Ενα αιματηρό κοκτέιλ από βόμβες, καμικάζι, «μαύρες χήρες» και δεκάδες χιλιάδες άμαχους νεκρούς. Δεκαεπτά χρόνια πριν ξεκίνησε μία από τις πλέον αιματηρές και μακροχρόνιες συγκρούσεις στην περιοχή του Καυκάσου.
Η Μόσχα δεν ανέχτηκε την «ανταρσία» της Τσετσενίας και οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στην επαρχία, όπου ξεκίνησε ο πόλεμος. Περισσότεροι από δέκα χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν στις μάχες και στους βομβαρδισμούς.
Μαζί όμως με την ειρήνη, που τελικώς επιτεύχθηκε, γιγαντώθηκε κι ένα κίνημα αποτελούμενο κυρίως από ισλαμικά στοιχεία, που φιλοδοξούν να δημιουργήσουν ισλαμικό κράτος στον Καύκασο και κατ' επέκταση ακόμη έναν πυρήνα φονταμενταλισμού.
Οι αντάρτες που συμμάχησαν αλλά και οι γυναίκες πολλών από εκείνους που έπεσαν νεκροί από τα ρωσικά πυρά, οι επονομαζόμενες «μαύρες χήρες», ξεκίνησαν έναν αιματηρό αγώνα εκδίκησης και προσπάθειας επιβολής των επιδιώξεών τους. Μάλιστα, αυτές οι επιδιώξεις μεταλαμπαδεύτηκαν και σε άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, κάνοντας εξαιρετικά δύσκολη την κατάσταση στον Καύκασο.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ
ΙΟΥΝΙΟΣ 1995. Αντάρτες συλλαμβάνουν εκατοντάδες ομήρους σε νοσοκομείο της πόλης Μπούντενοβσκ στη Νότια Ρωσία. Ο απολογισμός από την εισβολή των ανταρτών και την επιχείρηση των αρχών ασφαλείας για την απελευθέρωση των ομήρων κάνει λόγο για περισσότερους από εκατό νεκρούς.
Εξι μήνες αργότερα, οι Τσετσένοι πραγματοποιούν επιχείρηση-καρμπόν, αυτήν τη φορά σε νοσοκομείο του Νταγκεστάν. Μεταφέρουν τους ομήρους στα σύνορα με την Τσετσενία, όπου οι Ρώσοι κομάντος επιτίθενται για να τους απελευθερώσουν. Οι αντάρτες το σκάνε, ενώ σκοτώνονται αρκετοί όμηροι.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1999. Βομβιστικές επιθέσεις σε πολυκατοικίες στη Μόσχα και σε άλλες δύο ρωσικές πόλεις. Περισσότεροι από διακόσιοι άνθρωποι σκοτώνονται. Το Κρεμλίνο κατηγορεί τους Τσετσένους αντάρτες για το μακελειό και εκείνοι απαντούν ότι πίσω από τις εκρήξεις κρύβονται οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες.
Είχε προηγηθεί ένα δίμηνο σκληρών μαχών του ρωσικού στρατού με Τσετσένους στο Νταγκεστάν, όπου σκοτώθηκαν εκατοντάδες Ρώσοι στρατιώτες.
Η ρωσική αεροπορία βομβάρδισε την Τσετσενία, με αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς, ανάμεσα στους οποίους εκατοντάδες άμαχοι.
Λίγους μήνες αργότερα, η Μόσχα ανακτά τον πλήρη διοικητικό έλεγχο της επαρχίας.
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2002. Εκατόν εβδομήντα νεκροί, μεταξύ των οποίων σαράντα ένας αντάρτες, είναι ο απολογισμός της εισβολής των Ρώσων κομάντος στο θέατρο της Μόσχας, όπου οι Τσετσένοι είχαν εισβάλει συλλαμβάνοντας περισσότερους από 700 ομήρους.
Οι περισσότεροι πολίτες πέθαναν από το αέριο που διοχετεύθηκε από τις Αρχές στον χώρο προκειμένου να εξοντωθούν οι αντάρτες.
ΙΟΥΛΙΟΣ 2003. Οι «μαύρες χήρες» δίνουν φονικό «παρών» σε μουσικό φεστιβάλ στη Μόσχα. Πυροδοτούν τα εκρηκτικά με τα οποία είναι ζωσμένες συμπαρασύροντας στον θάνατο δεκαπέντε άτομα και προκαλώντας τον τραυματισμό άλλων εξήντα.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, καμικάζι αυτοκτονίας οδηγεί αυτοκίνητο γεμάτο εκρηκτικά σε στρατιωτικό νοσοκομείο στη γειτονική με την Τσετσενία Βόρεια Οσετία.
Ο απολογισμός κάνει λόγο για τουλάχιστον πενήντα νεκρούς.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003. Στις 5 του μήνα έκρηξη διαλύει εμπορικό τρένο έξω από την πόλη Γεσεντούκι, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν σαράντα έξι και να τραυματιστούν περισσότεροι από 160 άνθρωποι.
Τέσσερις ημέρες αργότερα, καμικάζι αυτοκτονίας σκοτώνει και τραυματίζει τουλάχιστον δεκατρία άτομα, κοντά στο Κρεμλίνο.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2004. Τριάντα εννέα νεκροί και περισσότεροι από εκατό τραυματίες είναι ο απολογισμός της επίθεσης στο μετρό της Μόσχας. Η επίθεση προκαλεί αίσθηση αλλά και λυσσαλέα αντίδραση από τη ρωσική ηγεσία.
Τρεις μήνες αργότερα, ο Τσετσένος ηγέτης Αχμάντ Καντίροφ σκοτώνεται κατά τη διάρκεια βομβαρδισμού της τσετσενικής πρωτεύουσας Γκρόσνι.
Οι αντάρτες δεν αργούν να πάρουν εκδίκηση.
Στις 22 Ιουνίου εξαπολύουν επιθέσεις κατά κυβερνητικών κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων στη γειτονική με την Τσετσενία Ινγκουσετία, σκοτώνοντας ενενήντα δύο άτομα, μεταξύ των οποίων τον τοπικό υπουργό Εσωτερικών Αμπουκάρ Κοστόγιεφ.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2004. Η 24η Αυγούστου ονομάζεται «11η Σεπτεμβρίου της Ρωσίας». Δύο επιβατικά αεροσκάφη εκρήγνυνται σχεδόν ταυτόχρονα, οδηγώντας στον θάνατο ενενήντα ανθρώπους.
Ενα Τουπόλεφ 134 με προορισμό την πόλη Βόλγκογκραντ συντρίβεται νότια της Μόσχας και λίγο αργότερα ένα Τουπόλεφ 154, που θα πήγαινε στο Σότσι, συντρίβεται κοντά στο Ροστοβοντόν.
Μία εβδομάδα αργότερα, επίθεση καμικάζι στη Μόσχα οδηγεί στον θάνατο δέκα ανθρώπους και προκαλεί τον τραυματισμό πενήντα ενός.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2004. Η χειρότερη τραγωδία στην ιστορία της διαμάχης της Ρωσίας με τον Καύκασο εκτυλίσσεται από την 1η ώς τις 3 Σεπτεμβρίου του 2004.
Αντάρτες εισβάλλουν σε σχολείο της πόλης Μπεσλάν στην Οσετία, συλλαμβάνοντας εκατοντάδες ομήρους, στην πλειονότητά τους παιδιά.
Οι Ρώσοι κομάντος ετοιμάζουν επιχείρηση διάσωσης, που όμως δεν εξελίσσεται όπως σχεδιάστηκε, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 331 όμηροι, εκ των οποίων οι μισοί μικρά παιδιά.
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2005. Ομάδα εκατό ανταρτών επιτίθεται σε σημεία ελέγχου ασφάλειας και αστυνομικά φυλάκια στην περιοχή Καμπαρντίνο Μπαλκάρια, του Καυκάσου. Δώδεκα πολίτες και δώδεκα αστυνομικοί πέφτουν νεκροί, ενώ νεκροί είναι και είκοσι αντάρτες. Αλλοι δώδεκα συλλαμβάνονται.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2006. Επτά Ρώσοι αστυνομικοί και δώδεκα αντάρτες σκοτώνονται κατά τη διάρκεια επιχείρησης των ρωσικών ειδικών δυνάμεων σε χωριό της περιοχής Στάβροπολ, στη Νότια Ρωσία.
Πέντε μήνες αργότερα, δέκα πολίτες σκοτώνονται σε υπαίθρια αγορά της Μόσχας από έκρηξη βόμβας για την οποία ευθύνονται οι Τσετσένοι αυτονομιστές.
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2007. Οι αντάρτες καταρρίπτουν ρωσικό ελικόπτερο στην Τσετσενία, με αποτέλεσμα τον θάνατο των δεκαοκτώ επιβαινόντων.
Λίγο καιρό αργότερα, προκαλούν εκτροχιασμό της αμαξοστοιχίας Nevsky Express στη διαδρομή Μόσχα - Αγία Πετρούπολη, ευτυχώς χωρίς θύματα. Εξήντα επιβάτες τραυματίζονται ελαφρά.
Ακόμα μία επίθεση, αυτήν τη φορά σε λεωφορείο στην πόλη Τογκλιάτι της Νότιας Ρωσίας, προκαλεί οκτώ θανάτους και πενήντα τραυματισμούς.
ΙΟΥΝΙΟΣ 2009. Ο πρόεδρος της Ινγκουσετίας Γιούνους Μπεκ Βεβκούροφ τραυματίζεται σοβαρά όταν ένας καμικάζι αυτοκτονίας πυροδοτεί τα εκρηκτικά με τα οποία είναι ζωσμένος δίπλα στο αυτοκίνητό του.
Ο πρόεδρος καταφέρνει να σωθεί και επιστρέφει στα καθήκοντά του.
Δύο μήνες αργότερα, άλλος καμικάζι ρίχνει παγιδευμένο με εκρηκτικά φορτηγό στην πύλη του αρχηγείου της αστυνομίας στη μεγαλύτερη πόλη της Ινγκουσετίας, τη Ναζράν, σκοτώνοντας είκοσι και τραυματίζοντας 138 άτομα.
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2009. Δεύτερη επίθεση στην αμαξοστοιχία Nevsky Express, που μετέφερε περίπου επτακόσιους ανθρώπους. Αυτήν τη φορά υπάρχουν νεκροί. Είκοσι έξι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους και τραυματίζονται περίπου εκατό άλλοι.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2010. Επτά νεκροί και είκοσι τραυματίες αστυνομικοί είναι ο απολογισμός της έκρηξης παγιδευμένου αυτοκινήτου στο Νταγκεστάν.
ΜΑΡΤΙΟΣ 2010. Ακόμα μία επίθεση στο μετρό της Μόσχας. Από τις δύο εκρήξεις που σημειώθηκαν κατά την ώρα αιχμής σκοτώθηκαν τριάντα τέσσερις και τραυματίστηκαν δεκαοκτώ άνθρωποι.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2011. Η έκρηξη στο αεροδρόμιο Ντομοντέτοβο σπέρνει τον θάνατο. Τριάντα πέντε είναι οι νεκροί και περισσότεροι από εκατό οι τραυματίες.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποδίδει την ευθύνη σε εξτρεμιστές από τον Καύκασο, ξεκαθαρίζει όμως ότι δεν πρόκειται για Τσετσένους.
ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΜΑΧΗΣ
Οι αναλυτές έχουν προσδιορίσει, εν μέρει, τους λόγους που οδήγησαν στο να παρθεί η απόφαση από τους Τσετσένους αρχηγούς να περάσουν σε πόλεμο με την Ρωσία τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο Ρωσο-Τσετσένικο πόλεμο της δεκαετίας του 1990, αναφερόμενοι σε μια πολεμική παράδοση που χαρακτηρίζει αυτόν τον Ισλαμικό Καυκάσιο βουνίσιο λαό, ο οποίος είναι για μεγάλο χρονικό διάστημα γνωστός σαν αμείλικτος εχθρός της Ρωσίας.
Αυτή η έχθρα με την Ρωσία έχει αυξηθεί από το γεγονός ότι οι Τσετσένοι έχουν έναν πολιτισμό που δοξάζει τα όπλα. Έχουν επίσης δυνατούς κώδικες τιμής, η υπεράσπιση των οποίων πολλές φορές οδηγεί σε αιματηρές βεντέτες. Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία κανένα έθνος γύρω από τον Βόρειο Καύκασο δεν είχε μια τόσο βίαιη πορεία διαμάχης με τους Ρώσους, όπως οι Τσετσένοι.
Με την πάροδο του 19ου αιώνα, οι Τσετσένοι μαθητές (ιεροί πολεμιστές, που ανήκουν στις αδελφότητες της αίρεσης Sufi) μάχονται σε ένα αιματηρό πόλεμο εναντία στην επεκτατική Ρωσική Αυτοκρατορία κατά την διάρκεια της οποίας πολλά χωριά ορεσίβιων και οι κάτοικοι τους σφαγιάστηκαν από τις Ρωσικές δυνάμεις εισβολής.
Τα μέρη όπου θάφτηκαν οι σκοτωμένοι μαθητές και οι θρησκευτικοί αρχηγοί της αίρεσης Sufi συνέχισαν να αποτελούν μνημείο σε αυτήν την μάχη και εφόδιο για ένθερμους Τσετσένους μουσουλμάνους κατά την σοβιετική περίοδο, παρά τις προσπάθειες που έγιναν από τις αρχές προκειμένου να ξεριζώσουν τέτοιους «πρωτόγονους και προληπτικούς συνεχιστές».
Η επίσκεψη στον τάφο ενός μαθητή της αίρεσης Sufi επιβεβαιώνει την Τσετσένικη ισλαμική ταυτότητα κατά την διάρκεια μιας περιόδου αναγκαστικού κομμουνιστικού αθεϊσμού και το σύνδεσμο με τους ευσεβείς προγόνους.
Η συλλογική μνήμη από την βάρβαρη υποδούλωση των προγόνων των Τσετσένων από τη Ρωσία παρέμεινε ζωντανή κατά την διάρκεια της σοβιετικής περιόδου παρά το γεγονός ότι οι Τσετσένοι μαθητές που μάχονταν ενάντια στην Ρωσία περιγράφτηκαν σε επίσημα σοβιετικά κείμενα ως «φανατικοί – αντιδραστικοί» και «μεγαλοαστοί ληστές».
Κάτι που δεν ίσχυε βέβαια μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οπότε οι Ρώσοι αντιβασιλείς Vorontson και Bariatinskii, τελείωσαν την εργασία που τους ανατέθηκε από τον στρατηγό Yermolov, σύμφωνα με την οποία οι φοβεροί βουνίσιοι μουσουλμάνοι Τσετσένοι, ο γηγενής πληθυσμός αυτής της Καυκάσιας περιοχής που, παρά τη θέληση του, ενέδωσε σε μια διοίκηση από τους Ρώσους και τους σοβιετικούς, η οποία κράτησε πάνω από ένα αιώνα.
Από το οχυρό του Γκρόζνι (το οποίο σημαίνει «τρομερό» ή «απειλητικό» στα Ρωσικά, όπως ο τσάρος Ιβάν ο Τρομερός), ο στρατός του Yermolov είχε αρχίσει να διώχνει τους Τσετσένους από τις πεδιάδες στα βουνά.
Ο Yermolov δήλωσε κατά λέξη: «Εγώ επιθυμώ ο τρόμος του ονόματος να φυλάξει τα σύνορα μας περισσότερο δραστικά από ότι οι αλυσίδες και τα φρούρια, ο λόγος μου πρέπει να είναι για τους κατοίκους ένας νόμος πιο αναπόφευκτος κι από τον θάνατο», δήλωση την οποία θυμούνται ακόμα και σήμερα οι Τσετσένοι.
Αυτή η μακρόχρονη μνήμη του πολέμου με τους Ρώσους παίζει ένα ρόλο-κλειδί, κυρίως στην απόφαση πολλών Τσετσένων μαχητών να σηκώσουν τα όπλα και να παλέψουν ενάντια στους ιστορικά «Άλλους» προς το λαό τους, κατά τη διάρκεια του Τσετσένικου πολέμου του 1994 έως το 1996 και την επακόλουθη ρωσική εισβολή του 1999 – 2000.
Κανένα γεγονός στην αιματηρή ιστορία των σχέσεων μεταξύ Τσετσένων και Ρώσων δεν είχε μια τόσο μακροχρόνια επίδραση στην συλλογική ψυχή αυτού του λαού, όσο ο τραγικός ξεριζωμός τους από την πάτρια γη στην κεντρική Ασία, στις τελευταίες μέρες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Στις 23 Φεβρουαρίου του 1944 η NKVD (πρόδρομος της KGB) τοποθέτησε μεραρχίες γύρω από όλα τα Τσετσενικά χωριά και με περίσσια βιαιότητα φόρτωσε ολόκληρο το Τσετσένικο πληθυσμό σε οχήματα μεταφοράς ζώων για την «μετακίνηση» τους από τον τόπο τους σε πεδιάδες του Καζακστάν, στην τάιγκα της Σιβηρίας, και σε βουνά του Κιργκιζιστάν με την επίσημη δικαιολογία ότι είχαν συνεργαστεί με την Βέρμαχτ κατά την διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην πρώην σοβιετική ένωση.
Χιλιάδες ορεσίβιοι Τσετσένοι πέθαναν, επάνω σε σφραγισμένα κάρα, εξ αιτίας της έλλειψης νερού και φαγητού, των άθλιων συνθηκών υγιεινής και της έλλειψης ιατρική περίθαλψης, ενώ χιλιάδες ήταν και αυτοί που άφησαν την τελευταία τους πνοή στα αφιλόξενα μέρη που στήθηκαν οι καταυλισμοί τους. Οι απώλειες σε αυτήν την τραγωδία ξεπέρασαν ακόμα και εκείνες των τελευταίων πολέμων.
Για δώδεκα χρόνια οι εξασθενημένοι Τσετσένοι ζούσαν διασκορπισμένοι, μακριά από την πατρική γη. Με τον θάνατο του Στάλιν και την αύξηση της εξουσίας του ρεφορμιστή σοβιετικού αρχηγού Nikita Khryshchev επιτράπηκε στους Τσετσένους η επιστροφή στη Τσετσενο-Ινγκουσέτικη Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, που την μοιράστηκαν με τους εθνο-γλωσσικούς συγγενείς τους, τους Ινγκουσέτιους.
Παρά το γεγονός ότι ήταν η σοβιετική κυβέρνηση που τους εξόρισε και ούτε ο Ιωσήφ Στάλιν ούτε ο αρχηγός της NKVD, o Lavrentii Beria ήταν Ρώσοι (που στην πραγματικότητα ήταν από την Μινγκρέλια της Γεωργίας), αυτό το στοιχείο διαφοροποίησης παραβλέφθηκε από τους Τσετσένους οι οποίοι είδανε την εξορία ως την «τελική λύση» στην επί δεκαετίες σθεναρή αντίσταση απέναντι στον ρωσικό ζυγό. Στην Τσετσένικη συλλογική μνήμη αναφορικά με την εξορία, αυτό που εντυπώθηκε και παραμένει ουσιαστικό είναι πως οι Ρώσοι είναι αυτοί που πραγματοποίησαν αυτή τη θηριωδία.
Η συλλογική μνήμη αυτού του γεγονότος χώρισε την Τσετσένικη ταυτότητα από αυτήν τη μέρα και οι «ειδικοί» που αναλύουν τις σχέσεις των ηγετών των Τσετσένων με τους γειτονικούς λαούς και τις γειτνιάζουσες περιοχές (όπως την πρόσφατα ανεξάρτητη δημοκρατία της Γεωργίας, τους ομόφυλους Ινγκουσέτιους, τους εν μέρει Χριστιανούς Οσσέτιους, την Μόσχα, και πιο πρόσφατα την αποτελούμενη από πολλά έθνη δημοκρατία του Νταγκεστάν της Ρωσικής ομοσπονδίας) θα έπρεπε λαμβάνουν υπ’ όψη τους αυτό το παράγοντα όταν προσπαθούν να κάνουν προβλέψεις για τις πολιτικές και στρατιωτικές ενέργειες των Τσετσένων.
Σήμερα, ελάχιστοι στη Δύση δείχνουν ενδιαφέρον γι’ αυτήν την αξιοπρόσεκτη φύση του τραγικού γεγονότος, στην προσπάθειά τους να προσδιορίσουν τη σύγχρονη Τσετσένικη κοινωνία και την δυναμική της και την εικόνα των συλλογικών δραστηριοποιήσεων των ανθρώπων αυτών.
Η ανάλυση της εξορίας και των τρόπων με τους οποίους οι Τσετσένοι εθνοκρατικοί εκπρόσωποι έχουν εκμεταλλευτεί αυτό το γεγονός, θα δώσει μια μοναδική γνώση των τρόπων, με τους οποίους κοινωνίες μορφώθηκαν, πολιτικά πολιτισμικά και κοινωνικά, με βάση τις μνήμες από την θηριωδία σε βάρος τους.
Επίσης, θα δείξει τους τρόπους με τους οποίους η υπενθύμιση της τραγωδίας αυτών των ανθρώπων μπορεί να κινητοποιήσει πολιτικά και στρατιωτικά τους απειλούμενους πληθυσμούς.
Μία από τις βασικές αιτίες του τωρινού πολέμου της Τσετσενίας, υπήρξε ο λυσσαλέος ανταγωνισμός γύρω από τις πηγές και τους αγωγούς των πετρελαίων της Κασπίας.
Ο λόγος για την αρπαγή και ιδιοποίηση από επιχειρηματίες πολέμαρχους των τοπικών πετρελαιοπηγών κι ενός μέρους από το πετρέλαιο που μεταφέρεται με αγωγούς μέσω Τσετσενίας από το Μπακού στο ρωσικό λιμάνι του Νοβοροσίσκ.
Ο λόγος για την αρπαγή και ιδιοποίηση από επιχειρηματίες πολέμαρχους των τοπικών πετρελαιοπηγών κι ενός μέρους από το πετρέλαιο που μεταφέρεται με αγωγούς μέσω Τσετσενίας από το Μπακού στο ρωσικό λιμάνι του Νοβοροσίσκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΕΥΠΡΕΠΗ ΣΕΜΝΑ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟ ΠΑΝΤΩΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΑ