... ο Γιώργος Μπόμπολας έχει μια αχίλλεια πτέρνα, στα 80 του χρόνια δεν μπορεί να χαρεί πραγματικά κανέναν από τους θησαυρούς του. Και δεν μπορεί να τους πάρει μαζί του… Το μόνο που μπορεί να “εισπράξει” είναι η ατίμωση και η απαξία, η εικόνα του αδίστακτου εγκληματία, του προδότη της χώρας του...
Το 1948 ο Γιώργος Μπόμπολας εξακολουθούσε να βάφει τους τοίχους της Καστέλλας στον Πειραιά με συνθήματα της ΕΠΟΝ. Η εξορία του πατέρα του στην Ελ Ντάμπα και η αφόρητη φτώχεια είχαν θολώσει το μυαλό του. Εκείνη την εποχή υπήρχε κοινωνική ένταση και η αστυνομία επιδείκνυε περίσσεια αυταρχικότητα. Άνθρωποι εκτελούνταν για πταίσματα…
Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου τον έπιασαν να βάφει συνθήματα στους τοίχους… Τον πέταξαν σε ένα μπουντρούμι με καμιά 10ριά άλλα παλικαράκια. Την επομένη θα τους εκτελούσαν.
Στο σπίτι του Γιώργου η νύχτα προχωρούσε και η αγωνία κορυφωνόταν για την απουσία του. Ξαφνκά χτυπά η πόρτα, είναι ένας αξιωματικός με πολιτικά, ενημερώνει την οικογένεια του Γιώργου για τα μαντάτα και φεύγει… Η νεαρή μητέρα ανήμπορη να κάνει το παραμικρό, ο άντρας της είναι μακριά. Η επικοινωνία μαζί του είναι αδύνατη. Τα υπόλοιπα παιδιά πολύ μικρά…
Ξαφνικά έρχεται μια ιδέα, μια ιδέα από ένα νεαρό συγγενικό μέλος, μόλις στα 17 του… Φεύγει απ’ το σπίτι μέσα στην νύχτα. Είχε θυμηθεί ότι ο πατέρας του Γιώργου είχε έναν φίλο στην ασφάλεια. Τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί, με την καρδιά του να χτυπάει… η ζωή του Γιωργάκη, μόλις 2 χρόνια μεγαλύτερου από τον ίδιο είναι στα δικά του χέρια… Φθάνει κάθιδρος, είναι πολύ αργά, χτυπά την πόρτα, βγαίνει ο φίλος του πατέρα, ευτυχώς ήταν εκεί!..
Τον παίρνει μέσα, ο μικρός βάζει τα κλάματα και εξιστορεί το γεγονός. Ο Γιώργος Μπόμπολας θα εκτελεστεί σε λίγες ώρες!..
Ο “φίλος” συγκινείται… κατά τύχη γνωρίζεται με τον Αρχηγό! Παλεύει με τα δικά του ηθικα διλήμματα για λίγα λεπτά. Πολύ δύσκολο να ζητήσει τέτοια χάρη για το παλικαράκι. Ρισκάρει να χάσει την φιλία του Αρχηγού… πολύτιμη εκείνη την εποχή.
Τελικά το αποφασίζει. Φεύγουν μαζί με τον μικρό για το τμήμα που κρατούσαν τον Γιώργο. Από εκεί τηλεφωνούν στον Αρχηγό, τα καταφέρνει!.. ο Γιώργος απελευθερώνεται! Ο μικρός ξεσπά σε κλάματα, φεύγουν και τα δυο για το σπίτι, τρέχοντας… Ο μικρός είχε σώσει τη ζωή του Γιώργου!
Ο Γιώργος μεγάλωσε, πλούτισε, συναναστράφηκε με σημαντικούς ανθρώπους. Του άρεσε να μιλά για τον εαυτό του. Για το πως ξεκίνησε, από πού ξεκίνησε, πως ανέβηκε τόσο ψηλά… Συχνά ανέφερε το περιστατικό στους καλεσμένους του, κομπάζοντας για το πως νίκησε τον θάνατο που “τον είχε πιάσει απ’ το χέρι”, αλλά ο ίδιος τον ξεγέλασε!
Φλασμπάκ… τρεις δεκαετίες μετά!
Ο Γιώργος Μπόμπολας υλοποιεί μια σειρά επιχειρηματικών κινήσεων στο πλαίσιο “ειδικής” συνεργασίας του με τους Ρώσους. Λειτουργεί ήδη ως “πράκτορας επιρροής” της ΚαΓκεΜπε στην Ελλάδα.
Ο μεγάλος κοινός στόχος του ίδιου και των Ρώσων είναι η έκδοση μιας ισχυρής εφημερίδας “οχήματος” φιλορωσσικής προπαγάνδας, με πολύ μεγαλύτερα σχέδια από πίσω.
Πρέπει όμως να στηθεί γρήγορα ένα σύμπλεγμα επιχειρήσεων-βιτρινών, από τις οποίες θα περάσει το μαύρο χρήμα για την έκδοση της εφημερίδας…
Ψάχνει συνεχώς για έμπιστους ανθρώπους που μπορεί να ελέγξει 100%, για να τους βάλει αχυρανθρώπους στις επιχειρήσεις “βιτρίνες” που στήνει. Προσεγγίζει τον “μικρό” που του είχε σώσει τη ζωή.
Τον μανιπιουλάρει, τον ρίχνει στο συναίσθημα, του λέει ότι ίδρυσε ένα νέο εργοστάσιο υποδηματοποιίας για τον ίδιο και την οικογένεια του, γιατί του “χρωστά” από παλιά. Του προσφέρει συμβολικά το 10% της υποδηματοποιίας.
Ο μικρός δεν ξέρει από επιχειρήσεις, αλλά είναι φιλότιμος. Κάνει παζάρια με τους προμηθευτές ακόμα και για τους ψύκτες του νερού των εργατών. Σέβεται το χρήμα του “μεγάλου” έχει ηθικές αξίες, θέλει να κάνει το καλύτερο.
Μια μέρα, ανοίγει ένα ντουλάπι στο γραφείο του “μεγάλου”, βλέπει μια σειρά από φακέλους, τους ανοίγει, τους μελετάει… Φεύγει εξαγριωμένος για το σπίτι του Γιώργου. Ανεβαίνει, τσακώνονται έντονα, όσο ποτέ… Ο μικρός κατηγορεί τον μεγάλο για κάτι σοβαρό!..
Ο μεγάλος τον πετάει από το σπίτι απειλώντας τον!.. Ο μικρός πηγαίνει στην ΚΥΠ και καταγγέλει τον Γιώργο Μπόμπολα για κάτι που είχε ανακαλύψει, κάτι που έβαζε σε κίνδυνο και τον ίδιο και την οικογένεια του, γιατί είχε γίνει συμμέτοχος σε αυτό, χωρίς να το γνωρίζει…
Η ΚΥΠ ειδοποιεί τον Γιώργο Μπόμπολα. Ο μεγάλος βγάζει εισαγγελική εντολή με κατασκευασμένη κατηγορία ότι ο μικρός τον απείλησε με πιστόλι και ότι κάποια σπασμένα τζάμια που βρέθηκαν στο εργοστάσιο ήταν από δικούς του πυροβολισμούς.
Βρίσκει την γυναίκα του μικρού και της λέει ότι ο μικρός είναι ψυχικά “επικίνδυνος”. Προβάλλει τις “αποδείξεις”… Την απειλεί και την πείθει να μην προβάλλει αντίσταση και ο ίδιος θα αναλάβει ισόβια την οικονομική στήριξη της ίδιας, του μικρού και των παιδιών τους.
Στέλνει τους μπράβους του να βρουν τον μικρό. Τον παίρνουν σηκωτό και τον πάνε σε ένα απομονωμένο ιδιωτικό τρελάδικο στην κάτω Κηφισιά. Ο Μπόμπολας έχει τακτοποιήσει το ζήτημα, απ’ ευθείας με τον διευθυντή της κλινικής… Δένουν τον μικρό χειροπόδαρα, τον πάνε σηκωτό στο δωμάτιο με τα ηλεκτροσόκ.
Το “πρόγραμμα” που έχουν συμφωνήσει ο Μπόμπολας με τον διευθυντή προβλέπει 90 ηλεκτροσόκ σε περίοδο 3 μηνών, παράλληλα με κατάλληλα ψυχοφάρμακα που θα εκπλύνουν όλες τις “κακές σκέψεις” του μικρού. Εγγυημένα, ο μικρός θα βγεί σε 6 μήνες “καθαρός”, χωρίς να θυμάται τίποτα!..
Στους 3 μήνες επιτρέπουν στη γυναίκα και στα δυο παιδιά του να επισκεφθούν τον πατέρα τους. Τους είχαν πει ότι έλειπε στο Λονδίνο για εγχείρηση στο πόδι. Τα παιδιά αντικρίζουν τον πατέρα τους… βουρκώνουν… τα μάτια του πατέρα τους είναι άδεια!.. δεν έχει τίποτα να τους πει… δεν θυμάται τίποτα… δεν μπορεί να αρθρώσει λόγια… βουρκώνει και ο ίδιος για την αδυναμία του… η γυναίκα του προσπαθεί να συγκρατηθεί, είναι σε σύγχυση, βλέπει τον άνθρωπο της πνευματικά ακρωτηριασμένο… τα παιδιά τον αποχαιρετούν… παγωμένα, σφίγγοντας τα δόντια για να του δώσουν ένα χαμόγελο, μέχρι την επόμενη φορά που θα τους επέτρεπαν να τον ξαναδούν.
Φεύγοντας από εκείνη την πρώτη επίσκεψη, τα παιδιά ένιωσαν ένα απέραντο κενό μέσα τους. Αγαπούσαν πολύ τον πατέρα τους… τον λάτρευαν, ήταν απίστευτα τρυφερός μαζί τους, τα μυαλουδάκια τους, η καρδιά τους στην προεφηβική ηλικία ήταν γεμάτα με αναμνήσεις χαράς από τον πατέρα τους… και κάποιες δύσκολες στιγμές, γιατί υπήρχε στέρηση… και τα οικονομικά ήταν δύσκολα.
Αλλά ο “πατέρας” που μόλις είχαν αντικρίσει, δεν ήταν ο δικός τους πατέρας… ήταν ένας ξένος άνθρωπος… Ένιωσαν απέραντη θλίψη!… φόβο… ένιωσαν λύπη για τον πατέρα τους…
Είχαν χάσει το στήριγμα τους την δύναμη του Πατέρα, ενός πατέρα που τους είχε προσφέρει άπειρη αγάπη στα παιδικάτα τους… τα είχε μπολιάσει με αυτοπεποίθηση μαζί με την μάνα τους…
Και τώρα, όλα είχαν γκρεμιστεί! Από εκείνη την στιγμή θα ήταν για όλη τους την ζωή… “τα παιδιά του τρελού”. Και αυτό δεν το χωρούσε η ψυχή τους… τα κύτταρα τους επαναστατούσαν, ήξεραν βαθιά μέσα τους ότι ο πατέρας τους ήταν ένας φυσιολογικός και αξιολάτρευτος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που είχε χαθεί για πάντα!..
Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω, ο Γιώργος Μπόμπολας χαλάρωνε στην πολυτελή του κατοικία στα βόρεια προάστια! Είχε βγάλει από τη μέση τον “μικρό” και κανείς και τίποτα δεν μπορούσε πλέον να σταθεί εμπόδιο στην έκδοση του ΕΘΝΟΥΣ, της εφημερίδας που θα έθετε στην διάθεση του Ανδρέα Παπανδρέου για να τον φέρει στην εξουσία.
Ήξερε από την “εκπαίδευση” του δίπλα στους Ρώσους, ότι η πραγματική εξουσία επρόκειτο να είναι δική του, από το παρασκήνιο. Ήξερε ότι ο Ανδρέας θα ήταν ο frontman και αυτός θα κινούσε τα νήματα από το παρασκήνιο. Ήταν όλα μελετημένα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας…
Από εκείνη την στιγμή μέχρι την έκδοση του ΕΘΝΟΥΣ το ’81, δεν υπήρξε κανένα άλλο εμπόδιο στην πορεία προς την Εξουσία που ονειρευόταν από πιτσιρικάς, την “άτυπη” εξουσία, την αόρατη. Αυτή του πήγαινε καλύτερα!
Από τότε, ο Γιώργος Μπόμπολας δεν ανέφερε ποτέ ξανά σε κανέναν συγγενή, κανένα φίλο και κανένα συνεργάτη, το περιστατικό της 17ης Νοεμβρίου του ’48!..
Η συνέχεια της ιστορίας
Τα φάρμακα με τα οποία οι “γιατροί” εκείνης της εποχής έκαναν λοβοτόμηση (brainwash), αντικαταστάθηκαν μερικές δεκαετίες αρχότερα με πολύ ισχυρότερα. Είχαν διαπιστώσει ότι οι ειδικές “θεραπείες” συνδυαστικά με ή χωρίς ηλεκτροσόκ είχαν αφήσει σε κάποιες περιπτώσεις κατάλοιπα αναμνήσεων στους “λοβοτομημένους”.
Ο μικρός της ιστορίας, μεγάλωσε και γέρασε… πρόωρα. Σήμερα δείχνει 15 χρόνια μεγαλύτερος από την ηλικία του. Η υγεία του δεινοπάθησε… Πέρασε και αυτός από το ραντεβού με τον θάνατο τρεις η τέσσερις φορές. Του αφαίρεσαν το μισό στομάχι, του άνοιξαν την καρδιά, δεν στέκεται κανονικά πόδια του. Αλλά υπέμεινε τα πάντα, επιβίωσε μέχρι και σήμερα… έστω και έτσι, μισός άνθρωπος.
Ο μικρός όμως, πριν από 10 χρόνια άρχισε να “θυμάται”. Σήμερα έχει θυμηθεί αρκετά από την “προηγούμενη” ζωή του. Ευτυχώς τα μοιράστηκε με δικούς του ανθρώπους, τους έκανε κοινωνούς. Εκείνοι έψαξαν, ερεύνησαν, βρήκαν μάρτυρες, κατέγραψαν τα άγνωστα κομμάτια της ιστορίας, τεκμηρίωσαν έγκλημα.
Το τελευταίο κεφάλαιο στην ζωή συχνά ξαναγράφεται. Και αυτό το έγκλημα μπορεί να έχει παραγραφεί, αλλά ο εγκληματίας πάντα πληρώνει ένα τίμημα. Το τίμημα για τον “μεγιστάνα” Γιώργο Μπόμπολα μπορεί να μην του στερήσει τίποτα από τα δισεκατομμύρια που κρατά στα θησαυροφυλάκια της Ελβετίας.
Αλλά ο Γιώργος Μπόμπολας έχει μια αχίλλεια πτέρνα, στα 80 του χρόνια δεν μπορεί να χαρεί πραγματικά κανέναν από τους θησαυρούς του. Και δεν μπορεί να τους πάρει μαζί του… Το μόνο που μπορεί να “εισπράξει” είναι η ατίμωση και η απαξία, η εικόνα του αδίστακτου εγκληματία, του προδότη της χώρας του. Εκείνου που στην αρχαιότητα θα κατέληγε από τους συμπολίτες του στον πιο ατιμωτικό θάνατο…