Από εκείνον τον πικρό Ιούλη του 1974, πλέουμε χωρίς έρμα, ακυβέρνητοι, έρμαια του ανέμου και των κυμάτων, παιχνίδι στα χέρια «τ’ άγριου καιρού, των ηφαιστείων», χωρίς ηθική πυξίδα και με μια ατελείωτη πίκρα στο στόμα και την ψυχή ..... Nicolas Rubashov
Το ιστορικό αίτημα της Κάθαρσης όμως σε αυτή την Τραγωδία, ακόμα εκκρεμεί.
Το έγκλημα της Κύπρου έμεινε ατιμώρητο & θα τυραννάει τον Ελληνισμό για πολλές γενιές.
Όμως η αξία της Αρετής και το ηθικό βάρος της Κάθαρσης, δεν έχασαν ποτέ το νόημά τους από την Αρχαιότητα έως το σήμερα και – σε ό,τι αφορά στην Κύπρο - εκκρεμούν ενώπιον του Δικαίου και της Ιστορίας.
Το ιστορικό χρέος της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον Κυπριακό Ελληνισμό, ενώπιον των τεσσάρων χιλιάδων ετών ελληνικής παρουσίας στο νησί, για όσα έγιναν εκείνο το μαύρο καλοκαίρι, έχει αναληφθεί τελεσίδικα και ολοκληρωτικά.
Το ανέλαβε με το αίμα της η στρατιά των Αδικαίωτων Νικητών, εκείνες οι νευρικές και ανήσυχες σκιές που εμφανίζονται κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες του Ιούλη, να κατεβαίνουν τα χαράματα βιαστικά, μέσα στη δροσιά του Κυπριακού πρωινού, από τις πλαγιές του Πενταδάκτυλου προς τη θάλασσα της Κερύνειας.
Είναι πολλοί, πλήθος μεγάλο, περισσότεροι και από τους Δροσουλίτες του Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Κατεβαίνουν από την Αετοφωλιά ευθυτενείς, γενναίοι και αποφασισμένοι, τρέχοντας γρήγορα, ανυπομονούν να φτάσουν στο Πεντεμίλι, να προλάβουν.
Το εξασκημένο μάτι ξεχωρίζει ανάμεσά τους τον Αντισυνταγματάρχη Παύλο Κουρούπη και τον Ταγματάρχη Κων/νο Τσιάκα, τον Ταγματάρχη Γεώργιο Κατσάνη και τον Υπολοχαγό Νίκο Κατούντα, τον Επισμηναγό Βασίλειο Παναγόπουλο και τον ΔΕΑ Δημήτρη Τσαμκιράνη, τον Υπολοχαγό Γεώργιο Παπαλαμπρίδη και τον Υποπλοίαρχο Ελευθέριο Τσομάκη, τον Λοχαγό Σωτήρη Σταυριανάκο και τον Λοχαγό Βασίλειο Σταμπουλή, μαζί και τον Παρσεχ Πιπεριάν με το Δημήτρη Σιμίτα, τα λεβεντόπαιδα των 20 ετών που ξεκίνησαν από της Νέα Σμύρνη και το Περιστέρι για να πέσουν μαχόμενοι στα ορύγματα του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ.
Με τη θυσία τους όλοι αυτοί προστέθηκαν στη μακριά ανθρώπινη σειρά «τη φάλαγγα των νεκρών που ξεκινάει από πολύ μακρυά και δίνει νόημα στο Χρόνο».
Το ΠαΣοΚ αντιμετώπισε το ζήτημα με αφόρητο και ανεπίτρεπτο πολιτικό κυνισμό. Αντιμετώπισε τον «Φάκελο της Κύπρου» σαν πολιτική μετοχή που αποφέρει «κέρδη» και «ζημιές»: το θέμα του «Φακέλου» κρατήθηκε «ψηλά» την περίοδο πολιορκίας της εξουσίας (1974-1981) επειδή ακόμα έφερνε ψήφους.
Μετά σταθεροποιήθηκε «χαμηλά» γιατί δεν χρησίμευε ιδιαίτερα, για να κάνει ένα “limit-up” όταν οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες της εκλογής Σαρτζετάκη επέβαλαν να ανακινηθεί ένα θέμα που θα έπληττε το κύρος του Κων/νου Καραμανλή.
Με τη συγκρότηση της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, δημιουργήθηκε μία πραγματικά μεγάλη ευκαιρία να διερευνηθεί το θέμα, η τελευταία.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως, ανεξάρτητα από την αρχική πολιτική στόχευση, οι βουλευτές της Επιτροπής εργάσθηκαν πολύ φιλότιμα και προσπάθησαν να ξεδιαλύνουν πολλά από τα σκοτεινά σημεία. Ήταν φανερό πως ήταν αδύνατο να μείνουν ασυγκίνητοι μπροστά σε αυτό που ξεδιπλωνόταν μπροστά τους.
Στο πόρισμά της Επιτροπής (σε όλες τις εκδοχές του), μπορώ να μετρήσω πρόχειρα πολλά σημεία στα οποία προτείνουν την άρση της Υπουργικής Απόφασης του 1975 και την περαιτέρω διερεύνηση διαφόρων σκοτεινών γεγονότων της εποχής, εις ώτα μη ακουόντων βέβαια.
Πραγματική πολιτική βούληση δεν υπήρχε σε υψηλό επίπεδο, το υλικό της Επιτροπής κλειδώθηκε κάπου, παραμένει απροσπέλαστο στους ερευνητές και το θέμα ενταφιάστηκε οριστικά και αμετάκλητα.
Έχει πραματικά μεγάλο ενδιαφέρον το φαινόμενο μίας Δημοκρατίας που – άτυπα, έμμεσα, αλλά κατ’ ουσίαν - επικαλείται για την παραδειγματική τιμωρία κάποιων ανθρώπων ένα έγκλημα υπαρκτό, το οποίο όμως αρνείται πεισματικά και επίμονα, επί πολλά χρόνια, να διερευνήσει και να δικάσει!
H Ελληνική Δημοκρατία, αρνήθηκε να δικάσει κάποιον ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη για ένα φρικτό έγκλημα σε βάρος του Ελληνισμού, το οποίο επανειλημμένα χρησιμοποίησε η Πολιτεία ανεπισήμως, ως άλλοθι για να δικαιολογεί την παραδειγματική τιμωρία κάποιων άλλων.
Από την Αριστερά, θα ανέμενε κανείς να προτάξει επίμονα, όλα αυτά τα χρόνια, το ζήτημα της διερεύνησης των ευθυνών για την Κύπρο. Είχε το απόλυτο ηθικό πλεονέκτημα, ενώ στέγασε κάποτε τον Ηλία Ηλιού και την ευαίσθητη καρδιά του Γιάννη Ρίτσου, που τόσο αγάπησαν και κατανόησαν τον αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού.
Δεν το έκανε όμως.
Πριν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο «γιατί», θα πρέπει να τοποθετηθούμε απέναντι σε δύο ζητήματα.
Το πρώτο, αφορά στη σχετική βαρύτητα του εγκλήματος της Κύπρου, απέναντι σε όλα τα άλλατηςΧούντας:φυλακές,βασανιστήρια,διώξεις,εξορίες............
Το δεύτερο, αφορά στο ερώτημα αν η επτάχρονη δικτατορία έπεσε λόγω της αντίθεσης και της πάλης του ελληνικού λαού, ή λόγω του Κυπριακού Δράματος.
Απαντώντας, σε αντίστροφη σειρά, ας μου επιτραπεί να πιστεύω πως – ανεξάρτητα του σεβασμού που τρέφουμε απέναντι σε όσους όρθωσαν ανάστημα απέναντι στην δικτατορία, διακινδυνεύοντας την ελευθερία και τη ζωή τους – η δικτατορία έπεσε ξεκάθαρα λόγω της Κυπριακής Τραγωδίας.
Η δικτατορία είχε επιβιώσει από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ακόμα και με «αλλαγή φρουράς» στους εσωτερικούς της συσχετισμούς.
Η τραγωδία της Κύπρου όμως την σάρωσε κυριολεκτικά, το αίμα του Κυπριακού Ελληνισμού δεν την άφησε να σταθεί ούτε ώρα.
Σε ό,τι αφορά στο πρώτο ζήτημα, και εκεί νομίζω πως, μετά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, τα πράγματα έγιναν ξεκάθαρα. Η Κατοχή της μισής Κύπρου, συνιστούσε μία εθνική καταστροφή τεράστιου μεγέθους, με την οποία δεν μπορούσε να συγκριθεί κανένα άλλο από τα εγκλήματα της Χούντας.
Ο βάρβαρος εποικισμός της Βόρειας Κύπρου, η συγκρότηση της Στρατιάς του Αιγαίου, η τουρκική τακτική στο Αιγαίο και τη Θράκη, η ανακήρυξη του ψευδο-κράτους της Βόρειας Κύπρου, οι κρίσεις του 1976, του 1987 και του 1996, όλα αυτά συνέθεταν ένα σκηνικό που βεβαίωνε πως η ομηρία της Κύπρου θέτει μεσοπρόθεσμα σε κίνδυνο τον Ελληνισμό, συνολικά. Τον οποίο, η Τουρκία «ως ενιαίο αντιλαμβάνεται και ενιαία τον απειλεί».
Πιστεύω πως, η απάντηση σε αυτά τα δύο ερωτήματα, εξηγεί τη στάση της Αριστεράς, απέναντι στο έγκλημα της Κύπρου.
Η Αριστερά, υποβάθμισε το μέγεθος της Κυπριακής Τραγωδίας, για να χτίσει τον βολικό και αυτάρεσκο μύθο της μεγαλειώδους «λαϊκής πάλης» που έριξε τη Χούντα.
Έναν μύθο που την αναδείκνυε πολιτικά, ως βασικό πυλώνα της αντιδικτατορικής πάλης.
Ούτε όμως η Ελληνική κοινωνία, σε Ελλάδα και Κύπρο, είναι άμοιρη ευθυνών.
Κανείς μας δεν είναι αμέτοχος της ντροπής. Η συλλογική μας συνείδηση, πολλές φορές στη διάρκεια αυτών των τριάντα οκτώ χρόνων, ανασήκωσε το ανάστημά της και μας ρώτησε: «Ποιός φταίει για αυτή την Τραγωδία;».
Άλλοτε είχε το πρόσωπο της μαυροντυμένης μάνας ενός αγνοουμένου στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, άλλοτε είχε την κουρασμένη μορφή του βετεράνου της ΕΛΔΥΚ που μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία ή στα ψυχιατρεία, ανήμπορος να αυτοσυντηρηθεί, τρεφόμενος από την Εκκλησία και υποστηριζόμενος μόνο από τους συμπολεμιστές του. «Ποιός φταίει;», μας ρώτησε ξανά και ξανά. «Ο Κανένας!» απαντήσαμε επίμονα, όλες τις φορές, σαν τον Κύκλωπα της Ομηρικής Οδύσσειας.
Τυφλωμένοι, όχι από τον καλο-ακονισμένο πάσσαλο κάποιου πολυμήχανου Βασιλιά της Ιθάκης, αλλά από την εκτυφλωτική λάμψη μιας απατηλής ευημερίας που δεν άφηνε χώρο σε «ηθικολογίες» για τη μαρτυρική Κύπρο.
Η Κυπριακή Τραγωδία του 1974 δεν είναι όμως ένα οποιοδήποτε γεγονός.
Πρόκειται για μία πολιτικο-στρατιωτική ήττα που σημαδεύει ανεξίτηλα την Ιστορία του Έθνους και υποθηκεύει το μέλλον του Ελληνισμού σε μία πανάρχαια κοιτίδα του.