι τέτοιας φύσεως ώστε το μόνο λογικό συμπέρασμα που εξάγεται είναι η αλλαγή του πληθυσμού…».
Τρία είναι τα ουσιαστικά στοιχεία της αλλαγής:
α) Η αλλαγή στην αρχιτεκτονική, που χαρακτηρίζεται από τα επιβλητικά και μνημειώδη νέα τείχη, πολύ ισχυρότερα από οποιαδήποτε προηγούμενη φάση, τα οποία θα περιτειχίσουν μια ακρόπολη πολύ μεγαλύτερη σε έκταση. Τα κτίρια είναι μεγάλα, καλοσχεδιασμένα και τα περισσότερα ακολουθούν τον τύπο του μεγάρου. Το ανατολικό τμήμα του τείχους παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τα τείχη της τρίτης ακροπόλεως της Τίρυνθος, που χρονολογείται την ίδια περίπου εποχή.
β) Η αλλαγή στην κεραμική με την εμφάνιση και στην Τροία VΙ των περίφημων τεφρών «μινυακών» αγγείων, που χαρακτηρίζουν την Μέση Εποχή του Χαλκού (1900-1600 π.Χ.) ή «Μεσοελλαδική» στον ελλαδικό χώρο.
γ) Η εμφάνιση του εξημερωμένου αλόγου και η ύπαρξη έφιππων πολεμιστών, γεγονός που συνδέεται με τα νομαδικά Αριοευρωπαϊκά φύλα και την παρουσία τους στις διάφορες περιοχές. Σημειώνουμε ότι αυτήν ακριβώς την περίοδο εμφανίζεται το πολεμικό άλογο και στον ελλαδικό χώρο.
Όπως επισημαίνουν εξ άλλου και οι Αμερικανοί ανασκαφείς: «…οι ιδρυτές της Τροίας VΙ αποτελούσαν πιθανόν ένα κλάδο στην μεταναστευτική κίνηση που κατέκλυσε την ηπειρωτική Ελλάδα…».
Παρακινημένος από τις παραπάνω αντιστοιχίες και τα αρχαιολογικά ευρήματα ο D. Page υποστηρίζει (ό.π. σελ. 67) ότι: «…οι ιδρυτές της Τροίας VΙ ήταν ένας λαός που είχε τις ίδιες πολιτιστικές ρίζες με τους ελληνόγλωσσους εισβολείς και κατακτητές της Ελλάδος και που βρέθηκε στην ίδια μεταναστευτική κίνηση… πράγμα που μισοσημαίνει ότι οι Τρώες ήσαν Έλληνες…» και σε μια υποσημείωση (αρ. 105 σελ.105): «…Η Ιλιάς δεν μας αφήνει να υποθέσουμε ότι οι Τρώες ήσαν διαφορετικής φυλής ή ότι μιλούσαν διαφορετική γλώσσα από τους Έλληνες…».
Τα ίδια υποστηρίζει και ο J. G. Macqueen (ερευνητής στο Βρετανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Άγκυρας και λέκτορας του Πανεπιστημίου Bristol) στο βιβλίο του ("The Hittites", σελ. 33):
«…ο Τρωϊκός πόλεμος της Ελληνικής παράδοσης δεν ήταν μια σύγκρουση μεταξύ των εχθρικών κόσμων της Ελλάδος και της Μ. Ασίας, αλλά (αφού οι κάτοικοι της Τροίας αυτήν την εποχή ήσαν στην ουσία γλωσσολογικά Έλληνες) μάλλον εμφύλια σύγκρουση…
Αυτό κάνει ευκολότερη την ερμηνεία του γεγονότος γιατί η Τροία διαδραματίζει τόσο σημαντικό ρόλο στην ελληνική παράδοση, καθώς επίσης και τον μεγάλο αριθμό προσωπικών επαφών ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τρώες πρωταγωνιστές και την ευκολία που οι αντίπαλοι επικοινωνούν μεταξύ τους στην μάχη, κάτι που φαίνεται ότι δεν ήταν απλώς μια περίτεχνη ποιητική φαντασία…».
Όπως απέδειξαν τα ευρήματα των ανασκαφών οι κάτοικοι της Τροίας VΙ, θα αναπτύξουν από τον 16ο αιώνα π.Χ. και μετά, ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τον Μυκηναϊκό κόσμο και πολιτισμό που ακμάζει αυτήν την εποχή. Στην τελευταία περίοδο μάλιστα της Τροίας VΙ (1400-1300 π.Χ.) εμφανίζεται το μέγιστο «…της μυκηναϊκής επιρροής πάνω στην τέχνη και την βιοτεχνία της Τροίας…» (D. Page ό. π. σελ.79).
Η έκτη πόλη της Τροίας κατέρρευσε μετά από έναν ισχυρότατο σεισμό, που θα καταστρέψει εν μέρει τις επιβλητικές οχυρώσεις και θα μετατρέψει σε ένα σωρό ερειπίων τα μέγαρα και τα ανάκτορα του οικισμού.
Το γεγονός χρονολογείται γύρω στο 1300/1290 π.Χ.
Η έβδομη πόλη, η Τροία VΙΙ (1300/1290-1150/1130 π.Χ.) οικοδομήθηκε απ’ ευθείας πάνω στα πεσμένα ερείπια από τον ίδιο λαό χωρίς κανένα ενδιάμεσο στρώμα οικισμού και χωρίς ρήξη στην πολιτιστική παράδοση. Χωρίζεται σε τρεις συνολικά υποφάσεις, που η κάθε μία παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
Η πρώϊμη φάση, η Τροία VΙΙa (1300/1290-1220 π.Χ.), αποδείχθηκε ότι είναι η ομηρική Τροία που κατακτήθηκε από τους Έλληνες, μετά τον δεκαετή Τρωϊκό Πόλεμο. Αυτό προέκυψε από το γεγονός ότι η καταστροφή της Τροίας VΙΙa προήλθε «…από μια εξαιρετικά βίαια πυρκαγιά…που προκλήθηκε από ανθρώπινη ενέργεια…» (D. Page ό. π. σελ. 87).
Όσοι επέζησαν από την Άλωση της Τροίας «…φυτοζώησαν στον χώρο αυτόν για μια ακόμη γενιά…». Αυτή είναι η λεγόμενη Τροία VΙΙb1 (1220-1200/1190 π.X.).
Στην συνέχεια «…περιήλθαν στην εξουσία ενός λαού με ξένο και πρωτόγονο πολιτισμό, που δεν ήσαν ούτε Έλληνες ούτε Τρώες…» (D. Page ό. π. σελ. 87). Αυτή υπήρξε και η τελευταία υποφάση της έβδομης πόλης της Τροίας, η λεγόμενη Τροία VΙΙb2 (1200/1190-1150/1130 π.Χ.).
Λεπτομέρειες για τον λαό που εγκαταστάθηκε στην Τροία VΙΙb2 (τους Φρύγες), υπάρχουν στο «Ιστορικό Περίγραμμα» στην αρχή του παρόντος Λεξικού.
Γύρω στο 1100 π.Χ. η τοποθεσία θα εγκαταλειφθεί για 400 χρόνια περίπου.
Σύμφωνα με την παράδοση, άποικοι από την Αιολική Λέσβο θα ιδρύσουν γύρω στο 700 π.Χ. μια νέα πόλη που θα ονομάσουν «Νέον Ίλιον». Αυτή αποτελεί την Τροία VΙΙΙ (700-334 π.Χ.), την όγδοη πόλη της Τροίας.
Το 334 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος θα επισκεφθεί την πόλη και θα της δώσει νέα αίγλη με την επέκταση του ναού της θεάς Αθηνάς, την ίδρυση ναών, την ανοικοδόμηση λαμπρών κτιρίων.
Αυτή υπήρξε η Τροία ΙΧ, η Ελληνιστική Τροία, η τελευταία φάση της ένδοξης πόλης. Αργότερα, ο στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου και ηγεμών της Θράκης Λυσίμαχος, θα περιτειχίσει την πόλη με νέο τείχος και θα την εμπλουτίσει με εξαιρετικά κτίρια, Αγορά και ένα μεγάλο θέατρο.
Μια ακόμη προσπάθεια αναβίωσης της πόλης θα γίνει το 48 π.Χ. από τον Ιούλιο Καίσαρα, στην διάρκεια επίσκεψής του στην περιοχή, χωρίς όμως μακρόχρονα αποτελέσματα.
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος θα ιδρύσει μια νέα πόλη (ρωμαϊκή αποικία) με το όνομα Ίλιον στην ίδια τοποθεσία, η οποία εμφάνισε αξιόλογη ακμή μέχρι την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης. Η πόλη θα παρακμάσει βαθμιαία και θα εγκαταλειφθεί οριστικά τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Φωτογραφίες από την Τροία.
Αεροφωτογραφία των ερειπίων της Τροίας με το
ελληνορωμαϊκό θέατρο στα αριστερά της φωτογραφίας.
Γ.Θ: Τα ευρήματα από τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην Τροία
γνωστά και ως "Ο Θησαυρός του Πριάμου". Πιο κάτω θα δείτε και μία έγχρωμη
φωτογραφία του θησαυρού... Σε πολλά από αυτά τα ευρήματα ήταν χαραγμένη η
"σβάστιγκα" και η ειρωνία της τύχης... είναι ότι όλα αυτά τα ανακάλυψε στις
ανασκαφές ο Γερμανός αρχαιολόγος Heinrich
Shliemann.
Νότια πύλη της αρχαίας
Τροίας.
Φιγούρα που απεικονίζει θηλυκή
θεότητα με το σύμβολο της σβάστικας*
(swastika). Βρέθηκε από τον Heinrich Shliemann κατά την διάρκεια των ανασκαφών
του.
* στα ελληνικά η σβάστικα ονομάζεται
τετραγαμμάδιον.
Δείγματα από κυκλικά όστρακα από
τις ανασκαφές στην Τροία, με το σύμβολο της σβάστικας , ή αλλιώς τετραγαμμάδιον
στα ελληνικά.
δείτε εδώ το τετραγαμμάδιο στην αρχαιοελληνική τέχνη
Από τον "θησαυρό" της
Τροίας.
Κομμάτι μαρμάρινου υπερθύρου
με
ελληνική γραφή.
Άλλο ένα κομμάτι μαρμάρου με ότι
απέμεινε από την ελληνική επιγραφή.
Τροία VI (1700 - 1300
π.Χ.)
Τροία VI (1700 - 1300
π.Χ.)
Τροία VI (1700 - 1300
π.Χ.)
Τείχη της αρχαίας
Τροίας.
Το ελληνορωμαϊκό
θέατρο.
Κομμάτια μαρμάρινου διακόσμου του
1ου π.Χ.αιώνα.
Κομμάτια μαρμάρινου διακόσμου του
1ου π.Χ.αιώνα.
Τροία VIII ( 8ος π.Χ.
αιώνας)
Τείχη της αρχαίας Τροίας του 800
π.Χ. αιώνα.
Κεντρικός δρόμος της αρχαίας
Τροίας.
Τείχη
της αρχαίας Τροίας
Τροία III (2550 -
2100/2050)
Αρχαιολογικές τομές με τις χρονολογικές
διαστρωματώσεις (τα άσπρα ταμπελάκια)
Κίονες
των ελληνορωμαϊκών χρόνων
Κεντρικός δρόμος της αρχαίας
Τροίας
Τροία VI
(1700 - 1300 π.Χ.)
ΟΛΟΙ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ
ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ