Δωρεάν διαθέσιμο σε αρχείο pdf στο συγγραφικό site τού συγγραφέα στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ εδώ:
Μετά τήν ήττα τής Βουλγαρίας από τόν τριμερή συμμαχικό συνασπισμό τής Ελλάδος, τής Σερβίας και τής Ρουμανίας στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο (29 Ιουνίου - 10 Αυγούστου 1913), η περιοχή τής επιλεγομένης«γεωγραφικής Μακεδονίας»—όπως αυτή σκιαγραφείται ασαφώς σε χάρτες τής Οθωμανικής εποχής (Έκθ. 1), ήτοι με γεωγραφικά όρια που ποικίλουν από χάρτη σε χάρτη—«διαμελίσθηκε»(1) διά τής Συνθήκης Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913) μεταξύ κυρίως τής Ελλάδος (51%), τής Σερβίας (λιγότερο από 39%) και τής Βουλγαρίας (10%).(2)
1. Ονοματολογική ισορροπία
Μετά δε τόν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σερβία έγινε μέλος τού «Βασιλείου Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων», τό οποίο μετονομάστηκε τό 1929 σε «Βασίλειο τής Γιουγκοσλαβίας» και χωρίστηκε σε επαρχίες που ονομάζονται «μπανόβινες» (banovinas). Η «Νότια Σερβία», που περιλαμβάνει τήν σημερινή επικράτεια τής πΓΔΜ, επονομάσθηκε «Μπανόβινα τού Βαρδάρη» (Vardar Banovina), όπως ήταν διεθνώς γνωστή μέχρι τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς δηλαδή να περιλαμβάνει τήν λέξη «Μακεδονία».
Παρομοίως, μετά τήν Συνθήκη Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (1913), τόσο η Βουλγαρία όσο και η Ελλάδα απέφευγαν συστηματικά, επί δεκαετίες, να χρησιμοποιούν τίς λέξεις «Μακεδονία» ή «Μακεδονικό» σε επίσημα διοικητικά έγγραφα που αναφέροντο στις αντίστοιχες περιφέρειές τους: Η γεωγραφική Μακεδονική περιοχή τής νοτιοδυτικής Βουλγαρίας (Μακεδονία τού Πιρίν) ονομάστηκε τότε (και έκτοτε μέχρι σήμερα) σε «επαρχία Μπλαγκόεβγκραντ» (Blagoevgrad province), ενώ η Ελληνική Μακεδονία αναφέρετο επισήμως ως περιοχή τών αποκαλουμένων «Νέων Χωρών» ή «Βορείου Ελλάδος» από τότε μέχρι τό 1988.
Αυτή η ενδοβαλκανική «ονοματολογική ισορροπία», αφενός ως προς τό (αυθαίρετο) ιδεολόγημα τής «γεωγραφικής Μακεδονίας» και αφετέρου ως προς τήν (πραγματική) λέξη «Μακεδονία», ήταν σύμφωνη με τήν αρχή τών σχέσεων καλής γειτονίας—θεμελιώδη αρχή στο διεθνές δίκαιο—και ευθυγραμμίζετο με τό πνεύμα και τό γράμμα τής ως άνω Συνθήκης Ειρήνης τού Βουκουρεστίου, στο κείμενο τής οποίας ουδαμού ανεφέρετο η λέξη «Μακεδονία».(3) Γενικά, αμέσως μετά τόν ως άνω «διαμελισμό» (τρόπος τού λέγειν) τής «γεωγραφικής Μακεδονίας» δι' εκείνης τής συνθήκης, καμία από τίς συμβαλλόμενες Ελέγχουσες Δυνάμεις (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία) δεν επέτρεπε τήν επίσημη χρήση αυτού τού ονόματος («Μακεδονία») στο τμήμα τής «γεωγραφικής Μακεδονίας» που είχε ενσωματώσει στην επικράτειά της.(4)
2. Μακεδονικός αλυτρωτισμός 1918-1944
|
Η «Μείζων Βουλγαρία» («Greater Bulgaria»)
|
Στο μεταξύ όμως, από τό 1918, ήτοι μετά τήν Συνθήκη Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (1913), η ιδέα περί μιας Ενωμένης Μακεδονίας ή Μεγάλης Μακεδονίας ανεδύθη ως τό πρωταρχικό ιδεολόγημα τήςΕσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (IMRO), τών οποίων οι ηγέτες—Τόντορ Αλεξάντροφ, Αλεξάνταρ Πρωτογκέροφ και Ιβάν Μιχαΐλοφ—είχαν ως στόχο τήν ανεξαρτησία ολόκληρης τής «γεωγραφικής Μακεδονίας». Τό 1918 η Βουλγαρική κυβέρνηση τού Αλεξάντερ Μαλινόφ προσφέρθηκε να συνεισφέρει τήν περιοχή τού Μπλαγκόεβγκραντ (Μακεδονία τού Πιρίν) γι' αυτόν τόν σκοπό. Επιπλέον, η Κομιντέρν (Τρίτη Διεθνής) εξέδωσε ένα ψήφισμα τό 1934, δια τού οποίου για πρώτη φορά διατυπώθησαν πολιτικές κατευθύνσεις ρητώς για τήν αναγνώριση τής ύπαρξης χωριστού «Μακεδονικούέθνους» και διακριτής «Μακεδονικής γλώσσας».
Εντούτοις, μια δεκαετία αργότερα, τόν Μάιο τού 1943, ο Στάλιν διέλυσε τήν Κομιντέρν, προκειμένου να φέρει τήν Σοβιετική Ένωση σε πλήρη γεωπολιτική ευθυγράμμιση με τούς Δυτικούς Συμμάχους εναντίον τού κοινού εχθρού, τήν Ναζιστική Γερμανία, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: Οι εξελίξεις τού Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου είχαν καταστήσει τήν Κομιντέρν ένα αναχρονιστικό γεωπολιτικό «βαρίδι», τό οποίο κάθε άλλο παρά συνέβαλε θετικά στις προσπάθειες τού Στάλιν να παρωθήσει τούς Δυτικούς Συμμάχους του (1943) να ανοίξουν ένα δεύτερο κρίσιμο (δυτικό) μέτωπο στην ηπειρωτική Ευρώπη εναντίον τής Γερμανίας.
Κατά συνέπεια, μαζί με τήν Κομιντέρν, τό «Μακεδονικό Ζήτημα» (Μακεδονικός μεγαλοϊδεατισμός) «εξαφανίστηκε» ως δια «μαγείας» από τό διπλωματικό προσκήνιο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ειδικά από τό 1943, τουλάχιστον σε γεωστρατηγικό επίπεδο—παρότι σε τακτικό επίπεδο ένα μέρος τής Ελληνικής Μακεδονίας και τής νότιας Γιουγκοσλαβίας διατελούσαν υπό κοινή Γερμανο-Βουλγαρική κατοχή τό 1941-1944, στο δε Κ.Κ. Γιουγκοσλαβίας καλιεργούντο, όλο και περισσότερο από τό 1943, ιδέες Μακεδονικού αλυτρωτισμού.
3. Τιτοϊκή ονοματολογική ανισορροπία
Μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όμως, η προαναφερθείσα «ονοματολογική ισορροπία» ως προς τήν «γεωγραφική» Μακεδονία, διαταράχθηκε μάλλον ανεπανόρθωτα, λόγω πρωτοβουλιών τού ηγέτη τής Γιουγκοσλαβίας, στρατάρχη Τζόζιπ Μπροζ Τίτο: Στις 11 Οκτωβρίου 1945, λίγο πριν κλιμακωθεί ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος στη β΄ φάση του (1946-1949), ο Τίτο ανεφέρετο στην ελληνική επαρχία τής Μακεδονίας με τόν δικό του όρο «Μακεδονία τού Αιγαίου».
Κατά τό επόμενο μάλιστα έτος (1946), ο Τίτο προσέδωσε ομοσπονδιακή πολιτική υπόσταση στη νότια περιοχή τής Γιουγκοσλαβίας (Vardar Banovina), μετονομάζοντάς την παράλληλα—κατά παράβαση τού πνεύματος και τού γράμματος τής Συνθήκης Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (1913)— σε «Λαϊκή Δημοκρατία τής Μακεδονίας», ως ομόσπονδο κράτος τής Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας τής Γιουγκοσλαβίας. Πολύ αργότερα, στο νέο σύνταγμα τής Γιουγκοσλαβίας τού 1963, η νότια περιοχή τής Γιουγκοσλαβίας μετονομάστηκε ξανά, αυτή τήν φορά σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία τής Μακεδονίας», προκειμένου να ευθυγραμμισθεί τό όνομά της αφενός με εκείνα τών άλλων («Σοσιαλιστικών») Γιουγκοσλαβικών ομοσπόνδων κρατών και αφετέρου με τό νέο όνομα τής Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας («Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γιουγκοσλαβίας»).
4. Τιτοϊκός μεγαλοϊδεατισμός
Εκείνες οι πρωτοβουλίες (ή γεωπολιτικές αυθαιρεσίες) τού Τίτο από τό 1945, ήσαν εκφάνσεις τής επιθετικής του πολιτικής ατζέντας περί Μακεδονικού αποσχιστικισμού (Macedonian separatism), ήτοι τό ιδεολόγημα τής μελλοντικής ενοποίησης και πολιτικής αυτονόμησης ολόκληρης τής (δήθεν) «γεωγραφικής Μακεδονίας», τό οποίο προωθείτο συστηματικά από τόν Τίτο εν συνδυασμώ μάλιστα με τίς ρητώς εκπεφρασμένες μεγιστοποιητικές (μεγαλοϊδεατικές) βλέψεις του για τήν δημιουργία μιας μεγάλης Νοτιο-Σλαβικής (Βαλκανικής) συνομοσπονδίας στο απώτερο μέλλον, παρότι οι Νικήτριες Δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης και τής Σοβιετικής Ένωσης, αντιτάχθηκαν εξ αρχής σε εκείνη τήν εξωπραγματική Μεγάλη Ιδέα.
Τά πολιτικά σχέδια τού Τίτο εις προώθηση τού Μακεδονικού αλυτρωτισμού απέβλεπαν παρεμπιπτόντως, αν όχι πρωταρχικώς, να αντισταθμίσουν και τελικά να εξουδετερώσουν τόν Βουλγαρικό αλυτρωτισμό, που εκπήγαζε από τό συλλογικό «Τραύμα τού San Stefano» τών Βουλγάρων, μετά τήν διπλωματική τους αποτυχία να υλοποιήσουν τήν Συνθήκη τού San Stefano (1878), διά τής οποίας η Ρωσία επέβαλε τότε (1878) στην Τουρκία τήν αποκαλούμενη «Μεγάλη Βουλγαρία» (Έκθ. 2), ήτοι μια Βουλγαρία που περιελάμβανε ολόκληρη τήν «γεωγραφική Μακεδονία» (Rusinow 1968, αποδιαβαθμισμένο έγγραφο τής CIA): (5)
“Παρεπιπτόντως, σε τακτικό επίπεδο, μια αυτόνομη δημοκρατία θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί χρήσιμη για τήν αποδυνάμωση τής θέσης και τής απήχησης εκείνων τών Μακεδόνων, συμπεριλαμβανομένων τών περισσότερων ηγετών τού IMRO και ουκ ολίγων κορυφαίων Κομμουνιστών, οι οποίοι εξακολουθούσαν να προτιμούν είτε ένταξη [τής Νότιας Γιουγκοσλαβίας] στη Βουλγαρία, είτε ένα ανεξάρτητο Μακεδονικό κράτος. [...]
Κατά τά πρώτα χρόνια τού [Β΄ Παγκοσμίου] πολέμου, τά Κομμουνιστικά κόμματα τής Βουλγαρίας και τής Γιουγκοσλαβίας ανταγωνίζοντο, ωσάν καλοί αστοί εθνικιστές, για τόν έλεγχο τού Κομμουνιστικού κινήματος στην περιφέρεια τού Βαρδάρη, και μάλιστα για κάποια περίοδο οι Βούλγαροι εφαίνοντο να υπερισχύουν σε εκείνον τόν [εθνικιστικό] ανταγωνισμό. [...] Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι κάποιοι υπέρμαχοι τού Μακεδονικού αποσχισμού [ήτοι υπέρμαχοι τής ανεξαρτησίας τής «γεωγραφικής Μακεδονίας»], Κομμουνιστές ή άλλοι, εξακολουθούσαν να δραστηριοποιούνται στην περιοχή μέχρι τό 1946.
Τουλάχιστον για κάποια περίοδο μετέπειτα, τώρα πλέον ήταν ο Τίτο—και όχι οι Βούλγαροι (ή ακόμα και οι Έλληνες) Κομμουνιστές—που προωθούσε μια λύση [περί τής «γεωγραφικήςΜακεδονίας»] η οποία απέλαυε τής υποστήριξης τού Στάλιν και επιπροσθέτως τού Γεωργίου Δημητρώφ, τού γηράσκοντος Βουλγάρου πρώην αρχηγού τής Κομιντέρν, ο οποίος επέστρεψε μετά τόν πόλεμο για να γίνει πρωθυπουργός τής πατρίδος του.
Επ' αυτής δε τής βάσεως, ο Τίτο προέβαλε ένα ευρύτερο σχέδιο: Ήταν απλώς φυσικό ότι μια αυτόνομη Μακεδονία θα έπρεπε να περιλαμβάνει όλα τά μέλη τού Μακεδονικού έθνους, και ως εκ τούτου ήταν φυσικό ότι οι περιοχές τού Βαρδάρη [στη Γιουγκοσλαβία], τού Πιρίν [στη Βουλγαρία] και τελικά η Μακεδονία τού Αιγαίου [στην Ελλάδα] θα έπρεπε να επανενωθούν, αλλά αυτή τήν φορά μέσα σε μια ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία. Θα ήταν εξίσου φυσικό οι Βούλγαροι, που συνδέονται με τούς Γιουγκοσλάβους εξ αίματος και τώρα και διά πολιτικής ιδεολογίας, θα έπρεπε επίσης να ενταχθούν στην ομοσπονδία, πραγματοποιώντας επιτέλους τήν Επικράτεια όλων τών Νότιων Σλάβων, τήν οποία εξ αρχής είχαν κατά νου οι υποστηρικτές τής Γιουγκο-Σλαβικής ιδέας κατά τόν 19οαιώνα. Τότε ίσως θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί τήν προοπτική για μια ευρύτερη συνομοσπονδία, που θα συμπεριελάμβανε όλες τίς Κομμουνιστικές Δημοκρατίες τών Βαλκανίων. [...]
Η ιστορία αυτού τού μεγαλοφρόνος σχεδίου, και τής αποτυχίας του, είναι τό κεντρικό θέμα τής περιβόητης ιστορίας τής διαμάχης μεταξύ Τίτο και Στάλιν. Για τούς εν προκειμένω σκοπούς, είναι σημαντικό να σημειωθεί απλώς ότι για τέσσερα χρόνια, από τό 1944 έως τό 1948, τό Βουλγαρικό Κομμουνιστικό καθεστώς εξαναγκάστηκε να δεχθεί τό Γιουγκοσλαβικό επιχείρημα ότι οι Μακεδόνες αποτελούν ένα ξεχωριστό έθνος. Επίσης, ενεργά, αν και απρόθυμα, [οι Βούλγαροι] προετοίμασαν τήν Μακεδονία τού Πιρίν για ενοποίηση με τήν Μακεδονία τού Βαρδάρη μέσα στη Γιουγκοσλαβία, αν και επεδίωξαν [επιτυχώς] να αναβάλουν τήν «ημέρα τού κακού» [evil day] επιμένοντες ότι η ενοποίηση θα μπορούσε να επέλθει μόνο μετά από μιά ομοσπονδία μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας. Αυτή ήταν η ουσία μιας συμφωνίας Τίτο-Ντιμιτρώφ που υπεγράφη στο Bled, στη Σλοβενία, τον Αύγουστο τού 1947, και επικυρώθηκε με μια Γιουγκοσλαβο-Βουλγαρική Συνθήκη Φιλίας που υπεγράφη στη Σόφια όταν ο Τίτο ανταπέδωσε τήν επίσκεψη κατά τόν επόμενο Νοέμβριο. Έκτοτε, ωσάκις οι Βούλγαροι επέσειαν τό φάσμα τού San Stefano, οι Γιουγκοσλάβοι απαντούσαν εκταφιάζοντας τήν Συμφωνία Bled.”
Στην πράξη, ο Μακεδονικός αλυτρωτισμός, όπως επινοήθηκε από τόν Τίτο, είχε ως (αμυντικό) στόχο να αποσταθεροποιήσει τό ιδεοληπτικό έδαφος δύο ανταγωνιστικών αλυτρωτισμών, ενός εσωτερικού(Σερβικού) και ενός άλλου εξωτερικού (Βουλγαρικού), οι οποίοι εν συνδυασμώ συνιστούσαν μια μακροπρόθεσμη απειλή για τήν ακεραιότητα τής Γιουγκοσλαβίας ως ομοσπονδίας: Σύμφωνα με τήν εκδοχή τού Τίτο περί Μακεδονικού αλυτρωτισμού, οι Μακεδόνες δεν είναι ούτε Σέρβοι ούτε Βούλγαροι, αλλά μέλη ενός ξεχωριστού ιστορικού έθνους, που φέρεται ότι δεν έχει ακόμη απελευθερωθεί, τουλάχιστον στο σύνολό του. Σε απάντηση στις επιδιώξεις τού Τίτο, η επίσημη θέση τής Βουλγαρίας ως προς τήν εθνοτική καταγωγή τών Μακεδόνων ήταν μάλλον ανακόλουθη, κυμαινόμενη σε αξιοσημείωτο βαθμό κάθε λίγα χρόνια, κατ' εκάστοτε περιστασιακή ευθυγράμμισή της με τίς διπλωματικές ταλαντώσεις στις Σοβιετο-Γιουγκοσλαβικές σχέσεις (Kofos, 1964): (6)
“Σε λιγότερο από είκοσι χρόνια από τήν απελευθέρωση, οι Βούλγαροι Κομμουνιστές υιοθέτησαν, πέντε φορές, απόψεις που ήσαν εντελώς αντιφατικές για τό Μακεδονικό ζήτημα. Έτσι, τό 1944-1948 όχι μόνο παραιτήθηκαν από τίς εδαφικές τους διεκδικήσεις σχετικά με τήν Μακεδονία, προς χάριν τών Γιουγκοσλάβων, αλλά επιπροσθέτως αποδέχτηκαν και τήν Γιουγκοσλαβική θεωρία ότι οι Σλάβοι κάτοικοι τής Μακεδονίας εν όλω ήσαν «Μακεδόνες», ήτοι μια νέα εθνοτική ομάδα.
Μετά τήν ρήξη στις σχέσεις Τίτο-Cominform—και ειδικά από τό 1948 έως τό 1954—οι Βούλγαροι πέρασαν στην επίθεση υποστηρίζοντας τήν δημιουργία, υπό τήν αιγίδα τής Βουλγαρίας, ενόςΜακεδονικού ομόσπονδου κράτους μέσα σε μια Βαλκανική Κομμουνιστική συνομοσπονδία. Με εκείνη τήν επίσημη πρόταση, οι «Μακεδόνες» έγιναν και πάλι Βούλγαροι.
Μόνο όταν η νέα Σοβιετική ηγεσία θεώρησε σκόπιμο να προσπαθήσει να επαναφέρει τόν Τίτο πίσω στο Κομμουνιστικό παραπέτασμα τό 1955, η Βουλγαρία εγκατέλειψε τότε τούς προσχηματικούςισχυρισμούς της σχετικά με τήν Μακεδονία και συναίνεσε με τήν αναγνώριση τής ύπαρξης εθνοτικών «Μακεδόνων» ακόμη και εντός τής Βουλγαρίας.
Αλλά αυτό ήταν μόνο μια βραχύβια υποχώρηση, η οποία διήρκεσε μόνο κατά τήν διάρκεια τής νέας Σοβιετο-Γιουγκοσλαβικής επαναπροσέγγισης. Τό 1958, εν μέσω έντονης κριτικής από ολόκληρο τό Σοβιετικό μπλοκ κατά τών Γιουγκοσλάβων «ρεβιζιονιστών», οι Βούλγαροι δεν έχασαν χρόνο για να διακηρύξουν [και πάλι] τήν ανεξαρτησία τους σχετικά με τό Μακεδονικό ζήτημα, να καλωσορίσουν τόν επανακαθορισμό τών «Μακεδόνων» ως «Βουλγάρων» και να καταργήσουν τήν θεωρία τής «Μακεδονικής εθνικότητας» [«Macedonian nationality»].
Μετέπειτα όμως, οι νέοι διεθνείς προσανατολισμοί τής Μόσχας επέφεραν μια νέα επανασυμφιλίωση τής Σόφιας με τό Βελιγράδι. Κατά συνέπεια, η Σόφια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψη ξανά τήν πολεμική της σχετικά με τό Μακεδονικό ζήτημα. Υπήρχαν ενδείξεις ότι μετά τήν συνάντηση Τίτο-Ζίβκωφ στο Βελιγράδι τόν Ιανουάριο τού 1962, οι Βούλγαροι ίσως να σκλήραιναν τότε τήν θέση τους έναντι τών Γιουγκοσλαβικών απαιτήσεων [ως προς τό Μακεδονικό]. Ωστόσο, οι Σοβιετο-Γιουγκοσλαβικές σχέσεις προφανώς δεν είχαν φθάσει σε τέτοιο βαθμό τελειότητας που να εξαναγκάσουν τούς Βούλγαρους να κατασταλάξουν σε μιά οριστική απόφαση περί τού εάν «Μακεδόνες» πράγματι υφίστανται εκτός τής [Γιουγκοσλαβικής] «Λαϊκής Δημοκρατίας τής Μακεδονίας».”
Εντούτοις, σε κάθε περίπτωση στην Μεταπολεμική εποχή, η Βουλγαρία δεν ακολούθησε τό (Γιουγκοσλαβικό) υπόδειγμα τής (αυθαίρετης) θεσμικής χρήσης τού ονόματος «Μακεδονία» στην περιοχή τής «γεωγραφικής Μακεδονίας» εντός τής Βουλγαρικής επικρατείας: Η Βουλγαρική επαρχία Blagoevgrand διετήρησε τό όνομά της erga omnes για έναν αιώνα τώρα. Ωστόσο, η Ελλάδα άρχισε να χρησιμοποιεί αυτό τό όνομα («Μακεδονία») επίσημα μετά από πολλά χρόνια, τό 1988, μετονομάζοντας τό «Υπουργείο Βορείου Ελλάδος» σε «Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης», ως μια καθυστερημένη απάντηση τής ΕλληνικήςΚυβέρνησης (42 χρόνια μετά τό 1946) στο τότε Συνταγματικό όνομα τής νότιας περιοχής τής Γιουγκοσλαβίας («Σοσιαλιστική Δημοκρατία τής Μακεδονίας»).
5. Διαβαλκανική άτυπη συμπαιγνία 1944-1987
|
Ο Ανδρέας Παπανδρέου στη Βουλή 24-1-1994
|
Μια σημαντική πτυχή τού ονοματολογικού ζητήματος τής πΓΔΜ από τήν δεκαετία τού 1990 μέχρι σήμερα, είναι ότι για 45 συνεχόμενα χρόνια (1946-1991) η Βουλγαρία και η Ελλάδα δεν είχαν εγείρει επίσημαοποιοδήποτε θέμα (στα Ηνωμένα Έθνη κλπ.) όσον αφορά στη θεσμική ένταξη τής λέξης «Μακεδονία» στο Συνταγματικό όνομα τής νότιας περιοχής τής Γιουγκοσλαβίας—κάθε χώρα για δικούς της διαφορετικούςλόγους, ήτοι:
• Βουλγαρία. Η εν γένει (άν και κυμαινομένη) σιωπηρά συναίνεση τής Βουλγαρίας με τήν πολιτική τού Τίτο σχετικά με τήν ένταξη τής λέξης «Μακεδονία» στο Συνταγματικό όνομα τής νότιας Γιουγκοσλαβίας μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στην Κομμουνιστική αλληλεγγύη και εν μέρει (αν όχι κυρίως) στη συμμαχία τής Βουλγαρίας με τόν Άξονα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: Η συντριπτική ήττα τής Γιουγκοσλαβίας από τήν Γερμανία τό 1941, οφείλετο κυρίως στο γεγονός ότι η Wehrmacht είχε τήν δυνατότητα να εισβάλει στη Γιουγκοσλαβία από όλα τά μέτωπά της, συμπεριλαμβανομένων και τών γιουγκοσλαβικών συνόρων με τήν Ρουμανία και τήν Βουλγαρία, λόγω τής τότε συμμαχίας αυτών τών δύο χωρών με τόν Άξονα. Κατά συνέπεια, στη Μεταπολεμική περίοδο, η Βουλγαρία δεν είχε ούτε τό ηθικό ανάστημα ούτε τήν γεωπολιτική βαρύτητα για να αντιμετωπίσει τόν στρατάρχη Τίτο—διαπρεπή στρατιωτικό ηγέτη τών Συμμάχων και εθνικό ηγέτη με παγκόσμια απήχηση—ειδικά μάλιστα όσον αφορά σε (εσωτερικά) θέματα εμπίπτοντα στην ομοσπονδιακή δικαιοδοσία και στην εθνική κυριαρχία τής Γιουγκοσλαβίας.
• Ελλάδα. Αντιθέτως, η Ελλάδα, έχοντας πολεμήσει σκληρά παρά τώ πλευρώ τών Συμμάχων, είχε και τό ηθικό ανάστημα και τό γεωπολιτικό βάρος τότε, μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να εγείρειεπίσημα θέμα όσον αφορά στο όνομα τού νοτίου ομοσπόνδου κράτους τής Γιουγκοσλαβίας. Εντούτοις, η Ελλάδα επέλεξε τότε (και έκτοτε μέχρι τό 1987) να συμμετάσχει και αυτή στη «διαβαλκανική»σιωπηρά συναίνεση με τόν Τίτο επ' αυτού τού (ονοματολογικού) θέματος, λόγω στρατηγικών υστεροβουλιών: Κατά τήν διάρκεια τού Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1944-1949), αυτό που για τό τότε αντικομμουνιστικό καθεστώς τής Ελλάδας είχε κρίσιμη στρατιωτική σημασία—και κατά συνέπεια αποτελούσε ζήτημα διπλωματικής εστίασης—ήταν η άσκηση διπλωματικής πίεσης στον Τίτο για να κλείσει τά Ελληνο-Γιουγκοσλαβικά σύνορα σε βάρος τών αριστερών ελληνικών αντάρτικων δυνάμεων. Στη συνέχεια, σε γεωστρατηγικό πλαίσιο πειθαρχίας τού Ψυχρού Πολέμου, η Ελλάδα (ως μέλος τού ΝΑΤΟ) δεν έθιξε κανένα σημαντικό θέμα κατά τής αδέσμευτης Γιουγκοσλαβίας, επειδή η επικράτειά της εθεωρείτο από τό ΝΑΤΟ ως μεσολαβούσα περιοχή (μη-Σοβιετική μη-Νατοϊκή «buffer country») κατά τού Σοβιετικού επεκτατισμού. Επιπλέον, σε όλη τήν διάρκεια τού Ψυχρού Πολέμου, εθνικοί λόγοι παρώθησαν τήν Ελλάδα να συνεναίσει ατύπως με τήν Γιουγκοσλαβία ως προς τό όνομα τού νοτίου ομοσπόνδου κράτους τής τελευταίας, τουλάχιστον στον βαθμό που αυτό τό όνομα είχε ως στόχο να αντισταθμίσει τόν Βουλγαρικό αλυτρωτισμό, ο οποίος εθεωρείτο παραδοσιακά από τίς Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ως πρωταρχικό ζήτημα Εθνικής Ασφαλείας. Μεταφορικά, υπό τό Ελληνικό πρίσμα, τό θέμα τής ονομασίας τής «... Δημοκρατίας τής Μακεδονίας» ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα χρήσιμο «τζίνι», τό οποίο ο Τίτο τό κρατούσε με ασφάλεια μέσα στο μπουκάλι (στη Γιουγκοσλαβική ομοσπονδία).
Ενδεικτικά, στο διπλωματικό προσκήνιο τό 2010 προεβλήθη αλυσιτελώς η ιδέα να επανατεθεί αυτό τό τζίνι («... Δημοκρατία τής Μακεδονίας») μέσα σε ένα παρόμοιο (αν και αρκετά μικρότερο) μπουκάλι: Ειδικότερα, αυτή ιδέα υποτίθεται ότι θα μπορούσε ίσως να υλοποιηθεί δια μιας συνταγματικής αναδιάρθρωσης τής πΓΔΜ προς πολιτειακή μετάλλαξή της σε μια ομοσπονδιακή δημοκρατία με 3-4 ημιαυτόνομες περιφέρειες, μία από τίς οποίες θα ονομάζεται «... Δημοκρατία τής Μακεδονίας». Προφανώς επομένως, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, αυτή η μάλλον αναχρονιστική ιδέα προτείνει ουσιαστικά επιστροφή στο status quo ante (1946-1991), κατά τό οποίο η ονομασία «... η Δημοκρατία τής Μακεδονίας» αποδόθηκε σε μια αυτόνομη ομόσπονδη επικράτεια και όχι σε ένα ανεξάρτητο κράτος.
Εν πάση περιπτώσει, τό ιστορικό γεγονός είναι ότι ο λαός αυτής τής περιοχής (πΓΔΜ) αυτοπροσδιορίζετο επί πολλές δεκαετίες, επί σχεδόν μισό αιώνα, ως πολίτες τής «Λαϊκής Δημοκρατίας τής Μακεδονίας» (1946-1963) και στη συνέχεια τής «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας τής Μακεδονίας» (1963-1991). Εν ολίγοις, αυτοπροσδιορίζοντο ούτως, ως πολίτες μιας ομοσπόνδου επικρατείας τής Γιουγκοσλαβίας, επί μισό αιώνα νομίμως (σύμφωνα με τό διεθνές δίκαιο) και αδιαμφισβητήτως (λόγω τής ατύπου συναινέσεως τόσο τής Βουλγαρίας όσο και τής Ελλάδας με τίς Συνταγματικές διατάξεις τού Τίτο επί αυτού τού θέματος), ενώ η Ελλάδα καθηύδε τον εν πολλοίς «αφάσιο» ύπνο τού διπλωματικώς (ψυχροπολεμικώς) «παράλυτου» επί τού θέματος, λόγω τής εξαναγκαστικής πειθαρχίας τού Ψυχρού Πολέμου αλλά και λόγω στρατηγικών αντιλήψεων τού ελληνικού πολιτικού και στρατιωτικού της κατεστημένου ως προς τόν υποτιθέμενο Βουλγαρικό αλυτρωτισμό—ήτοι έμμονες (βουλγαροφοβικές) αντιλήψεις(7) που ήσαν αντίθετες με τό αντικειμενικά γεγονότα που κατεδείκνυαν ότι ο Τίτο, και όχι οι Βούλγαροι, ήταν ο «ζογκλέρ» τού Μακεδονικού αλυτρωτισμού στον Ψυχρό Πόλεμο.
6. Τό Λάθος τής Ελλάδος
Οι Έλληνες δεν συνειδητοποίησαν ότι οι Βούλγαροι ήσαν οι φυσικοί τους σύμμαχοι στο Μακεδονικό ζήτημα: Η γλωσσική κληρονομιά τής Βουλγαρίας και η ιστορική κληρονομιά τής Ελλάδος ήσαν τά δύο θεμελιώδη δομικά στοιχεία που ο Τίτο πάσχιζε τότε να υφαρπάσει πολιτικώς—ήτοι μονομερώς διά Συνταγματικών διατάξεων τής Γιουγκοσλαβίας, και όχι πολυμερώς διά διεθνών συνθηκών—και να τά οικειοποιηθεί πολιτισμικώς. Ειδικότερα ο Τίτο επεδίωκε να στοιχειοθετήσει εντέχνως και να καθιερώσει διεθνώς τήν ύπαρξη Μακεδονικής γλώσσας (Macedonian language) και Μακεδονικής εθνικότητος(Macedonian nationality),(8) τήν πρώτη σε βάρος τής Βουλγαρίας και τήν δεύτερη σε βάρος τόσον τής Ελλάδος όσον και τής Βουλγαρίας, στο πλαίσιο τής αλυτρωτικής πολιτικής τής Γιουγκοσλαβίας σχετικά με τό υπ' αυτού επιτηδείως αναμοχλευόμενο Μακεδονικό ζήτημα. Απεναντίας μάλιστα, παρά τίς κατάφωρες μηχανεύσεις τού Τίτο, η Ελλάδα τό μόνο που έβλεπε κατά τήν διάρκεια τού Ψυχρού Πολέμου ήταν η (υποτίθεται) ανάγκη να καλλιεργεί άριστες σχέσεις, κατά τό δυνατόν, με τήν Γιουγκοσλαβία. Παράλληλα η Ελλάδα, αντί να βλέπει τό προφανές (την φυσική της συμμαχία με τήν Βουλγαρία όσον αφορά στις Τιτοϊκές μηχανεύσεις), υπέβλεπε τήν Βουλγαρία με δομική ή και εμμονική καχυποψία: Η Βουλγαρία ευρίσκετο στην άλλη πλευρά τού Σιδηρού Παραπετάσματος. Κι έτσι οι Έλληνες συνέχιζαν να κοιμούνται.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ο όρος «γεωγραφική Μακεδονία» ήταν ανύπαρκτος μέχρι τήν Συνθήκη τού Βουκουρεστίου (1913), ή και μετέπειτα μέχρι τό τέλος τού Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επομένως δεν μπορεί να λεχθεί ευλόγως ότι «διαμελίσθηκε» (ή «διαμοιράσθηκε») κάτι τό οποίο δεν υφίστατο τότε (1913), ούτε καν ως έννοια, τουλάχιστον σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, ήτοι ρητώς σε κείμενα Διεθνών Συνθηκών, και δη Συνθηκών Ειρήνης.
Συγκεκριμένα, στη Συνθήκη Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913) δεν υπάρχει πουθενά ούτε ο όρος «γεωγραφική Μακεδονία» ούτε κάν η λέξη (σχέτη) «Μακεδονία» ή παράγωγά της. Σε εκείνη τήν Συνθήκη, τά νέα Σερβο-Βουλγαρικά και Ελληνο-Βουλγαρικά σύνορα ορίζονται βάσει γεωγραφικών τοπονυμίων (ορέων, κοιλάδων κ.ο.κ.) και μόνον, επί λέξει ως εξής (άρθρα ΙΙΙ και V τής Συνθήκης):
«ARTICLE III. Between the Kingdom of Bulgaria and the Kingdom of Serbia, the frontier will follow conformably with the procès-verbal drawn up by the respective military delegates and annexed to the Protocol No. 9 of the 25th of July (August 7th), 1913, of the Conference of Bucharest, the following line : The frontier line will start from the old frontier from the summit of Patarica, will follow the old Turco-Bulgarian frontier and the line of the watershed between the Vardar and the Strouma, with the exception of the upper valley of the Stroumitza, which will remain on Serbian territory ; it will terminate at the Belasica Mountain, where it will bend back to the Graeco-Bulgarian frontier. A detailed description of this frontier and its indication on the map 1/200.000 of the Austrian General Staff are annexed to the present article.
[...]
ARTICLE V. Between the Kingdom of Greece and the Kingdom of Bulgaria the frontier will follow conformably with the procès-verbal drawn up by the respective military Delegates and annexed to the Protocol No. 9 of the 25th of July (August 7th), 1913, of the Conference of Bucharest, the following line : The frontier line shall start from the new Serbo-Bulgarian frontier on the summit ofBelagica planina, to terminate at the mouth of the Mesta on the Aegean Sea. Between these two extreme points, the frontier line will follow the tracing indicated on the map 1/200.000 of the Austrian General Staff and according to the description annexed to the present article.»
Δηλαδή δια τής Συνθήκης Ειρήνης τού Βουκουρεστίου, οι Βαλκάνιοι Σύμμαχοι (Βουλγαρία, Ελλάδα, Σερβία) διεμοίρασαν μεταξύ τους τά συγκεκριμένα και ρητώς προσδιοριζόμενα εδάφη που απελευθέρωσαναπό τον Οθωμανικό ζυγό (και όχι κάποια ανύπαρκτη ή ασαφώς σκιαγραφουμένη «γεωγραφική Μακεδονία
(2) Η συνολική έκταση τής κατά τά ως άνω (Υποσ. 1) «γεωγραφικής Μακεδονίας ανέρχεται συνολικά σε 66.857 km2, επί μέρους ως εξής: 34.556 km2 (51,39%) εντός τής Ελληνικής Επικρατείας, 6.788 km2 (10,15%) εντός τής Βουλγαρικής Επικρατείας, και 25.713 km2 (38,46%) που συναποτελούν τήν εδαφική έκταση τής fYROM.
(3) Πέραν τών αναφερθέντων παραπάνω (Υποσ. 1) όσον αφορά στην Συνθήκη Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (1913), η λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγά της δεν αναφέρονται πουθενά, ούτε μία φορά, σε όλες τίς άλλες προηγηθείσες συναφείς διεθνείς Συνθήκες, όπως εκείνες τούς Λονδίνου τήν 13/3/1871, τού Σαν Στέφανο τήν 3/3/1878, τού Βερολίνου τήν 13/7/1878 και τού Λονδίνου τήν 17/5/1913.
(6) Kofos, Evangelos, 1964. Nationalism and Communism in Macedonia (Institute of Balkan Studies: Thessaloniki, Greece), κεφ. II.
(7) Ελληνικές αντιλήψεις ως προς τόν (υποτιθέμενο) Βουλγαρικό αλυτρωτισμό κατά τήν διάρκεια τού Ψυχρού Πολέμου, παρέλυσαν όχι μόνο τήν εξωτερική πολιτική τής Ελλάδος ως προς τόν (πραγματικό) Μακεδονικό αλυτρωτισμό τού Τίτοκαθ' όλη τήν διάρκεια τής Ψυχροπολεμικής περιόδου (1946-1991), αλλά και τήν εθνική άμυνα τής Ελλάδος κατά τήν διάρκεια τού (πραγματικού) Έλληνο-Τουρκικού πολέμου στην Κύπρο τό 1974: Οι Έλληνες δεν απετόλμησαν να κλιμακώσουν τίς στρατιωτικές τους αντιδράσεις έναντι τής Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (20 Ιουλίου - 17 Αυγούστου 1974), διότι τότε η ηγεσία τους κατεβλήθη (διανοητικά και ψυχολογικά) από αυτό που θεωρούσε ως επικείμενη ή πολύ πιθανή Βουλγαρική εισβολή στην Ελληνική Μακεδονία ή και τήν Θράκη σε περίπτωση Ελληνο-Τουρκικού πολέμου. Μπορούμε όμως να υποστηρίξουμε, ευλόγως σήμερα, ότι όλες εκείνες οι βουλγαροφοβικές αντιλήψεις στην Ελλάδα ήσαν μάλλον εμμονικές, αφού μεταξύ άλλων δεν εδράζοντο επί τεκμηριωμένων ενδείξεων (π.χ. μαζική συγκέντρωση Βουλγαρικών στρατευμάτων στα σύνορα), ήτοι επί πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων κατά τήν διάρκεια τού Ψυχρού Πολέμου και έκτοτε.
(8) Υπό τό πρίσμα τής Συνθήκης τού Βουκουρεστίου (1913), που ως Συνθήκη Ειρήνης έχει εξεχόντως βαρύνουσα σημασία, αφού αποτελεί τελική έκβαση πολέμου, και μάλιστα μείζονος (διαβαλκανικού) πολέμου, οι μεθοδεύσεις τού Τίτο για τήν διεθνή αναγνώριση τής «Μακεδονικής γλώσσης» (Macedonian language) και τής «Μακεδονικής εθνικότητος» (Macedonian nationality), ή ακόμη και τής «γεωγραφικής Μακεδονίας» (Υποσ. 1), δεν επρόκειτο να έχουν θετική τελική έκβαση—και δεν είχαν—εάν δεν προσδιορίζοντο ρητώς σε όρους μιας νέας διεθνούς Συνθήκης, η οποία θα τροποποιούσε τήν Συνθήκη Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (1913).
Μια τέτοια νέα Συνθήκη όμως θα ήταν έγκυρη μόνον εάν συνυπεγράφετο, όχι μόνον από τίς οι δύο χώρες (Ελλάδα και Βουλγαρία) που σχετίζονται άμεσα με τό (Τιτοϊκό) «Μακεδονικό Ζήτημα», αλλά και από όλες τίς άλλες (5) χώρες που συνυπέγραψαν τήν Συνθήκη Ειρήνης τού Βουκουρεστίου (Βουλγαρία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο, Ρουμανία, Σερβία,). Tέτοια δε νέα Συνθήκη ουδέποτε συνετάχθη και ουδέποτε συνυπεγράφη, τουλάχιστον μέχρι τό 2018.
Δηλαδή, σε πλαίσιο διεθνούς δικαίου, ο Τίτο απέτυχε πλήρως στις επιδιώξεις του: Απεβίωσε χωρίς να έχει υπογραφεί μια τέτοια νέα Συνθήκη, μετά δε τόν θάνατό του η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε (δια εσωτερικών πολέμων), επίσης χωρίς να έχει υπογραφεί τέτοια νέα Συνθήκη. Επί πλέον, δεκαετίες μετέπειτα, τό νότιο υπόλειμμα τής πρώην Γιουγοσλαβίας συνεχίζει να παραπαίει, ή και να απειλείται με διάλυση, όσον αφορά στις δύο θεμελιώδεις συνιστώσες τής εθνικής ταυτότητας (national identity), ήτοι γλώσσα (language) και εθνικότητα (nationality), αφού μέχρι σήμερα δεν έχει υπογραφεί τέτοια νέα Συνθήκη.
Σε αυτό τό πλαίσιο, καθίσταται αμέσως κατανοητή η νομική, πολιτική και οικονομική βάση τής βαρύνουσας διακήρυξης, στις 24 Ιανουαρίου 1994, τού τότε Πρωθυπουργού τής Ελλάδος Ανδρέα Παπανδρέου, από τού βήματος τής Βουλής τών Ελλήνων (Έκθ. 3), περί τής σημασίας που έχει για τά «Σκόπια» η αναγνώρισή τους από τήν Ελλάδα, και περί τής ματαιότητας τών προσπαθειών τους να υπερκεράσουν τήν Ελλάδα, συλλέγοντας (ως υποκατάστατο τής μη-αναγνώρισής τους από τήν Ελλάδα) πλείστες όσες αναγνωρίσεις από τρίτες χώρες:
“ Όποιος γνωρίζει τήν γεωγραφία και τήν ιστορία τής περιοχής αντιλαμβάνεται τήν μοναδική σημασία που έχει για τά Σκόπια η σχέση τους με τήν Ελλάδα, και άρα η αναγνώρισή τους από αυτήν. Τά Σκόπια δεν μπορούν να επιζήσουν οικονομικά χωρίς τήν Ελλάδα, εάν δεν τό θέλει η Ελλάδα, όσες αναγνωρίσεις και άν υπάρξουν.”
Πράγματι δηλαδή, αυτός που τελικά δικαιώθηκε ήταν μάλλον ο Ανδρέας Παπανδρέου παρά ο Τίτο, αφού 23 χρόνια μετά από εκείνη τήν δήλωση, κατά τό 2017, η fYROM αποτελούσε ένα πολιτειακό μόρφωμα στα πρόθυρα τής διαλύσεώς του, παρά τίς 140 «διεθνείς αναγνωρίσεις» που οι πολιτικοί ταγοί της επαίροντο (ματαίως) ότι έχουν επιτύχει. Τό τί επισυνέβη βέβαια κατά τό επόμενο έτος (2018) είναι ένα άλλο θέμα επέκεινα τής παρούσης μονογραφίας.