ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ

ΤΟ ΑΙΜΟΣ BLOG ΣΑΣ ΕΥΧΕΤΑΙ ΕΤΟΣ 2022, ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ



Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του.Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία ...Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα».Δεν είναι κακό να μην αισθάνεται κανείς Έλληνας, όπως και να πιστεύει άκριτα, όπου αυτός θέλει, τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι άλλωστε το κάνουν αυτό, κακό είναι να διαστρεβλώνει την αλήθεια με ανύπαρκτες γνώσεις και ψεύδη! ”Το πολιτικό σύστημα θριαμβεύει επειδή είναι μια ενωμένη μειοψηφία που ενεργεί εναντίον μιας διαιρεμένης πλειοψηφίας.”

Τα κόμματα αντανακλούν κοινωνικές πραγματικότητες και ιδεολογικές αφετηρίες. Και μονάχα όταν η ίδια η κοινωνία τα απορρίψει, περνούν στην Ιστορία.

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Σαμαράς: αλλάξτε τα όλα τώρα

Σαμαράς: αλλάξτε τα όλα τώρα



Να βάλουν τέλος στο τέρας της γραφειοκρατίας ζητά από τους υπουργούς ο Αντώνης Σαμαράς.

Σε επιστολή του προς τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου ο πρωθυπουργός τονίζει πως πρέπει να γίνει άμεσα εξορθολογισμός καθώς η αναβάθμιση των υπηρεσιών σημαίνει εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος.

Ολόκληρη η επιστολή του Πρωθυπουργού:

Μια από τις βασικές τομές που πρέπει να εφαρμόσει η Κυβέρνησή μας είναι η μεταρρύθμιση του Κράτους και της Δημόσιας Διοίκησης. Κύρια επιδίωξή μας είναι η δημιουργία μιας αποτελεσματικής και λειτουργικής διοίκησης, απαλλαγμένης από τις χρόνιες παθογένειές της, η οποία θα συμβάλλει στην ανάπτυξη του τόπου και θα βρίσκεται κοντά στον πολίτη. Μιας Διοίκησης αντάξιας ενός Κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τις επόμενες ημέρες ξεκινά από το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, σε συνεργασία με την Ομάδα Δράσης για την Ελλάδα και με την πολύτιμη συνδρομή του δικού μας ανθρώπινου δυναμικού, η αξιολόγηση των δομών των Υπουργείων και των εποπτευόμενων φορέων τους με στόχο την αναδιάρθρωσή τους. 

Έτσι, θα εντοπίσουμε και θα εξουδετερώσουμε τις αδυναμίες και τις δυσλειτουργίες της Διοίκησης.

Αποτέλεσμα της αξιολόγησης θα είναι η αναδιάρθρωση των υπηρεσιών μέσω της συγχώνευσης ή κατάργησης ανενεργών μονάδων και υπηρεσιών, με στόχο τον εξορθολογισμό της λειτουργίας των υπουργείων και την περιστολή περιττών δαπανών.

Είναι επιτακτικά αναγκαίο να περιορίσουμε δραστικά τη γραφειοκρατία και τις άσκοπες χρονοβόρες διαδικασίες που ταλαιπωρούν τους πολίτες. Και να εγγυηθούμε τη διαφάνεια και την αξιοκρατία. 

Όπως, επίσης, είναι αναγκαίος ο εξορθολογισμός του κόστους και η αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Για να φέρουμε σε πέρας το δύσκολο αυτό έργο απαιτείται, σε κάθε βήμα, η συντονισμένη συνεργασία όλων μας.

Για το σχεδιασμό και την εφαρμογή της διοικητικής μεταρρύθμισης το Κυβερνητικό Συμβούλιο Μεταρρύθμισης θα συντονίζει και θα κατευθύνει την όλη προσπάθεια ενώ θα συνεδριάζει τακτικά υπό την ευθύνη μου

Η Κυπριακή Τραγωδία του 1974 δεν είναι όμως ένα οποιοδήποτε γεγονός.Σημαδεύει ανεξίτηλα την Ιστορία του Έθνους και υποθηκεύει το μέλλον του Ελληνισμού σε μία πανάρχαια κοιτίδα του.


Από εκείνον τον πικρό Ιούλη του 1974, πλέουμε χωρίς έρμα, ακυβέρνητοι, έρμαια του ανέμου και των κυμάτων, παιχνίδι στα χέρια «τ’ άγριου καιρού, των ηφαιστείων», χωρίς ηθική πυξίδα και με μια ατελείωτη πίκρα στο στόμα και την ψυχή ..... Nicolas Rubashov

Το ιστορικό αίτημα της Κάθαρσης όμως σε αυτή την Τραγωδία, ακόμα εκκρεμεί. 
Το έγκλημα της Κύπρου έμεινε ατιμώρητο & θα τυραννάει τον Ελληνισμό για πολλές γενιές. 



Όμως η αξία της Αρετής και το ηθικό βάρος της Κάθαρσης, δεν έχασαν ποτέ το νόημά τους από την Αρχαιότητα έως το σήμερα και – σε ό,τι αφορά στην Κύπρο - εκκρεμούν ενώπιον του Δικαίου και της Ιστορίας.




Το ιστορικό χρέος της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον Κυπριακό Ελληνισμό, ενώπιον των τεσσάρων χιλιάδων ετών ελληνικής παρουσίας στο νησί, για όσα έγιναν εκείνο το μαύρο καλοκαίρι, έχει αναληφθεί τελεσίδικα και ολοκληρωτικά. 


Το ανέλαβε με το αίμα της η στρατιά των Αδικαίωτων Νικητών, εκείνες οι νευρικές και ανήσυχες σκιές που εμφανίζονται κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες του Ιούλη, να κατεβαίνουν τα χαράματα βιαστικά, μέσα στη δροσιά του Κυπριακού πρωινού, από τις πλαγιές του Πενταδάκτυλου προς τη θάλασσα της Κερύνειας. 



Είναι πολλοί, πλήθος μεγάλο, περισσότεροι και από τους Δροσουλίτες του Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Κατεβαίνουν από την Αετοφωλιά ευθυτενείς, γενναίοι και αποφασισμένοι, τρέχοντας γρήγορα, ανυπομονούν να φτάσουν στο Πεντεμίλι, να προλάβουν. 



Το εξασκημένο μάτι ξεχωρίζει ανάμεσά τους τον Αντισυνταγματάρχη Παύλο Κουρούπη και τον Ταγματάρχη Κων/νο Τσιάκα, τον Ταγματάρχη Γεώργιο Κατσάνη και τον Υπολοχαγό Νίκο Κατούντα, τον Επισμηναγό Βασίλειο Παναγόπουλο και τον ΔΕΑ Δημήτρη Τσαμκιράνη, τον Υπολοχαγό Γεώργιο Παπαλαμπρίδη και τον Υποπλοίαρχο Ελευθέριο Τσομάκη, τον Λοχαγό Σωτήρη Σταυριανάκο και τον Λοχαγό Βασίλειο Σταμπουλή, μαζί και τον Παρσεχ Πιπεριάν με το Δημήτρη Σιμίτα, τα λεβεντόπαιδα των 20 ετών που ξεκίνησαν από της Νέα Σμύρνη και το Περιστέρι για να πέσουν μαχόμενοι στα ορύγματα του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ.

Με τη θυσία τους όλοι αυτοί προστέθηκαν στη μακριά ανθρώπινη σειρά «τη φάλαγγα των νεκρών που ξεκινάει από πολύ μακρυά και δίνει νόημα στο Χρόνο».




Το ΠαΣοΚ αντιμετώπισε το ζήτημα με αφόρητο και ανεπίτρεπτο πολιτικό κυνισμό. Αντιμετώπισε τον «Φάκελο της Κύπρου» σαν πολιτική μετοχή που αποφέρει «κέρδη» και «ζημιές»: το θέμα του «Φακέλου» κρατήθηκε «ψηλά» την περίοδο πολιορκίας της εξουσίας (1974-1981) επειδή ακόμα έφερνε ψήφους. 

Μετά σταθεροποιήθηκε «χαμηλά» γιατί δεν χρησίμευε ιδιαίτερα, για να κάνει ένα “limit-up” όταν οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες της εκλογής Σαρτζετάκη επέβαλαν να ανακινηθεί ένα θέμα που θα έπληττε το κύρος του Κων/νου Καραμανλή. 

Με τη συγκρότηση της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, δημιουργήθηκε μία πραγματικά μεγάλη ευκαιρία να διερευνηθεί το θέμα, η τελευταία. 

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως, ανεξάρτητα από την αρχική πολιτική στόχευση, οι βουλευτές της Επιτροπής εργάσθηκαν πολύ φιλότιμα και προσπάθησαν να ξεδιαλύνουν πολλά από τα σκοτεινά σημεία. Ήταν φανερό πως ήταν αδύνατο να μείνουν ασυγκίνητοι μπροστά σε αυτό που ξεδιπλωνόταν μπροστά τους. 

Στο πόρισμά της Επιτροπής (σε όλες τις εκδοχές του), μπορώ να μετρήσω πρόχειρα πολλά σημεία στα οποία προτείνουν την άρση της Υπουργικής Απόφασης του 1975 και την περαιτέρω διερεύνηση διαφόρων σκοτεινών γεγονότων της εποχής, εις ώτα μη ακουόντων βέβαια. 

Πραγματική πολιτική βούληση δεν υπήρχε σε υψηλό επίπεδο, το υλικό της Επιτροπής κλειδώθηκε κάπου, παραμένει απροσπέλαστο στους ερευνητές και το θέμα ενταφιάστηκε οριστικά και αμετάκλητα.

Έχει πραματικά μεγάλο ενδιαφέρον το φαινόμενο μίας Δημοκρατίας που – άτυπα, έμμεσα, αλλά κατ’ ουσίαν - επικαλείται για την παραδειγματική τιμωρία κάποιων ανθρώπων ένα έγκλημα υπαρκτό, το οποίο όμως αρνείται πεισματικά και επίμονα, επί πολλά χρόνια, να διερευνήσει και να δικάσει! 


H Ελληνική Δημοκρατία, αρνήθηκε να δικάσει κάποιον ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη για ένα φρικτό έγκλημα σε βάρος του Ελληνισμού, το οποίο επανειλημμένα χρησιμοποίησε η Πολιτεία ανεπισήμως, ως άλλοθι για να δικαιολογεί την παραδειγματική τιμωρία κάποιων άλλων.

Από την Αριστερά, θα ανέμενε κανείς να προτάξει επίμονα, όλα αυτά τα χρόνια, το ζήτημα της διερεύνησης των ευθυνών για την Κύπρο. Είχε το απόλυτο ηθικό πλεονέκτημα, ενώ στέγασε κάποτε τον Ηλία Ηλιού και την ευαίσθητη καρδιά του Γιάννη Ρίτσου, που τόσο αγάπησαν και κατανόησαν τον αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού. 















Δεν το έκανε όμως. 







Πριν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο «γιατί», θα πρέπει να τοποθετηθούμε απέναντι σε δύο ζητήματα. 

Το πρώτο, αφορά στη σχετική βαρύτητα του εγκλήματος της Κύπρου, απέναντι σε όλα τα άλλατηςΧούντας:φυλακές,βασανιστήρια,διώξεις,εξορίες............

Το δεύτερο, αφορά στο ερώτημα αν η επτάχρονη δικτατορία έπεσε λόγω της αντίθεσης και της πάλης του ελληνικού λαού, ή λόγω του Κυπριακού Δράματος.

Απαντώντας, σε αντίστροφη σειρά, ας μου επιτραπεί να πιστεύω πως – ανεξάρτητα του σεβασμού που τρέφουμε απέναντι σε όσους όρθωσαν ανάστημα απέναντι στην δικτατορία, διακινδυνεύοντας την ελευθερία και τη ζωή τους – η δικτατορία έπεσε ξεκάθαρα λόγω της Κυπριακής Τραγωδίας. 

Η δικτατορία είχε επιβιώσει από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ακόμα και με «αλλαγή φρουράς» στους εσωτερικούς της συσχετισμούς.

Η τραγωδία της Κύπρου όμως την σάρωσε κυριολεκτικά, το αίμα του Κυπριακού Ελληνισμού δεν την άφησε να σταθεί ούτε ώρα. 

Σε ό,τι αφορά στο πρώτο ζήτημα, και εκεί νομίζω πως, μετά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, τα πράγματα έγιναν ξεκάθαρα. Η Κατοχή της μισής Κύπρου, συνιστούσε μία εθνική καταστροφή τεράστιου μεγέθους, με την οποία δεν μπορούσε να συγκριθεί κανένα άλλο από τα εγκλήματα της Χούντας. 

Ο βάρβαρος εποικισμός της Βόρειας Κύπρου, η συγκρότηση της Στρατιάς του Αιγαίου, η τουρκική τακτική στο Αιγαίο και τη Θράκη, η ανακήρυξη του ψευδο-κράτους της Βόρειας Κύπρου, οι κρίσεις του 1976, του 1987 και του 1996, όλα αυτά συνέθεταν ένα σκηνικό που βεβαίωνε πως η ομηρία της Κύπρου θέτει μεσοπρόθεσμα σε κίνδυνο τον Ελληνισμό, συνολικά. Τον οποίο, η Τουρκία «ως ενιαίο αντιλαμβάνεται και ενιαία τον απειλεί».

Πιστεύω πως, η απάντηση σε αυτά τα δύο ερωτήματα, εξηγεί τη στάση της Αριστεράς, απέναντι στο έγκλημα της Κύπρου. 

Η Αριστερά, υποβάθμισε το μέγεθος της Κυπριακής Τραγωδίας, για να χτίσει τον βολικό και αυτάρεσκο μύθο της μεγαλειώδους «λαϊκής πάλης» που έριξε τη Χούντα. 

Έναν μύθο που την αναδείκνυε πολιτικά, ως βασικό πυλώνα της αντιδικτατορικής πάλης.
Ούτε όμως η Ελληνική κοινωνία, σε Ελλάδα και Κύπρο, είναι άμοιρη ευθυνών. 

Κανείς μας δεν είναι αμέτοχος της ντροπής. Η συλλογική μας συνείδηση, πολλές φορές στη διάρκεια αυτών των τριάντα οκτώ χρόνων, ανασήκωσε το ανάστημά της και μας ρώτησε: «Ποιός φταίει για αυτή την Τραγωδία;».

Άλλοτε είχε το πρόσωπο της μαυροντυμένης μάνας ενός αγνοουμένου στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, άλλοτε είχε την κουρασμένη μορφή του βετεράνου της ΕΛΔΥΚ που μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία ή στα ψυχιατρεία, ανήμπορος να αυτοσυντηρηθεί, τρεφόμενος από την Εκκλησία και υποστηριζόμενος μόνο από τους συμπολεμιστές του. «Ποιός φταίει;», μας ρώτησε ξανά και ξανά. «Ο Κανένας!» απαντήσαμε επίμονα, όλες τις φορές, σαν τον Κύκλωπα της Ομηρικής Οδύσσειας.

Τυφλωμένοι, όχι από τον καλο-ακονισμένο πάσσαλο κάποιου πολυμήχανου Βασιλιά της Ιθάκης, αλλά από την εκτυφλωτική λάμψη μιας απατηλής ευημερίας που δεν άφηνε χώρο σε «ηθικολογίες» για τη μαρτυρική Κύπρο. 



Η Κυπριακή Τραγωδία του 1974 δεν είναι όμως ένα οποιοδήποτε γεγονός. 



Πρόκειται για μία πολιτικο-στρατιωτική ήττα που σημαδεύει ανεξίτηλα την Ιστορία του Έθνους και υποθηκεύει το μέλλον του Ελληνισμού σε μία πανάρχαια κοιτίδα του.