Μετά την χθεσινή προφυλάκιση του ζεύγους Παπαντωνίου για ξέπλυμα μαύρου χρήματος από τις μίζες στα εξοπλιστικά, θυμίζουμε το πόρισμα που είχε καταθέσει η Χρυσή Αυγή στην αρμόδια Εξεταστική επιτροπή.
Ο Λαϊκός Σύνδεσμος είχε ζητήσει την επέκταση του κατηγορητηρίου από το έτος 1996 μέχρι σήμερα και να κληθούν για απολογία ως μέλη των ΚΥΣΕΑ της 9/10/1998, 26/7/1999, 12/2/2002 που απεφάσισαν εξοπλιστικά προγράμματα οι: Πάγκαλος Θεόδωρος, Παπανδρέου Βάσω, Παπανδρέου Γιώργος, Ρέππας Δημήτρης, Ευάγγελος Βενιζέλος, Χρυσοχοΐδης Μιχάλης, Μαγκριώτης Γιάννης και Σκανδαλίδης Κώστας. Μεταξύ αυτών, προεξάρχοντα ρόλο ασφαλώς πρέπει να έχει ο πρώην Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Σημίτης όχι μόνο ως θεσμικά προϊστάμενος των ΚΥΣΕΑ αλλά και ως ουσιαστικά παρεμβαίνων στην λειτουργία τους.
Ακολουθεί ολόκληρο το πόρισμα της Χρυσής Αυγής στην προανακριτική επιτροπή:
Δια του εκπροσώπου της βουλευτή Β΄ Πειραιώς, Γιάννη Λαγού η Χρυσή Αυγή ζητά:
1) Να διαβιβασθούν αντίγραφα του φακέλου της ποινικής δικογραφίας της παρούσης προκαταρκτικής επιτροπής στην αρμόδια κατά Νόμο Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών για την άσκηση των καθηκόντων της σχετικά με τη διερεύνηση των εγκλημάτων της υπεξαγωγής εγγράφων, της ψευδορκίας μάρτυρα, της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν σχετικά με την τύχη των πρακτικών συνεδριάσεων ΚΥΣΕΑ κατά τα ειδικότερον ανωτέρω αναφερόμενα.
2) Να κληθούν ως μέλη των ΚΥΣΕΑ της 9/10/1998, 26/7/1999, 12/2/2002 που απεφάσισαν εξοπλιστικά προγράμματα που ελέγχθηκαν ή ελέγχονται από την Δικαιοσύνη για σωρεία αδικημάτων οι: Πάγκαλος Θεόδωρος, Παπανδρέου Βάσω, Παπανδρέου Γιώργος, Ρέππας Δημήτρης, Ευάγγελος Βενιζέλος, Χρυσοχοΐδης Μιχάλης, Μαγκριώτης Γιάννης και Σκανδαλίδης Κώστας. Μεταξύ αυτών, προεξάρχοντα ρόλο ασφαλώς πρέπει να έχει ο πρώην Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Σημίτης όχι μόνο ως θεσμικά προϊστάμενος των ΚΥΣΕΑ αλλά και ως ουσιαστικά παρεμβαίνων στην λειτουργία τους, αφού με καταγεγραμμένες μαρτυρίες συνεργατών του στην πολύκροτη δίκη Τσοχατζόπουλου, έγινε σαφές ότι με δική του πρωτοβουλία, άλλαζαν οι εισηγήσεις των υπευθύνων (και νυν κατηγορουμένων) περί προμήθειας οπλικών συστημάτων. Η Χρυσή Αυγή, όπως άλλωστε σημειώθηκε και στην Επιτροπή διαθέτει έγγραφες αποδείξεις περί του τρόπου παρεμβάσεώς του στη διαδικασία της επιλογής οπλικών συστημάτων, τις οποίες επιφυλάσσεται να καταθέσει.
Υποχρεωτική, με την έννοια αυτή είναι και η κλήση τουλάχιστον του Γιάννη Σμπώκου, στενού συνεργάτη του Τσοχατζόπουλου ο οποίος, σε αντίθεση με τους υπολοίπους με την καταγεγραμμένη στα πρακτικά της δίκης Τσοχατζόπουλου δήλωσής του «χωρίς απόφαση του ΚΥΣΕΑ δεν παίρναμε ούτε κορδόνια για τις αρβύλες», ανέδειξε με τρόπο καταλυτικό την παρέμβαση και τις κομβικές ευθύνες του ΚΥΣΕΑ, που επίτηδες όλες οι πλευρές της Βουλής, για ευνόητους λόγους, επιθυμούν να υποβαθμίσουν.
3) Να επεκταθεί το κατηγορητήριο τουλάχιστον από το έτος 1996 μέχρι σήμερα (έτη μέσα στα οποία έως το 2004, κατά τον Βασιλάκο οι υπογραφόμενες από τους Υπουργούς συμβάσεις ΔΕΝ ελέγχονταν από το Ελεγκτικό Συνέδριο) σε όλα τα πολιτικά πρόσωπα που υπέγραψαν τέτοιες συμβάσεις ή συμμετείχαν σε αυτές έχοντας αποφασιστικό ρόλο ώστε να ελεγχθεί , έστω εκ των υστέρων, τόσο η νομιμότητά τους όσο και η ανάγκη προμήθειας των συστημάτων αυτών, επιχειρησιακά.
4) Αναγκαία συνέπεια αυτής της παραπάνω ενέργειας, η ενδελεχής διερεύνηση όλων των πόθεν έσχες των παραπάνω προσώπων με ταυτόχρονη άρση του τραπεζικού απορρήτου των ιδίων και των συγγενών τους μέχρι α΄ βαθμού, προκειμένου να διαπιστωθεί με τον πλέον κατηγορηματικό και αδιάβλητο τρόπο, αν επήλθε αδικαιολόγητη επαύξηση της περιουσίας τους κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους με αποφασιστικό τρόπο στις επιτροπές που σχετίζονταν με τα εξοπλιστικά προγράμματα.
5) Για την διερεύνηση όλων των ανωτέρω απαιτείται σύσταση μίας ή περισσοτέρων Εξεταστικών Επιτροπών που θα έχουν τη συνταγματική και νομική αρμοδιότητα να ερευνήσουν ουσιαστικά κάθε πτυχή του διαχρονικού σκανδάλου των εξοπλισμών, που έχει στοιχίσει στον Ελληνικό λαό πακτωλούς χρημάτων.
Η διαχρονική και διακομματική σιωπή του πολιτικού συστήματος στο επίπεδο των εξοπλισμών δικαιολογεί απόλυτα τόσο τον πανικό του όσο και την πρόωρη λήξη των εργασιών της Επιτροπής, ύστερα από τα συνεχή αιτήματα της Χρυσής Αυγής για ουσιαστική διερεύνηση της αλήθειας σε βάθος. Μια Επιτροπή που ξεκίνησε με οιωνούς διαφάνειας και αμεροληψίας, τουλάχιστον από πλευράς δηλώσεων και προθέσεων, κατέληξε σε Επιτροπή συγκάλυψης εγκλημάτων, συμψηφισμού ευθυνών και αναμασήματος των τετριμμένων περί του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Η κυβερνητική πλειοψηφία, ενώ θα μπορούσε πράγματι να είχε αναδειχτεί, ως δήθεν έχοντας το «ηθικό πλεονέκτημα» σε κατήγορο των παλαιοκομματικών πρακτικών Υπουργών και συνεργατών τους που εγκλημάτισαν σε βάρος του Ελληνικού λαού, απεδείχθη θλιβερός συνεχιστής του διεφθαρμένου πολιτικού κατεστημένου, αποτελώντας την καλύτερη «μετάλλαξή» του. Η απόλυτη συμφωνία της με όσους έχουν «λερώσει τα χέρια τους», αποδεικνύεται περίτρανα και από τη συμπόρευσή της, ακόμα και με όρους κοινοβουλευτικούς, στα ίδια δεδομένα ενός δήθεν «πορίσματος» που δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να... παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική Δικαιοσύνη, από την οποία, λίγους μήνες πριν, άντλησε τα μοναδικά στοιχεία που δεν αξιοποίησε.
Η Χρυσή Αυγή, δεν θα υποστείλει ποτέ τη σημαία της πραγματικής διαφάνειας και θα συμμετέχει όπου το Σύνταγμα των Ελλήνων επιτάσσει, προκειμένου, έστω και με τον τρόπο αυτό, να ακούγεται η φωνή της αλήθειας.
Ακολουθεί όλο το πόρισμα όπως κατατέθηκε:
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΙΖ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ – Β΄ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 86 ΠΑΡ. 3 ΣΥΝΤ. ΚΑΙ 153 ΕΠ. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΒΟΥΛΗΣ
ΠΟΡΙΣΜΑ
Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή, εκπροσωπούμενου από τον Βουλευτή B΄ Πειραιώς Ιωάννη ΛΑΓΟ
***************************
-I-
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Η Προανακριτική Επιτροπή συνεστήθη κατόπιν της από 10/3/2017 προτάσεως της πλειοψηφίας, με σκοπό τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, τα άρθρα 153 επ. του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 του Ν. 3126/2003 του νόμου «περί ευθύνης Υπουργών». Χαρακτηριστικό της πρότασης ότι σε αυτήν περιέχεται για ακόμα μια φορά η «δέσμευση της Κυβέρνησης για τη ριζική μεταβολή της νομοθεσίας για την ευθύνη των Υπουργών». Ειδικότερα αναφέρεται ότι «Με την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, που είναι και ο μόνος δυνατός τρόπος αλλαγής του, το ειδικό αυτό καθεστώς πρέπει να καταργηθεί. Χαρακτηριστική περίπτωση των ευνοϊκών συνεπειών που έχουν οι ισχύουσες διατάξεις για όσους βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον φαίνονται να αποτελούν οι έξι συναφείς μεταξύ των ποινικές δικογραφίες που διαβιβάστηκαν στη Βουλή και αφορούν όλες τον τ. Υπουργό Άμυνας Ιωάννη Παπαντωνίου, στον οποίο αποδίδονται με τα σχετικά βουλεύματα πράξεις απιστίας, από τις οποίες προήλθε πολύ μεγάλη οικονομική ζημία του ελληνικού δημοσίου».
Η διαβίβαση των εν λόγω δικογραφιών που είχαν ήδη αρχίσει να διερευνώνται από την Ελληνική Δικαιοσύνη- επομένως ο ρόλος της Βουλής ήταν εκ προοιμίου παραπληρωματικός και πάντως όχι ουσιαστικός για την ανακάλυψη της αλήθειας- ομολογείται επομένως από την ίδια την πρόταση της πλειοψηφίας, η οποία δεν αφήνει καμία αμφιβολία περί αυτού. Πρόκειται συγκεκριμένα για αδικήματα που σχετίζονται με τους εξοπλισμούς (προμήθεια 170 αρμάτων μάχης Leopard, 12 επιθετικών ελικοπτέρων Αpache, 20 φρεγατών τύπου S, συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου και 20 μεταφορικών ελικοπτέρων ΝΗ90).
Η μεσολαβήσασα ειδική παραγραφή που εισάγεται με το άρθρο 86 του Συντάγματος και που υποτίθεται ότι αποτελεί τον μόνιμο «βραχνά» του ελληνικού πολιτικού συστήματος, λόγω της σύντομης προθεσμίας που εισάγει ειδικά για τα μέλη της Κυβέρνησης που εγκληματούν «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους», τόσο στην προκειμένη περίπτωση όσο και σε άλλες του παρελθόντος, αποτελεί, παρά τα όσα υποκριτικά αναφέρονται κατά καιρούς (ακόμα και στην παρούσα πρόταση παραπομπής) το «σωσίβιο» του πολιτικού συστήματος και ο τρόπος μέσω του οποίου επιχειρείται κάθε φορά η «αυτοκάθαρσή» του, με την παροχή προστασίας έναντι όσων διασπαθίζουν το δημόσιο χρήμα.
Αυτό κατέστη εξαρχής εμφανές στην εν λόγω Επιτροπή, η οποία αφού συνεστήθη αρχικώς με τις πρόνοιες του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής όχι ως «εξεταστική», δηλαδή διαπιστωτική των πιθανών αδικημάτων που τελέστηκαν, αλλά ως «προανακριτική», δηλαδή με την αυξημένη περιωπή της άσκησης ταυτοχρόνως τόσο εισαγγελικών όσο και ανακριτικών καθηκόντων για τη διερεύνηση των αδικημάτων και την παραπομπή των υπαιτίων αυτών και των συνεργών τους στο Ειδικό Δικαστήριο, πολύ σύντομα διαπιστώθηκε ότι ο ρόλος της ήταν κάτι χειρότερο από διακοσμητικός. Ήταν ρόλος συγκάλυψης των ευθυνών τόσο του υπό εξέτασιν πρώην Υπουργού όσο- κυρίως- όσων από την αντίστοιχη θέση ευθύνης, διέπραξαν την ίδια περίπου χρονική περίοδο, ανάλογα ή ακόμα πιο σοβαρά ποινικά αδικήματα απιστίας περί την υπηρεσία με την επιβαρυντική του νόμου μορφή στρεφόμενης κατά του Δημοσίου, παράβασης καθήκοντος και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, δηλαδή άπαντα σοβαρά κακουργήματα.
Η επίκληση της πρόθεσης της εκάστοτε Κυβέρνησης για «αλλαγή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών», που όπως είδαμε διατυπώθηκε ανερυθρίαστα και από την παρούσα πλειοψηφία, αποτελεί το μόνιμο άλλοθι εκείνων που απεργάζονται τη διαιώνιση του απαράδεκτου και τριτοκοσμικού καθεστώτος ασυδοσίας και ατιμωρησίας όσων καταχράστηκαν το δημόσιο χρήμα επ’ ευκαιρίας της υπουργικής τους θητείας. Αποτελεί εν τέλει την μόνιμη άμυνα του συστήματος έναντι των προσπαθειών που καταβάλει η Ελληνική Δικαιοσύνη για δίωξη όσων έχουν εγκληματίσει εναντίον του ελληνικού λαού.
Οι διαδικασίες που ορίζονται από τα άρθρα 86 Συντ., 153 επ. Καν. Βουλής και τον εκτελεστικό νόμο 3126/2003 που διασφαλίζουν εν τοις πράγμασι το ακαταδίωκτο Πρωθυπουργών, Υπουργών και Υφυπουργών ακόμα και για τα πιο κραυγαλέα σκάνδαλα, δημιουργούν επί της ουσίας μια αδιαπέραστη «ασπίδα προστασίας» από την Δικαιοσύνη που υπερβαίνει το όριο της «ασυλίας»- που επίσης κακώς υφίσταται για τους βουλευτές- και επεκτείνεται με πιο αυστηρές διατάξεις, στην πλήρη αμνήστευση των παράνομων πράξεων, μέσα σε συντομότατο χρονικό διάστημα, που εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την εκάστοτε Κυβέρνηση, την εκτελεστική εξουσία, για να εφαρμοστεί.
Μιλάμε ασφαλώς για την ειδική αποσβεστική προθεσμία που καθιερώνεται με τα άρθρα 86 παρ. 3 εδ. Σ. και 3 παρ. 2 Ν. 3126/2003 καθώς η αρμοδιότητα της Βουλής μπορεί να ασκηθεί μόνο μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Με τον τρόπο αυτό, ακόμα και η ίδια η Κυβέρνηση μπορεί να αναχθεί σε κριτή του εαυτού της, διαλύοντας τη Βουλή πρόωρα και με τέτοιον τρόπο ώστε, με τους κατάλληλους πολιτικούς συσχετισμούς, να «παραγράψει» τις ευθύνες όσων εκ των μελών της έχουν εγκληματήσει εις βάρος του Δημοσίου στη θητεία της.
Η ψήφιση και η διατήρηση σε ισχύ αυτού του κατάπτυστου νομοθετήματος, που έχει ονοματεπώνυμο και επιβλήθηκε με την αγαστή συνεργασία ολόκληρου του πολιτικού συστήματος, πέρα από τα όσα υποκριτικά κατά καιρούς διατυπώνονται, δεν αποτελεί παρά ταύτα νομικό μονόδρομο για όποια Κυβέρνηση θα ήθελε πράγματι να παρακάμψει την εφαρμογή του, για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.
Είναι καθόλα αξιοπρόσεχτες οι ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί και στηριχθεί κατά καιρούς από έγκυρους επιστήμονες περί της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 86 του Συντάγματος και όλων των εκτελεστικών διατάξεων που στηρίζονται σε αυτές. (βλ. Δ. Κουκιώτη, ΠοινΔνη 2010 σελ. 1048: “Ποινική Ευθύνη των Υπουργών και άρθρο 86: μία «αντισυνταγματική διάταξη του Συντάγματος»”).
Στην ανάλυση που προτείνεται από αρκετούς νομικούς που έχουν ασχοληθεί με την σύγκρουση που υφίσταται μεταξύ των αντιφατικών μεταξύ τους συνταγματικών διατάξεων, προτείνεται η λύση της επιλογής εφαρμογής της διατάξεως που δεν έρχεται σε αντίθεση με τις πλέον θεμελιώδεις από τις αρχές του Συντάγματος, όπως είναι η αρχή της ισότητας μεταξύ όλων των πολιτών (άρθρο 4 Συντ.), η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 Συντ.) που είναι πολύ πιο σημαντικές σε επίπεδο συνταγματικό από εκείνη του άρθρου 86 .
Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, το Σύνταγμα δεν μπορεί να επιβάλει ορθώς ταυτοχρόνως τόσο την διάκριση των λειτουργιών του Κράτους (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική- άρθρο 26) όσο και την κατάργησή της για συγκεκριμένα πρόσωπα (άρθρο 86). Δεν μπορεί ταυτοχρόνως να επιβάλει ορθώς τόσο την γενική αρχή της ισότητας όλων των Ελλήνων πολιτών μεταξύ τους στα πλαίσια της άσκησης των δικαιωμάτων τους εντός της Επικράτειας, όσο και την κατάργησή της όταν πρόκειται για την ποινική δίωξη ενός πολίτη που καταλαμβάνει τον υπουργικό θώκο (άρθρο 86). Η «επιλογή» επομένως της ορθής συνταγματικής διάταξης για εφαρμογή, είναι εκείνη που προάγει το δημόσιο συμφέρον, εκείνη που αναθέτει τα δικαστικά και εισαγγελικά καθήκοντα στη νόμιμη εξουσία τη δικαστική και όχι την εκτελεστική (Βουλή), είναι η διάταξη που δεν διακρίνει μεταξύ των πολιτών και τους οδηγεί όλους έναντι του «φυσικού τους δικαστή» (δηλαδή των τακτικών δικαστηρίων) ανεξαρτήτως της πολιτικής εξουσίας που άσκησαν κατά τη θητεία τους, όπως ακριβώς ισχύει σε όλα τα ευνομούμενα κράτη της υφηλίου, πλην της χώρας μας.
Οι αρχές της ισότητας των πολιτών ενώπιον του Νόμου (4 παρ. 1 Συντ.) και της διάκρισης των λειτουργιών (26 Συντ.), ως αποτελούσες θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, θα πρέπει επομένως να επικρατήσουν ως γενικότερες αλλά και πιο θεμελιώδεις από τη διάταξη του άρθρου 86 .
Αν λοιπόν είχε επιλεγεί αυτή η υπαρκτή νομική ανάγνωση των συνταγματικών διατάξεων και όχι η πλέον «βολική» που εφαρμόζεται από το πολιτικό σύστημα, τότε είναι προφανές ότι θα είχαν οδηγηθεί ταχύτατα και χωρίς κανένα περιορισμό στα δικαστήρια όλοι όσοι έχουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως Υπουργοί, Υφυπουργοί και Πρωθυπουργοί, ζημιώσει με δόλιες ενέργειές τους το Δημόσιο.
Η «επιλογή» της μιας ή της άλλης νομικής λύσης- δεδομένης της ανυπαρξίας στη χώρα μας Συνταγματικού Δικαστηρίου που επιλύει τις συγκρούσεις μεταξύ των διατάξεων του Συντάγματος- δεν αποτελεί μόνο θεωρητική κατάκτηση μιας μερίδας νομικών, αλλά παρέχει και μια συγκεκριμένη απάντηση στο πρόβλημα της σύγκρουσης των συνταγματικών διατάξεων, απάντηση που είναι η μόνη που προάγει το δημόσιο συμφέρον, επιλύει τις αντιφάσεις που υπάρχουν μεταξύ των διατάξεων και ενισχύει τις θεμελιώδεις αρχές της διακρίσεως των λειτουργιών και της ισότητας. Είναι η επιλογή που επιτρέπει στους δικαστές και τους εισαγγελείς να ασκήσουν κανονικά τα καθήκοντά τους χωρίς να δεσμεύονται από τα στεγανά που θέτει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών.
Όσοι υποκριτικά κόπτονται για την «συνταγματική τάξη» που δήθεν διασαλεύεται από την μη εφαρμογή της προβληματικής διάταξης του άρθρου 86, δεν θα είχαν να κάνουν τίποτα άλλο, παρά να σιωπήσουν και να μην προβάλουν καμία ένσταση αντισυνταγματικότητας, στην εφαρμογή της τακτικής διαδικασίας δίωξης Υπουργών από την Δικαιοσύνη. Με τον τρόπο αυτό, θα διευκόλυναν όχι μόνο την σύντομη και ουσιαστική απόδοση της Δικαιοσύνης, αλλά και την εμβάθυνση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας και της ισότητας όλων των πολιτών μεταξύ τους.
Οφείλουν επομένως συνακόλουθα και οι εισαγγελικοί λειτουργοί σε κάθε τέτοια περίπτωση να ασκούν δίωξη με την κοινή ποινική διαδικασία που θα εφαρμοζόταν και σε κάθε άλλο πολίτη, ώστε να αποδειχθεί στην πράξη ποιοι είναι εκείνοι που προασπίζονται το δημόσιο συμφέρον και ποιοι είναι εκείνοι που το υποσκάπτουν.
Ένα άλλο ζήτημα που έχει αποτελέσει σημείο νομικής αντιπαράθεσης στην εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών είναι αν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 86 του Συντάγματος υπάγονται οποιαδήποτε εγκλήματα «σχετίζονται» με την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων ή μόνο τα εγκλήματα εκείνα τα οποία τελούνται στην άσκηση των υπουργικών καθηκόντων.
Στη θεωρία (βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου ΠοινΔνη 2011, σελ. 496επ.) τείνει να επικρατήσει η άποψη ότι: α) με βάση τον γενικό ερμηνευτικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο εξαιρετικές ρυθμίσεις, όπως του άρθρου 86 Συντ., πρέπει να ερμηνεύονται με στενό και περιοριστικό τρόπο και β) επίσης, αφορμή αυτής της ερμηνείας αποτελεί το γεγονός ότι στον νόμο 3126/2003 δεν γίνεται λόγος για εγκλήματα που σχετίζονται με τα υπουργικά καθήκοντα, αλλά για εγκλήματα που τελέστηκαν κατά την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων. Από την ερμηνεία αυτή προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω διατάξεων εμπίπτουν μόνο οι πράξεις άσκησης πολιτικής, δηλ. πράξεις άσκησης της δημόσιας εξουσίας που το Σύνταγμα παραχωρεί σε ορισμένα πρόσωπα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, όπως η έκδοση διαταγμάτων, οι πράξεις γενικότερης άσκησης εξουσιαστικών καθηκόντων που αναφέρονται στο αξίωμα και όχι όλες οι παράνομες πράξεις που γίνονται «επ’ ευκαιρίας» της άσκησης των υπουργικών καθηκόντων, όπως είναι οι υπεξαιρέσεις, απιστίες κλπ. Αυτή είναι και η πραγματικά ορθή ερμηνεία της βούλησης του νομοθέτη, αφού είναι φυσικό αυτός να μην ήθελε να συμπεριλάβει στην αυξημένης περιωπής μεταχείριση τον Υπουργό που εγκληματεί για αδικήματα που δεν σχετίζονται άμεσα με την λειτουργία που του έχει ανατεθεί . Σύμφωνα με την στρεβλή νομική εκδοχή που έχει επικρατήσει- με την πλήρη και ένοχη συμπαράσταση ολόκληρου του πολιτικού συστήματος- υπάγεται στην έννοια του νόμου περί ευθύνης Υπουργών και στην αυξημένη συνταγματική προστασία και ο Υπουργός που «κατά την άσκηση των καθηκόντων του» προβαίνει σε βιασμό, σε εμπόριο ναρκωτικών ή σε άλλες άσχετες με τα στενώς εννοούμενα «καθήκοντά» πράξεις που χαρακτηρίζονται ως κακουργήματα!
Αν υιοθετηθεί η παραπάνω ορθή νομική ερμηνεία που στηρίζεται πλέον από πολλούς επιστήμονες , η σύντομη «παραγραφή» (ορθότερα αποσβεστική προθεσμία) των δύο κοινοβουλευτικών περιόδων, αδρανοποιείται, με αποτέλεσμα, να μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη στον Υπουργό για όλα τα αδικήματα που διέπραξε τα οποία δεν σχετίζονται άμεσα με την ουσιαστική άσκηση των καθηκόντων του, αλλά «επ’ ευκαιρία της θέσης του».
Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα Πρωθυπουργοί, Υπουργοί και Υφυπουργοί που έχουν διαπράξει-με οποιαδήποτε μορφή συμμετοχής- ποινικά αδικήματα που σχετίζονται με οποιασδήποτε μορφής χρηματισμό (μέσω σύναψης υπόγειων συμφωνιών απευθείας ή μέσω παρένθετων προσώπων) να μην απαλλάσσονται των ευθυνών τους λόγω συμπλήρωσης της αποσβεστικής προθεσμίας, αλλά να λογοδοτούν και να υφίστανται τις ανάλογες ποινικές κυρώσεις κατόπιν παραπομπής τους στην τακτική δικαιοσύνη, ήτοι στα αρμόδια δικαστήρια σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, των ειδικών ποινικών νόμων και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παγίως και από την πρώτη στιγμή, ο Λαϊκός Σύνδεσμος- Χρυσή Αυγή έχει ταχθεί υπέρ της άμεσης κατάργησης του κατάπτυστου νόμου περί ανευθυνότητας (και όχι «ευθύνης») Υπουργών, τον οποίο θεωρεί μια από τις σημαντικότερες αιτίες απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, που ενισχύει τη διαφθορά και αποτελεί το βασικότερο από τα κακώς νοούμενα «κεκτημένα» της συναλλαγής και της πολιτικής υποκρισίας στη χώρα μας, μαζί με τη «βουλευτική ασυλία». Πεποίθησή μας είναι ότι εάν το πολιτικό σύστημα είχε την παραμικρότερη πρόθεση να προχωρήσει με την αναθεώρηση στην κατάργηση του νομοθετήματος αυτού μαζί με το άρθρο 86 Συντ., θα το είχε ήδη παρακάμψει με τους ανωτέρω υπαρκτούς σήμερα νομικούς τρόπους, που αναφέρθηκαν ανωτέρω και προτείνονται από πολλούς επιστήμονες, αντί να καλύπτεται ένοχα πίσω από τη δήθεν «μελλοντική αναθεώρηση». Αυτός επομένως, είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο δεν επιλέγονται οι ανωτέρω λύσεις, αυτός είναι ο λόγος που τόσες διαπιστωμένες και τεκμηριωμένες νομικά εγκληματικές πράξεις Υπουργών και συνεργατών τους, παραμένουν ακόμα στο απυρόβλητο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Δικαιοσύνης.
ΧΡΗΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Από την πρώτη στιγμή της σύστασης της εν λόγω Επιτροπής- της πρώτης με τα διευρυμένα ανακριτικά και εισαγγελικά καθήκοντα- διεφάνη η απροθυμία της πλειοψηφίας και στη συνέχεια του συνόλου του πολιτικού συστήματος όπως εκπροσωπήθηκε σε αυτή- πλην της Χρυσής Αυγής ασφαλώς- να προχωρήσει σε ουσιαστική διερεύνηση των εγκληματικών πράξεων που θα διαπιστώνονταν στην πορεία των εργασιών της. Δεν είναι τυχαίο που αυτή η δικαιολογημένη απροθυμία, από πλευράς του κατεστημένου πολιτικού συστήματος, μετατράπηκε σε έκδηλη αμηχανία, όταν ζητήθηκε επισήμως από τη Χρυσή Αυγή, μεταξύ άλλων, να κληθεί ως μάρτυρας (καταρχήν) ο πρώην Πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, επί των ημερών του οποίου έλαβαν χώρα πλήθος παραβατικών συμπεριφορών του διερευνωμένου Υπουργού του Παπαντωνίου, όπως ακριβώς είχε συμβεί προγενέστερα και με την περίπτωση Τσοχατζόπουλου. Αμέσως μετά την υποβολή του αιτήματος- που στηρίζεται απόλυτα στις κείμενες διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής όσο και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σχετικά με την εξέταση μαρτύρων- η πλειοψηφία αλλά και τα περισσότερα κόμματα δια των εκπροσώπων τους, δήλωσαν θρασύτατα είτε ότι «δεν υπάρχει χρόνος» είτε ότι «έχει ήδη επιληφθεί η Δικαιοσύνη»!
Αν όμως, οποιαδήποτε από αυτές τις δικαιολογίες περιείχε το ελάχιστο ποσοστό αλήθειας, τότε η σύσταση της εν λόγω Επιτροπής είχε ως μοναδικό σκοπό όχι να διερευνήσει οτιδήποτε, αλλά αντίθετα να αποτελέσει το «αναγκαίο άλλοθι» για τη συγκάλυψη της υπόθεσης των εξοπλιστικών προγραμμάτων και όσων συμμετείχαν σε αυτά. Επομένως δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να συσταθεί εξαρχής, αφού η Δικαιοσύνη ήταν γνωστό ότι είχε επιληφθεί και είχε ήδη προχωρήσει σε εκτεταμένες έρευνες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία του ερευνώμενου Παπαντωνίου.
Ο μοναδικός επομένως λόγος να συσταθεί η Επιτροπή ήταν όχι να «ανακαλύψει» τα ήδη γνωστά, αλλά να περιχαρακώσει και να «οριοθετήσει» τις ευθύνες στον ήδη ερευνώμενο από την τακτική Δικαιοσύνη Παπαντωνίου, χωρίς να αγγίξει όμως ταυτόχρονα, κανέναν άλλον, ούτε συνεργάτη του, ούτε προϊστάμενό του, έστω και στο επίπεδο αόριστων «ευθυνών». Είναι προφανές ότι ένα πόρισμα που θα στηριζόταν σε πολύμηνες έρευνες, εξετάσεις μαρτύρων, άνοιγμα λογαριασμών δεκάδων εμπλεκομένων προσώπων και συνεργασία ξένων κρατών μέσω της δικαστικής συνδρομής, θα δημιουργούσε όχι μόνο το απαραίτητο κλίμα αλλά και τις ποινικές προϋποθέσεις να ασκηθούν διώξεις σε πολλά άλλα πρόσωπα, πέραν του Παπαντωνίου. Αυτό ήταν ακριβώς που ήθελε να αποφύγει με την Επιτροπή το πολιτικό σύστημα. Και το κατάφερε με τον προσχηματικό τρόπο που τη μεθόδευσε, με τον ασφυκτικό χρονικό ορίζοντα που της όρισε και με την απαγόρευση που επέβαλε στη Χρυσή Αυγή να κλητεύσει ουσιώδεις μάρτυρες για την ανακάλυψη της αλήθειας.
Οι προθέσεις του συστήματος όμως, διεφάνησαν από την αρχή και με μια άλλη, δευτερεύουσα επιλογή του: Να απαγορεύσει τη δημοσιότητα στη διαδικασία, σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και τα πρακτικά της Επιτροπής να παρέχονται μόνο στους Βουλευτές που συμμετέχουν και χωρίς τη δυνατότητα αναπαραγωγής του αποδεικτικού υλικού. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλιζόταν το αναγκαίο «στεγανό» στην πληροφόρηση με το πρόσχημα του «απορρήτου» των ανακριτικών πράξεων που προβλέπει ο ΚΠΔ, πράξεις όμως που ουδέποτε έγιναν!
Υπό τις απαράδεκτες αυτές διαδικαστικές και πολιτικές συνθήκες που επιβλήθηκαν από την πλειοψηφία της Επιτροπής, σε αγαστή συνεργασία όλων των κομμάτων που συμμετείχαν σε αυτήν, η Χρυσή Αυγή είχε δύο επιλογές: Ή την καταγγελία των μεθοδεύσεων, με την συνακόλουθη αποχώρησή της από τις εργασίες της Επιτροπής ή την παραμονή σε αυτή, τη συγκέντρωση των απαραιτήτων στοιχείων μέσω των συνεχών αιτημάτων που υπέβαλε και την σύνταξη ενός πορίσματος που θα στήριζε τα επιχειρήματά της περί συγκάλυψης. Επέλεξε το δεύτερο, όχι μόνο γιατί μέσω αυτού του τρόπου κατάφερε να συγκεντρώσει- εκτός διαδικασίας- σημαντικά στοιχεία για την διακομματική ευθύνη στους εξοπλισμούς, αλλά και επειδή απέδειξε μέσω των παρεμβάσεών της, με τον πλέον πρόδηλο τρόπο, την απόφαση του πολιτικού συστήματος για την συγκάλυψη αυτή, μέσω της απορρίψεως όλων των αιτημάτων της από την Επιτροπή ή μέσω της «ένοχης σιωπής» των μελών της, όταν αναφερόταν σε συγκεκριμένα στοιχεία που οδηγούσαν σε ευθύνες πολιτικών προσώπων.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι δια στόματος του Προέδρου της Επιτροπής δηλώθηκε στους βουλευτές ότι «διαφαίνεται αναρμοδιότητα της Επιτροπής» όσον αφορά το (μοναδικό εξεταζόμενο λόγω αποσβεστικής προθεσμίας) αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Από την αποστολή των δικαστικών αποφάσεων που ζητήθηκαν από την Δικαιοσύνη, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, προέκυψε δήθεν ότι τα χρήματα κατατέθηκαν σε χρονική περίοδο τουλάχιστον ένα έτος πριν ο Παπαντωνίου γίνει Υπουργός Άμυνας, άρα σε περίοδο που δεν αφορά τη συγκεκριμένη Επιτροπή! Το αμείλικτο ερώτημα που διατυπώσαμε προηγουμένως και το οποίο προκύπτει εκ νέου είναι το εξής: Δεδομένου ότι οι εν λόγω αποφάσεις της Δικαιοσύνης για τον Παπαντωνίου ήταν ήδη γνωστές, εφόσον είχαν εκδοθεί πριν τη σύστασή της και είχαν δημοσιευτεί, η πρόσβαση δε σε αυτές ήταν απλούστατη, ποιος ο λόγος εξαρχής της σύστασης της Επιτροπής;
Σε αυτό το πλήρως αντίξοο για διερεύνηση της αλήθειας κλίμα που δημιουργήθηκε, η Χρυσή Αυγή στόχευσε εξαρχής στην ουσία της υπόθεσης: Προσπάθησε με συνεχείς παρεμβάσεις όχι μόνο να παρατείνει κατά το δυνατόν τις εργασίες της, αλλά να κλητεύσει μάρτυρες, να ζητήσει έγγραφα και άνοιγμα λογαριασμών, να αιτηθεί τη συνδρομή της Δικαιοσύνης για δικαστική συνδρομή και εν γένει να χρησιμοποιήσει όλο το οπλοστάσιο της Ποινικής Δικονομίας και του Κανονισμού που της επέτρεπε (θεωρητικά) να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Όταν αντελήφθη ότι ο σκοπός της Επιτροπής ήταν διαφορετικός από εκείνον που είχε εξαγγελθεί, η Χρυσή Αυγή, αξιοποιώντας τα λιγοστά για έρευνα στοιχεία που παρασχέθηκαν και ενεργώντας αυτόνομα- όπως φαίνεται και από τις πλείστες παρεμβάσεις της στο Προεδρείο- ήρθε σε επαφή με μάρτυρες και ανέδειξε στοιχεία που δημιούργησαν αντιδράσεις και αμηχανία στα υπόλοιπα μέλη, εφόσον αντιλήφθηκαν ότι είναι η μοναδική πολιτική δύναμη που έχει σκοπό να αξιοποιήσει την ευκαιρία και να αποδώσει απτά αποτελέσματα.
Πεποίθησή μας είναι, πως ανεξαρτήτως των νομικών δυσλειτουργιών που αναπτύξαμε ανωτέρω, ένας κυρίαρχος λόγος για τον οποίο η Επιτροπή δεν μακροημέρευσε ήταν η εμμονή της Χρυσής Αυγής για την κλήση συγκεκριμένων μαρτύρων για την ανακάλυψη της αλήθειας. Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται αναμφισβήτητα στα σχετικά πρακτικά των Συνεδριάσεών της, από τα οποία διαφαίνεται ότι το Σώμα, μετά τις συνεχείς παρεμβάσεις της Χρυσής Αυγής, εξετάζει πλέον το ενδεχόμενο της σύστασης νέων Επιτροπών για τη διερεύνηση του συνόλου των εξοπλιστικών, ασχέτως της παραπομπής Παπαντωνίου.
Η θέση της Χρυσής Αυγής, που διατυπώθηκε επανειλημμένως και στην Επιτροπή, είναι ότι αποτελεί προϋπόθεση διαφάνειας η διερεύνηση των εξοπλιστικών συμβάσεων για όλες τις χρονικές περιόδους, ήτοι και εκείνες επί της Υπουργίας των κ.κ. Μεϊμαράκη και Σπηλιωτόπουλου, δηλαδή και εκείνων που κλήθηκαν να εφαρμόσουν τα εξοπλιστικά προγράμματα των υπό έρευνα συμβάσεων και όχι μόνο εκείνων που τις υπέγραψαν.
ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ- ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ
Η υπερψήφιση από την Ολομέλεια της παρούσας Επιτροπής έλαβε χώρα στις 28 Μαρτίου 2017. Η Επιτροπή άρχισε τις εργασίες της με προοπτικές μακροημέρευσης και σε διάστημα τριών μηνών συνεδρίασε ελάχιστες φορές, χωρίς να εξετάσει κανέναν μάρτυρα! Ας σημειωθεί ότι κατά την πρώτη συνεδρίαση ο Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή είχε προτείνει την κλήση προς εξέταση 13 προσώπων, μεταξύ των οποίων και του πρώην Πρωθυπουργών Κωνσταντίνου Σημίτη και του Γ.Γ. Εξοπλισμών κ. Ευ. Βασιλάκου.
Ιδιαιτέρως σημαντική κρίνεται η παράλειψη κλήσης προς εξέταση των παραπάνω προσώπων για τους εξής λόγους: Όπως διεφάνη από τα έγγραφα που τέθηκαν σε γνώση μας, οι εισηγήσεις των αρμόδιων Υπουργών περί των εξοπλισμών συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων όχι μόνο δεν ήταν δεσμευτικές για το ΚΥΣΕΑ, αλλά αντίθετα τροποποιούντο κατόπιν πρωθυπουργικής παρεμβάσεως. Είναι επομένως άτοπο τόσο λογικά όσο και νομικά να φέρεται ως μοναδικός υπεύθυνος ο Υπουργός επί των ημερών του οποίου υπεγράφη μια σύμβαση, έστω και αν αυτός δεν ήταν ο εισηγητής της πρότασης, ενώ να παραμένει στο απυρόβλητο εκείνος που πραγματικά πρότεινε τον συγκεκριμένο εξοπλισμό. Επ’ αυτού του ζητήματος, επιφυλασσόμαστε να παράσχουμε στην Ολομέλεια τις απαραίτητες αποδείξεις που θεμελιώνουν την αποφασιστική αρμοδιότητα του Πρωθυπουργού Σημίτη κατά την εξεταζόμενη χρονική περίοδο. Επομένως η μη κλήση του ως μάρτυρα, αυτό ακριβώς ήθελε να αποφύγει: Την ανάδειξη των ευθυνών του.
Σε σχέση με την κλήση ως μάρτυρα του κ. Βασιλάκου, που διετέλεσε Γ.Γ. Εξοπλισμών, τόσο στην περίοδο Υπουργίας Μεϊμαράκη όσο και Παπαντωνίου, πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: Αποτελεί τον πλέον κομβικό μάρτυρα στην εξεταζόμενη υπόθεση, δεδομένου ότι διαθέτει τόσο την εμπειρία όσο και την αναμφισβήτητη εμπιστοσύνη που επέδειξαν στο πρόσωπό του οι προϊστάμενοί του με το να τον διατηρήσουν στην ευαίσθητη θέση του Γ.Γ. Εξοπλισμών, παρά την κυβερνητική αλλαγή. Επομένως τα συμπεράσματα από την θητεία του και τα στοιχεία που θα εισέφερε, μόνο αμελητέα δεν θα μπορούσαν να είναι. Αυτό διεφάνη αμέσως, τόσο από την αμηχανία που προκλήθηκε στην Επιτροπή από την πρόταση του ονόματός του ως μάρτυρα, όσο και από τα συγκεκριμένα στοιχεία που έδωσε και που απεκρύβησαν, όπως για παράδειγμα ότι το ΚΥΣΕΑ τηρεί πρακτικά συνεδριάσεων, από τα οποία μπορούν να αποδειχθούν τόσο οι εισηγήσεις, όσο και οι εισηγητές της κάθε συμβάσεως ξεχωριστά.
Σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 περ. α Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκαταρκτική εξέταση διενεργείται προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχει περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης. Επομένως, για τη συγκρότηση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης κατ’ άρθρον 153 επ. Κανονισμού Βουλής, δεν απαιτείται η ύπαρξη αποδείξεων για την τέλεση αδικήματος, ούτε καν επαρκείς ενδείξεις. Γίνεται ακριβώς για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις τέλεσης αδικήματος.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, έχουν προκύψει όχι μόνο ενδείξεις για την τέλεση αδικημάτων αλλά αποδείξεις. Συντρέχουν επομένως όλες οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής δίωξης και την παραπομπή προσώπων ενώπιον της Δικαιοσύνης, είτε μέσω της επέκτασης του κατηγορητηρίου σε συναφείς πράξεις (σύμφωνα με το άρθρο 129 ΚΠΔ) αλλά και με την άσκηση νέων ποινικών διώξεων εις βάρος προσώπων που δεν περιλαμβάνονται στο πλαίσιο διερεύνησης της εν λόγω Επιτροπής, το εύρος της οποίας ήταν εξαρχής υπερβολικά περιορισμένο, για τους λόγους που αναλυτικά αναφέραμε.
Είναι πασίδηλο λοιπόν, από τα στοιχεία που παρατέθηκαν πιο πάνω, ότι προκύπτουν αδιάσειστα στοιχεία για τις διαχρονικές ποινικές ευθύνες στον τομέα των εξοπλισμών, τουλάχιστον από το έτος 1996 και εντεύθεν, όχι μόνο του υπό διερεύνηση πρώην Υπουργού Παπαντωνίου, αλλά και από άλλους, Υπουργούς, Γενικούς Γραμματείς, Αξιωματικούς, τους οποίους η Επιτροπή, με διάφορες μεθοδεύσεις, προσπάθησε να κρατήσει στο απυρόβλητο.
Η εμμονή της Χρυσής Αυγής στην αποκάλυψη ολόκληρου του παρασκηνίου που οδήγησε στην απώλεια δεκάδων δισεκατομμυρίων Ευρώ σε οπλικά συστήματα και συμβάσεις που θα έπρεπε να είχαν εκτελεστεί με μέρος μόνο των χρημάτων που σπαταλήθηκαν και με λειτουργικότητα απείρως μεγαλύτερη από την τρέχουσα για την προμήθειά τους, ήταν εκείνη που οδηγεί στην ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση της «ύποπτης περιόδου» μέσα στην οποία τα δημόσιο χρέος σκαρφάλωσε από το 99% του ΑΕΠ ενδεικτικά από το 1995 στο εξωφρενικό 179,2% του ΑΕΠ το 2016. Η Χρυσή Αυγή κρίνει ότι είναι απολύτως αναγκαίο όχι μόνο για την απόδοση ευθυνών στους υπαιτίους αλλά και για λόγους ιστορικούς, να καταγραφούν με κάθε πιθανή λεπτομέρεια όσοι έχουν συμμετάσχει στο «πάρτυ των εξοπλισμών» που εκτός από πλούτο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, οδήγησε, μαζί με άλλα «παραπτώματα» της μεταπολίτευσης, τους πολίτες σε εξαθλίωση και τη χώρα σε επιτροπεία.
Γενική πεποίθηση που προέκυψε από τα υπό διερεύνηση στοιχεία ότι πρέπει να επανεξεταστούν όλες οι εξοπλιστικές συμβάσεις από το 1996 μέχρι σήμερα γιατί όλες έχουν περιέχουν οσμή σκανδάλου. Χαρακτηριστικό όλων ότι τις τεχνικές προδιαγραφές των υπό προμήθεια εξοπλισμών που προμηθεύεται το Δημόσιο, ενώ υποτίθεται ότι καταρτίζονται από τα αρμόδια Γενικά Επιτελεία (Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας), λόγω έλλειψης τεχνικής κατάρτισης, στην πράξη καταρτίζονται από τους αντιπροσώπους των εταιρειών που τα προμηθεύουν. Οι εταιρείες μέσω των εκθέσεων και των αντιπροσώπων τους στην Ελλάδα παρουσιάζουν τα νέα οπλικά συστήματα και τις τεχνικές προδιαγραφές τους και τα Γενικά Επιτελεία κάνουν μια σύνθεση των προδιαγραφών από το όπλο που ταιριάζει σε ένα από τα προωθούμενα οπλικά συστήματα. Έτσι ο «διαγωνισμός» που ακολουθεί για την προμήθειά του, ουσιαστικά έχει φωτογραφίσει το όπλο που πρόκειται να προμηθευτεί το Δημόσιο.
Δεδομένου ότι στην πρόταση για σύσταση της Επιτροπής της πλειοψηφίας περιέχονται οι περισσότεροι από τους επίμαχους εξοπλισμούς της περιόδου Παπαντωνίου, επιλέξαμε στα συμπεράσματά μας να συμπεριλάβουμε μεθοδολογικά, τα στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν μας που μπορεί να αφορούν και την περίοδο Μεϊμαράκη. Για τη Χρυσή Αυγή οι «περίοδοι ευθύνης» για την διασπάθιση του δημοσίου χρήματος δεν έχουν πολιτικές αποχρώσεις, αλλά είναι ενιαίες: Ανήκουν στο διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, μέρος του οποίου αποτελούν όχι μόνο τα δύο μεγάλα κόμματα και όπως αυτά έχουν εξελιχθεί για λόγους πολιτικού μάρκετινγκ (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) αλλά και όλα τα υπόλοιπα που συνεισφέρουν, ανέχονται, συνομολογούν και βοηθούν τη διαιώνιση του πολιτικού συστήματος και του προσωπικού του που είναι υπεύθυνο για την εξαθλίωση της χώρας και των Ελλήνων πολιτών.
Υπό το πρίσμα αυτό, οι ευθύνες δεν μπορούν να διαχωριστούν και είναι ενιαίες, όπως ενιαία πρέπει να είναι και η αντιμετώπισή τους, αντίθετα με τον αποσπασματικό τρόπο που κάθε φορά επιλέγει η εκάστοτε πλειοψηφία για καθαρά επικοινωνιακούς σκοπούς. Σε σχέση με την προμήθεια των αρμάτων LEOPARD (που εν μέρει συμπεριλαμβάνονται στην πρόταση): Η τιμή προσφορά της εταιρείας ήταν 2,2 δις Ευρώ για 246 άρματα με πυρομαχικά. Το ΚΥΣΕΑ επί Υπουργίας Μεϊμαράκη προχώρησε σε κατακύρωση 170 αρμάτων ΧΩΡΙΣ πυρομαχικά για 1,7 δις. Το ίδιο ακριβώς έγινε και με την προμήθεια των υποβρυχίων τύπου S 214. Ο προϋπολογισμός ήταν για προμήθεια τεσσάρων το 1996 έναντι 924 εκ. Ευρώ και το 2002 παρελήφθησαν υποβρύχια τα ίδια έναντι 1,7 δις Ευρώ.
Tο υποβρύχιο «Παπανικολής» κατασκευάστηκε στη Γερμανία ως πρωτότυπο, χωρίς να έχει δοκιμαστεί ξανά και η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που θα το προμηθευόταν. Πέραν του προβλήματος με την κλίση, είχε πρόβλημα με το λογισμικό και με το περισκόπιο στο οποίο παρατηρήθηκε εξ αρχής εισροή υδάτων. Όταν έγινε προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων (που δεν περιλαμβάνονταν στη σύμβαση) υπέστη μεγαλύτερη ζημιά γιατί κατέστη σημαντικά βαρύτερο και υποβαθμίστηκε η επάρκειά του σε κατάδυση/ανάδυση. Το εκτόπισμά του έφτασε τους 1800 τόνους από 1400 που απαιτούσε για την παραλαβή του το ΠΝ. Παρά ταύτα αντί να ακυρωθεί η πώληση, όπως θα ήταν αναμενόμενο λογικά και να ζητηθεί αποζημίωση, παρελήφθη κανονικά, αντί για τον Σεπτέμβριο του 2005, τον Σεπτέμβριο του 2006. Οι δοκιμές έγιναν μόλις τον Μάιο του 2005 επί Υπουργίας Μεϊμαράκη. Χαρακτηριστικό εξάλλου είναι ότι οι εν λόγω συμβάσεις ΔΕΝ ελέγχθηκαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο (και αυτό συμβαίνει για όλες τις συμβάσεις που υπεγράφησαν μεταξύ 1996-2004!). Είναι προφανές ότι η αποκάλυψη των στοιχείων αυτών υπερβαίνουν το αποσπασματικό έργο της εν λόγω Επιτροπής, αφού εκτείνονται σε χρόνο προγενέστερο του εξεταζομένου και αφορούν πρόσωπα περισσότερα του ελεγχομένου.
Αντιστοίχως, η σύμβαση για τον εκσυγχρονισμό των φρεγατών τύπου «S», που αφορά την περίοδο της Υπουργίας Παπαντωνίου, ήρθε στη δημοσιότητα με το στέλεχος της Thales Engineering Μισέλ Ζοσεράν. Η απόφαση για τον εκσυγχρονισμό έγινε το 2002 επί Παπαντωνίου από το ΚΥΣΕΑ και το έργο δόθηκε στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και στο ολλανδικό παράρτημα της Thales.
Σε συνέντευξη που έδωσε ο Ζοσεράν στη Liberation τον Οκτώβριο του 2005 δήλωσε ότι σύμφωνα με διάλογο που είχε το 2002 με τον αντιπρόσωπο της Thales στην Ελλάδα, του είπε ότι ο Υπουργός (Παπαντωνίου) παίρνει προμήθεια 7-10%, που πιθανολογείται ότι αποτελεί μέρος των αναζητούμενων μέσω της κατηγορίας περί «νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» κεφαλαίων των λογαριασμών Παπαντωνίου. Καθίσταται προφανές ότι η διερεύνηση αυτής της υπόθεσης, που άπτεται άμεσα του έργου της Επιτροπής, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συνεχίσει κατόπιν της αποφάσεως περί τερματισμού των εργασιών της, για τους λόγους που ανωτέρω αναπτύξαμε.
Η Χρυσή Αυγή, είχε σκοπό, όπως διεφάνη με το σύνολο των σχετικών παρεμβάσεών της στην Επιτροπή, να υποβάλει περαιτέρω αίτημα για κλήση του εν λόγω μάρτυρα ενώπιόν της, στελέχους της προμηθεύτριας εταιρείας, ο οποίος και θα κατέθετε συγκεκριμένα, ποιος ήταν ο Έλληνας εμπλεκόμενος στην αγοραπωλησία που του εκμυστηρεύτηκε περί της προμήθειας του ελεγχομένου Παπαντωνίου. Με τον τρόπο αυτό- και μέσω της κλήσεως και του ετέρου μάρτυρα- θα μπορούσε άμεσα να διαλευκανθεί το σκέλος της κατηγορίας που αφορά την νομιμοποίηση παράνομων εσόδων, αφού για πρώτη φορά η ελληνική Δικαιοσύνη θα έφτανε στην «πηγή» της παράνομης χρηματοδότησης και όχι στη ανακάλυψη των κεφαλαίων εκ του αποτελέσματος, δια της φοροδιαφυγής του υπαιτίου, όπως γίνεται τώρα.
Ένα άλλο κρισιμότατο στοιχείο που προέκυψε δια της... σιγής της Επιτροπής σε σχετική αποκάλυψη, είναι το γεγονός της τηρήσεως αναλυτικών πρακτικών στο ΚΥΣΕΑ, γεγονός που μεθοδικά έχει αποκρυβεί διαχρονικά από όλες τις εξεταστικές επιτροπές που έχουν ερευνήσει αντίστοιχα θέματα. Ποιος είναι ο λόγος που συμβαίνει αυτό; Η απάντηση είναι προφανής: Θα αρκούσε η ανάγνωση αυτών των πρακτικών, που φανερώνουν τις θέσεις καθενός από τους συμμετέχοντες στα Συμβούλια για να διαφανεί ποιος υπηρετεί συμφέροντα, ποιος ενεργεί ως «ντίλερ» εξοπλισμών και ποιος είναι εκείνος που διαφυλάσσει το δημόσιο συμφέρον. Με τον ίδιο τρόπο θα διαφαινόταν χωρίς αμφιβολίες, εν είδει αποδείξεων, η στάση του εκάστοτε Πρωθυπουργού και συγκεκριμένα το εάν ισχύει, σύμφωνα με ασφαλέστατες πληροφορίες αλλά και έγγραφες αποδείξεις που διαθέτει η Χρυσή Αυγή, το ότι ο Πρωθυπουργός Σημίτης όχι μόνο είχε άποψη για τα εξοπλιστικά προγράμματα επί των ημερών του, αλλά και ότι επέβαλε με συγκεκριμένους τρόπους την θέλησή του στο ΚΥΣΕΑ, η οποία γινόταν αποδεκτή.
Η διακομματική «ομερτά» όσων έχουν συμμετάσχει σε ανάλογες μεθοδεύσεις, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα λεγόμενα ΦΕΕ (Φύλλα Ενημέρωσης Εισηγήσεων) που τηρούνται σχετικά με τις εισηγήσεις του κάθε συμμετέχοντος οργάνου …χάθηκαν μυστηριωδώς επί ημερών Μεϊμαράκη, το 2006, όταν αναζητήθηκαν για συγκεκριμένους λόγους από τον Γ.Γ. Εξοπλισμών κ. Βασιλάκο, χωρίς ασφαλώς να αναζητηθούν σχετικές ευθύνες. Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο επιβάλλεται απόλυτη σιωπή σχετικά με τα πρακτικά αυτά, που τηρούντο, όπως άλλωστε δηλώσαμε στην Επιτροπή από συγκεκριμένο Ταξίαρχο, στην περίπτωση της περιόδου Παπαντωνίου, η κλήση του οποίου θα επεφύλασσε αρκετές εκπλήξεις σε όσους επέμεναν να τερματίσει άδοξα τις εργασίες της η Επιτροπή…
Ένα άλλο κρισιμότατο στοιχείο προς απόδειξη των ανωτέρω είναι να διερευνηθεί ποια είναι η διαδικασία επιλογής των οπλικών συστημάτων και η εκτίμηση των αναγκών με την δημιουργία short list και κριτήρια επιλογής στα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται και άλλα κριτήρια όπως είναι της εξωτερικής πολιτικής, αντισταθμιστικά και πολλά ακόμη αλλά και η προετοιμασία εισήγησης από τον Υπουργό για το ΚΥΣΕΑ. Συμμετοχή Γ.Δ.Ε. Πόσες εναλλακτικές υπήρχαν και με ποια κριτήρια επιλέχθηκαν;
Χαρακτηριστικό εξάλλου είναι ότι σύμφωνα με την διαδικασία που πρέπει να τηρείται στο ΚΥΣΕΑ πρέπει να τηρούνται τα πρακτικά όλων των συνεδριάσεων – τα οποία δεν προκύπτει πώς τηρούνται -όπως άλλωστε δηλώθηκε από τον συγκεκριμένο Ταξίαρχο Ιωαννίδη. Να περιέχεται και να προηγείται η εισήγηση, να ακολουθούν οι προτάσεις, να έπεται η συζήτηση και να ακολουθεί κατόπιν ψηφοφορίας η απόφαση. Στην δε περίπτωση των F -16 ο Υπουργός εισηγήθηκε τα F -15 της BOEING. Ο Σημίτης και το ΚΥΣΕΑ αποφάσισαν τα F-16 της Martin Lockheed. H πληρωμή γίνεται από το Υπουργείο Οικονομικών. Η κατάρτιση των συμβάσεων και ο έλεγχος νομιμότητας – συνήθως δίνεται η εντολή από το ΚΥΣΕΑ – στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Σε σχέση με τα αντισταθμιστικά. Πώς αυτά υλοποιούνται και από ποιόν επιβλέπονται; Κανονικά από το Υπουργείο Οικονομικών, ήδη Εθνικής Οικονομίας και ενημέρωση – επίβλεψη ΚΥΣΕΑ. Στην δίκη Τσοχατζόπουλου αναδείχθηκε ότι οι μίζες δίνονταν από τα αντισταθμιστικά ΠΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΗΛΕΓΧΕ. Οι πολιτικοί μέλη του ΚΥΣΕΑ στην δίκη αρνήθηκαν ότι υπήρχαν πρακτικά. Αντίθετα, ο αρχηγός του ΓΕΕΘΑ, που συμμετείχε στο ΚΥΣΕΑ και με δικαίωμα ψήφου ο κ. Παραγιουδάκης, είπε ότι υπήρχαν βέβαια πρακτικά και γίνονταν πάντοτε ενδελεχής συζήτηση για τα θέματα. Δηλαδή διέψευσε (!) τον κ. Σημίτη και τους υπόλοιπους όπως τον κ. Παπαντωνίου, κ. Παπανδρέου, κ. Βενιζέλο κλπ. που είπαν ότι δεν γίνονταν συζήτηση και απλώς υπέγραφαν ότι τους έφερνε ο Υπουργός Άμυνας. Κατατέθηκε δε ότι στο Υπουργείο υπήρχαν πολλοί dealers οπλικών συστημάτων. Η αποκάλυψε έγινε από τους Αμερικάνους και τον έλεγχο στην Ferrostaal και εν συνεχεία μετά από καταδίκη από την Γερμανική Δικαιοσύνη σύμφωνα με την απόφαση του Μονάχου όπου καταδικάσθηκαν στελέχη της Ferrostaal και άτομα που κατάρτιζαν τον «κύκλο προσευχής» - μοίραζαν τις μίζες όπως ο Αβατάγγελος. Στο ΚΥΣΕΑ για τα υποβρύχια δεν υπέγραψε ο Υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Παπανδρέου και μάρτυρες είναι ΟΛΟΚΛΗΡΟ το ΚΥΣΕΑ και ο Αρχηγός του ΓΕΕΘΑ ο κ. Παραγιουδάκης. Ισχυρίστηκαν δε κλοπή του αρχείου του Τσοχατζόπουλου – τα φόρτωσαν σε έναν ...ρομά (!) ενώ ο Τοσχατζόπουλος μιλάει για χρηματοκιβώτιο με συστήματα ασφαλείας laser – διάρρηξη από EYΠ. Άλλωστε όπως κατατέθηκε στην δίκη (μάλλον από τον κ. Βενιζέλο) για αυτό καταργήθηκαν τα αντισταθμιστικά γιατί ήταν άντρο ανομίας.
Στην εξεταστική του 2004, όλα κρίθηκαν καλά: Ο Βενιζέλος είχε πει ότι οι λογαριασμοί του Τσοχατζόπουλου είναι αριθμοί τηλεφώνων, ενώ από την έρευνα της Δικαιοσύνης απεδείχθη το αναμενόμενο, ότι δηλαδή επρόκειτο για τραπεζικούς λογαριασμούς. Τις ίδιες βέβαια συμβάσεις που κατήγγειλε η Νέα Δημοκρατία τις συνέχισε μετά επαίνων (όπως στην περίπτωση TOR M1 με τον Σπηλιωτόπουλο και τα Ναυπηγεία με τον Βενιζέλο). Ο Σημίτης είπε όταν ρωτήθηκε από την έδρα ότι δεν υπήρχε έλεγχος για τα κονδύλια (πληρωμές-αντισταθμιστικά), το απόλυτα καθηλωτικό «...Εμείς μόνο υπογράφαμε…». Ποιος πίεζε για την παραλαβή των υποβρυχίων επί της Ν.Δ.;
Ο Σμπώκος, Γ.Γ. Εξοπλισμών, είπε ότι όλα αποφασίζονταν από το ΚΥΣΕΑ και τον Σημίτη, με την εξίσου χαρακτηριστική φράση που είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της εν λόγω δίκης: «Το Υπουργείο ούτε αρβύλα δεν μπορεί να αγοράσει χωρίς την έγκριση του ΚΥΣΕΑ…». Μάλιστα η Βίκυ Σταμάτη, απολογούμενη, είπε ότι ο Τσοχατζόπουλος ονόμαζε τον Σημίτη «νονό» με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει…
Τα αντισταθμιστικά έπρεπε να εκτελούνται παράλληλα με την κύρια σύμβαση. Κανείς όμως δεν ήλεγχε την εκτέλεση, γιατί όλοι γνώριζαν ότι από εκεί έβγαιναν οι μίζες, μέσω μεσαζόντων και offshore εταιριών. Επομένως ένα πλήθος στοιχείων, καταθέσεων, πρακτικών και άλλων σχετιζομένων με τις ερευνώμενες υποθέσεις δεν θα αξιολογηθεί ποτέ από την εν λόγω Επιτροπή, αφού με απόλυτη συνεργασία μεταξύ των κομμάτων που απετέλεσαν την πλειοψηφία σε αυτή, αποφασίστηκε αυτή να λήξει άδοξα τη θητεία της, αποτελώντας μόνο το «άλλοθι» για τα «παραγεγραμμένα εγκλήματα».
Αυτή η αγαστή συνεργασία των κομμάτων αποδεικνύεται περίτρανα και από το διανεμηθέν σχέδιο πορίσματος της Επιτροπής, από το οποίο δεν εξεπλάγη κανένας, πόσο μάλλον εμείς που εξαρχής είχαμε τονίσει τον απαράδεκτα υποκριτικό τρόπο με τον οποίο η Κυβέρνηση, για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους, επέλεξε στην παρούσα χρονική στιγμή να «επικυρώσει» την ειλημμένη απόφαση της Δικαιοσύνης για παραπομπή του Παπαντωνίου σε δίκη.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στο «σχέδιο» γίνεται περιληπτική αναφορά στις 6 δικογραφίες που τον βαρύνουν, με στοιχεία που περιέχονται σε αυτές, τα οποία ζητήθηκαν από την Επιτροπή και χορηγήθηκαν από την Δικαιοσύνη, στην οποία όχι μόνο ΗΔΗ εκκρεμούσαν οι υποθέσεις αυτές, αλλά ήταν και ώριμες να εισαχθούν προς εκδίκαση. Το γεγονός ότι η Επιτροπή και τα κόμματα που τη συναπαρτίζουν αρνήθηκαν συστηματικά να μπουν στη λογική της κλήσεως μαρτύρων και στην απόκτηση εγγράφων μέσω δικαστικής συνδρομής, αποδεικνύει την προαποφασισμένη «παραπομπή» του Παπαντωνίου στην τακτική δικαιοσύνη, με τα ίδια ακριβώς στοιχεία που αυτή διέθετε και τα οποία χορήγησε, για το θλιβερό αυτό πολιτικό «σόου» της Προανακριτικής που επέλεξε η Κυβέρνηση να στήσει για τις δικές της μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
Πιο συγκεκριμένα: Η Επιτροπή, όπως και καθένας από εμάς, γνώριζε από την πρώτη συνεδρίαση, πως η αδυναμία της παραπομπής του Παπαντωνίου σε Ειδικό Δικαστήριο, με βάση τις κατηγορίες της απιστίας περί την υπηρεσία, καθώς και τις άλλες συναφείς, πλην αυτής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ήταν αδύνατη, λόγω του συνταγματικού κωλύματος, που όλα τα κόμματα δήθεν «ξορκίζουν», αλλά κανένα δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να διορθώσει, αφού τα ίδια αποτελούν εμπνευστές των απαράδεκτων διατάξεών του. Έτσι, η μοναδική κατηγορία για την οποία θα μπορούσε να διωχθεί – και διώκεται ήδη από τη Δικαιοσύνη- ήταν η τελευταία, αυτή για τη νομιμοποίηση. Σε τι φώτισε την έρευνα της Δικαιοσύνης η βραχύβια αυτή Επιτροπή; Σε τίποτα απολύτως. Το αντίθετο: Έδωσε ισχυρά δείγματα απόπειρας συσκότισης των πραγματικών συνθηκών κάτω από τις οποίες το «πάρτυ των εξοπλισμών» εξελίχθηκε και έλαβε γιγαντιαίες διαστάσεις μεταξύ των ετών 1996 έως και σήμερα. Αυτή ήταν και η μόνιμη μέριμνα της Χρυσής Αυγής: Να φωτισθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η περίοδος αυτή, διακομματικά, πράγμα που ασφαλώς ξέφευγε τόσο από τα στενά όρια της Επιτροπής, όσο- κυρίως- και από τις στενές κομματικές επιδιώξεις των μελών της, που μοναδικό σκοπό είχαν να κλείσουν, το συντομότερο, οποιεσδήποτε αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα που θα μπορούσαν να εκθέσουν την συνενοχή τους στα τεκταινόμενα της διαπλοκής, επί δεκαετίες.
Ο φόβος τους ήταν τέτοιος που όχι μόνο δεν θέλησαν να επεκταθούν σε ονοματολογία που αφορούσε «άλλες υποθέσεις», αλλά ακόμα δεν θέλησαν να επεκτείνουν την κατηγορία- όπως έχουν δικαίωμα από το νόμο- και κατά συμμετεχόντων μη πολιτικών προσώπων στην εξεταζόμενη υπόθεση, ώστε να μην «ανοίξει η βεντάλια» των συνενόχων, για ευνόητους πολιτικούς λόγους. Με τον τρόπο αυτό το «σχέδιο πορίσματος» κατέληξε να είναι «σχέδιο απόδρασης» από τις ευθύνες, τόσο για τους κυβερνητικούς όσο και για τους δήθεν «αντιπολιτευόμενους» πλην Χρυσής Αυγής ασφαλώς, που ήταν η μόνη που είπε ονόματα, καταλόγισε ευθύνες και ζήτησε να κληθούν συγκεκριμένοι, αυτονόητα εμπλεκόμενοι στην υπόθεση, μάρτυρες.
Το μνημείο της πολιτικής υποκρισίας, έφτασε στο σημείο, να μην αναφέρει καν τις διακρίνουσες νομικές απόψεις περί της υπαρκτής δυνατότητας «παράκαμψης» της κρατούσας περί μη προόδου της υπόθεσης άποψης, που βασίζεται στον κατάπτυστο νόμο περί ευθύνης Υπουργών. Μόνο η Χρυσή Αυγή είχε για ακόμα μια φορά το θάρρος και το σθένος να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα και να διεξέλθει όσο πληρέστερα και συνοπτικά μπορούσε, το σύνολο των νομικών απόψεων που θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει σε μια πραγματική Επιτροπή και όχι σε μια παρωδία.
Το αποκορύφωμα αυτής της υποκριτικής στάσης, μια μόνο παράγραφος στο τέλος του «σχεδίου» με το οποίο η Επιτροπή «εύχεται» κάποια στιγμή στο μέλλον, οι πολιτικές δυνάμεις (δηλαδή οι ίδιοι που εισηγήθηκαν τον νόμο και οι ίδιοι που τον διατηρούν στη ζωή) να καταφέρουν να τον …καταργήσουν ώστε να μην εκφεύγουν από την Δικαιοσύνη τα ...εγκλήματά τους!
Επειδή σύμφωνα με το αρθρο 156 Κανονισμού Εργασιών της Βουλής,όπως αυτό ισχύει:
1. Αν η Βουλή αποφασίσει προκαταρκτική εξέταση, ορίζει από τα μέλη της δωδεκαμελή επιτροπή για τη διενέργειά της. Συγχρόνως ορίζει και την προθεσμία μέσα στην οποία η επιτροπή οφείλει να υποβάλει το πόρισμά της και το σχετικό αποδεικτικό υλικό.
2. Ο αριθμός των μελών της επιτροπής αυξάνεται έτσι ώστε να εκπροσωπούνται με ένα (1) τουλάχιστον μέλος και κατ' αναλογία πάντοτε της δύναμής τους όλες οι κατά τον Κανονισμό της Βουλής αναγνωριζόμενες Κοινοβουλευτικές Ομάδες.
3. Η επιτροπή συγκροτείται και λειτουργεί κατά τις διατάξεις των διαρκών κοινοβουλευτικών επιτροπών, που εφαρμόζονται αναλόγως. Μετά τη συγκρότησή της ορίζει δύο εισηγητές από τα μέλη της.
«4. Η Επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα πρωτοδικών όταν αυτός ενεργεί προκαταρκτική εξέταση και μπορεί να αναθέτει σε εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών την ενέργεια ειδικότερων πράξεων σχετικών με το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης. Κατά την προκαταρκτική εξέταση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση δίωξης καλείται από την Επιτροπή να δώσει εξηγήσεις. Όταν η αξιόποινη πράξη για την οποία διενεργείται προκαταρκτική εξέταση συνεπάγεται για τον Υπουργό οικονομικά οφέλη, κατά την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, η Επιτροπή διατάσσει την κατάσχεσή τους.
Επειδή από όσα ανωτέρω εξετέθησαν κατά τις εργασίες της επιτροπής προκαταρκτικής εξετάσεως, ανέκυψαν τουλάχιστον αποχρώσες ενδείξεις για τέλεση αξιοποίνων πράξεων, όπως της υπεξαγωγής εγγράφων, της ψευδορκίας μάρτυρα, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία, ιδιαιτέρως για την τυχη των πρακτικών του ΚΥΣΕΑ, το σώμα των οποίων αγνοείται μολονότι ο αρχηγός του ΓΕΕΘΑ, που συμμετείχε στο ΚΥΣΕΑ και με δικαίωμα ψήφου κ. Παραγιουδάκης έχει ενώπιον Αρχής (Δικαστηρίου) καταθέσει, ότι υπήρχαν πρακτικά και γίνονταν πάντοτε ενδελεχής συζήτηση για τα θέματα ημερησίας διατάξεως ΚΥΣΕΑ.
Επειδή στο άρθρο 10 παρ. 4 του ιδίου Νόμου ορίζεται «4. Ο ανακριτής έχει το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη και κατά των συμμετόχων που δεν αναφέρονται στην απόφαση της Βουλής για τη δίωξη. Κατά τα λοιπά ως προς τις αρμοδιότητες του ανακριτή και τη διενέργεια της ανάκρισης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
Επίσης στο άρθρο 22 παρ. 1: «Για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται διαφορετικά στο νόμο αυτόν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
Επειδή κατά τις εργασίες της επιτροπής προκαταρκτικής εξετάσεως έχουν προκύψει αποχρώσες ενδείξεις γιά τέλεση αξιοποίνων πράξεων, η διαλεύκανση των οποίων –σε περίπτωση που αποφασισθεί από την πλειοψηφία η παύση των εργασιών της επιτροπής χωρίς περαιτέρω ενέργεια ανακριτικών πράξεων- ανήκει στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Πεποίθηση της Χρυσής Αυγής αποτελεί, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα ότι νόμιμη παρίσταται ανάγκη :
1) Να διαβιβασθούν αντίγραφα του φακέλου της ποινικής δικογραφίας της παρούσης προκαταρκτικής επιτροπής στην αρμόδια κατά Νόμο Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών για την άσκηση των καθηκόντων της σχετικά με τη διερεύνηση των εγκλημάτων της υπεξαγωγής εγγράφων, της ψευδορκίας μάρτυρα, της ηθικής αυτουργίας σε αυτήν σχετικά με την τύχη των πρακτικών συνεδριάσεων ΚΥΣΕΑ κατά τα ειδικότερον ανωτέρω αναφερόμενα.
2) Να κληθούν ως μέλη των ΚΥΣΕΑ της 9/10/1998, 26/7/1999, 12/2/2002 που απεφάσισαν εξοπλιστικά προγράμματα που ελέγχθηκαν ή ελέγχονται από την Δικαιοσύνη για σωρεία αδικημάτων (Ferrostaal/HDW, ναυπήγηση υποβρυχίων τ. 214, δικαιώματα προαίρεσης κλπ) οι: Πάγκαλος Θεόδωρος ως ΥΠΕΞ, Παπανδρέου Βάσω ως Υπουργός Ανάπτυξης (1999), Υπουργός Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (1999) και Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημ. Έργων (2002), Παπανδρέου Γιώργος ως ΥΠΕΞ (2002) και αναπληρωτής ΥΠΕΞ (1998), Ρέππας Δημήτρης ως κυβερνητικός εκπρόσωπος, Ευάγγελος Βενιζέλος ως Υπουργός Ανάπτυξης (1999), Χρυσοχοϊδης Μιχάλης ως Υπουργός Δημόσιας Τάξης (1999, 2002), Μαγκριώτης Γιάννης ως Υπουργός Μακεδονίας- Θράκης, Σκανδαλίδης Κώστας ως Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (2002). Μεταξύ αυτών, προεξάρχοντα ρόλο ασφαλώς πρέπει να έχει ο πρώην Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Σημίτης όχι μόνο ως θεσμικά προϊστάμενος των ΚΥΣΕΑ αλλά και ως ουσιαστικά παρεμβαίνων στην λειτουργία τους, αφού με καταγεγραμμένες μαρτυρίες συνεργατών του στην πολύκροτη δίκη Τσοχατζόπουλου, έγινε σαφές ότι με δική του πρωτοβουλία, άλλαζαν οι εισηγήσεις των υπευθύνων (και νυν κατηγορουμένων) περί προμήθειας οπλικών συστημάτων. Η Χρυσή Αυγή, όπως άλλωστε σημειώθηκε και στην Επιτροπή διαθέτει έγγραφες αποδείξεις περί του τρόπου παρεμβάσεώς του στη διαδικασία της επιλογής οπλικών συστημάτων, τις οποίες επιφυλάσσεται να καταθέσει.
Στο πλαίσιο της κλήσεως μαρτύρων, επιτακτική επίσης καθίσταται η κλήση του Ευάγγελου Βασιλάκου Γ.Γ. Εξοπλισμών τόσο επί ΠΑΣΟΚ όσο και επί Ν.Δ., οι καταθέσεις του οποίου θα μπορούσαν να δώσουν καίριες απαντήσεις στα ερωτήματα της διαχρονικής και διακομματικής διαπλοκής που διέπει τους εξοπλισμούς στην Ελλάδα. Απαραίτητη και η κλήση του τέως Στρατηγού Μ. Παραγιουδάκη, ο οποίος στην δίκη Τσοχατζόπουλου, ανέπτυξε με πάσα σαφήνεια το ζήτημα των «πρακτικών του ΚΥΣΕΑ», τονίζοντας ότι αυτά τηρούντο ενδελεχώς, αντίθετα με όσους, ακόμα και στην παρούσα Επιτροπή, είχαν συμφέρον να υποστηρίζουν θρασύτατα ότι «δεν τηρούνται», για ευνόητους λόγους.
Υποχρεωτική, με την έννοια αυτή είναι και η κλήση τουλάχιστον του Γιάννη Σμπώκου, στενού συνεργάτη του Τσοχατζόπουλου ο οποίος, σε αντίθεση με τους υπολοίπους με την καταγεγραμμένη στα πρακτικά της δίκης Τσοχατζόπουλου δήλωσής του «χωρίς απόφαση του ΚΥΣΕΑ δεν παίρναμε ούτε κορδόνια για τις αρβύλες», ανέδειξε με τρόπο καταλυτικό την παρέμβαση και τις κομβικές ευθύνες του ΚΥΣΕΑ, που επίτηδες όλες οι πλευρές της Βουλής, για ευνόητους λόγους, επιθυμούν να υποβαθμίσουν.
3) Να επεκταθεί το κατηγορητήριο τουλάχιστον από το έτος 1996 μέχρι σήμερα (έτη μέσα στα οποία έως το 2004, κατά τον Βασιλάκο οι υπογραφόμενες από τους Υπουργούς συμβάσεις ΔΕΝ ελέγχονταν από το Ελεγκτικό Συνέδριο) σε όλα τα πολιτικά πρόσωπα που υπέγραψαν τέτοιες συμβάσεις ή συμμετείχαν σε αυτές έχοντας αποφασιστικό ρόλο ώστε να ελεγχθεί , έστω εκ των υστέρων, τόσο η νομιμότητά τους όσο και η ανάγκη προμήθειας των συστημάτων αυτών, επιχειρησιακά.
4) Αναγκαία συνέπεια αυτής της παραπάνω ενέργειας, η ενδελεχής διερεύνηση όλων των πόθεν έσχες των παραπάνω προσώπων με ταυτόχρονη άρση του τραπεζικού απορρήτου των ιδίων και των συγγενών τους μέχρι α΄ βαθμού, προκειμένου να διαπιστωθεί με τον πλέον κατηγορηματικό και αδιάβλητο τρόπο, αν επήλθε αδικαιολόγητη επαύξηση της περιουσίας τους κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους με αποφασιστικό τρόπο στις επιτροπές που σχετίζονταν με τα εξοπλιστικά προγράμματα.
5) Για την διερεύνηση όλων των ανωτέρω απαιτείται σύσταση μίας ή περισσοτέρων Εξεταστικών Επιτροπών που θα έχουν τη συνταγματική και νομική αρμοδιότητα να ερευνήσουν ουσιαστικά κάθε πτυχή του διαχρονικού σκανδάλου των εξοπλισμών, που έχει στοιχίσει στον Ελληνικό λαό πακτωλούς χρημάτων από το ΑΕΠ, χρήματα που τα τελευταία χρόνια, πάλι με διακομματική συμφωνία, αναζητούνται από αιματηρές περικοπές σε δημόσιες δαπάνες, συντάξεις, παιδεία, υγεία και κάθε άλλη κοινωνική παροχή.
Συμπερασματικά καταλήγουμε στα εξής:
Η διαχρονική και διακομματική σιωπή του πολιτικού συστήματος στο επίπεδο των εξοπλισμών δικαιολογεί απόλυτα τόσο τον πανικό του όσο και την πρόωρη λήξη των εργασιών της Επιτροπής, ύστερα από τα συνεχή αιτήματα της Χρυσής Αυγής για ουσιαστική διερεύνηση της αλήθειας σε βάθος.
Μια Επιτροπή που ξεκίνησε με οιωνούς διαφάνειας και αμεροληψίας, τουλάχιστον από πλευράς δηλώσεων και προθέσεων, κατέληξε σε Επιτροπή συγκάλυψης εγκλημάτων, συμψηφισμού ευθυνών και αναμασήματος των τετριμμένων περί του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Η κυβερνητική πλειοψηφία, ενώ θα μπορούσε πράγματι να είχε αναδειχτεί , ως δήθεν έχοντας το «ηθικό πλεονέκτημα» σε κατήγορο των παλαιοκομματικών πρακτικών Υπουργών και συνεργατών τους που εγκλημάτισαν σε βάρος του Ελληνικού λαού, απεδείχθη θλιβερός συνεχιστής του διεφθαρμένου πολιτικού κατεστημένου, αποτελώντας την καλύτερη «μετάλλαξή» του. Η απόλυτη συμφωνία της με όσους έχουν «λερώσει τα χέρια τους», αποδεικνύεται περίτρανα και από τη συμπόρευσή της, ακόμα και με όρους κοινοβουλευτικούς, στα ίδια δεδομένα ενός δήθεν «πορίσματος» που δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να... παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική Δικαιοσύνη, από την οποία, λίγους μήνες πριν, άντλησε τα μοναδικά στοιχεία που δεν αξιοποίησε. Ενώ είχε την ιστορική ευκαιρία και να καλέσει καίριους μάρτυρες και να εμβαθύνει, να συγκρίνει στοιχεία και καταθέσεις, να ανοίξει λογαριασμούς και να ζητήσει άρσεις απορρήτων και δικαστικές συνδρομές, όχι μόνο δεν το έπραξε αλλά αποποιήθηκε των ευθυνών της, όταν διαπίστωσε πως η ενοχλητική παρουσία της Χρυσής Αυγής με τις παρεμβάσεις και τα αιτήματά της, θα μπορούσε να χαλάσει το κλίμα της διακομματικής συνεργασίας.
Αποδεικνύεται με τον τρόπο αυτό ότι η σύσταση και η άδοξη λήξη της δήθεν Προανακριτικής αυτής Επιτροπής ήταν το θλιβερό άλλοθι του ίδιου του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος που πασχίζει για την αυτοσυντήρησή του, μέσα από διαδικασίες και μεθοδεύσεις που καμία σχέση δεν έχουν με διαφάνεια και δημοκρατία.
Η Χρυσή Αυγή, δεν θα υποστείλει ποτέ τη σημαία της πραγματικής διαφάνειας και θα συμμετέχει όπου το Σύνταγμα των Ελλήνων επιτάσσει, προκειμένου, έστω και με τον τρόπο αυτό, να ακούγεται η φωνή της αλήθειας. Έχει την πεποίθηση ότι η εμμονή της στα υπαρκτά στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί και συνεχίζουν να συγκεντρώνονται από τη Δικαιοσύνη είναι ικανά ώστε στο μέλλον, υπό τις κατάλληλες πολιτικές συνθήκες, θα αποτελέσουν τη νομική βάση ώστε να συσταθούν Εξεταστικές Επιτροπές που θα φωτίσουν την ουσία των θλιβερών παραμέτρων ενός διαχρονικού σκανδάλου και θα αποδώσουν πραγματική και όχι εικονική Δικαιοσύνη σε όσους συμμετείχαν σε έκνομες ενέργειες σε βάρος της πατρίδας και του λαού της, παραπέμποντας τους αυτουργούς και τους συμμετόχους, κατά τα οριζόμενα στο Σύνταγμα, τον Κανονισμό της Βουλής και τους ισχύοντες νόμους.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΑΓΟΣ
Βουλευτής Β΄ Πειραιώς
ΛΑΪΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ- ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ