ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ

ΤΟ ΑΙΜΟΣ BLOG ΣΑΣ ΕΥΧΕΤΑΙ ΕΤΟΣ 2022, ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ



Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του.Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία ...Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα».Δεν είναι κακό να μην αισθάνεται κανείς Έλληνας, όπως και να πιστεύει άκριτα, όπου αυτός θέλει, τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι άλλωστε το κάνουν αυτό, κακό είναι να διαστρεβλώνει την αλήθεια με ανύπαρκτες γνώσεις και ψεύδη! ”Το πολιτικό σύστημα θριαμβεύει επειδή είναι μια ενωμένη μειοψηφία που ενεργεί εναντίον μιας διαιρεμένης πλειοψηφίας.”

Τα κόμματα αντανακλούν κοινωνικές πραγματικότητες και ιδεολογικές αφετηρίες. Και μονάχα όταν η ίδια η κοινωνία τα απορρίψει, περνούν στην Ιστορία.

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

ΚΥΠΡΙΑΚΟ - ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ -ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΖΥΡΙΧΗΣ-ΛΟΝΔΙΝΟΥ- ΣΧΕΔΙΟ ΑΤΣΕΣΟΝ- ΜΑΚΑΡΙΟΣ & ΑΓΓΛΟΙ ΤΟΠΙΣΑΝ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ -ΠΡΟΔΟΣΙΑ-ΕΙΣΒΟΛΗ.

ΚΥΠΡΟΣ-ΙΟΥΛΙΟΣ 1974:Ανοίξτε τον φάκελο της Κύπρου! Όλοι οι Έλληνες πρέπει να μάθουν την αλήθεια. Γιατί πάνω στο "πτώμα" της Κύπρου "γεννήθηκε" η...μεταπολίτευση.

Την ατμόσφαιρα της μεταπολίτευσης δηλητηρίασε από την αρχή η υποψία πως η διερεύνηση πάγωσε για να μην αποκαλυφθεί είτε η εμπλοκή πολιτικών προσώπων στην Κυπριακή Τραγωδία του 1974 (στο πλαίσιο κάποιας απροσδιόριστου μεγέθους συναλλαγής με τον «ξένο παράγοντα» ώστε να αποφευχθούν οι συνέπειες μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης), είτε κάποια ανήθικη παρασκηνιακή συναλλαγή του πολιτικού κόσμου με τους χουντικούς για να διασφαλιστεί η ομαλή «μετάβαση» στην Κοινοβουλευτική ζωή.

Είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς για όλα αυτά. Μπορεί κάτι από αυτά να αληθεύει, μπορεί τίποτα ή και όλα μαζί. Κανείς δεν ξέρει. Αυτό όμως που δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί, είναι πως έγινε μέτοχος ή κοινωνός αυτής της καχυποψίας που είναι διάχυτη στο κοινωνικό σώμα σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.


















ΚΥΠΡΟΣ-ΙΟΥΛΙΟΣ 1974: Καμιά ελληνική κυβέρνηση, ούτε την εποχή της Αγγλοκρατίας ούτε την εποχή της Αμερικανοκρατίας, δεν πίστεψε στο όραμα της ένωσης πoυ είχε ο Ελληνικός και ο Ελληνoκυπριακός λαός.

Η Κύπρος το 1571 από τους Λατίνους πέφτει στα χέρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

Συνδέεται έτσι με τον Ελληνισμό που βρίσκεται μέσα στο χώρο αυτό κι έτσι ο κυπριακός πληθυσμός μετέχει στη διαδικασία διαμόρφωσης της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης. 

Ο Ι. Καρατζάς, συνεργάτης τoυ Ρήγα, ήταν Κύπριος (ζούσε στην Ουγγαρία) και δολοφονήθηκε μαζί με το Ρήγα. Η Φιλική Εταιρεία στέλνει ανθρώπους της να μυήσουν τον ανώτερο κλήρο και τους προύχοντες.

Μεταξύ των Φιλικών της Κύπρoυ ήταν ο αρχιεπίσκoπος Kυπριανός. Οταν τον Ιούνιο του 1821 κατεβαίνει στην Κύπρο ο Κανάρης, οι Τούρκοι πνίγoυν στο αίμα κάθε εκδήλωση συμμετοχής στην επανάσταση εκτελώντας μεταξύ άλλων τον αρχιεπίσκοπο και τους επιοκόπoυς Πάφου, Κιτίου, Κηρύνειας. 

Μετά τη δημιουργία τoυ ελληνικού κράτους, χιλιάδες Κύπριοι πολέμησαν μαζί με τον ελληνικό στρατό στούς πολέμους του 1897, 1912-1913 κ.επ. και βοηθούν ενεργά το ενωτικό κίνημα της Kρήτης.

Το 1878, μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο, το νησί παραχωρείται από τους Τούρκους με νοίκι στη Βρεταννία (με τη μυστική συνθήκη της 4/6/1878) σε αντίβαρο της ρωσικής απειλής. 

Με τη συνθήκη αυτή η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρεί «την υψηλή επικυριαρχία». Το 1914 με την αρχή τoυ πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η Βρεταννία θεωρεί άκυρη τη συμφωνία του 1878 και προσαρτά επίσημα την Κύπρο. Στη 1/5/1925 κήρυξαν το νησί αποικία τους μετά τη συνθήκη της Λωζάνης, που υπέγραψε και η Τουρκία.

Είναι χαρακτηριστικό της ελληνικής συνείδησης που υπήρχε στην Κύπρο, ότι το 1878 ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου δήλωνε στον πρώτο Άγγλο Αρμοστή τα εξής:





«Δεχόμεθα την μεταβολήν της κυβερνήσεως, τοσούτω μάλλον καθ' όσον πεποίθαμεν ότι η Μ Βρεταννία θα βοηθήσει την Κύπρον, όπως έκαμε με τας Ιονίους Νήσους, ίνα αύτη ενωθεί μετά της μητρός Ελλάδας, μετά της οποίας είναι εθνικώς συνδεδεμένη»


Πριν από το 1571 η Κύπρος δεν είχε ούτε ένα Τούρκο. Η τουρκική μειονότητα της Κύπρου δημιουργείται με την παραμονή εκεί του οθωμανικού στρατού. 

Το 1841 καταγράφονται 76.000 Έλληνες Κύπριοι και 33.000 Τούρκοι Κύπριοι (το 1945 αντίστοιχα τα ποσοστά είναι 78,9% και 17.8%.

Η ορθόδοξη εκκλησία της Κύπρου απόκτησε ισχυρή εξoυσία Το 1754 ο Σoυλτάνος αναγνωρίζει τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο Κύπρου ως τον ανώτατο πολιτικό ηγέτη των Ελληνοκυπρίων (εθνάρχης). 

Στην τουρκοκρατία η εκκλησία είχε το αποκλειστικό προνόμιο να συγκεντρώνει τους φόρους για λογαριασμό του Σouλτάνου και το δικαίωμα της φροντίδος της δημόσιας τάξης στο νησί. Έτσι αποκτά σημαντική περιουσία κι έχει στα χέρια της την ηγεσία της ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Οι Βρεταννοί αποικιοκράτες από το 1878 αρχίζουν να καλλιεργούν τη διχόνοια μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. 

Με το αποικιακό «Σύνταγμα» τoυ 1821 δημιούργησαν ένα διοικητικό σύστημα που βασιζόταν στη διαίρεση του πληθυσμού με βάση την καταγωγή του (Νομοθετικό Συμβούλιο με πρόεδρο τον Άγγλο Αρμοστή, 6 Άγγλoυς υπαλλήλους διορισμένους, 9 Έλληνες, 3 Τούρκους, που εκλέγονταν χωριστά από τις δύο κοινότητες). 

Ακόμη και τα Σχολεία ήταν χωριστά. Οι Βρεταννοί επιδιώκουν να μην υπάρχει συνεργασία τoυ πληθυσμού, κάτι που υπήρχε κατά την οθωμανική κυριαρχία, βασιζόμενοι στη μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε». Φτάνουν στο σημείο να προτρέπουν χωρίς επιτυχία, τους Τουρκοκύπριoυς να πηγαίνουν εθελοντικά στον τουρκικό στρατό. 

Η βρεταννική πολιτική ενθαρρύνει τους Τουρκοκυπρίους να ζητούν την επιστροφή της Κύπρου στην Οθωμανική Aυτοκρατορία σε αντίβαρο των διαβημάτων των Ελληνοκυπρίων για ένωση. 

Τη διαίρεση του πληθυσμού ευνόησαν εκτός των Βρεταννών και οι εκάστοτε κυβερνήσεις Ελλάδας, Τουρκίας καθώς και οι ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές ηγεσίες. 

Χαρακτηριστικό είναι ότι από την Αθήνα στη διάρκεια τoυ εμφύλιoυ στέλνονταν μεταφρασμένα στα τουρκικά ευαγγέλια για προσηλυτισμό των Τουρκοκυπρίων.

Καμμιά ελληνική κυβέρνηση, ούτε την εποχή της αγγλοκρατίας ούτε την εποχή της αμερικανοκρατίας, δεν πίστεψε στην ένωση. 

Το 1931 , όταν ξεσπά στην Κύπρο λαϊκή εξέγερση με γνήσιο αντιαποικιακό χαρακτήρα κατά των Βρεταννών, που είχαν επιβάλει τότε το δικό τους ποινικό Kώδικα, στη Βουλή ο Ε. Βενιζέλος δηλώνει «Ζωτικότατα συμφέροντα της Ελλάδος επιβάλλoυν εις αυτήν να διατηρεί σχέσεις αδιαταράκτoυ φιλίας και προς την Μ. Βρεταννίαν και προς την γείτονά μας, μεγάλην μεσογειακήν δύναμιν, Ιταλίαν. 

Είναι αδύνατον η φιλία αυτή να μείνη αδιατάρακτος, εάν το ελληνικόν κράτος υπέθαλπε ή υπεβοήθει την επιδίωξιν εθνικών πόθων των κατοίκων των νήσων τούτων» (δηλ. της Δωδεκανήσου και της Κύπρου). 

Στις 6/7/46 ο Κ. Τσαλδάρης δηλώνει «η Κύπρος δεν αποτελεί εθνικήν διεκδίκησιν της Ελλάδος». Τον Αύγουστο του 1948 ο Θ. Σοφούλης δήλωνε ότι δεν χρειάζεται να συζητιέται το Κυπριακό, γιατί «κάτω από τις σημερινές συνθήκες θα προξενούσε σοβαρές ζημιές στις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδος».

Μέχρι το τέλος της απόλυτης αγγλοκρατίας στη χώρα μας για τις κυβερνήσεις της Ελλάδας δεν υπήρχε κυπριακό πρόβλημα. 

Όμως, και μετά την επιβολή της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα, οι Βρεταννοί έχουν ισχυρά ερείσματα στην πoλιτική ηγεσία στην Ελλάδα (Παλάτι, πολιτικοί ηγέτες).

Το 1950 ο Γ. Παπανδρέου σ' επιστολή του προς το Δήμαρχο Λευκωσίας μεταξύ άλλων γράφει: «Η Ελλάς σήμερον αναπνέει με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν και δι' αυτό δεν ημπορεί λόγω του Κυπριακού να πάθει ασφυξίαν».

Τα πράγματα όμως είχαν αρχίσει) ν' αλλάζoυν. Με το τέλος του Β' παγκοσμίου, πολέμου, οι ΗΠΑ μπαίνουν στο προσκήνιο και εκτοπίζουν σταδιακά τις παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία). Η περιοχή της Μ. Ανατολής γίνεται πεδίο σκληρής αναμέτρησης.

Πριν τον πόλεμο οι Βρετανοί ελέγχoυν το 80% των πετρελαίων της Μ. Ανατολής, ενώ οι Αμερικανοί μόλις το 14%. 

Το 1955 η Βρεταννία ελέγχει μόλις το 30% των πετρελαίων της περιοχής, οι ΗΠΑ το 65%, ενώ η Γαλλία μόνο το 25% της Ιράκ Πετρόλεουμ. 

Για τη Βρετανία η Κύπρος έχει γίνει ζωτικό σημείο στην προσπάθειά της να περισώσει ό,τι μπορεί από το παλιό αποικιακό στρατηγικό της σύστημα.

Οι ΗΠΑ μεθοδικά αξιοποιούν το κενό που δημιουργείται για τους Βρετανούς με την ανάπτυξη των εθνικοαπελευθερωτικών - αντιαποικιακών κινημάτων των αραβικών λαών, προσέχοντας όμως να μην ξυπνήσουν τη συνείδηση του αραβικoύ έθνους. 

Στο Κυπριακό επιδιώκουν να ανοίξει το θέμα διαμέσου των ελληνικών κυβερνήσεων πou ελέγχουν. Από τότε οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν αρνούνται ότι υπάρχει κυπριακό ζήτημα. .

Δε θέλoυν όμως οι ΗΠΑ να δημιουργηθεί ένα ανεξέλεγκτο εθνικοαπελευθερωτικό - αντιαποικιακό κίνημα στην Κύπρο, ούτε να αναμιχθεί η ΕΣΣΔ, που είχε ήδη μπει στο προσκήνιο στην περιοχή.

Στην Κύπρο, παρά την άρνηση της κυβέρνησης της Αθήνας, με πρωτοβουλία της κυπριακής εκκλησίας, γίνεται δημοψήφισμα για την ένωση (15 ως 22 Γενάρη 1950), πoυ υπογράφεται από 215.108 Ελληνοκύπριους (96%). 

Στο υπόλοιπο 4% συγκαταλέγονται και δημόσιοι υπάλληλοι που τους απαγόρευσαν οι Βρεταννοί να υπογράψoυν. Ο Πλαστήρας αρνείται να παραλάβει τo απoτέλεσμα του δημοψηφίσματος. 

Στις 20/8/1950 ο Μακάριος εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος. Την ηγεσία του ενωτικού κινήματος στην Κύπρο την έχει η εκκλησία, που η πολιτική της δεν ταυτίζεται με τις εξαρτημένες Kυβερνήσεις της Αθήνας. 

Οι στόχοι της όμως δεν ξεπερνούν την ένωση, που την έβλεπε μέσα σ' ένα συντηρητικό αστικό πλαίσιο, όπου η εξάρτηση παίζει βασικό ρόλο. Γι' αυτό δεν ευνοεί την ανάπτυξη εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος ενάντια στην αποικιοκρατία, που να στηρίζεται στο σύνολο του κυπριακού λαού (δηλ. και στoυς Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους) και δεν βάζει κοινωνικά αιτήματα 

(οι Τouρκοκύπριοι είναι από τα πιό φτωχά στρώματα του κυπριακού πληθυσμού).

Ο Μακάριος, αν και κινήθηκε στα πλαίσια της εξάρτησης, επηρεαζόμενος ιδιαίτερα από τον αγγλικό παράγοντα, μετά την επιστροφή τoυ από την εξορία του στις Σεϋχέλλες, ήταν επίσης ο εκφραστής της πολιτικής της κυπριακής εκκλησίας που είχε παράδοση πολιτικής αυτονομίας. .

Eiχε, ταυτόχρονα, και προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες, γι' αυτό και η πoλιτική του ήταν αντιφατική στις διάφορες ιστορικές περιόδους του Κυπριακού.

Δεν υπήρξε γνήσια ηγεσία του κυπριακού λαϊκού κινήματος. Το ΑΚΕΛ, σ' όλη του την ιστορία, ακολούθησε συμβιβαστική πολιτική, που εναρμονιζόταν με τη σοβιετική θέση για την περιοχή. 

Η ΕΣΣΔ από παλιά δεν αμφισβήτησε στην πράξη τα βρετανικά ή τα αμερικανικά συμφέροντα στην Κύπρο. 

Δεν ήθελε την ένωση ούτε τη διπλή ένωση, που θα επισημοποιούσε την επέκταση του ΝΑΤΟ στη Μ. Ανατολή. 

Δεχόταν ακόμη και «τύποις» ένα ενιαίο κράτος (Στις 20 Γενάρη 1965 ο Γκρομίκο σε συνέντευξή του στην «Ισβέστια» δεν ήταν αντίθετος με την Ομοσπoνδία). Eπιδίωκε μόνο να διατηρεί την επιρροή της σ' ένα τμήμα της κυπριακής πoλιτικής ηγεσίας.

Από το 1950 η ελληνοκυπριακή ηγεσία επιδιώκει να συζητηθεί το Κυπριακό στον ΟΗΕ. 

Οι κυβερνήσεις της Αθήνας αρνούνται. 

Στην Ελλάδα δημιουργείται λαϊκό κίνημα για την ένωση.

Στις 4/3/1953 στην Αθήνα γίνονται αιματηρές συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας. 
Ο Μακάριος δεν κρύβει την αντίθεσή τoυ με τον Παπάγο. 

Στις 12/8/53 ο Μακάριος, ως ηγέτης των Ελληνοκυπρίων,υποβάλλει αίτηση στον ΟΗΕ να εφαρμοσθεί για την Κύπρο η αρχή της αυτοδιάθεσης. Η κυβέρνηση Παπάγου αρνείται να υιοθετήσει το αίτημα, γιατί, όπως δήλωσε αργότερα (12/12/58) ο Σ. Βενιζέλος στη Βoυλή, «...σταθερώς η Αμερική μας απέτρεπε να προσφύγωμεν εις τα Ηνωμένα Έθνη».

Οι ΗΠΑ ήθελαν να γίνουν υπερδύναμη, χωρίς όμως να βάζουν σε κίνδυνο τη συνοχή του δυτικού στρατόπεδoυ, γι' αυτό δεν εναντιώνονται φανερά στη Βρεταννία. 

Γνώριζαν άλλωστε ότι οι Βρεταννοί είχαν (κι έχουν) ισχυρά ερείσματα στην Ελλάδα. 
Ο Παπάγος ένα χρόνο αργότερα εγγράφει στις 20/8/54 το Κυπριακό για συζήτηση στον ΟΗΕ. Οι ΗΠΑ τώρα δε διαφωνούν θέλοντας να πιέσoυν τη Βρεταννία.

Στο μεταξύ, το ενωτικό κίνημα στην Ελλάδα και στην Κύπρο παίρνει διαστάσεις

Η κυβέρνηση της Αθήνας πιέζεται ασφυκτικά. Οι ΗΠΑ όμως δε θέλουν συζήτηση επί της ουσίας. Η απόφαση που βγαίνει τους ευνοεί, γιατί δέχεται ότι υπάρχει κυπριακό πρόβλημα, όμως είναι άκαιρο να υπάρξει κάποια λύση.

Aπό το 1952 έχουν αρχίσει οι προετοιμασίες για ένοπλη δράση στην Kύπρο. Ο Γρίβας (Κύπριoς) , πoυ στη διάρκεια της κατοχής ήταν άνθρωπος των Άγγλων, είχε επαφές με τον αρχηγό του ΓΕΣ στρατηγό Κοσμά, που ήταν υπέρ του ένοπλου αγώνα. 

Πίσω από το στρατηγό Κοσμά ήταν ο Παπάγος. Πίσω από τον Παπάγο ήταν οι Αμερικανοί. 

Ο Μακάριος, ενώ συμμετέχει στις προετοιμασίες, δε φαίνεται ένθερμος θιασώτης του ένοπλου αγώνα. Το ΑΚΕΛ είναι αντίθετο, ενώ το ΚΚΕ καταγγέλλει και ουσιαστικά καταδίδει το Γρίβα («ψευτοδιγενή», «τρακατρούκα» κλπ.). 

Στο ΑΚΕΛ ορισμένα στελέχη (Β. Λυσσαρίδης) διαφωνούν και συγκροτούν ένοπλες ομάδες που αγωνίσθηκαν μαζί με την ΕΟΚΑ, Το ΚKE άλλαξε γραμμή μετά το Ζαχαριάδη. 

Το Φλεβάρη του 1957 καλούσε τους Κύπριους αγωνιστές να συνεχίσουν «ακλόνητοι τον αγώνα που διευθύνουν οι πατριωτικές οργανώσεις ΑΚΕΛ, Εθναρχία και ΕΟΚΑ».

Ο όρκος της ΕΟΚΑ, ενώ μιλούσε για την απoτίναξη του αγγλικού ζυγού, δεν περιείχε τη λέξη «ένωση», που συγκινούσε τότε τους Ελληνοκύπριους. Η ηγεσία της οργάνωσης βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων που έχουν υπηρετήσει ξένα συμφέροντα. 

Όμως με αυτές τις προϋποθέσεις οι ΗΠΑ αντικειμενικά ευνοούνται στην πολιτική τους να εκτοπίσουν τη Βρεταννία και να βάλουν «πόδι» στην Κύπρο, αξιοποιώντας το όραμα της ένωσης πoυ είχε ο ελληνικός και ο ελληνoκυπριακός λαός.

Τη νύχτα της 31 Μάρτη - 1 Απρίλη 1955 η ΕΟΚΑ αρχίζει δράση με εκρήξεις βομβών. 

Οι Βρεταννοί, σαν αντίβαρο, μεθοδεύουν την ανάμειξη της Τουρκίας στο Κυπριακό.

 Τον Ιούνιο του 1955 ο Ήντεν καλεί στο Λονδίνο αντιπροσώπους από την Ελλάδα και την Τουρκία για να συζητήσουν θέματα της Μ. Ανατολής που συμπεριλαμβάνουν και την Κύπρο. Παρά την αντίδραση του Μακάριου, η ελληνική κυβέρνηση στέλνει τον υπουργό Εξωτερικών (Στεφανόπουλος) αναγνωρίζοντας έτσι επίσημα την τουρκική ανάμειξη. 

Η τριμερής διάσκεψη (από 29/8/55 ως 7/9/55) τελειώνει χωρίς απόφαση.

Ο στόχος της Βρεταννίας πέτυχε. 

Τη νύχτα, στις 6 Σεπτέμβρη του 1955, πριν λήξει η διάσκεψη τoυ Λονδίνου, ξεσπά οργανωμένο πογκρόμ σε βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και των Ελλήνων αξιωματικών τoυ αρχηγείου του ΝΑΤΟ. 

Την καθοδήγησή τους, όπως ήταν φανερό, την είχε η Βρεταννία. Στην Ελλάδα πεθαίνει ο Παπάγος και το Παλάτι διορίζει τον Καραμανλή πρωθυπουργό. 

Ο Καραμανλής, που επιλέχτηκε από τους Αμερικανούς σε συμφωνία με το Παλάτι, είναι πιο ενδοτικός στις βρεταννικές πιέσεις. Ενώ ο Παπάγος, πού έγινε πρωθυπουργός προωθούμενος από τους Αμερικανούς παρά την βασιλική αντίθεση, δεν έτρεφε φιλοβρεταννικά αισθήματα. 

Στην Κύπρο διορίζεται νέος Βρεταννός Kυβερνήτης ο Χάρτινγκ, που είναι ειδικός στην καταστολή των απελευθερωτικών κινημάτων. Οι Βρεταννοί, ενώ εξαπολύoυν άγρια τρομοκρατία, αρχίζουν διαπραγματεύσεις με το Μακάριο.

Η κυβέρνηση Καραμανλή και το Παλάτι επιδιώκoυν να βρεθεί μιά «φόρμουλα» με τους Βρεταννούς, ώστε να κλείσει το Κυπριακό. 

Ο Μακάριος είναι αντίθετος, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις της Ελλάδας, των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Το παλάτι φοβάται ότι παράταση του Κυπριακού θα ενίσχυε τις αντιδυτικές και ουδετερόφιλες τάσεις στην Ελλάδα, και ότι θα έχανε ο Καραμανλής τις εκλογές. 

Στην Κύπρο ο Χάρτινγκ θέτει «εκτός νόμου» το AΚEΛ και καθιερώνει θανατικές ποινές. Στις 9/3/56 ο Μακάριος εξορίζεται από τους Βρεταννούς. 

Το ενωτικό κίνημα στην Ελλάδα φουντώνει. Στην Αθήνα τρείς διαδηλωτές σκοτώνονται από την αστυνομία. Στην Κύπρο γενική απεργία και διαδηλώσεις, ενώ οι Βρετανοί σκληραίνουν. Εκτελούν δύο Κύπριους πατριώτες, το Μιχάλη Καραολή και τον Ανδρέα Δημητρίoυ

Κάτω από την πίεση του ενωτικού κινήματος γίνεται νέα προσφυγή στον ΟΗΕ. Όλοι οι «σύμμαχοι» της Ελλάδας ψηφίζουν εναντίον. 

Ο αναπληρωτής του Μακάριου μητροπoλίτης Κιτίου Άνθιμος, κατηγορεί ανοιχτά τον υπουργό εξωτερικών Θεοτόκη ως «φίλαγγλο» και συμβιβαστικό και ζητά την παραίτησή τoυ. Ο Θεοτόκης παραιτείται το Μάη τoυ '56 και τη θέση τoυ παίρνει ο Αβέρωφ.

Τον Αυγουστο και Σεπτέμβρη του '56 εκτελούνται άλλοι έξη Κύπριοι πατριώτες, οι Α. Ζάκος, Χ. Μιχαήλ, I. Πατάτσος, Στ. Μαυρομμάτης, Α Παναγίδης και Μ. Κουτσόφτας.

Κι ενώ έχει ξεσπάσει νέο αντικυβερνητικό και αντιαμερικάνικο κύμα διαδηλώσεων στην Αθήνα και στην Κύπρο, ο Γρίβας διατάζει την αναστολή της δράσης της ΕΟΚΑ στις 16/8/1956. 

Την ίδια στιγμή οι Βρετανοί δε δέχονται την ανακωχή.

Ο Καραμανλής αποκαλεί την ανακωχή Γρίβα «γενναία απόφαση που αποκαθιστά την ειρηνική ζωή εν τη νήσω». 

Στην πραγματικότητα ο Γρίβας διευκολύνει τoυς Βρεταννούς και τους Γάλλους να χρησιμoποιήσουν την Κύπρο ως ορμητήριο για την επιδρομή τους στην Αίγυπτο.

Στο μεταξύ ο δρόμος για τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου ανοίγει. 

Ήδη από το Νοέμβρη του 1956 οι ΗΠΑ επιθυμούν ή αυτοκυβέρνηση της Κύπρου μέσα στη Βρεταννική Κοινοπολιτεία ή ανεξάρτητο κράτος. 

Οι Βρεταννοί από την άλλη πλευρά προβάλλουν τη διχοτόμηση με τη συμμετοχή της Τουρκίας. 

Ο Αβέρωφ μάλιστα είχε συζητήσει με τον Τούρκο πρεσβευτή το θέμα της διχοτόμησης. 

Οι ΗΠΑ πιέζουν τη Βρεταννία να βρεθεί λύση.

Αλλεπάλληλα σχέδια λύσης του Κυπριακού προβάλλονται από τoυς Βρεταννούς. 

Σχέδια Ράντκλιφ, Μακμίλλαν. Στον ΟΗΕ το Kυπριακό παζαρεύεται στο παρασκήνιο. Ο νέος Βρεταννός πρωθυπουργός Μακ Μίλλαν δηλώνει ότι θ' απελευθερώσει το Μακάριο κι ότι προσφέρει ασφαλή αναχώρηση του Γρίβα από την Κύπρο. 

Ο Μακάριος επιστρέφει από τις Σεϋχέλλες τον Απρίλη του 1957. Στην Κύπρο το Χάρτινγκ διαδέχεται ο Φούτ, αλλά η βρεταννική τρομοκρατία εντείνεται. 

Οργανωμένες ομάδες Τουρκοκυπρίων με αγγλική καθοδήγηση κάνουν επιθέσεις εναντίον ελληνικών συνοικιών στη Λευκωσία και στη Λάρνακα.

Η ΕΟΚΑ αναπτύσσει περιορισμένη δράση εξ αιτίας των πληγμάτων που έχει δεχθεί και των υποδείξεων του Μακάριου και της ελληνικής κυβέρνησης, που έχουν ήδη προσανατολισθεί σε λύση του Κυπριακού που δεν ήταν η ένωση. 

Η στάση του Μακάριου, μετά την επιστροφή του από την εξορία, έχει γίνει πιο συμβιβαστική. 

Το Γενάρη του 1958 η ΕΟΚΑ εκτελεί στελέχη του ΑΚΕΛ, παρά τις αντιδράσεις όλων των ελληνικών κομμάτων. Το ίδιο επαναλαμβάνεται το Μάη και τον Αύγουστο.

Τουρκοκύπριοι αριστεροί που είχαν εκδηλωθεί υπέρ της ενότητας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εκτελούνται από την τουρκική οργάνωση ΤΜΤ το Σεπτέμβρη του 1958. 

Είναι φανερό ότι η ενότητα των δύο κοινοτήτων δε συμφέρει ούτε τους Αμερικανούς ούτε τους Βρεταννούς.

Στην Ελλάδα και στην Κύπρο οι πολιτικές δυνάμεις ουσιαστικά έχουν αποδεχθεί τη λύση της δεσμευμένης ανεξαρτησίας. 

Η επικύρωση δεν αργεί να γίνει. 

Έτσι στις 11/2/1959 στη Ζυρίχη ανακοινώνεται η συμφωνία. Με βάση αυτήν, αποκλείεται η συμμετοχή της Κύπρου σε οποιοδήποτε συνασπισμό που δε μετέχουν η Ελλάδα και η Τουρκία και τέλος η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρεταννία εγγυώνται την ακεραιότητα του νέου κράτους και την «ανεξαρτησία» του.

Ο Καραμανλής δηλώνει : 
«Η ημέρα αυτή ανήκει εις τας ευτυχεστέρας της ζωής μου…». 

Ο Μακάριος εκφράζει την ικανοποίηση του: 

«...Η επιτευχθείσα συμφωνία θέτει τα θεμέλια αρίστης και οριστικής λύσεως του Κυπριακού... θα διανοίξη δια την Κύπρον νέαν περίοδον ελευθερίας και ευημερίας, τόσον δια τους, Έλληνας όσον και δια τους Τούρκους της Κύπρου».

Στις 17/2/1959 στο Λονδίνο καθορίζεται το συνταγματικό καθεστώς με τη συμμετοχή της Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας και των εκπροσώπων των δύο κοινοτήτων της Κύπρου. 

Ο Mακάριος υπογράφει τη συμφωνία παρότι προβάλλεται στον τύπο ότι έχει αντιρρήσεις. 

Μετά τη συμφωνία δηλώνει: 

«... Σήμερον αρχίζει δια τον λαόν της Κύπρου νέον κεφάλαιον και μια περίοδος ειρήνης και ευημερίας … Του λοιπού, αντί να είναι αιτία προστριβών, η Kύπρος θα καταστή ισχυρός δεσμός μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας...».

Ο μακροχρόνιος αγώνας για την αυτοδιάθεση ξεπουλήθηκε. 

Η λύση που επιβλήθηκε εξυπηρετούσε τα ξένα συμφέροντα κι όχι αυτά του ελληνικού και κυπριακού λαού. Ήταν βασισμένη στην αρχή της διαίρεσης των εθνών και των λαών, που και σήμερα είναι πηγή δεινών για τον κόσμο. 

Έτσι επισημοποιήθηκε η διαίρεση μεταξύ Eλληνoκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και ήταν η αφετηρία για τις κατoπινές εξελίξεις. 

Οι ΗΠΑ προωθούν με τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου σημαντικά τα συμφέροντά τους στην Κύπρο, περιορίζοντας το ρόλο της Βρετανίας που υποχρεώθηκε να αποδεχτεί την κατάργηση της συνθήκης της Λωζάνης. 

Το Κυπριακό θα γινόταν το μόνιμο σημείο αντίθεσης μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας, πoυ θα έβαζε σε κίνδυνο «τη συνοχή του δυτικού κόσμου».

Οι συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου δεν κράτησαν πoλύ. Στις 4/8/1963 ο Μακάριος ζητούσε την αναθεώρηση τoυ Κυπριακού Συντάγματος για να γίνει βιώσιμο το κράτος. 

Η Τουρκία αρνείται. Η Βρεταννία δείχνει ότι ενδιαφέρεται. Στην πραγματικότητα όμως επιδιώκει να βαθύνει τη διαίρεση. 

Γίνονται αλλεπάλληλες αποτυχημένες διασκέψεις μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου. 
Οι ΗΠΑ βρίσκονται στο παρασκήνιο και ευθυγραμμίζονται με την τουρκική στάση.

Στην Κύπρο, γύρω στα Χριστούγεννα του 1963, ξεσπούν επεισόδια μεταξύ ενόπλων ομάδων Ελληνοκυπρίων – Τουρκοκυπρίων. 

Η ΤΟΥΡΔΥΚ καταλαμβάνει το δρόμο Λευκωσίας – Κυρήνειας. Το σκηνικό έχει στηθεί. Οι Άγγλοι επεμβαίνουν και χαράζουν διαχωριστική πράσινη γραμμή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, τονίζοντας ουσιαστικά τη διχοτόμηση. 

Η Τουρκία ζητά μέσω του πρωθυπoυργού της Ισμέτ Ινονού την επέμβαση των ΗΠΑ στην Κύπρο, ώστε να μην επέμβει μονομερώς.

Προωθείται το αμερικανοβρεταννικό «σχέδιο» Σάντυς - Μπώλ, που πρόβλεπε την κατοχή της Κύπρου από μια δύναμη πoυ θα προερχόταν από χώρες του ΝΑΤΟ και το διορισμό ενός μεσολαβητή κοινά αποδεκτού από τις ΗΠΑ, τη Βρεταννία, την Ελλάδα και την Τουρκία. 

Η ελληνική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον υπηρεσιακό Παρασκευόπουλο συμφώνησε. Ο Μακάριος απόρριψε το «σχέδιο».

Στην Ελλάδα κερδίζει τις εκλογές η Ένωση Κέντρου. 

Η νέα κυβέρνηση απορρίπτει κι αυτή με τη σειρά της το «σχέδιο». 

Ο βρετανικός παράγοντας περιορίζεται. 

Οι ΗΠΑ άμεσα υποβάλλουν νέο, το «σχέδιο», Άτσεσον.

Γι’ αυτό τώρα η ΕΣΣΔ κάνει σαφές το ενδιαφέρον της για την περιοχή, ενώ ο Μακάριος καθιερώνει υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Η ελληνική κυβέρνηση συμμετέχει στις συνομιλίες της Γενεύης για το «σχέδιο» Άτσεσον, που τυπικά γίνονται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, στην πραγματικότητα όμως από τις ΗΠΑ.

Το «σχέδιο» αυτό πρόβλεπε την παραχώρηση μιας μεγάλης βάσης στην Τουρκία για 50 χρόνια καθιέρωση χωριστής τουρκοκυπριακής διοίκησης σε δύο επαρχίες, μετακινήσεις πληθυσμού και σ' αυτή τη βάση «ένωση» της Κύπρου με την Ελλάδα. Δηλ. επέβαλλε τη διχοτόμηση με την παρουσία των ΗΠΑ στην Κύπρο μέσω της Τουρκίας. 

Ο Μακάριος αρνήθηκε επίμονα, παρά το κλίμα επικείμενου ελληνοτουρκικού πολέμου που περνούσαν οι ΗΠΑ και παρά τις πιέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, που ήταν αντίθετη στην πιο ανεξάρτητη κυπριακή πολιτική γραμμή.

Στην Κύπρο το καλοκαίρι τού ‘64 γίνονται επιθέσεις ελληνικών και ελληνοκυπριακών στρατιωτικών δυνάμεων με συμμετοχή του Γρίβα εναντίον τουρκοκυπριακών θυλάκων. 

Δίνεται το πρόσχημα στην Τουρκία να βομβαρδίσει το νησί και να ενταθεί το κλίμα για τουρκική απόβαση. 

Ο Γ. Παπανδρέου κάτω από την πίεση των πραγμάτων απορρίπτει τελικά το «σχέδιο» Άτσεσον, παρότι είχε δεχθεί να το συζητήσει. Θα το αποδεχόταν, αν δεν υπήρχε η σοβαρή αντίθεση της κυπριακής ηγεσίας.

Από τον ΟΗΕ αυτή το φορά υποβάλλεται νέο σχέδιο. Το σχέδιο Πλάσα στις 26/3/1965. 

Σύμφωνα μ' αυτό εγκαταλείπεται η ένωση, αποστρατικοποιείται το νησί, καταργείται το δικαίωμα επέμβασης άλλων χωρών και παρέχονται εγγυήσεις στους Τουρκοκυπρίους. 

Το σχέδιο αυτό όμως το καταψήφισαν μεταξύ άλλων οι ΗΠΑ και η Τουρκία, ενώ απείχαν όλες οι δυτικές και οι ανατολικές χώρες.

Νέα κρίση μεταξύ Αθήνας - Λευκωσίας δημιουργείται με τα τσεχοσλοβάκικα όπλα που έχει αγοράσει η Κύπρος.

Στην Ελλάδα το παλάτι έχει απομακρύνει το Γ. Παπανδρέου και στην κυβέρνηση είναι οι αποστάτες.

Ήδη από την εποχή της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, η Ελλάδα είχε στείλει ισχυρή στρατιωτική δύναμη στην Κύπρο, που καθιστούσε πολύ δύσκολη οποιαδήποτε τουρκική επέμβαση, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και ισχυρό μέσο πίεσης στο Μακάριο.

Η εποχή όμως αυτή σημαδεύεται από μια νέα επέμβαση των ΗΠΑ στον αραβικό χώρο με στόχο τον έλεγχο των πετρελαίων των αραβικών χωρών που τα εθνικοποιούσαν. 

Τα αραβικά καθεστώτα που είχαν προκύψει από τον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας και κρατούσαν μία εθνική ανεξάρτητη γραμμή, έπρεπε να υποταχθούν και να ευθυγραμμισθούν με τα αμερικανικά συμφέροντα, μέσω του κράτους του Ισραήλ, που μεταβλήθηκε σε πολεμική μηχανή. 

Η  δικτατορία στη χώρα μας είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις εξελίξεις αυτές. 

Η Κύπρος και η Τουρκία αποκτούσαν εκείνη την εποχή τεράστια στρατηγική σημασία για τις ΗΠΑ. 

Στις 9/9/1967 γίνεται η συνάντηση Κόλλια – Nτεμιρέλ, όπου η χούντα έναντι της «ένωσης», παραχωρούσε στην Τουρκία το λεγόμενο στρατηγικό τρίγωνο στα βόρεια της Δυτ. Θράκης. Οι Τούρκοι απορρίπτουν την πρόταση. 

Το Νοέμβρη του 1967 η εθνοφρουρά, που διοικείται από το Γρίβα και καθοδηγείται από την Αθήνα επιτίθεται εναντίον τουρκοκυπριακών χωριών. Η Τουρκία απειλεί απόβαση. 

Ζητά την ανάκληση της ελληνικής στρατιωτικής δύναμης από τουλάχιστον 8.000 άντρες και του Γρίβα. Δημιουργείται  ξανά κλίμα ελληνοτουρκικού πολέμου. 

Οι ΗΠΑ «μεσολαβούν» και η χούντα συμμορφώνεται. Ο Μακάριος δεν προσυπογράφει τη συμφωνία. που μεταξύ άλλων πρόβλεπε την κατάργηση της κυπριακής εθνοφρουράς.

Η χούντα δεν εγκαταλείπει τη γραμμή της στο Κυπριακό, δηλ. ότι το Κυπριακό είναι υπόθεση μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας. 

Σταθερή επιδίωξη των Αμερικανών  είναι ο παραμερισμός του Μακαρίου και η πλήρης ευθυγράμμιση των Ελληνοκυπρίων με τη γραμμή της Αθήνας. 

Στις 8/3/1970 γίνεται δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου. Στη διάσκεψη του ΝΑΤΟ στη Λισσαβώνα τον Ιούνη του 1971, όπως φαίνεται, η χούντα συμφωνεί με την Τουρκία στη διχοτόμηση της Κύπρου και τη μετατροπή της σε προπύργιο του ΝΑΤΟ. 

Γι’ αυτό έπρεπε να εξουδετερωθεί η κυπριακή κυβέρνηση. 

Ο Γρίβας ξαναγυρίζει στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1971 για την ανατροπή του Μακαρίου δημιουργώντας την ΕΟΚΑ Β'. 

Για τον ίδιο λόγο είχε δημιουργηθεί από το 1969 στην Κύπρο το «Εθνικό Μέτωπο» από αντιπάλους του Μακαρίου. 

Η χούντα ωθεί το Γρίβα το 1972 να κάνει πραξικόπημα, ο Γρίβας όμως δεν είναι ευθυγραμμισμένος με τη χούντα γι’ αυτό και δεν κινείται σύμφωνα με τις επιθυμίες της. Σταδιακά ο έλεγχος της ΕΟΚΑ Β', περνάει από τα χέρια του Γρίβα στα χέρια των Ελλήνων αξιωματικών που κατευθύνονται από την Αθήνα και τη CIA.

Το 1974 γεννιέται ένα νέο σοβαρό θέμα. Η επίσημη διεκδίκηση από την Τουρκία της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο (πετρέλαιο είχε ήδη βρεθεί, εκεί, το 1962, από αμερικάνικη εταιρεία). Αυτή συνδέεται με τις επιδιώξεις της τουρκικης άρχουσας τάξης και με τη διαμάχη για τον έλεγχο των πετρελαίων της ευρύτερης περιοχής μεταξύ του αμερικανοεβραϊκού και αμερικανικού κεφαλαίου του επενδυμένου στις αραβικές χώρες.

Το 1974 σημαδεύεται από την προδοσία της Kύπρου και την τουρκική εισβολή. Έτσι προωθούνται τα αμερικανικά σχέδια ακόμη ένα βήμα. Στις 15/7/1974 εκδηλώνεται το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο, που ανοίγει το δρόμο για την τουρκική εισβολή, στις 20/7/1974. 

Ο Μακάριος διαφεύγει το θάνατο. 

Δημιουργείται κλίμα επικείμενου ελληνοτουρκικού πολέμου. Oι ΗΠΑ αναγγέλλουν «κυβερνητική μεταβολή» στην Αθήνα. Ο Καραμανλής που έρχεται στην Αθήνα ορκίζεται από τον «πρόεδρο» της χούντας πρωθυπουργός. 

Στη Γενεύη οι εκπρόσωποι της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Βρετανίας, με την παρουσία των ΗΠΑ στα παρασκήνια, καταλήγουν σε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, που παραβιάζεται μια μέρα μετά από την Τουρκία. 

Ο Καραμανλής, για να κρατήσει τα προσχήματα, ανακοινώνει την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, που ήταν άλλωστε τυπική. Από τότε ως σήμερα το 40% του νησιού κατέχεται από τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις και έχει ανακηρυχθεί το λεγόμενο «κράτος» της Βόρειας Κύπρου, δηλ. έχει προχωρήσει η DE FACTO διχοτόμηση.

Το αμερικανικό σχέδιο Σούλτς που προωθείται τώρα για το Κυπριακό μέσω του Γ.Γ. του ΟHE Γκουεγιάρ, προβλέπει την ύπαρξη δύο ασθενών κρατών, ενός ελληνοκυπριακού και ενός τουρκοκυπριακού, που τυπικά θα λέγονται ομόσπονδα, αλλά ουσιαστικά θα είναι χωριστά (διαφορετικές σημαίες, νόμισμα, στρατός).

Αυτό θα επιτρέψει την εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων στο νησί (ήδη κατασκευάστηκε μια τεράστια και υπερσύγχρονη αμερικανική βάση στο Λευκόνοικο) και τη σταδιακή αποκοπή της Κύπρου από τη στρατιωτική επιρροή της Τουρκίας (η Ελλάδα έχει ήδη αποκοπεί), ώστε οι ΗΠΑ να γίνουν μοναδικός ρυθμιστής. 

Το αμερικανικό σχέδιο προβλέπει την αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων από την Κύπρο. 

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων της Ελλάδας και της Κύπρου δεν είναι ουσιαστικά αντίθετες με το σχέδιο Γκουεγιάρ (δηλ. του Σούλτς). Ορισμένοι μόνο θέλουν να κρατηθούν τα προσχήματα, για να μην κατηγορηθούν για μειοδοσία.

Όμως, εφ' όσον δεν υπηρετούνται τα συμφέροντα του κυπριακού λαού, όσες τέτοιες «λύσεις» ή «σχέδια» κι αν υπάρχουν το Κυπριακό δεν πρόκειται να κλείσει, έστω κι αν μελλοντικά αλλάξουν οι σημερινές συνθήκες του προβλήματος.


Σχέδιο Άτσεσον
Ο Dean Acheson

Το 1964, μεσουσών των ταραχών μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λύντον Τζόνσον αναθέτει στον πρώην Υπουργό Εξωτερικών Ντην Άτσεσον να μεσολαβήσει για την εξεύρεση λύσης. 

Ο Άτσεσον καταστρώνει δύο σχέδια, τα οποία όμως τελικά απορρίπτονται από τα εμπλεκόμενα μέρη. 

Βάση και των δύο σχεδίων ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα έναντι ανταλλαγμάτων προς την Τουρκία. 

Το πρώτο σχέδιο προέβλεπε παραχώρηση στην Τουρκία της χερσονήσου της Καρπασίας για τη δημιουργία κυρίαρχης στρατιωτικής βάσης. 

Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλιζόταν ότι δε θα χρησιμοποιηθεί η Κύπρος ως εφαλτήριο για επίθεση εναντίον της από τους Έλληνες. 

Παράλληλα θα παραχωρούνταν προνόμια αυτοδιοίκησης σε ορισμένες περιοχές στους Τουρκοκύπριους. 

Το σχέδιο αυτό απέρριψε ο Μακάριος, θεωρώντας το διχοτόμηση και εμμένοντας στην ανευ όρων Ένωση, ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν πρόθυμος να το συζητήσει. 





Το δεύτερο σχέδιο προέβλεπε απλή εκμίσθωση της Καρπασίας στην Τουρκία και παραχώρηση του Καστελλόριζου από την Ελλάδα στην Τουρκία. 


Και αυτό το σχέδιο το απέρριψε ο Μακάριος, ενώ στη συνέχεια το απέρριψε και η Τουρκία, η οποία συζητούσε μόνο παραχώρηση κυρίαρχης βάσης ως αντάλλαγμα. 

Το Σχέδιο Άτσεσον έμεινε έτσι στην ιστορία για άλλους ως μεγάλη χαμένη ευκαιρία για το Κυπριακό, ενώ για άλλους ως πρώτη αποτυχημένη απόπειρα διχοτόμησης της Κύπρου.
Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου

Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που υπογράφηκαν το 1959 μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας, ήταν οι Συνθήκες με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος. 

Η συμφωνία της Ζυρίχης υπογράφηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1959 από τους τότε πρωθυπουργούς της Ελλάδας Καραμανλή και της Τουρκίας Μεντερές. 











Η συνθήκη επικυρώθηκε μια βδομάδα αργότερα, στις 19 Φεβρουαρίου 1959 στο Λονδίνο, όπου και υπογράφηκε η Συμφωνία του Λονδίνου από τους πρωθυπουργούς και υπουργούς εξωτερικών Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας, τον εκπρόσωπο της ελληνοκυπριακής κοινότητας Μακάριο και τον εκπρόσωπο της τουρκοκυπριακής κοινότητας Φαζίλ Κιουτσούκ. 

Η συνθήκη κατοχύρωνε την ανεξαρτησία της Κύπρου, καθόριζε το Σύνταγμα του νέου κράτους και τα δικαιώματα κάθε εθνοτικής κοινότητας όσον αφορά το κράτος και τη διακυβέρνηση. 

Η πολιτειακή οργάνωση του νεοσύστατου κράτους ήταν πολύπλοκη και απαιτούσε ομοφωνία και των δύο κοινοτήτων σε μια σειρά από θέματα. Ο Πρόεδρος θα ήταν Ελληνοκύπριος και ο Αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος.

Στις συμφωνίες περιλαμβανόταν "Συνθήκη Εγγυήσεων" μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, Βρετανίας και Κύπρου με την οποία, σε περίπτωση διασάλευσης της συνταγματικής τάξης, μια από τις τρεις πρώτες «εγγυήτριες δυνάμεις» θα μπορούσε να προβεί σε μονομερή δράση, αφού προηγουμένως είχαν εξαντληθεί τα περιθώρια διαπραγματεύσεων με τις άλλες δυο.


Λίγες μέρες μετά την υπογραφή των συνθηκών απολύθηκαν οι πολιτικοί κρατούμενοι και δόθηκε αμνηστία στους καταζητούμενους. Τα ένοπλα τμήματα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων κήρυξαν κατάπαυση πυρός και στις 16 Αυγούστου 1960 η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος.

Η Συμφωνία της Ζυρίχης ουσιαστικά κατέρρευσε το 1963, μετά από αλλαγές που επιχείρησε να κάνει ο Μακάριος στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας (τα «13 Σημεία») και τις σφοδρές ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που ακολούθησαν το 1963-64. 


Παρόλα αυτά, το Σύνταγμα που προέβλεπαν οι Συμφωνίες εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα στην Κύπρο, τροποποιημένο αρχικά λόγω της απόσυρσης των Τουρκοκυπρίων από την πολιτική ζωή σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα «13 Σημεία» του Μακάριου και στη συνέχεια λόγω της εισβολής. 


Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου χρησιμοποιήθηκαν σαν δικαιολογία για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 μετά το υποκινηθέν από τη Χούντα των Συνταγματαρχών πραξικόπημα Σαμψών που επιχείρησε να ανατρέψει τον Μακάριο, παρά το γεγονός ότι η Συνθήκη Εγγυήσεων δεν της έδινε το δικαίωμα είτε για στρατιωτική δράση χωρίς προηγούμενες διαβουλεύσεις, είτε για παραμονή των στρατευμάτων της στο νησί μετά την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης.



Στο βίντεο αυτό παρουσιάζεται η αλήθεια για το ποιος φταίει για την προδοσία της Κύπρου. Ποιος κάλεσε τους Τούρκους και ποιος δεν βοήθησε τους Κύπριους και τους Έλλαδίτες στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ με αποτέλεσμα τη σημερινή κατάντια.

Η προδοσία της Κύπρου , δυστυχώς με όλη η αλήθεια.







Ανοίξτε τον φάκελο της Κύπρου! 
Όλοι οι Έλληνες πρέπει να μάθουν τους προδότες της Κύπρου, πρέπει να μάθουν την αλήθεια. Γιατί πάνω στο "πτώμα" της Κύπρου "γεννήθηκε" η...μεταπολίτευση. 

Γιατί φοβούνται την αλήθεια? Δεν πρέπει να ξεχνούμε και συνεχίζουμε να διεκδικούμε τόσο τα δίκαια του Ελληνισμού όσο και την αλήθεια!




ΚΥΠΡΟΣ 20η Ιουλίου 1974 ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ...




20 Ιουλίου 1974 - 20 Ιουλίου 2017 , 43 χρόνια μετά!

40% Πρόσφυγες = 200.000 Πρόσφυγες

 Ένας στους τριακόσιους αγνοείται = 1619 αγνοούνται

 Ένας στους ογδοντατέσσερις σκοτώθηκε=6.000 σκοτώθηκαν

37% της Κύπρου βρίσκεται υπό κατοχή για 43 χρόνια

 Η πρωτεύουσα της Κύπρου Λευκωσία είναι ημικατεχόμενη...

 Γιατί δεν άνοιξε ο περιβόητος φάκελος της Κύπρου;

 Τι ρόλο έπαιξαν τα "παιδιά του Πολυτεχνείου" στην υπόθεση Κύπρου;

- Ποιος ήταν ο ρόλος του Χρήστου Λαμπράκη στο πραξικόπημα Κύπρου;

 Γιατί ο ΓΑΠ έδωσε αγώνα πριν μερικά χρόνια υπέρ του φιλοτουρκικού σχεδίου Ανναν;

 Γιατί οι Έλληνες νεκροί και οι τραυματίες δεν αναγνωρίζονται θύματα πολέμου;

 Γιατί τα τόσα ψηφίσματα και οι αποφάσεις του ΟΗΕ, για καταδίκη της τουρκικής εισβολής και αποχώρηση των Τούρκων πήγαν στις καλένδες;

 Πότε η Τουρκία θα εκπληρώσει όλες τις δεσμεύσεις της απέναντι στην ΕΕ και πρώτα από όλα, πότε θα αποσύρει τα στρατεύματα κατοχής;

Γιατί η Ε.Ε. "χαϊδεύει" την Τουρκία; 











Φάκελος Κύπρου: Ποιός κάλεσε τους Τούρκους ? Δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχάσουμε


Φάκελος Κύπρου: 


Ποιός κάλεσε τους Τούρκους ? 




Πλησιάζοντας στίς 20 Ιουλίου 1974, συμπληρώνονται 38 χρόνια από την εισβολή του βάρβαρου Αττίλα στην μαρτυρική Κύπρο. 

Πως, όμως, φτάσαμε ως εκεί; 

Μήπως κάποιος τους κάλεσε και ποιος είναι αυτός; 

Την 15η Ιουλίου, έγινε η ανατροπή Μακαρίου. Στις 19 Ιουλίου, μια ημέρα πριν από την εισβολή, ο Μακάριος ομιλεί από του βήματος του ΟΗΕ και καλεί τους Τούρκους να επέμβουν στην Κύπρο! 

Ιδού τα χαρακτηριστικότερα σημεία της κατάπτυστης εκείνης ομιλίας: «Το στρατιωτικόν καθεστώς της Ελλάδος έχει κραυγαλέως παραβιάσει την ανεξαρτησίαν της Κύπρου»… 

«… δια την κρίσιμον κατάστασιν η οποία εδημιουργήθη εις Κύπρον μετά το πραξικόπημα, το οποίον οργανώθη υπό του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδος και επραγματοποιήθη υπό των Ελλήνων αξιωματικών των υπηρετούντων ως και διοικούντων την Κυπριακήν Εθνικήν Φρουράν». 

«Σκοπός μου ήτο η μείωσις της αριθμητικής δυνάμεως της Δυνάμεως ταύτης (Σ.Σ. εννοεί την ΕΛΔΥΚ) και η μετατροπή της εις όργανον του κυπριακού κράτους». 

«Όπως εξελίχθησαν τα πράγματα, θεωρώ τον κίνδυνον εκ της Τουρκίας μικρότερον παρά τον κίνδυνον εκ μέρους των (Σ.Σ. εννοεί τους Έλληνες Αξιωματικούς) και απεδείχθη ότι οι φόβοι μου εδικαιώθησαν». 

«Δεν γνωρίζω εισέτι όλας τας λεπτομερείας της Κυπριακής κρίσεως, της προκληθείσης υπό του ελληνικού στρατιωτικού καθεστώτος». 

«Το πραξικόπημα δεν συνέβη υπό τοιαύτας περιστάσεις, ώστε να θεωρείται εσωτερικόν ζήτημα των Ελληνοκυπρίων. Αποτελεί καθαρώς εισβολήν έξωθεν, και κατάφωρον παραβίασιν της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της Δημοκρατίας της Κύπρου». 

«Δεν έγινεν επανάστασις εις Κύπρον, η οποία θα ηδύνατο να θεωρηθεί ως μια εσωτερική υπόθεσις. Ήτο μια εισβολή, η οποία παρεβίασε την ανεξαρτησίαν και την κυριαρχίαν της Δημοκρατίας. Και η εισβολή συνεχίζεται εφ’ όσον υπάρχουν Έλληνες αξιωματικοί εις Κύπρον». 

«Καθώς ήδη έχω δηλώσει, τα γεγονότα εις Κύπρον δεν αποτελούν εσωτερικήν υπόθεσιν των Ελλήνων της Κύπρου, οι Τούρκοι της Κύπρου επηρεάζονται επίσης. Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας είναι μια εισβολή και εκ των συνεπειών της θα υποφέρει όλος ο λαός της Κύπρου, αμφότεροι Έλληνες και Τούρκοι». 

Πολλές φορές ο Μακάριος λέει και ξαναλέει ότι έγινε ξένη (ελληνική) εισβολή στην Κύπρο και παραβίαση της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας του κυπριακού κράτους.

Τα είπε αυτά, διότι βάσει των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες ιδρύθηκε το κυπριακό κράτος, υπάρχουν τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας του: η Ελλάδα, η Αγγλία και η Τουρκία.

Εφόσον, λοιπόν, κατά τον Μακάριο η Ελλάδα εισέβαλε και παραβίασε την ανεξαρτησία και κυριαρχία του κυπριακού κράτους, όφειλαν οι άλλες δύο εγγυήτριες δυνάμεις -Αγγλία και Τουρκία- να επέμβουν για την… αποκαταστήσουν. 


Οι Άγγλοι δεν επενέβησαν, επενέβησαν όμως οι Τούρκοι, με τα γνωστά αποτελέσματα…


Όλη η Ομιλία Μακαρίου 
στο Συμβούλιο Ασφαλείας 
στις 19 Ιουλίου 1974,εδώ












Η ομιλία είναι αυτούσια στην αγγλική γλώσσα:

President Makarios:

"I would like at the outset to express my warmest thanks to the members of the Security Council for the keen interest they have shown in the critical situation created in Cyprus after the coup, which was organised by the military regime of Greece and was put into effect by the Greek officers serving in and commanding the Cyprus National Guard. I am particularly grateful that the Security Council has agreed to postpone its meeting until my arrival here to give me the opportunity of addressing it on the recent dramatic events in Cyprus.

What has been happening in Cyprus since last Monday morning is a real tragedy. The military regime of Greece has callously violated the independence of Cyprus. Without trace of respect for the democratic rights of the Cypriot people, without trace of respect for the independence and sovereignty of the Republic of Cyprus, the Greek junta has extended its dictatorship to Cyprus. It is indeed a fact that for some time now their intention was becoming obvious. The people of Cyprus had for a long time feeling that a coup by the Greek junta was brewing, and this feeling became more intense during the recent weeks when the terrorist organisation ‘EOKA B’, directed from Athens, had renewed its wave of violence.

I knew all along that the illegal organisation had its roots and supply resources in Athens. I became aware that the Greek officers staffing and commanding the National Guard were recruiting members for that organisation, and they supported it in various ways to the point of access to the munition supply stores of the National Guard. In the camps of the National Guard, the Greek officers were conducting open propaganda in favour of that illegal organisation and turned the National Guard from an organ of the state into an instrument of subversion. Whenever, from time to time, I complained to Athens about unbecoming conduct by Greek officers of the National Guard, the reply was that if I had concrete evidence in proof thereof those found guilty would be recalled. From the whole tenor of their attitude, I received the unmistakable impression that their standard response was a pretence of innocence. A few days ago documents came into the hands of the Cyprus police clearly proving that ‘EOKA B’ was an appendage of the Athens regime.

Funds were being remitted from Athens for the upkeep of this organisation and detailed directives regarding its actions were also given to it. I then found it necessary myself to address a letter to the President of the Greek regime, General Gizikis, asking him to give orders for the cessation of the violence and bloodshed by ‘EOKA B’ and for its dissolution. I also requested him to recall the Greek officers serving with the National Guard, adding that my intention was to reduce the numerical strength of this force and to turn it into an organ of the Cyprus State. I was waiting for a reply. My impression was that the Athens regime did not favour the reduction of the force, much less the withdrawal of the Greek officers.

The Greek Ambassador in Cyprus called on me, on instructions from his Government, in order to explain to me that the decrease in the numerical strength of the National Guard or the withdrawal of the Greek officers would weaken the defence of Cyprus in case of danger from Turkey. This was an argument which, even though it appeared logical, was not convincing because I knew that behind this argument other interests were hidden. I replied that as things developed I consider the danger from Turkey of a lesser degree than the danger from them. And it was proved that my fears were justified.

On Saturday, 13 July, a conference under the presidency of General Gizikis was held in Athens, which lasted for many hours. It was attended by the Greek Chief of Staff of the armed forces, the Ambassador of Greece to Cyprus, the commander of the National Guard with the purpose of discussing the content of my letter. As was stated in a relevant communiqué’ issued at the end of this conference, it was to be reconvened on Monday, 15 July. The reference in the communiqué’ to a second conference was deceiving. For a while on Monday I was waiting for a reply to my letter, the reply came, and it was the coup.
On that day, I returned from my summerhouse on the Troodos Mountains, where I had spent the weekend, and by 8 a.m. I was at my office at the Presidential Palace. Half an hour later I was welcoming in the reception room a group of boys and girls, members of the Greek Orthodox Youth from Cairo who came to Cyprus as my guests for a five days. Hardly had I greeted them when the first shots were heard. Within seconds the shots became more frequent and a member of the Presidential Guard informed me that armoured cars and tanks had passed the fence and were already in the yard of the Presidential Palace, which was shaking from mortar shells. The situation soon became critical I tried to call the Cyprus radio station for the purpose of issuing a special broadcast announcing that the Presidential Palace was under attack, but I realised that the lines were cut off. Heavy shelling was ever increasing. How my life was saved seemed like a providential miracle. When I eventually found myself in the area of Paphos, I addressed the people of Cyprus from a local radio station informing them that I am alive and that will struggle with them against the dictatorship, which the Greek regime is trying to impose.

I do not intend to occupy the time of the members of the Security Council with my personal adventure. I simply wish to add that during the second day of the armed attack the armoured cars and tanks were moving towards Paphos, while at the same time a small warship of the National Guard began shelling the Bishophric of Paphos where I was staying. Under the circumstances, I found it advisable to leave Cyprus rather than fall into the hands of the Greek junta.

I am grateful to the British Government, which made available a helicopter to pick me up from Paphos, transfer me to the British bases, and from there by plane to Malta and London. I am also grateful to the Special Representative of the Secretary-General and to the Commander of the Peace-Keeping Force in Cyprus for the interest, which they had shown for my safety. My presence in this room of the Security Council was made possible thanks to the help given to me by the British Government and the representatives of the Secretary-General, Dr. Waldheim, whose keen concern for me and for the critical situation which developed in Cyprus moves every fibre of my heart.

I do not know as yet all the details of the Cyprus crisis caused by the Greek military regime. I am afraid that the number of casualties is large and that the material destruction is heavy. What is, however, our primary concern at present is the ending of the tragedy.

When I reached London, I was informed of the content of the speech of the representative of the Greek junta to the United Nations. I was surprised at the way they are trying to deceive world public opinion. Without a blush, the Greek junta is making efforts to simplify the situation, claiming that it is not involved in the armed attack and that the developments of the last few days are an internal matter of the Greek Cypriots.

I do not believe that there are people who accept the allegations of the Greek military regime. The coup did not come about under such circumstances as to be considered an internal matter of the Greek Cypriots. It is clearly an invasion from outside, in flagrant violation of the independence and sovereignty of the Republic of Cyprus. The so-called coup was the work of the Greek officers staffing and commanding the National Guard. I must also underline the fact that the Greek contingent, composed of 950 officers and men stationed in Cyprus by virtue of the Treaty of Alliance, played a predominant role in this aggressive affair against Cyprus. The capture of the airport outside the capital was carried out by officers and men of the Greek contingent campaign near the airport.

It is enough to state on this point that certain photographs appearing in the world press show armoured vehicles and tanks belonging to the Greek contingent in Cyprus. On the other hand, the Greek officers serving with the National Guard were directing the operations. In these operations, they recruited many members of the terrorist organisation ‘EOKA B’, whom they armed with weapons of the National Guard.

If the Greek officers serving in the National Guard were not involved, how does one explain the fact that among the casualties in battle were Greek officers whose remains were transported to Greece and buried there? If Greek officers did not carry out the coup, how does one explain the fact of night flights of Greek aircraft transporting to Cyprus personnel in civilian clothes and taking back to Greece dead and wounded men? There is no doubt that the coup was organised by the Greek junta and was carried out by the Greek officers commanding the National Guard and by the officers and men of the Greek contingent stationed in Cyprus – and it was reported as such by the press around the globe.

The coup caused much bloodshed and took a great toll of human lives. It was faced with the determined resistance of the legal security forces and the resistance of the Greek people of Cyprus. I can say with certainty that the resistance and the reaction of the Greek Cypriot people against the conspirators will not end until there is a restoration of their freedom and democratic rights. The Cypriot people will never bow to dictatorship, even though for the moment the brutal force of the armoured cars and tanks may have prevailed.

After the coup, the agents of the Greek regime in Cyprus appointed a well-known gun-man, Nicos Samson as President, who in turn appointed as ministers known elements and supporters of the terrorist organisation ‘EOKA B’.

It may be alleged that what took place in Cyprus is a revolution and that a Government was established based on revolutionary law. This is not the case. No revolution took place in Cyprus, which could be considered as an internal matter. It was an invasion, which violated the independence and the sovereignty of the Republic. And the invasion is continuing so long as there are Greek officers in Cyprus. The results of this invasion will be catalytic for Cyprus if there is no return to constitutional normality and if democratic freedoms are not restored.

For the purpose of misleading world public opinion, the military regime of Greece announced yesterday the gradual replacement of the Greek officers of the National Guard. But the issue is not their replacement; the issue is their withdrawal. The gesture of replacement has the meaning of admission that the Greek officers now serving in the National Guard were those who carried out the coup. Those officers, however, did not act on their own initiative but upon instructions from Athens, and their replacements will also follow instructions from the Athens regime. Thus the National Guard will always remain an instrument of the Greek military regime, and I am certain that the members of the Security Council understand this ploy.

It may be said that it was the Cyprus Government, which invited the Greek officers to staff the National Guard. I regret to say that it was a mistake on my part to bestow upon them so much trust and confidence. They abused that trust and confidence and, instead of helping in the defence of the Island’s independence, sovereignty and territorial integrity, they themselves became the aggressors.

I am obliged to say that the policy of the military regime in Greece towards Cyprus, and particularly towards the Greek Cypriots, has been insincere. I wish to stress that it was a policy of duplicity.

For some time talks were going on between the Greek and Turkish Cypriots in search of a peaceful solution to the Cyprus problem, which on many occasions has occupied the time of the Security Council and the General Assembly of the United Nations. The representative of the Secretary General and two constitutional experts from Greece and Turkey have been attending the talks. The Security Council has repeatedly renewed, twice yearly, the mandate of the peace-keeping force in Cyprus, expressing every time hope for a speedy solution of the problem.

It cannot be said that up to now the progress of the talks has been satisfactory. But how could there be any progress in the talks while the policy on Cyprus of the regime in Athens has been double-faced? It was agreed by all the parties concerned that the talks were taking place on the basis of independence. The regime of Athens also agreed to that, and time and again the Greek Ministry of Foreign Affairs declared that the position of Greece on this issue was clear. If that were the case, why had the military regime of Greece created and supported the terrorist organisation ‘EOKA B’, whose purpose was stated to be the union of Cyprus with Greece and whose members called themselves ‘unionists’?

Inside the camps of the National Guard, the Greek officers continually charged that while Enosis was feasible its realisation was undermined by me. When reminded that Greece had made its position clear on this and that it supported independence, their reply was that no attention should be given to the words of diplomats. Under such circumstances how was it possible for the talks to arrive at a positive result? The double-faced policy of the Greek regime was one of the main obstacles to the progress of the talks.

In the circumstances that have now been created in Cyprus, I cannot foresee the prospects of the talks. I would rather say that there are no prospects at all. An agreement that may be reached by the talks would be devoid of any value because there is no elected leadership to deal with the matter. The coup d’etat of the military regime of Greece constitutes an arrest of the progress of the talks towards a solution.

Moreover, it will be a continuous source of anomaly in Cyprus, the repercussions of which will be very grave and far reaching, if this situation is permitted to continue even for a short time.

I appeal to the members of the Security Council to do their utmost to put an end to this anomalous situation, which was created by the coup of Athens. I call upon the Security Council to use all ways and means at its disposal so that the constitutional order in Cyprus and the democratic rights of the people of Cyprus can be reinstated without delay.
As I have already stated, the events in Cyprus do not constitute an internal matter of the Greeks of Cyprus. The Turks of Cyprus are also affected. The coup of the Greek junta is an invasion, and from its consequences the whole people of Cyprus suffers, both Greeks and Turks. The United Nations has a peace-keeping force stationed in Cyprus. It is not possible for the role of that peace-keeping force to be effective under conditions of a military coup. The Security Council should call upon the military regime of Greece to withdraw from Cyprus the Greek officers serving in the National Guard, and to put an end to its invasion of Cyprus.

I think that, with what I have placed before you, I have given a picture of the situation. I have no doubt that an appropriate decision of the Security Council will put an end to the invasion and restore the violated independence of Cyprus and the democratic rights of the Cypriot people". 

Δήλωση του Στρατηγού Εβρέν και πρώην πρωθυπουργού της Τουρκίαςσε τουρκική καθημερινή εφημερίδα «Σημερινή» 12 Φεβρουαρίου 1990. 


Αναφέρομαι στο άρθρο του αγαπητού Σάββα Ιακωβίδη στην κυριακάτικη «Σημερινή» 18 Ιουλίου 2010, με τίτλο «Η χούντα, ο Μακάριος και μια ομιλία του, που πολλοί... ξέχασαν» και θα ήθελα να προσθέσω τα ακόλουθα τα οποία προηγήθηκαν της ομιλίας εκείνης. Ο Μακάριος είχε ενημερώσει τη βρετανική κυβέρνηση για το τι θα έλεγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας, πράγμα που βοήθησε την τελευταία να ανάψει το πράσινο φως στον Ετζεβίτ να εισβάλει. Αυτά είναι ιστορικά γεγονότα αδιαμφισβήτητα, τραγικά και αποτρόπαια, ταπεινωτικά για ανθρώπους που σχεδόν θεοποίησε μερίδα του λαού και συνεχίζει να δέχεται με παρωπίδες για να τηρούν άλλοθι όλοι εκείνοι που παραχωρούν δίκαια και πατρίδα. (Τα πιο κάτω ήδη δημοσιεύθηκαν αμά τη αποδεσμεύσει τους από τη γράφουσα στη «Σημερινή»).