ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ

ΤΟ ΑΙΜΟΣ BLOG ΣΑΣ ΕΥΧΕΤΑΙ ΕΤΟΣ 2022, ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ



Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του.Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία ...Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα».Δεν είναι κακό να μην αισθάνεται κανείς Έλληνας, όπως και να πιστεύει άκριτα, όπου αυτός θέλει, τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι άλλωστε το κάνουν αυτό, κακό είναι να διαστρεβλώνει την αλήθεια με ανύπαρκτες γνώσεις και ψεύδη! ”Το πολιτικό σύστημα θριαμβεύει επειδή είναι μια ενωμένη μειοψηφία που ενεργεί εναντίον μιας διαιρεμένης πλειοψηφίας.”

Τα κόμματα αντανακλούν κοινωνικές πραγματικότητες και ιδεολογικές αφετηρίες. Και μονάχα όταν η ίδια η κοινωνία τα απορρίψει, περνούν στην Ιστορία.

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ ΕΧΘΡΟΥΣ.

ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ 
ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ ΕΧΘΡΟΥΣ.


Το κυπριακό ζήτημα και η αγγλοαμερικανική πολιτική

Σ' όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, το κυπριακό ζήτημα κινήθηκε ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη , δηλαδή ανάμεσα στα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Για όσο διάστημα κρατούσε τα ηνία του αποικιοκρατικού κόσμου, η Αγγλία θεωρούσε την Κύπρο αναπόσπαστο τμήμα της αυτοκρατορίας της. Αλλά κι όταν το αποικιοκρατικό της σύστημα κατέρρευσε, η Βρετανική Αυτοκρατορία δεν εγκατέλειψε την Κύπρο, γνωρίζοντας τη στρατηγική της αξία, αναφορικά με τον έλεγχο της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Με το ίδιο σκεπτικό, ενήργησαν και οι Αμερικανοί ως νέοι ηγέτες του παγκόσμιου χάρτη-Γάλτα, εντάσσοντας το νησί στο στρατηγικό σχεδιασμό, το δικό τους και του ΝΑΤΟ. Ετσι, από το 1949, που ιδρύεται το ΝΑΤΟ, και μετά, η Κύπρος θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα της νοτιοανατολικής πτέρυγας της ατλαντικής συμμαχίας.

Κυπριακό και αγγλοαμερικανική πολιτική στη δεκαετία του '50

Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του '50, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιχειρούν μια νόθα διεθνοποίηση του κυπριακού προβλήματος, τέτοια που να μην έρχεται σε αντίθεση με τις αμερικανοβρετανικές επιθυμίες. Αλλά κι αυτή η κολοβή διεθνοποίηση σκοντάφτει, δεδομένου ότι και τις δύο φορές που θα φτάσει το θέμα στον ΟΗΕ (1951 και 1954) Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες θα βρίσκονται από την ίδια πλευρά, αντιμέτωπες της απελευθέρωσης της Κύπρου και της αυτοδιάθεσης του πληθυσμού της. Οι σύμμαχοι - έγραφε το «Βήμα» το Δεκέμβρη του '54 - «μετεβλήθησαν εις συνωμότας διά να καταπνίξουν τη φωνή ενός υπερηφάνου λαού». Και η «Καθημερινή» συμπλήρωνε: «Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών απέδειξε, χωρίς καμιά δυνατή παρερμηνεία, πως η πίστη της προς την Ελευθερία μπορεί να γίνει αντικείμενο παζαρέματος... Απέδειξε, δηλαδή, η αμερικανική κυβέρνηση πως η πίστη της δεν είναι πίστη και πως τα ιδανικά που διαφημίζει στις ξένες αγορές δεν είναι ιδανικά, παρά μια πραμάτεια σαν κάθε άλλη».

Το 1955, το Κυπριακό δεν έγινε κατορθωτό να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αφού 28 χώρες ψήφισαν κατά της εγγραφής (ανάμεσά τους όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ, πλην της Ελλάδας και της Ισλανδίας), 22 υπέρ και 10 αποχές.

Συνέπεια της αγγλοαμερικανικής πολιτικής αυτής της περιόδου είναι και η εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό. Η ανοιχτή εμπλοκή της Τουρκίας στο ζήτημα της Κύπρου έχει την αρχή της στα τέλη Ιουνίου του 1955, όταν η Μεγάλη Βρετανία πήρε την πρωτοβουλία να καλέσει Ελλάδα και Τουρκία σε τριμερή Διάσκεψη στο Λονδίνο για το Κυπριακό, με κύριο σκοπό να κερδίσει χρόνο, να ματαιώσει τη συζήτηση μιας πιθανής νέας προσφυγής της Ελλάδας στον ΟΗΕ για το θέμα, να περιορίσει στο μέγιστο δυνατό τη διεθνή διάσταση του ζητήματος και να το κλείσει στα στενά πλαίσια τριών και μόνο χωρών, όπου ο δικός της ρόλος θα είναι ηγεμονικός και, τέλος, να καταστήσει την Τουρκία ισότιμο συνομιλητή στις υποθέσεις της Κύπρου, αδυνατίζοντας αισθητά την ελληνική θέση. Βάζοντας στο παιχνίδι την Τουρκία, η Μ. Βρετανία χρησιμοποιούσε ανοιχτά την απειλή τη διχοτόμησης για να προωθεί κάθε φορά τα σχέδιά της στην Κύπρο. Η στάση της σ' αυτό το θέμα είναι απολύτως σαφής και στα κατά καιρούς σχέδια επίλυσης του Κυπριακού που παρουσίασε, βάση των οποίων αποτελούσε πάντοτε η αρχή της διχοτόμησης. Το τελευταίο - και κατά πολλούς το χειρότερο απ' όλα - βρετανικό σχέδιο διχοτόμησης που προτάθηκε και επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί ήταν το σχέδιο Μακ Μίλαν (19/6/1958), το οποίο έφερε τον τίτλο «Σχέδιο για Συνεταιρισμό στην Κύπρο» και, στα βασικότερα σημεία του, προέβλεπε:

- Τη σύνδεση της Κύπρου με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία και τη συνεργασία των κυβερνήσεων των τριών κρατών για τη διοίκηση του νησιού.

- Το διορισμό ενός αντιπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης κι ενός αντιπροσώπου της τουρκικής, οι οποίοι, μαζί με τον Αγγλο κυβερνήτη του νησιού, θα είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της Κύπρου.

- Τη συγκρότηση δύο Κοινοβουλίων, ενός ελληνοκυπριακού κι ενός τουρκοκυπριακού.

- Οι κάτοικοι του νησιού θα είχαν δύο ιθαγένειες. Ολοι ανεξαιρέτως τη βρετανική και οι μεν Ελληνοκύπριοι επιπλέον την ελληνική, οι δε Τουρκοκύπριοι επιπλέον την τουρκική.

- Το καθεστώς αυτό του «Συνεταιρισμού» θα διαρκούσε επτά χρόνια και στο διάστημα αυτό θα απαγορευόταν οποιαδήποτε συζήτηση για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη αλλαγή κυριαρχίας.

Η ανακοίνωση του σχεδίου Μακ Μίλαν και η έναρξη της εφαρμογής του την 1η Οκτώβρη 1958 - μια έναρξη, που, ουσιαστικά, στόχευε να εκβιάσει τις εξελίξεις στην κατεύθυνση των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου - έφεραν αποτέλεσμα. Οι εν λόγω συμφωνίες ήταν θέμα χρόνου.

Η απαρχή του διαμελισμού της Κύπρου

Μετά την υπογραφή των Συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η Κύπρος αποκτά κρατική υπόσταση. Το Σεπτέμβρη του '60 έγινε μέλος του ΟΗΕ, το Μάρτη του 1961 μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, το Μάη του 1961 μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και το Σεπτέμβρη του 1961 εντάσσεται στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. «Η αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών - γράφει ο Ν. Κρανιδιώτης - γίνεται οξύτερη, αφότου, μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου ανατρέπεται ο συσχετισμός δυνάμεων στο χώρο της Μέσης Ανατολής και μεταβάλλονται οι διεθνείς συνθήκες στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική και την Ασία (Κούβα, Βιετνάμ κλπ.). Η Αίγυπτος, η Λιβύη, η Συρία, η Υεμένη συνάπτουν συμμαχίες με τη Σοβιετική Ενωση και ρωσικά πολεμικά σκάφη διεισδύουν στην Ανατολική Μεσόγειο. 
Το σοβιετικό οπλοστάσιο εμπλουτίζεται με διηπειρωτικούς πυραύλους και ο Ρώσος αστροναύτης Γιούρι Γκαγκάριν εκτελεί στις 12 Απριλίου 1961 την πρώτη πτήση στο Διάστημα.

Η Μ. Βρετανία δεν είναι πια σε θέση να αναλάβει την άμυνα του ευαίσθητου αυτού χώρου. Ετσι, αυξάνεται το αμερικανικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα από το Δεκέμβριο του 1963, και προωθείται συστηματικά πλέον από αγγλοαμερικανικής πλευράς μια Νατοϊκή, διχοτομική λύση του Κυπριακού».

Ο αγγλοαμερικανικός ιμπεριαλισμός κάνει ό,τι μπορεί για να σπρώξει τα πράγματα στην Κύπρο σε διχοτομικές λύσεις και προς αυτήν την κατεύθυνση συνδαυλίζει την κρίση του '63, ενθαρρύνοντας τον Μακάριο να προωθήσει συνταγματικές αλλαγές. «Υποστηρίζεται βάσιμα - γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος - ότι το Λονδίνο έσπρωξε τον Μακάριο να επισπεύσει τις διαδικασίες αναθεώρησης του Συντάγματος, ακριβώς γιατί ήθελε να προκληθεί η κρίση... Το Λονδίνο και πολύ εντονότερα η Ουάσιγκτον θα θελήσουν να επαναφέρουν στην επικαιρότητα την "ένωση" της Κύπρου με την Ελλάδα, με τρόπο, όμως, τέτοιο που θα οδηγεί στη διχοτόμηση. Η "διπλή ένωση", όπως θα ονομαστεί, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, δεδομένου ότι εξασφαλίζει τη ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου».

Ετσι φτάσαμε στην πρώτη διχοτόμηση με την επιβολή της πράσινης γραμμής.

Μετά την κρίση του '63, η λύση του κυπριακού ζητήματος για τους Αγγλοαμερικανούς, την Τουρκία, αλλά και την Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της ΝΑΤΟποίησης.

Προς την ολοκλήρωση της διχοτόμησης

Η πρώτη ανοιχτή προσπάθεια ΝΑΤΟικής διχοτόμησης της Κύπρου επιχειρήθηκε το Γενάρη του 1964 αμέσως μετά την κρίση του Δεκέμβρη του προηγούμενου έτους. Ετσι, με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μ. Βρετανίας, οργανώθηκε στο Λονδίνο η περιβόητη πενταμερής Διάσκεψη, στην οποία κλήθηκαν να συμμετάσχουν η Μ. Βρετανία, η Ελλάδα, η Τουρκία, ένας εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων κι ένας των Τουρκοκυπρίων. Το γεγονός ότι δεν κλήθηκε να συμμετάσχει η κυπριακή κυβέρνηση είναι ενδεικτικό των προθέσεων και των επιδιώξεων των Αγγλοαμερικάνων οργανωτών. «Η πολιτική του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον στο Κυπριακό - γράφει ο Ν. Κρανιδιώτης - απέβλεπε τότε στην επιβολή μιας λύσης, που θα εξασφάλιζε την ενότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ (προλαμβάνοντας έτσι έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο), την αποτροπή σοβιετικής ανάμειξης στη διένεξη, την αποφυγή ευρύτερης διεθνοποίησης του θέματος (μέσω του ΟΗΕ) και, τέλος, την υπαγωγή της Κύπρου κάτω από Νατοϊκό έλεγχο». Στο πλαίσιο αυτό, στη Διάσκεψη κατατέθηκε ένα αγγλοαμερικανικό σχέδιο - έκτρωμα για την αντιμετώπισης της κυπριακής κρίσης που έμεινε στην ιστορία με την ονομασία «Σχέδιο Σάντις - Μπολ» (από τα ονόματα του υπουργού κοινοπολιτειακών υποθέσεων της Μ. Βρετανίας Ντάνκαν Σάντις και του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ). Το σχέδιο αυτό, εν συντομία, προέβλεπε την εγκατάσταση στην Κύπρο ΝΑΤΟικών στρατευμάτων, καταργούσε την κυπριακή κυβέρνηση, αλλά και την ίδια την Κύπρο ως ανεξάρτητο κράτος και την έθετε κάτω από τη διοίκηση του ΝΑΤΟ. Το σχέδιο, όμως, δεν είχε καμία τύχη, γιατί αντιτάχθηκε στην εφαρμογή του η κυπριακή κυβέρνηση υποστηριζόμενη στο εσωτερικό του νησιού από το ΑΚΕΛ και τον κυπριακό λαό και σε διεθνές επίπεδο από τη Σοβιετική Ενωση.

Μια δεύτερη προσπάθεια ΝΑΤΟποίησης - διχοτόμησης ήταν τα δύο σχέδια Ατσεσον, που υποβλήθηκαν στο διάστημα Ιουλίου - Αυγούστου 1964. Το πρώτο προέβλεπε την «ένωση» της νήσου με την Ελλάδα υπό τις εξής - μεταξύ άλλων - βασικές προϋποθέσεις:

- Να παραχωρηθεί κατά κυριαρχία στην Τουρκία η χερσόνησος της Καρπασίας (από το Μπογάζι μέχρι τα σύνορα της Μονής του Αποστόλου Ανδρέα) για να χρησιμοποιηθεί ως τουρκική στρατιωτική βάση.

- Οι Τουρκοκύπριοι εκτός βάσεως να τύχουν ειδικής μεταχείρισης: Δύο ή τρεις περιοχές της Κύπρου όπου οι Τουρκοκύπριοι είχαν την πλειοψηφία να μετατραπούν σε καντόνια, να αποτελέσουν, δηλαδή, ειδικές αυτόνομες περιοχές με δική τους αυτοδιοίκηση. Οι υπόλοιποι Τουρκοκύπριοι να υπαχθούν στην αρμοδιότητα ενός κεντρικού τουρκοκυπριακού οργανισμού και όσοι θα παραμείνουν κάτω από ελληνική διοίκηση να έχουν όλα τα μειονοτικά δικαιώματα.

- Να συσταθεί διεθνής επιτροπή, διορισμένη είτε από τον ΟΗΕ είτε από το ΝΑΤΟ, για την παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν στα ειδικά προνόμια και δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων.

Το σχέδιο αυτό συνάντησε την πλήρη αντίθεση της κυπριακής πλευράς, ενώ η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει μπει στο παιχνίδι του παζαρέματος, ελπίζοντας ότι τελικά θα πετύχει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με εδαφικά ανταλλάγματα, αλλά όσο το δυνατόν μικρότερα.

Τελικά, ο Ατσεσον τροποποίησε το πρώτο του σχέδιο και διαμόρφωσε ένα δεύτερο, που στα βασικά του σημεία προέβλεπε:

- Η περιοχή της Καρπασίας - μειωμένης, όμως, εκτάσεως σε σχέση με αυτήν που προέβλεπε το πρώτο σχέδιο - να εκμισθωθεί από την Τουρκία για 50 χρόνια.

- Αντί για δημιουργία τουρκοκυπριακών καντονιών, οι Τουρκοκύπριοι στις περιοχές που πλειοψηφούν να διοικούνται από Τουρκοκύπριους επάρχους και το διοικητικό προσωπικό να είναι κατά πλειοψηφία ομόφυλοί τους. Επίσης, αντί να δημιουργηθεί κεντρική τουρκοκυπριακή διοίκηση, να αναλάβει διεθνής ή άλλη προσωπικότητα την εποπτεία εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τους Τουρκοκύπριους κλπ. Η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε αμέσως το δεύτερο σχέδιο Ατσεσον, αλλά το απέρριψε η Τουρκία.

Στο διάστημα που διεξάγονταν οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για τα σχέδια Ατσεσον, οι Αμερικανοί έσπρωχναν την Αθήνα να προωθήσει, σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση, την πραξικοπηματική ένωση Κύπρου - Ελλάδας και, ταυτόχρονα, προετοίμαζαν την Τουρκία στο ενδεχόμενο της πραξικοπηματικής ένωσης να είναι έτοιμη να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο για να πάρει με τη δύναμη των όπλων όσα το σχέδιο Ατσεσον της έδινε.

Δηλαδή, με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ επιδίωκαν να γίνει στην Κύπρο η τουρκική εισβολή, που έγινε το 1974, δέκα χρόνια νωρίτερα. Κι αν δεν πέτυχε το σχέδιό τους, αυτό οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι, τελικά, Αθήνα και Λευκωσία φοβήθηκαν να πάρουν το ρίσκο της πραξικοπηματικής ένωσης, που θα είχε ως προαποφασισμένο αποτέλεσμα την τουρκική εισβολή και τη διχοτόμηση.

Η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας

Μετά την κατάρρευση των προαναφερόμενων αμερικανικών σχεδίων και μέχρι την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, το Κυπριακό γνώρισε διάφορες φάσεις στην εξέλιξή του, που, όμως, πάντοτε είχαν τη σφραγίδα των Αγγλοαμερικανών και του ΝΑΤΟ. Το ίδιο ακριβώς σκηνικό εμφανίστηκε και στη διάρκεια της επταετίας. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι την επανέναρξη των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό την αποφάσισαν και την ανακοίνωσαν στις 14 Ιουνίου του 1967 οι υπουργοί Εξωτερικών της Ατλαντικής Συμμαχίας.

Ο διάλογος κατέληξε σε φιάσκο το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, αλλά αυτό δεν ήταν το σπουδαιότερο για τους Αγγλοαμερικανούς, όσο ότι έφερναν σε μια ηρεμία τη νοτιοανατολική πτέρυγα της συμμαχίας και λίγο αργότερα, το Νοέμβρη του ίδιου έτους, διαμόρφωναν τους καλύτερους δυνατούς όρους - με την προβοκάτσια του Κοφίνου και την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί - για μια μελλοντική τουρκική εισβολή και με τον κίνδυνο πρόκλησης ελληνοτουρκικού πολέμου ελαχιστοποιημένο.

Εχει σημασία να τονιστεί ότι με την αποχώρηση της μεραρχίας, η τουρκοκυπριακή πλευρά, έχοντας την έγκριση της Τουρκίας και των ΗΠΑ, προχώρησε σε μια σαφή διχοτομική ενέργεια:Συγκρότησε «Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση» στην Κύπρο - με καταστατικό χάρτη (κάτι σαν σύνταγμα) - που λειτούργησε μάλιστα αποτελεσματικά και οργάνωσε τους Τουρκοκύπριους πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, θέτοντας τις βάσεις για ό,τι έμελλε να επακολουθήσει.

Ετσι, μέσα από συνεχείς υπονομεύσεις της κυπριακής ανεξαρτησίας, μέσα από την ανάπτυξη ενός εθνικιστικού κλίματος και στις δύο κοινότητες, φτάσαμε τελικά στο πραξικόπημα του '74, στην τουρκική εισβολή και στη διχοτόμηση του Νησιού, στη «λύση», δηλαδή, του Κυπριακού όπως την επιδίωκαν οι ΗΠΑ και η Αγγλία.

Οι ρίζες της σημερινής μας οικονομικής χρεοκοπίας βρίσκονται στο μαύρο καλοκαίρι της Κυπριακής Τραγωδίας του 1974

Kίμωνος, του Αθηναίου
Η μεταπολιτευτική δημοκρατία γεννήθηκε πάνω στα ερείπια μιας μεγάλης εθνικής καταστροφής, την οποία ξεπερνά σε σημασία μόνο ο ξεριζωμός του Ελληνισμού της Ιωνίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. Οι μέρες που διάγουμε σηματοδοτούν την οριστική κατάρρευση της μεταπολίτευσης, υπό το βάρος της οικονομικής χρεωκοπίας της χώρας. 

Όμως, πολύ πριν χρεωκοπήσει οικονομικά, η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία είχε χρεωκοπήσει ηθικά. Η σημερινή της κατάρρευση, μέσα σε μία ατμόσφαιρα σήψης, αποσύνθεσης και ηθικής παρακμής, ήταν προδιαγεγραμμένη και έχει σε μεγάλο βαθμό τις ρίζες της σε εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του 1974. 

Την προδίκασε η αδυναμία της, ή ακριβέστερα η συνειδητή της άρνηση, να αποκαθάρει το άγος του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής και να αποδώσει δικαιοσύνη για την Κυπριακή Τραγωδία. Τιμωρώντας όσους άνοιξαν την Κερκόπορτα στο Πεντεμίλι της Κυρήνειας και τιμώντας όσους προέταξαν τα στήθη τους, υπερασπιζόμενοι τέσσερις χιλιάδες χρόνια ελληνικής ιστορίας στο νησί του Ευαγόρα.

Δεν υπάρχει τίποτα το μεταφυσικό σε αυτή τη διαπίστωση. Ούτε η μοίρα της ελλαδικής κοινωνίας το είχε γραμμένο – για όσους την θεωρούν πλοηγό της ζωής, ούτε ο Θεός μας τιμώρησε – για όσους πιστεύουν στην ύπαρξή Του. Απλά, η ηθική συγκρότηση μιας κοινωνίας, αποτελεί ασφαλή οδηγό και πρόκριμα για την κατάληξή της. 

Μία κοινωνία που ανέχτηκε τον ενταφιασμό της διερεύνησης των ευθυνών για μία τέτοια εθνική καταστροφή, ήταν θέμα χρόνου να συναντήσει την επόμενη.Τριάντα πέντε (και κάτι) χρόνια μετά, είναι ασήμαντος ιστορικός χρόνος. 

Θα μπορούσε να είχε συμβεί αργότερα, ή και νωρίτερα, ήταν όμως νομοτελειακό πως η κατάρρευση θα ερχόταν. Τα συμπτώματα της Ύβρεως που διαπράχθηκε ήσαν πολλά και εξόφθαλμα αλλά και το δέλεαρ που έπεισε το κοινωνικό σώμα να ανεχθεί τη συγκάλυψη, κι αυτό ήταν ευδιάκριτο.

Η Ύβρις υπήρξε τεράστια, ανήκουστη. Κανείς δεν τιμωρήθηκε για την ανείπωτη Τραγωδία! Οι στρατηγοί, ναύαρχοι, πτέραρχοι, και ό,τι άλλο τέλος πάντων ήταν τότε, που σχεδίασαν και εκτέλεσαν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου (ή δεν έκαναν τίποτα για να το εμποδίσουν, αρκούμενοι στο να μιλούν με τους Αμερικανούς και τον ξένο «παράγοντα»), έζησαν – ή ζουν ακόμα – εν τιμή, απολαμβάνοντας τίτλους, συντάξεις και προνόμια. Όσοι ολιγώρησαν μπροστά στον εισβολέα (ενώ ίσως είχαν αποδειχθεί «λιοντάρια» στο πραξικόπημα), δεν ελέγχθηκαν ποτέ. 

O θλιβερός θίασος που υποδυόταν την «ελληνική κυβέρνηση»κατά το πραξικόπημα και την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής, δεν αντιμετώπισε ποτέ τη δικαιοσύνη. Οι πολιτικοί άνδρες που ανέλαβαν τα ηνία στις 23 Ιουλίου, δεν έδωσαν ποτέ εξηγήσεις για όσα έκαναν ή, το κυριότερο, παρέλειψαν να κάνουν, για να υπερασπιστούν την μεγαλόνησο από την ολοφάνερα επικείμενη δεύτερη φάση των επιχειρήσεων. 

Απεναντίας, όσοι ρίχτηκαν στις 20 Ιουλίου στον αγώνα, με το πάθος που πραγματικά ταίριαζε σε όσους αξιώθηκαν τέτοια τιμή, υβρίστηκαν, συκοφαντήθηκαν και αφέθηκαν ανενδοίαστα στη λήθη, στην αδιαφορία και στην απαξίωση. Και όσοι από αυτούς είχαν την ατυχία να απωλέσουν τη σωματική τους αρτιμέλεια ή την ψυχική και σωματική τους υγεία, υπέστησαν απίστευτους εξευτελισμούς από τη μεταπολιτευτική μας δημοκρατία. 

Οι νεκροί, οι τραυματίες, οι αγνοούμενοι, οι πρόσφυγες, τα ορφανά, οι κακοποιημένες γυναίκες της εισβολής, αφέθηκαν να ξεχαστούν. Τι τύχη είχε μία δημοκρατία που διαπράττει τέτοια ανομία; Δεν ήταν φανερό πού θα κατέληγε;

Η Κυπριακή Τραγωδία του 1974 δεν είναι όμως ένα οποιοδήποτε γεγονός. Πρόκειται για μία πολιτικο-στρατιωτική ήττα που σημαδεύει ανεξίτηλα την Ιστορία του Έθνους και υποθηκεύει το μέλλον του Ελληνισμού σε μία πανάρχαια κοιτίδα του.

Τι είδους δημοκρατία είναι αυτή που αρνείται να διερευνήσει τα αίτια ενός τέτοιου εφιάλτη, επικαλούμενη πως θα διαταραχθούν οι σχέσεις της χώρας με τον «ξένο παράγοντα»; 

Τι είδους κοινωνία είναι αυτή που ανέχεται, λιγότερο από δεκαπέντε χρόνια μετά την τραγωδία, υποκριτικό «άνοιγμα» του φακέλου της Κύπρου για να εξυπηρετηθούν εκλογικές σκοπιμότητες της στιγμής;

Δεν της αξίζει να καταρρεύσει μέσα στη γενική καταισχύνη; 

Μία δημοκρατία που αφήνει άταφους και λησμονημένους τους ήρωές της και ατιμώρητους τους υπεύθυνους μίας ιστορικής καταστροφής, επειδή 
«…ανακύπτει κίνδυνος να προκύψουν γεγονότα ικανά να διαταράξουν τας διεθνείς σχέσεις της Ελλάδος μετ’ άλλων κρατών…», δεν έχει προδιαγράψει το μέλλον της; 

Δεν ήταν φανερό πως η κοινωνία της θα άκουγε κάποτε έναν gauleiter από την Εσπερία να δηλώνει ωμά πως «η εθνική κυριαρχία των Ελλήνων θα περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό»;

Ξέρω πως πολλοί θα καγχάσουν με όσα υποστηρίζει αυτό το σημείωμα. «Τι σχέση έχει», θα πούν, «η οικονομική μας χρεωκοπία, με τα όσα έγιναν το καλοκαίρι του 1974»; “It’s the economy stupid!”, θα φωνάξουν οι γιάπηδες του LSE και του Harvard. Ποιά Κύπρος; Εδώ μιλάμε για ΑΕΠ, spreads, CDS, το διογκωμένο δημόσιο, τα swaps, τι είναι αυτά που μας λές; 

Πικρό και παγωμένο θα είναι όμως το γέλιο τους. Γιατί όλοι ξέρουμε πως μία κοινωνία χρεωκοπεί οριστικά, μόνο όταν διαλυθεί το σύστημα αξιών της. Αυτό είναι που της επιτρέπει να σταθεί όρθια και να αντέξει φυσικές και οικονομικές καταστροφές, πολέμους, αναποδιές και δυστυχίες. 

Η ελλαδική κοινωνία υπονόμευσε το σύστημα αξιών της, όταν απέστρεψε το πρόσωπο από την κυπριακή τραγωδία, για να κυνηγήσει την επίπλαστη οικονομική ευμάρεια της μεταπολίτευσης. Και τώρα είναι γονατισμένη και ανίκανη να αντιδράσει. 

Θα στοιχημάτιζε κανείς, έστω και μία πεντάρα, πως η ελλαδική κοινωνία έχει τη δύναμη να αντέξει μία πτώχευση; Γιατί, το δίλημμα του αν μπορεί να αντέξει κάτι πιο επώδυνο (όπως π.χ. την ανάγκη να υπερασπιστεί ενόπλως την ανεξαρτησία και την ακεραιότητά της), αρνούμαι ακόμη και να το εκφέρω ....

Πιστεύω πως η προσπάθεια που έκανε η κοινωνία μας να αποστρέψει το πρόσωπο από (τις ευθύνες της και το χρέος της προς) την Κύπρο, οδήγησε σε καταστάσεις περίεργες. Η πολιτική μας ηγεσία, γιορτάζει κάθε χρόνο στις 24 Ιουλίου την επάνοδο της Δημοκρατίας, με μία glamorous (παλαιότερα τουλάχιστον) δεξίωση της Προεδρίας. 

Η δεξίωση αυτή και ο χρόνος τέλεσής της, ενσαρκώνει την τραγωδία που ανεπίγνωστα μάλλον, έζησε η δική μου γενιά – η γενιά της μεταπολίτευσης, των σημερινών πενηντάρηδων. 

Ποτέ δεν κατάφερα να συνέλθω από την διαπίστωση πως την ώρα εκείνη, της 23ης Ιουλίου του 1974, που εγώ ανέμιζα μία σημαία στην Αθήνα πανηγυρίζοντας για την κατάρρευση της δικτατορίας, κάποια παιδιά της γειτονιάς μου, της πόλης μου, του συγγενικού μου κύκλου, της διπλανής πόρτας τελικά, πέθαιναν μαχόμενοι στην Κυπριακή Γή, σε μία μάχη αισχρά προδομένη.

Την ίδια ακριβώς ώρα που εγώ ανέμιζα τη σημαία και όλοι γύρω μου πανηγύριζαν, στην Κύπρο, η ΕΛΔΥΚ υπερασπιζόταν το στρατόπεδό της και τα όπλα της έπαιρναν φωτιά. 

Η ελλαδίτικη Α’ Μοίρα Καταδρομών έθαβε 30 καρβουνιασμένα παλικάρια, θύματα της γελοιότητας αυτών που δεν λογοδότησαν ποτέ, και έπαιρνε θέση για τη μάχη που κράτησε ελεύθερο το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Η 33η Μοίρα Καταδρομών είχε παραδώσει στην αγκαλιά του Πενταδάκτυλου τονΤαγματάρχη Κατσάνη και στην Αθανασία τους 120 αξιωματικούς και καταδρομείς της που προσπάθησαν να κλείσουν με τα κορμιά τους το ρήγμα της Κυρήνειας, από όπου έμπαινε σιδερόφρακτος πια ο Αττίλας. 

Η 31η Μοίρα Καταδρομών αγρυπνούσε φυλάγοντας τη ρημαγμένη Κυπριακή Γή, ανασταίνοντας με τη λαμπρή της δράση από τον Πενταδάκτυλο ως το Πυρόι, το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων του Πλαστήρα. Και η Δόξα μελετούσε το ανάστημα του Παύλου Κουρούπη, του Ελευθέριου Τσομάκη και των λαμπρών συμμαχητών τους, που διάλεξαν να στοιχειώσουν την Κυρήνεια με τη θυσία τους, παρά να φύγουν. Εμείς όμως στην Αθήνα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τίποτα από αυτά δεν γνωρίζαμε και τίποτα από αυτά δεν φαινόταν να μας νοιάζει. 

Το πανηγύρι της Μεταπολίτευσης, μόλις είχε ξεκινήσει. Δεν το σταματούσε ούτε η κλαγγή των όπλων, ούτε ο ορυμαγδός της μάχης από τη μαρτυρική Κύπρο. Δεν το σταμάτησε ούτε ο Αττίλας ΙΙ. Μόνο τώρα πια σταματάει, μάλλον με τον τρόπο που του άξιζε ....

Θα πρότεινα στο σημείο αυτό, πριν αποτιμήσει ο αναγνώστης τα όσα έγραψα σε αυτό το σημείωμα, να κάνει λίγο ακόμα υπομονή, και να γυρίσει τη ματιά του 80 χρόνια πίσω, για να κάνει μία σύγκριση. Για να σκεφτεί, αν ο ισχυρισμός του σημειώματος αυτού πως η ρίζα της χρεωκοπίας βρίσκεται στην απροθυμία της ελλαδικής κοινωνίας να αποκαθάρει το άγος του 1974, έχει κάποια βάση. 

Το Σεπτέμβρη του 1922, φαινόταν να καταρρέει όχι μόνο η «Μεγάλη Ιδέα» αλλά ολόκληρο το Ελληνικό Κράτος. Τελείωνε με το χειρότερο δυνατό τρόπο μία πολεμική περιπέτεια δέκα ετών. 

O διπλασιασμός της εδαφικής έκτασης της χώρας (1912-13) κινδύνευε να εξανεμιστεί από την οδυνηρή ήττα στη Μικρά Ασία, που έθετε σε κίνδυνο την ύπαρξη του Έθνους. Τα πάντα κατέρρεαν. Τα θλιβερά απομεινάρια μιας ένδοξης Στρατιάς διέρρεαν σε αποσύνθεση, μαζί με πλήθη προσφύγων που ετοιμάζονταν να περάσουν το Αιγαίο και να έλθουν στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Ας κάνει τώρα ο αναγνώστης ένα μικρό χρονικό άλμα: μόλις 18 χρόνια μετά, και μάλιστα ύστερα από μία περίοδο ανώμαλου πολιτικού βίου και αλλεπάλληλων στρατιωτικών κινημάτων, μία επίσημη χρεωκοπία (1932) και μία τετράχρονη δικτατορία,το ίδιο Έθνος έγραφε την εποποιία του ’40, γονατίζοντας κυριολεκτικά (τη μία) και ηθικά (την άλλη), δύο αυτοκρατορίες της εποχής.

Πώς επετεύχθη αυτό; Θα είχε συμβεί αν δεν είχε αποκαθαρθεί το άγος της Μικρασιατικής Καταστροφής με την δίκη και την εκτέλεση των 6; Θα είχε καταφέρει χωρίς αυτή την κάθαρση, η ηγεσία της εποχής, να συγκροτήσει τη Στρατιά του Έβρου και να επιτύχει τους όρους της Λωζάνης; Θα είχε σταθεί όρθιο το Έθνος; Αμφίβολο. Του «Έθνους η ειμαρμένη» απαίτησε Κάθαρση. Τιμωρία. Για κάποιους ίσως άδικα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς.

Ας συγκρίνει λοιπόν τώρα ο αναγνώστης, το τότε και το σήμερα. Η φτωχή, ηττημένη, ταπεινωμένη Ελλάδα του 1922, μετά την Κάθαρση της Μικρασιατικής Τραγωδίας στάθηκε στα πόδια της και ανάγκασε 18 χρόνια μετά όλη την οικουμένη να υποκλιθεί στο μεγαλείο της ελληνικής ψυχής. 

Αντίθετα, η ευημερούσα Ελλάδα του 1974, «ταϊστηκε» με «δημοκρατία», «σοσιαλισμό» και «οικονομική ανάπτυξη», και αγνόησε την ιστορική αναγκαιότητα και την αδήριτη εσωτερική ανάγκη του κοινωνικού σώματος για τιμωρία των ενόχων της Κυπριακής Τραγωδίας.

43 χρόνια μετά, και αφού είδε να περνά μπροστά της τόσος πλούτος όσος ίσως δεν είχε εμφανιστεί σε καμμία άλλη περίοδο του ελεύθερου βίου της, η Ελλαδική κοινωνίακαταρρέει παταγωδώς. Καταρρέει, βασανιστικά και εξευτελιστικά, περίγελως των Εθνών της Γης. 

Μη έχοντας ηθική πυξίδα, εκμαυλισμένη και αποπροσανατολισμένη, διαλύεται αδυνατώντας να βρεί στήριγμα στην εθελόδουλη μεταπολιτευτική πολιτική elite, αλλά και στη γελοία, νεο-πλουτίστικη οικονομική elite (της οποίας οι «εκλεκτοί», κάποτε διασκέδαζαν εκτοξεύοντας αλλήλοις αστακούς, σε εκείνα τα «υπέροχα» καλοκαιρινά μυκονιάτικα parties της περιόδου του Χρηματιστηρίου, έξοχα δείγματα της αισθητικής μιας μεταπολίτευσης που οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια του Κυπριακού Ελληνισμού). 

Μετά από αυτή την ιστορική αντίστιξη, ας καγχάσει όποιος θέλει για το περιεχόμενο αυτού του άρθρου. Αν μπορεί, φυσικά. Οι σκιές του Κυπριακού καλοκαιριού του 1974, και το βλέμμα εκείνου του αγοριού μπροστά στον τοίχο που κραυγάζει μέσα στην εκκωφαντική σιωπή της φωτογραφίας 

«Κανένας δεν ξεχνά, Τίποτα δεν ξεχνιέται!» θα στοιχειώνουν για πάντα τις μέρες μας. 

Η Κύπρος τιμωρεί διαχρονικά και αυτούς που «εμήδισαν», και αυτούς που την ξέχασαν. Μάλλον, δεν θα καταφέρουμε να μάθουμε με σιγουριά αν κάποιοι «εμήδισαν», απλά το υποπτευόμαστε. Σίγουρα όμως, η ελλαδική κοινωνία επέλεξε να ξεχάσει. 

Αλλά, όπως μαρτυρά ο σοφός λαός, όπως στρώνει κανείς, έτσι κοιμάται.