ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ

ΤΟ ΑΙΜΟΣ BLOG ΣΑΣ ΕΥΧΕΤΑΙ ΕΤΟΣ 2022, ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ



Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του.Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία ...Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα».Δεν είναι κακό να μην αισθάνεται κανείς Έλληνας, όπως και να πιστεύει άκριτα, όπου αυτός θέλει, τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι άλλωστε το κάνουν αυτό, κακό είναι να διαστρεβλώνει την αλήθεια με ανύπαρκτες γνώσεις και ψεύδη! ”Το πολιτικό σύστημα θριαμβεύει επειδή είναι μια ενωμένη μειοψηφία που ενεργεί εναντίον μιας διαιρεμένης πλειοψηφίας.”

Τα κόμματα αντανακλούν κοινωνικές πραγματικότητες και ιδεολογικές αφετηρίες. Και μονάχα όταν η ίδια η κοινωνία τα απορρίψει, περνούν στην Ιστορία.

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

28 Φεβρουαρίου του 1770 : Μία από τις εξεγέρσεις των υποδουλωμένων Ελλήνων, στην Πελοπόννησο, πριν από τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821.

 Ορλοφικά: Ελληνορώσοι 

εναντίων Τουρκαλβανών



Με την ονομασία αυτή είναι γνωστή στην Ελληνική ιστορία, αλλά και συνολικά στην ιστορία του Ανατολικού Ζητήματος, η εξέγερση των Ελλήνων της Πελοποννήσου και της Κρήτης κατά την εποχή του Ρωσοτουρκικού πόλεμου της περιόδου 1768-74 και οι συντονισμένες επιχειρήσεις των Ρώσων στη νότια Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου και στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας. Το σχέδιο για την επέμβαση των Ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στην Ελλάδα υπέβαλαν στη φιλόδοξη αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β’ (1762 - 1796) οι ευνοούμενοι και συνεργάτες της, αδελφοί Γκριγκόρι, Αλεξέι και Φιόντορ Ορλώφ, από τους οποίους ονομάστηκε το κίνημα. Σύνδεσμοι των Ορλώφ στην Ελλάδα ήταν ο Γεώργιος Παπαζώλης, ο Εμμανουήλ Σάρρος, ο αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός, ο Αγγελής Αδαμόπουλος κ.ά...

Την αρχηγία του Ρωσικού εκστρατευτικού σώματος στο Αιγαίο ανέλαβε ο Αλεξέι Γκριγκόριεβιτς Ορλώφ, με συνεργάτη τον μικρότερο αδελφό του, Φιόντορ. Πριν αρχίσουν ωστόσο τις επιχειρήσεις, οι δύο αδελφοί Ορλώφ εγκαταστάθηκαν κρυφά στη Βενετία και άρχισαν τις συνεννοήσεις με τους Έλληνες που ζούσαν στην ιταλική πόλη και τους πράκτορές τους, οι οποίοι πηγαινοέρχονταν στην Ήπειρο, στη Μακεδονία και στην Πελοπόννησο.
Στα τέλη Ιουλίου 1769 άρχισε η αποστολή της πρώτης Ρωσικής ναυτικής μοίρας στο Αιγαίο, με διοικητές τον ναύαρχο Σπιρίντοφ και τον Άγγλο αξιωματικό Γκρέιγκ, ο οποίος υπηρετούσε στο Ρωσικό ναυτικό.

Χρέη τοποτηρητή του στόλου είχε ο Μυκονιάτης πλοίαρχος Αντώνιος Ψαρός. Λίγο αργότερα ξεκίνησε από τη Βαλτική δεύτερη Ρωσική μοίρα, με διοικητή τον Σκοτσέζο Έλφινστον και, στις αρχές Ιουνίου, αναχώρησε για το Αιγαίο και τρίτη ρωσική δύναμη, με διοικητή τον Δανό υποναύαρχο Αρφ. Ο Φιόντορ Ορλώφ έσπευσε να συναντήσει το μεγαλύτερο τμήμα του Ρωσικού στόλου στο Μαόν της Μινόρκα, απέσπασε ένα πολεμικό και, με τρία ακόμη πλοία τα οποία είχε εξοπλίσει στο Λιβόρνο, έφτασε στις 17 Φεβρουαρίου 1770 στο Οίτυλο της Μάνης και κήρυξε την επανάσταση.

Οι επαναστάτες συγκρότησαν αμέσως δύο λεγεώνες (συνολικά περίπου 1.450 άντρες). Στη 1 Μαρτίου άρχισε η πολιορκία της Κορώνης, αλλά σύντομα οι Ρώσοι αναγκάστηκαν να στραφούν προς το γειτονικό Ναυαρίνο. Άλλη επαναστατική δύναμη Μανιατών και Ρώσων κατόρθωσε να κυριεύσει τον Μιστρά, όπου και σχηματίστηκε ο πρώτος πυρήνας Ελληνικής προσωρινής κυβέρνησης, με επικεφαλής τον Αντώνιο Ψαρό.

Ύστερα από την επιτυχία αυτή, η εξέγερση γενικεύτηκε σε πολλές επαρχίες της Πελοποννήσου (Κορινθία, Αργολίδα, Κυπαρισσία, Αχαΐα), αλλά και σε άλλες ελληνικές περιοχές (στην Κρήτη με τον Δασκαλογιάννη, στην Ήπειρο με τους Χιμαριώτες, στο Μεσολόγγι με τον Αναστάσιο Παλαμά).


Οι επιχειρήσεις ωστόσο γρήγορα εξελίχθηκαν σε άγριες λεηλασίες και σφαγές αμάχων και η τελική, κρίσιμη αναμέτρηση των χριστιανών με τους Τούρκους έληξε με την καταστροφή των ελληνικών και ρωσικών στρατευμάτων στην πολιορκία της Τριπολιτσάς (29 Μαρτίου 1770), όπου στο μεταξύ είχαν καταφτάσει ισχυρές δυνάμεις Τουρκαλβανών, οι οποίοι κατέπνιξαν την εξέγερση επιδιδόμενοι σε φοβερές σφαγές και λεηλασίες.

Την αποτυχία της Τριπολιτσάς αντιστάθμισε για λίγο η κατάληψη του Ναυαρίνου από τους Ρώσους (10 Απριλίου) και η άφιξη του Αλεξέι Ορλώφ, αλλά η αποτυχία των επαναστατών στο στενό του Ριζόμυλου, στον Μελίπυργο και, κυρίως, στη Μεθώνη οδήγησε σε άδοξο τέλος την επιχείρηση των Ορλόφ και των Ελλήνων της Πελοποννήσου, με την εγκατάλειψη του Ναυαρίνου, στις 26 Μαΐου 1770.


Ο Αλεξέι Ορλώφ και οι συνεργάτες του δεν μπορούσαν όμως να επιστρέψουν στη Ρωσία χωρίς κάποια εντυπωσιακή νίκη. Άρχισαν λοιπόν τη συστηματική καταδίωξη του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο, η οποία κατέληξε στη μεγάλη, νικηφόρα για τους Ρώσους, ναυμαχία του Τσεσμέ (4 Ιουλίου 1770), μεταξύ Χίου και μικρασιατικών παράλιων, η οποία αποτέλεσε μία από τις σοβαρότερες ναυτικές καταστροφές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Ωστόσο, οι Ορλώφ δεν κατόρθωσαν να προσπελάσουν στα Δαρδανέλια, όπου στο μεταξύ ο βαρόνος Ντε Τοτ και οι Γάλλοι σύμμαχοι των Τούρκων είχαν οργανώσει την άμυνα και είχαν κατασκευάσει ισχυρά οχυρωματικά έργα. Εγκαταστάθηκαν λοιπόν στο λιμάνι της Νάουσας, στην Πάρο, όπου έμειναν άπρακτοι έως την υπογραφή της ειρηνευτικής συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), η οποία αποκαθιστούσε την ειρήνη στο Αιγαίο, ευνοώντας ωστόσο τα ρωσικά επεκτατικά σχέδια.

Η Βαλκανική πολιτική του Μεγάλου Πέτρου

Η πολιτική επιρροή των Αυστριακών προς τους υπόδουλους εκτονώθηκε με την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Μια άλλη ισχυρή δύναμη εμφανίστηκε στο ευρωπαϊκό χώρο, η ομόδοξη προς τους Έλληνες Ρωσία, προς την οποία στράφηκαν οι Έλληνες. Το φιλορωσισμό ενίσχυσαν προφητείες και θρύλοι για την λυτρωτική επέμβαση από ένα ομόθρησκο κράτος, που έβρισκαν πρόσφορο έδαφος και συγκινούσαν όλες τις κοινωνικές τάξεις.


Ο Μέγας Πέτρος έκανε ότι μπορούσε για να διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους Έλληνες τους οποίους λογάριαζε να χρησιμοποιήσει μελλοντικά εναντίον του Σουλτάνου. Η Βαλκανική πολιτική του Μεγάλου Πέτρου ανεστάλη ύστερα από την ήττα του στον Προύθο (1711). Οι Ρωσικές βλέψεις κληρονομήθηκαν ως φυσική συνέχεια και στους διαδόχους τους Πέτρου.

Έτσι η Αικατερίνη Β', που βρισκόταν σε πόλεμο με την Υψηλή Πύλη από τον Ιανουάριο του 1769 προβάλλοντας ως επιχείρημα την προστασία των ομοδόξων της χριστιανών, που επικαλείται η Ρωσική πολιτική μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο, σκέφτηκε και τους Έλληνες, όταν της χρειάστηκε ένας αντιπερισπασμός για να σώσει τον στρατό της που απειλούνταν από τους Τατάρους στις όχθες του Δνείπερου ποταμού.

Το Σχέδιο Επέμβασης

Το σχέδιο για την επέμβαση των Ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στην Ελλάδα υπέβαλαν στη φιλόδοξη αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β΄ οι ευνοούμενοι και συνεργάτες της, αδελφοί Γκριγκόρι, Αλεξέι και Φιοντόρ Ορλώφ από τους οποίους ονομάσθηκε και το κίνημα. Σύνδεσμοι των Ορλώφ στην Ελλάδα ήταν ο Γεώργιος Παπαζώλης, ο Εμμανουήλ Σάρρος, ο αρχιμανδίτης Αδαμόπουλος κ.α.

Πριν αρχίσουν ωστόσο οι επιχειρήσεις, οι δύο αδελφοί Ορλώφ εγκαταστάθηκαν κρυφά στη Βενετία και άρχισαν συνεννοήσεις με τους Έλληνες που ζούσαν στην ιταλική πόλη και τους πράκτορές τους, οι οποίοι πηγαινοέρχονταν στην Ήπειρο, στη Μακεδονία και στην Πελοπόννησο.

Στα τέλη του Ιουλίου 1769 άρχισε η αποστολή της πρώτης Ρωσικής ναυτικής μοίρας στοΑιγαίο, με διοικητή τον ναύαρχο Γκριγκόρι Σπιρίντοφ και τον Άγγλο αξιωματικό Γκρέιγ, ο οποίος υπηρετούσε το ρωσικό ναυτικό. Χρέη τοποτηρητή του στόλου είχε ο Μυκονιάτης πλοίαρχος Αντώνιος Ψαρρός. Λίγο αργότερα ξεκίνησε από τη Βαλτική δεύτερη Ρωσική μοίρα, με διοικητή τον Σκοτσέζο Έλφινστον και, στις αρχές Ιουνίου, αναχώρησε για το Αιγαίο και τρίτη ρωσική δύναμη, με διοικητή τον Δανό υποναύαρχο Αρφ.


Ο Φιόντορ Ορλώφ έσπευσε να συναντήσει το μεγαλύτερο τμήμα του Ρωσικού στόλου στην Μαόν της Μινόρκας, απέσπασε ένα πολεμικό και με τρία ακόμη πλοία, τα οποία είχε εξοπλίσει στο Λιβόρνο, έφτασε στις 17 Φεβρουαρίου 1770 στο Οίτυλο της Μάνης και κήρυξε την επανάσταση.
Η Επανάσταση

Οι επαναστάτες συγκρότησαν αμέσως δύο λεγεώνες (συνολικά περίπου 1.450 άνδρες) και την 1 Μαρτίου άρχισε η πολιορκία της Κορώνης. Άλλη επαναστατική δύναμη Μανιατών και Ρώσων κυρίευσε τον Μιστρά, όπου και σχηματίσθηκε ο πρώτος πυρήνας ελληνικής προσωρινής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Αντώνιο Ψαρρό. Ύστερα από την επιτυχία αυτή, η εξέγερση γενικεύτηκε σε πολλές επαρχίες της Πελοπονήσσου (Κορινθία, Αργολίδα, Κυπαρισσία, Αχαϊα), αλλά και σε άλλες ελληνικές περιοχές (στην Κρήτη με τον Δασκαλογιάννη, στη Ήπειρο με τους Χειμαριώτες, στο Μεσολόγγι με τον Αναστάσιο Παλαμά).

Οι επιχειρήσεις ωστόσο γρήγορα εξελίχθηκαν σε άγριες λεηλασίες και σφαγές αμάχων και η τελική, κρίσιμη αναμέτρηση των αντιπάλων έληξε με την καταστροφή των ελληνικών στρατευμάτων στην πολιορκία της Τριπολιτσάς (29 Μαρτίου 1770), όπου στο μεταξύ είχαν καταφθάσει ισχυρές δυνάμεις Τουρκαλβανών, οι οποίοι κατέπνιξαν την εξέγερση επιδιδόμενοι σε φοβερές σφαγές και λεηλασίες.

Την αποτυχία της Τριπολιτσάς αντιστάθμισε για λίγο η κατάληψη του Ναυαρίνου από τους Ρώσους (10 Απριλίου) και η άφιξη του Αλεξέι Ορλώφ, αλλά η αποτυχία των επαναστατών στο στενό του Ριζόμυλου, στον Μελίπυργο και κυρίως στην Μεθώνη οδήγησε σε άδοξο τέλος την επιχείρηση των Ορλώφ και των Ελλήνων της Πελοποννήσου, και το Ναυαρίνο εγκαταλείφθηκε στις 26 Μαρτίου 1770.

Η Κατάληξη της Ρωσοτουρκικής Διαμάχης

Ο Αλεξέι Ορλώφ και οι συνεργάτες τους δεν μπορούσαν όμως να επιστρέψουν στη Ρωσία χωρίς κάποια εντυπωσιακή νίκη. Άρχισαν λοιπόν τη συστηματική καταδίωξη του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο, η οποία κατέληξε στη μεγάλη νικηφόρο για τους Ρώσους ναυμαχία του Τσεσμέ (4 Ιουλίου 1770), μεταξύ Χίου και μικρασιατικών παράλιων, η οποία αποτέλεσε μία από τις σοβαρότερες ναυτικές καταστροφές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, οι Ορλώφ δεν κατόρθωσαν να περάσουν τα Δαρδανέλια, όπου στο μεταξύ ο βαρόνος Ντε Τοτ και οι Γάλλοι σύμμαχοι των Τούρκων είχαν οργανώσει την άμυνα και είχαν κατασκευάσει ισχυρά οχυρωματικά έργα.


Κατόπιν τούτου εγκαταστάθηκαν στο λιμάνι της Νάουσας στην Πάρο, όπου έμειναν άπρακτοι έως την υπογραφή της συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), η οποία αποκαθιστούσε την ειρήνη στο Αιγαίο. Στη δεκαετή επέτειο (1780) σε ανάμνηση της νίκης αυτής κτίσθηκε στο Τσάρσκοε Σελό (Tsarkoe Selo) η περίφημη εκκλησία του Ιωάννη του Βαπτιστή γιατί η νίκη επιτεύχθηκε την ημέρα της γιορτής του και ανεγέρθηκε και ειδική στήλη.

Τα Μετέπειτα στον Ελληνικό Χώρο

Αμέσως μετά την αποχώρηση των Ρώσων, μέλη της οθωμανικής κυβέρνησης (Διβάνι) πρότειναν την γενική σφαγή των Ελλήνων, αδιακρίτως φύλου κι ηλικίας. Όλοι συμφώνησαν εκτός από τον αρχιναύαρχο Χασάν Τζεζαϊρλή, ο οποίος κατόρθωσε τελικά να επιβάλει την άποψή του με το ακαταμάχητο επιχείρημα «Εάν φονευθώσιν όλοι οι Έλληνες, ποίος θα πληρώνη το χαράτσι;»

Ύστερα (προφανώς μετά το 1774, δηλαδή μετά την αποχώρηση του Ρωσικού στόλου από τις Κυκλάδες και την συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή) ο Χασάν έπλευσε στα νησιά του Αιγαίου. Πολλών τα πλοία είχαν υψώσει την ρωσική σημαία κατά την διάρκεια της επανάστασης και πραγματοποιούσαν καταδρομές στα παράλια, συλλήψεις πλοίων και λεηλασίες. Αλλά ενώ οι κάτοικοι περίμεναν έντρομοι την εκδικητική μανία των Τούρκων, ο Χασάν φέρθηκε ηπιότατα επηρεασμένος από τον διερμηνέα του στόλου Νικόλαο Μαυρογένη.

Στην Πελοπόννησο όμως οι συνθήκες που επικράτησαν μετά την καταστολή της επανάστασης ήταν φοβερές για τους Έλληνες. Οι Αλβανοί, τους οποίους οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει κατά των Ελλήνων, επί εννέα χρόνια λεηλατούσαν την χερσόνησο, έκαιγαν, έσφαζαν, εξανδραπόδιζαν και πουλούσαν τους κατοίκους. Οι κάτοικοι της Βοστίτσας (Αιγίου) σφάχτηκαν όλοι, οι Σπέτσες ερημώθηκαν.

Όταν δεν έβρισκαν πρόχειρη λεία ανάγκαζαν οι Αλβανοί τους Πελοποννήσιους να υπογράψουν χρεωστικές ομολογίες και πολλοί είχαν τέτοιες στα χέρια τους για πεντακόσιες ή εξακόσιες χιλιάδες γρόσια. Όσοι Έλληνες μπόρεσαν, κρύφτηκαν στα βουνά ή κατέφυγαν στην Επτάνησο. Ακόμα κ’ οι Μανιάτες ανέβηκαν στα κρυσφήγετα του Ταΰγετου και οι οικισμοί τους λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν.


Η Οθωμανική κυβέρνηση τους διέταξε επανειλημμένως να αποχωρήσουν αλλά οι Αλβανοί περιγελούσαν τις εντολές, ποδοπατούσαν τα σουλτανικά διατάγματα και άρχισαν να επιτίθενται και κατά των Τούρκων, απαιτώντας μισθούς και φόρους. Τελικά ο σουλτάνος αποφάσισε την εξόντωσή τους και την ανέθεσε στον Χασάν Τζεζαϊρλή.

Όταν οι Αλβανοί έμαθαν τις εναντίον τους ετοιμασίες, διεμήνυσαν στον σουλτάνο ότι είναι πιστοί του υπήκοοι που ζητούν μόνο δικαιοσύνη και ότι θα φύγουν μόλις τους πληρώσουν οι Πελοποννήσιοι τα χρήματα που τους χρωστούν, δηλ. τις ομολογίες. Ο σουλτάνος έστειλε δύο νομομαθείς να εξετάσουν τις απαιτήσεις των Αλβανών, αυτοί όμως, αν και κατάλαβαν το άδικο των απαιτήσεων αυτών, δεν τόλμησαν να εκδώσουν απόφαση. Συγχρόνως όμως ο αρχιναύαρχος διατάχθηκε να προχωρήσει.

Ο στόλος του Χασάν έφτασε στην Αργολίδα και οι δυνάμεις του στρατοπέδευσαν στο Άργος. Η κύρια δύναμη των Αλβανών από δέκα χιλιάδες άντρες ήταν οχυρωμένη στην Τριπολιτσά. Στις 10 Ιουλίου 1779 ο Χασάν, ύστερα από νυκτερινή πορεία, εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά μπροστά τους.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει ότι η δύναμη του Χασάν ήταν έξι χιλιάδες άντρες και τρεις χιλιάδες Κλέφτες του Μοριά που ενώθηκαν μαζί του ύστερα από «μπουγιουρντί (προσκυνοχάρτι)» που τους έστειλε ο αρχιναύαρχος για «να ευρή ο ραγιάς το δίκηό του».

Ο πατέρας του Θεόδωρου, ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης, απέφυγε να δηλώσει υποταγή στον Χασάν, κατέλαβε όμως με χίλιους άντρες τα στενά των Τρικόρφων, δυτικά της Τριπολιτσάς, για να εμποδίσει την υποχώρηση των Αλβανών. Ο Χασάν έστειλε τότε στον Κολοκοτρώνη μήνυμα «να πάγη σε δαύτονε διά να τον προσκυνήση» αλλά αυτός προφασίστηκε την κρισιμότητα των περιστάσεων και ο αρχιναύαρχος τον πίστεψε (ή έκανε πως τον πίστεψε) και του έστειλε μάλιστα και δώρα.


Ο Χασάν επιτέθηκε αμέσως στους Αλβανούς οι οποίοι αμύνθηκαν λυσσωδώς αλλά τελικά τράπηκαν σε φυγή και κατασφάχτηκαν. Κατά την διήγηση του Κολοκοτρώνη, δύο φορές τμήματα Αλβανών από 4.000 και 6.000 άντρες προσπάθησαν κατά την διάρκεια των εχθροπραξιών να απωθήσουν τον πατέρα του Κωνσταντίνο από τα Τρίκορφα, χωρίς όμως επιτυχία. Στο τέλος, ύστερα από την επικράτηση του Χασάν, όλοι οι Αλβανοί επιχείρησαν να εκβιάσουν την δίοδο, αλλά ο Κωνσταντίνος και οι άλλοι οπλαρχηγοί που έσπευσαν εν τω μεταξύ, τους συγκράτησαν ενώ το επερχόμενο τουρκικό ιππικό τους αποδεκάτισε.

Μετά την νίκη του ο Χασάν διέταξε ν’ ανεγερθεί μπροστά από την ανατολική πλευρά της Τριπολιτσάς «πυραμίς εκ τεσσάρων χιλιάδων κεφαλών προσκεκολλημένων δι’ άμμου και ασβέστου» με επιγραφή που απειλούσε με θάνατο αυτόν που θα τολμούσε να την γκρεμίσει.

Ύστερα ο Χασάν άρχισε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και σύντομα η Πελοπόννησος απαλλάχτηκε οριστικά από τους Αλβανούς, οι οποίοι είτε εξοντώθηκαν είτε έφυγαν, όσοι μπόρεσαν. Σ’ εκείνη την εκστρατεία ο Χασάν προσπάθησε να περιορίσει την αυτονομία των Μανιατών,απέτυχε όμως και συνέχισε τις επιχειρήσεις του κατά των Αλβανών στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η τάξη αποκαταστάθηκε και οι Αλβανοί περιορίστηκαν στην πατρίδα τους.

Μετά από ένα χρόνο (1780) ο Χασάν επέστρεψε στην Πελοπόννησο για να υποτάξει τους Κλέφτες. Συνέλαβε με δόλο και θανάτωσε με ανασκολοπισμό τον μπέη της Μάνης Καπετανάκη Γρηγοράκη, του οποίου οι συγγενείς εκδικούμενοι κατέλαβαν το φρούριο του Πασαβά και εξολόθρευσαν επτακόσιες οικογένειες Τούρκων. Η Μάνη υποχρεώθηκε σε καταβολή ετήσιου φόρου 15.000 αντί των μέχρι τότε 4.000 και στο εξής ο ηγεμόνας της (ο μπέης της Μάνης) έπρεπε να εγκρίνεται από την Υψηλή Πύλη.

Οι περισσότεροι από τους Κλέφτες εξοντώθηκαν, μεταξύ αυτών και οι Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και ο Παναγιώταρος Βενετσιανάκης που και πάλι δεν προσκύνησαν. Πολιορκήθηκαν επί δώδεκα μερόνυχτα σε δύο πύργους και τελικά σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι, ο Παναγιώταρος, ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και οι αδελφοί του Αποστόλης και Γεώργιος. Μεταξύ των λίγων διασωθέντων ο δεκάχρονος τότε Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.


Προσωπικότητες που Έλαβαν Μέρος ή Προετοίμασαν την Επανάσταση

Αδελφοί Ορλώφ: Φιόντορ και Αλεξέι, στάλθηκαν από την Μεγάλη Αικατερίνη στην Πελοπόννησο για να διευθύνουν τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Γεώργιος Παπαζώλης: ο σημαντικότερος πράκτορας της Αικατερίνης, αυτός που οργάνωσε την Επανάσταση.
Ιωάννης Μαυρομιχάλης (Σκυλογιάννης):αρχηγός των Μανιατών,σκοτώθηκε στη μάχη του Μελίπυργου.
Κωνσταντής Κολοκοτρώνης: αρματολός,πολέμησε μαζί με την οικογένεια του.
Παναγιώτης Μπενάκης: πρόκριτος της Καλαμάτας,βοήθησε στην οργάνωση της Επανάστασης.
Γεροδήμος Σταθάς: αρματολός του Βάλτου.
Κοντογιάννης: αρματολός
Χρίστος Γρίβας: σκοτώθηκε στο Αγγελόκαστρο πολεμώντας τους Αλβανούς του οθωμανικού στρατού.
Γεώργιος Ζιάκας ή γερο-Ζιάκας, Μακεδόνας αρματολός
Άκαρμος Χατζημάτης, Σαμαριναίος οπλαρχηγός
Ιωάννης Φλώρος, Σαμαριναίος οπλαρχηγός
Πανούτσος Νοταράς: πρόκριτος της Κορινθίας.
Γιάννος Μπουκουβάλας


Τα Ορλωφικά και η Ελληνική Επανάσταση

Η Ελληνική επανάσταση πριν εκραγεί πέρασε από σαράντα κύματα. Προεπαναστατικά εκδηλώθηκαν στο Αιγαίο, το Φεβρουάριο του 1770, τα Ορλωφικά. Μετά από πρόσκαιρες επιτυχίες, οι αδελφοί Ορλώφ επικεφαλής μιας μικρής μοίρας του Ρωσικού στόλου, ηττήθηκαν. Οι 'Ελληνες που είχαν επαναστατήσει στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στον 'Ολυμπο, στην 'Ηπειρο, στη Στερεά, στην Ακαρνανία, το Aιγαίο και τον Τσεσμέ υπέστησαν διώξεις. Το τέλος του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1768-1774, σφραγίστηκε από τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774.

Σύμφωνα με τους όρους της, οι 'Ελληνες εξασφάλισαν το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας και ελεύθερη εμπορική δραστηριότητα με την προστασία της Ρωσίας. Με το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1778-1792 συνδέθηκε η δραστηριότητα του Λάμπρου Κατσώνη.

Η δράση του εξαπλώθηκε στο Αιγαίο από το 1788 έως τις 17 Μαΐου του 1790, οπότε νικήθηκε σε ναυμαχία στην 'Ανδρο. Στη συνέχεια, ανανεώνοντας τις ναυτικές του δυνάμεις, εξακολούθησε να αγωνίζεται μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης του Ιασίου, το 1792 που έβαλε τέλος μέχρι τότε στις ελληνικές ελπίδες.

Οι Ρωσοι και οι Τούρκοι είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς πάντως. Από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου (1689-1725) η Ρωσία καθίσταται ισχυρή Ευρωπαϊκή δύναμη και ο κυριότερος αντίπαλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στρατηγικός στόχος της Ρωσίας υπήρξε ο έλεγχος της Μαύρης Θάλασσας και η πρόσβαση στους εμπορικούς δρόμους του Αιγαίου και ευρύτερα της Ανατολικής Μεσογείου.

Ο στόχος αυτός, που δημιουργούσε κλίμα έντασης και οδήγησε συχνά σε πόλεμο τις δύο αυτοκρατορίες, φαίνεται ότι αποκτά σαφέστερα χαρακτηριστικά στα χρόνια της Αικατερίνης Β' (1762-1796). Τότε αποφασίστηκε η κατασκευή Ρωσικού στόλου και η δυναμική παρουσία του στη Μεσόγειο και ιδίως στο Αιγαίο. Από τις αρχές του 18ου αιώνα οι Ρωσο-οθωμανικοί πόλεμοι (1711, 1736-1739, 1768-1774, 1787-1792, 1806-1812) διεξάγονται κυρίως στις Ευρωπαϊκές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και στο Αιγαίο μετά το 1770.


Ο πρώτος μεγάλος Ρωσοτουρκικός πόλεμος, του 1768-74, ξέσπασε όταν η Τουρκία απαίτησε να πάψει η αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη B' η Μεγάλη να επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της Πολωνίας. Οι Ρώσοι κατήγαγαν εντυπωσιακές νίκες επί των Τούρκων. Κατέλαβαν το Αζόφ, την Κριμαία και τη Βεσσαραβία, και υπό τον στρατάρχη Π.A. Ρουμιάντσεφ επέδραμαν στη Μολδαβία και νίκησαν τους Τούρκους στη Βουλγαρία.

Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να ζητήσουν ειρήνη και στις 21 Ιουλίου 1774 υπογράφτηκε η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Με τη συνθήκη αυτή το χανάτο της Κριμαίας αποκτούσε την ανεξαρτησία του από τον σουλτάνο, τα νότια σύνορα της Ρωσίας προχωρούσαν ακόμη νοτιότερα, η Ρωσία εξασφάλιζε το δικαίωμα να διατηρεί στόλο στον Εύξεινο Πόντο και της αναγνωρίζονταν ασαφή δικαιώματα προστασίας των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο.

H Ρωσία ήταν τώρα σε ισχυρή θέση ώστε να επιχειρήσει περαιτέρω επέκταση και το 1783 η Μεγάλη Αικατερίνη προσήρτησε χωρίς προσχήματα τη Χερσόνησο της Κριμαίας. Ακολούθησε νέος πόλεμος το 1787, με την Αυστρία πάλι στο πλευρό της Ρωσίας (ως το 1791). Υπό τον στρατηγό A.B. Σουβόροφ οι Ρώσοι νίκησαν σε πολλές μάχες, με αποτέλεσμα σημαντικά εδαφικά κέρδη στις περιοχές των ποταμών Δνείστερου και Δούναβη. H Τουρκία αναγκάστηκε να υπογράψει τη Συνθήκη του Ιασίου, στις 9 Ιανουαρίου 1792, με την οποία παραχωρούσε στη Ρωσία τα επί της Δυτικής Ουκρανίας παράλια του Ευξείνου Πόντου.

Τα Δεινά της Πελοποννήσου μετά τα Ορλωφικά

Μετά το τέλος της περιπέτειας των Ορλωφικών η κατάσταση στην Πελοπόννησο ήταν αξιοθρήνητη. Μόλις ξέσπασε η επανάσταση (Σημ. εννοεί τα Ορλωφικά) οι εκεί Οθωμανοί, αγνοώντας τις δυνάμεις των Ρώσων, ζήτησαν τη βοήθεια των Αλβανών. Τα παιδιά αυτά της λαφυραγώγησης δέχτηκαν ευχαρίστως την πρόκληση, όρμησαν από παντού στην Πελοπόννησο και, αφού έπνιξαν την ήδη πεθαμένη από την έναρξή της επανάσταση, παρεκτράπηκαν σε βάρβαρη λεηλασία και απάνθρωπη καταστροφή. Και όταν οι πρώτοι από τους άγριους αυτούς επιδρομείς επέστρεψαν γιομάτοι λάφυρα στα μέρη τους, ακόμα πιο πολλοί και περισσότερο άπληστοι τους διαδέχτηκαν διαπράττοντας πιο φρικαλέα κακουργήματα.

Μη βρίσκοντας πρόχειρη λεία, έπιαναν τους Πελοποννήσιους που είχαν ήδη απογυμνωθεί από όλα τα υπάρχοντά τους και τους ανάγκαζαν να υπογράφουν χρεωστικές ομολογίες πληρωτέες σε ορισμένο χρόνο ή τους πουλούσαν σαν κτήνη σε εξευτελιστική τιμή σε μακρινούς τόπους. Η Αλβανική πανούκλα είχε αφανίσει τα πάντα. Εκεί που πριν από λίγο υπήρχαν πόλεις και κωμοπόλεις πολυάνθρωπες και ευτυχισμένες, τώρα έβλεπε κανείς την ερήμωση του θανάτου και φλογισμένα ερείπια.

Όλη η Πελοπόννησος είχε σχεδόν απογυμνωθεί από τους κατοίκους της, γιατί άλλοι είχαν σφαχτεί, άλλοι είχαν πουληθεί ως δούλοι και άλλοι είχαν μεταναστεύσει στα Επτάνησα, ενώ λίγοι κρύφτηκαν σε απρόσιτα βουνά και σε απόκρυφα σπήλαια. Μόνο οι κάτοικοι του Λάλα και της Βαρδούνιας παρέμεναν ασφαλείς, και βοηθώντας τους συμπατριώτες τους Αλβανούς στο έργο της καταστροφής και της λαφυραγωγίας έπαιρναν το ανάλογο μερίδιο. Αλλά και οι Μανιάτες, μη μπορώντας να αντισταθούν στην ορμή τους, ζήτησαν άσυλο στα κρησφύγετα του Ταϋγέτου, ενώ πολλές κωμοπόλεις τους λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν.

Ο Σέργιος ο Μακραίος διεκτραγωδεί τα όσα συνέβησαν τότε στην Πελοπόννησο:

«Από τους Έλληνες, μόλις έχασαν τις ελπίδες τους για απελευθέρωση, άλλοι, όπως οι Μανιάτες, κατέφυγαν στα σπήλαιά τους και στα απότομα βράχια τους,, παίρνοντας μαζί τους πολλούς που βρίσκονταν έξω από την περιοχή τους, άλλοι σώθηκαν στα μεγάλα νησιά και στα Κύθηρα, και άλλοι σαν πρόβατα, αλίμονο, σφάχτηκαν.

Γιατί οι Αλβανοί όρμησαν σαν αγέλες από όλη την Αχαΐα και τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και από τόπους πέρα από την Ιλλυρίδα, χωρία κανένας να μπορεί να τους αντισταθεί στον Ισθμό και στις παραλίες των δύο κόλπων (Σαρωνικού και Κορινθιακού), και σαν αιμοβόροι λύκοι ξεπέρασαν και τους Μανιάτες σε ωμότητα.

Γιατί, οι πράξεις των κακούργων αυτών ήταν πέρα από κάθε απάνθρωπο επινόημα, αλλά έκαναν και όσα ποτέ εχθρικό χέρι δεν έκανε σε έφοδο, και δεν είχε χορτασμό η αιμοβορία τους. Η λύσσα τους για χρήματα ήταν τέτοια που δεν αρκούνταν σε όσα έβρισκαν, αλλά σούβλιζαν και έκαιγαν όσους υποψιάζονταν ότι τα είχαν κρυμμένα.

Η τόσο μεγάλη μανία των απανθρωποτάτων εκείνων δαιμόνων ξέσπασε σε κάθε πόλη, σε κάθε περιοχή και σε απλούς οικισμούς των χριστιανών της Πελοποννήσου και δεν άφησαν χωρίς να τα ερευνήσουν ούτε τα ορεινά κρησφύγετα, απόκρημνα άντρα, χαράδρες και τρύπες της γης, αλλά όλα τα λεηλατούσαν και τα κατέστρεφαν, βάφοντας τη γη με το αίμα ανθρώπων, των περισσότερων αθώων, από κάθε ηλικία και κοινωνική τάξη· κάθε πλούτο, φανερό ή κρυφό, από τις εκκλησίες και τα σπίτια και από τον καθένα χωριστά τον συγκέντρωσαν, και πολλούς τους πουλούσαν ως δούλους.

Όσοι από τους βαρβάρους αρκούνταν στην αρπαγή των χρημάτων έμοιαζαν φιλάνθρωποι, αλλά στο μεταξύ οι δυστυχισμένοι ολοφύρονταν καθώς παιδιά αποχωρίζονταν από τους πατέρες τους, άνδρες από τις γυναίκες του, αδελφοί στερούνταν τους αδελφούς τους, βρέφη αρπάζονταν από τις αγκαλιές των μητέρων τους, τρυφερές παρθένες από τα δωμάτιά τους που τις τραβούσαν χέρια βαρβάρων, και συγγενείς συγγενών, φίλοι φίλων και γνωρίμων γνώριμοι απάγονταν και γίνονταν δούλοι. Δεν τους στεναχωρούσε ο θάνατος, όσο το να πάθουν κάτι που θα πρόσβαλλε την πίστη τους για την οποία υπέμειναν όλα αυτά τα φοβερά. Γιατί κανένας από τις μυριάδες που πέθαναν, δεν αλλαξοπίστησε».


Εννέα ολόκληρα χρόνια (1770-1779) η δύσμοιρη Πελοπόννησος έμεινε έρμαιο των άγριων και πολυάριθμων αυτών ληστών που τελικά αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί. Η Πύλη στο μεταξύ πολλές φορές προσπάθησε με προτροπές και απειλές να ξαναφέρει σε πειθαρχία τους σκληροτράχηλους αυτούς αντάρτες, αλλά αυτοί κορόιδευαν χωρίς ντροπή τη θρησκεία ποδοπατώντας τα σουλτανικά διατάγματα και άρχισαν να παρενοχλούν και τους ίδιους τους Τούρκους, απαιτώντας την πληρωμή μισθών και φόρων. Τελικά ο σουλτάνος εξαντλώντας τα συμφιλιωτικά του μέσα, διέταξε την εξόντωσή τους και ανέθεσε την εκτέλεση της απόφασης στον περιλάλητο ναύαρχο Χασάν Τζεζαϊρλή.

Ο Χασάν ονομάστηκε σερασκέρης των δυνάμεων στην ξηρά και στη θάλασσα και ετοιμάστηκε να αναχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη επικεφαλής 2000 επίλεκτων στρατιωτών με τους οποίους έπρεπε να ενωθούν καθ’ οδόν και 30000 άνδρες που είχαν στρατολογηθεί από τους σατράπες (διοικητές) της Ελλάδας και της Ρούμελης. Μόλις όμως οι Αλβανοί έμαθαν αυτές τις ετοιμασίες, έσπευσαν να δηλώσουν στην πύλη ότι: «…όντας πιστοί υπήκοοι του σουλτάνου ζητούσαν μόνο δικαιοσύνη, και εφόσον τους πλήρωναν τα χρήματα που τους όφειλαν νόμιμα οι Πελοποννήσιοι, αμέσως θα εκκένωναν τη χώρα».

Ο σουλτάνος έστειλε αμέσως έναν δεφτερδάρη (λογιστή) για να ελέγξουν τις απαιτήσεις των Αλβανών και συγχρόνως διέταξε τον Χασάν να πάει με το στόλο στα νερά της Πελοποννήσου και να επιτεθεί εναντίον των Αλβανών εφόσον υπάρξει ανάγκη. Οι απεσταλμένοι διαπίστωσαν το άδικο των απαιτήσεων των Αλβανών, αλλά φοβούμενοι τη βία δεν τόλμησαν να εκφέρουν καμία απόφαση. Στο μεταξύ ο σερασκέρης, περιπλέοντας στον Αργολικό κόλπο, αποβιβάστηκε και κατασκήνωσε κάτω από το Άργος.

Το κυριότερο σώμα των Αλβανών αποτελούμενο από 10000 άντρες και διοικούμενο από δύο Τόσκιδες, είχε οχυρωθεί κάτω από τα τείχη της Τριπολιτσάς. Στις 10 Ιουλίου 1779, ο Χασάν αναχώρησε από το Άργος και βαδίζοντας με ταχύτητα όλη τη νύχτα παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά στην Τριπολιτσά και αμέσως επιτέθηκε στους Αλβανούς. Οι Αλβανοί αγωνίστηκαν με λύσσα, αλλά πριν να τελειώσει η μέρα τράπηκαν σε φυγή και σφάχτηκαν ανελέητα. Μετά από τη νίκη του ο Χασάν διέταξε να υψωθεί μπροστά στην ανατολική πλευρά της πόλης πυραμίδα από 4000 κεφάλια χτισμένα με άμμο και ασβέστη. Το τρομερό αυτό τρόπαιο διατηρήθηκε για πολλά χρόνια.


Οι υπόλοιποι Αλβανοί που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο διασκορπίστηκαν περίτρομοι, αλλά ο Χασάν τους καταδίωξε και τους αφάνισε μέχρι ενός. Στην εξολόθρευσή τους συντέλεσαν και πολλοί Πελοποννήσιοι και ιδιαίτερα η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων. Ο Γερός του Μωριά διηγείται:

«Εις τους 79 ήλθεν ο κεπετάμπεης με τον Μαυρογέννην και ερχόμενος έρριξεν εις τουςΜύλους και Ανάπλι. Έστειλεν εις όλην την Πελοπόννησον μπουγιουρντί και επήγαν και επροσκύνησαν τον καπετάμπεη εις τους Μύλους. Εις τον πατέρα μου έστειλε χωριστό μπουγιουρντί, να ελθήτε να βγάλουμε τους Αρβανίταις και να ευρή ο ραγιάς το δίκηο του. Ο πατέρας μου εκίνησε με χίλιους στρατιώτας και έπιασε τα Τρίκορφα εις την Τριπολιτσάν· δεν επήγεν εις καπετάμπεην διότι εφοβείτο. Ο καπετάμπεης εσηκώθηκε από τους Μύλους, επήρε 6000 ταγκαλάκια καιτους κλέφταις 3000 και επήγαν εις Δολιανά, Τριπολιτσά και έρριξεν το ορδί.

Ο πατέρας μου σαν ήτον στα Τρίκορφα, του έστειλεν ο καπετάμπεης να πάγη σε δαύτονε δια να τον προσκυνήση. Ο πατέρας μου απόκρίθηκε, δεν είναι καιρός να έρθω να προσκυνήσω· οι Αρβανίταις είνε εις Τριπολιτσά, ημπορούν να πιάσουν άγριον τόπον και να σκορπίσουν τότε μέσα εις την Πελοπόννησον, νάχουν και τόπον. Τότε του έστειλεν 20 μπινίσια για τους καπεταναίους κι ένα καπότο δια τον εαυτόν του.

Τον καιρόν που εζύγωσε το στράτευμα το τούρκικο εις την Τριπολιτσάν κι επολιορκούσε τους Αρβανίταις, εχώρισαν 4000 Αρβανίταις να τον βγάλουν από τα ταμπούρια και αυτός αντιστάθηκε και τους εκυνηγούσε και εμβήκαν πίσω. Ήλθον τα στρατεύματα τα τούρκικα του καπετάμπεη έως τον Άγιον Σώστην· πάλι εβγαίνουν 6000 δια να πάνε εις τον πατέρα μου και αυτός πάλι τους αντέκρουσε.

Είδανε ότι δεν ημπορούν να βαστάξουν οι Αρβανίταις μέσα εις Τριπολιτσά, διότι δεν ήτον τότε τειχογυρισμένη· εσυνάχθησαν όλοι και πάνε εις τον πατέρα μου και αυτός τους στάθηκε με ορμήν και τους εγύρισε πίσω εις τον κάμπον· ενώθησαν και άλλοι καπεταναίοι· εμβήκαν εις τα χωράφια, εις τον κάμπον τους εσκότωσε η καβάλα ως οι θεριστάδες· έπεσεν η καβαλαριά μέσα και τους εθέρισαν· από τη μίαν μεριάν η καβαλαριά από το άλλο ο πατέρας μου.

Από 12000 επτακόσιοι πέρασαν εις το Δαδί. Όταν τους επολέμησε ο πατέρας μου του έλεγαν, Κολοκοτρώνη δεν κάμεις νισάφι; Τι νισάφι να σας κάμω, όπου ήλθετε και εχαλάσατε την πατρίδα μου, μας πήρατε σκλάβους και μας εκάματε τόσα κακά; Του απεκρίθησαν εφέτος δικό μας του χρόνου δικό σου. Τα κεφάλια των Αλβανών έφτιασαν πύργον εις Τριπολιτσάν».


Οι Σφαγές Πληθυσμών στην Τριπολιτσά

Περί τα τέλη Μαρτίου 1770, περίπου έναν μήνα από την έναρ­ξη των επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο, οι Ρώσοι και οι ντό­πιοι επαναστάτες ήλεγχαν το μεγαλύτε­ρο μέρος της υπαί­θρου, καθώς επίσης και ήσσονος στρα­τιωτικής σημασίας πόλεις και οχυρές θέσεις, χωρίς ωστόσο να έχει δοθεί κά­ποια σημαντική μάχη. Την εποχή εκεί­νη λοιπόν και ενώ ο κύριος όγκος των επαναστατών κατευθυνόταν από το Λεοντάρι προς την Τριπολιτσά, οι πρώτοι ένοπλοι που στρατολογήθηκαν στις αλ­βανικές περιοχές για την καταστολή της επανάστασης πέρασαν τον Ισθμό δίχως να συναντήσουν αντίσταση. 

Οι κάτοι­κοι της Κορινθίας και της Αργολίδας, που είχαν ξεσηκωθεί με επικεφαλής προύχοντες και αρχιερείς των περιοχών αυτών, προτίμησαν να καταφύγουν σε ασφαλέστερες περιοχές, ενώ άλλοι επιχείρησαν να κατευνάσουν τους εισβο­λείς προσφέροντάς τους χρήματα και δώρα. Έτσι, η δίοδος προς την Τριπο­λιτσά ήταν ελεύθερη και οι πρώτες ο­θωμανικές ενισχύσεις εισήλθαν στο δι­οικητικό κέντρο της Πελοποννήσου λί­γο πριν προσεγγίσει την πόλη η Ανα­τολική Λεγεώνα.

Η πρώτη και πλέον αποφασιστική μάχη για την πορεία της επανάστασης πραγματοποιήθηκε στην περιοχή Τρίκορφα, στα περίχωρα της Τριπολιτσάς, στις 29 Μαρτίου/9 Απριλίου. Οι Οθω­μανοί επιτέθηκαν πρώτοι βγαίνοντας έ­ξω από την πόλη και, πραγματοποιώ­ντας ελιγμό για να αποφύγουν τα τη­λεβόλα των Ρώσων, κινήθηκαν εναντίων των ντόπιων. Οι τελευταίοι είχαν πι­στέψει πως οι Οθωμανοί θα παραδίνο­νταν, όπως συνέβη και στον Μυστρά, και ύψωναν τα σπαθιά τους για εκφο­βισμό, ενώ οι Ρώσοι προσπαθούσαν να τους πείσουν να σεβαστούν τη φορά αυ­τή τις όποιες συμφωνίες παράδοσης.

Όταν αντιλήφθηκαν ότι πρόκειται για επίθεση, ήταν πλέον αργά. Οι Μανιά­τες και οι άλλοι Πελοποννήσιοι, που ή­ταν άπειροι στη διεξαγωγή ανοιχτής πολεμικής σύγκρουσης και μάλιστα τέ­τοιας κλίμακας, εγκατέλειψαν τις θέ­σεις τους και διασκορπίστηκαν εύκολα. Οι λιγοστοί Ρώσοι προσπάθησαν να α­ντισταθούν, είχαν όμως αρκετές απώ­λειες και σύντομα τράπηκαν και αυτοί σε φυγή. Μόνο λίγοι αξιωματικοί κα­τάφεραν να σωθούν.



Μετά την επιτυχία τους στα Τρίκορφα, οι ένοπλοι των Οθω­μανών επέστρεψαν στην Τριπολιτσά αναμένοντας την έ­λευση νέων ενισχύσεων α­πό τις αλβανικές περιοχές. Στο μεταξύ επιδόθηκαν σε σφαγή των χριστιανών της πόλης, καθώς και σε λεη­λασία και καταστροφή των περιουσιών τους. Οι βιαιο­πραγίες επεκτάθηκαν στην ύπαιθρο, ενώ και οι βορει­οδυτικές επαρχίες βρέθηκαν σύντομα στο έλεος άλλων ένοπλων σωμάτων, που εισέβαλαν από το Ρίο στις 2/13 Απριλί­ου.

Την επομένη, Μεγάλο Σάββατο για τη χρονιά εκείνη, κατευθύνθηκαν προς την Πάτρα. Ταυτόχρονα, η φρουρά της πόλης, που για περίπου τρεις εβδομά­δες βρισκόταν σε κατάσταση πολιορ­κίας, πραγματοποίησε έξοδο. Οι Επτα­νήσιοι, άοπλοι καθώς ήταν, διασκορ­πίστηκαν εύκολα. Λίγοι μόνο από αυ­τούς κατάφεραν να σωθούν φθάνοντας στην Κεφαλλονιά, όπου τους περίμεναν οι ενετικές αρχές για να τους συλλά­βουν. Την τύχη της Πάτρας είχε και η περιοχή της Ηλείας, προς την οποία κα­τευθύνονταν οι οθωμανικές δυνάμεις. Οι περισσότεροι Ζακυνθινοί έφυγαν για το νησί τους. Μερικές ε­κατοντάδες από αυτούς πα­ρέμειναν στη Γαστούνη να αμυνθούν, γρήγορα όμως ε­γκατέλειψαν κάθε προσπά­θεια αντίστασης και διέφυ­γαν προς τα νότια.

Όπως συνέβη και στην Τρίπολη, οι χριστιανοί κά­τοικοι των Πατρών, του Αι­γίου, των Καλαβρύτων, της Γορτυνίας και της Ηλείας έπεσαν θύματα μιας ανεξέλεγκτης σφαγής. Όσοι κα­τάφεραν να ξεφύγουν από τον θάνατο και την αιχμαλωσία κατέ­φευγαν σε ορεινές και απόκρημνες πε­ριοχές. Η λεηλασία των πλούσιων ε­παρχιών της Πελοποννήσου ήταν ίσως το σημαντικότερο κίνητρο για τη στρα­τολόγηση των ενόπλων που κλήθηκαν να καταστείλουν την επανάσταση.

Οι τοπικοί Οθωμανοί αξιωματούχοι δεν κατάφεραν να τους ελέγξουν και να πε­ριορίσουν τη δράση τους, ιδίως τις σφαγές. Είναι χαρακτηριστική η περίπτω­ση του διοικητή της Πάτρας, που μά­ταια προσπαθούσε να πείσει τους χρι­στιανούς κατοίκους της πόλης να επι­στρέψουν, όντας ανίκανος να επιβλη­θεί στους επικεφαλής των αλβανικών σωμάτων. Η μη ελεγχόμενη από τις ο­θωμανικές αρχές της Πελοποννήσου δράση των σωμάτων αυτών συνεχίστη­κε σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1770 και τερματίστηκε προς το τέλος της με μια μεγάλη εκστρατεία για την εκδίωξή τους, που οργανώθηκε από τον Καπουδάν πασά, τον αρχηγό του οθω­μανικού στόλου.

Όλη αυτή τη δεκαετία ένα σημαντικό τμήμα των χριστιανών κατοίκων μετανάστευσε στη Μικρά Α­σία, κατά κύριο λόγο, αλλά και στα βό­ρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας, που είχαν πλέον κυριευθεί από τη Ρω­σία.


Η Μάχη στη Μεθώνη

Και ενώ μετά τη μάχη της Τριπολιτσάς (29 Μαρτίου/ 9 Απριλίου) η Βό­ρεια και η Κεντρική Πελοπόννησος εί­χαν περιέλθει και πάλι στον έλεγχο των Οθωμανών, οι Ρώσοι ξεκίνησαν την πο­λιορκία του Ναβαρίνου (4/15 Απριλί­ου), το οποίο και παραδόθηκε έξι ημέ­ρες αργότερα. Πιθανότατα την επομένη έφθασε στην Πελοπόννησο και ο αρχηγός της εκστρατείας Αλέξιος Ορλώφ. Η έλευση του επέφερε αλ­λαγές στην επιχειρησιακή τακτική που ακολουθούνταν μέχρι τότε.

Αποφασίστηκε ο τερματισμός της πο­λιορκίας της Κορώνης, η προσβολή της γειτονικής στο Ναβαρίνο, Με­θώνης και η αναζωπύρωση της ε­πανάστασης στο εσωτερικό της Πε­λοποννήσου. Για τον σκοπό αυτό μάλιστα μοιράσθηκαν και πάλι προ­κηρύξεις προς τους χριστιανούς της Πελοποννήσου, οι οποίοι, την επο­χή εκείνη, αναζητούσαν απεγνω­σμένα τρόπους διαφυγής από τα έ­νοπλα σώματα που λεηλατούσαν τις βόρειες και τις κεντρικές επαρχίες της χερσονήσου.

Ο τερματισμός της πολιορκίας της Κορώνης πραγμα­τοποιήθηκε στα μέσα Απριλίου πα­ρέχοντας τη δυνατότητα στην επί ε­νάμιση μήνα βρισκόμενη σε ασφυ­κτικό κλοιό οθωμανική φρουρά να ξεσπάσει στους κατοίκους της πό­λης και των γύρω περιοχών. Δύο ε­βδομάδες αργότερα, στις 29 Απρί­λιου/10 Μαΐου, ξεκίνησε η πολιορ­κία της Μεθώνης. Η μικρή παρά­κτια ζώνη στη Δυτική Πελοπόννησο ήταν και η μόνη που ελεγχόταν στρα­τιωτικά από τους Ρώσους. Υπήρχε ακόμη ο Μυστράς, τον οποίο κατεί­χαν Μανιάτες, ενώ άλλες ομάδες Μα­νιατών συγκεντρώνονταν στα περί­χωρα του Νησιού (Μεσσήνη) και στην Καλαμάτα, για να αποκόψουν επικείμενη οθωμανική επίθεση από την Τριπολιτσά.

Στο αντίπαλο στρα­τόπεδο, που είχε ως βά­ση την Τριπολιτσά, κα­τέφθαναν διαρκώς νέες ενισχύσεις από την ξη­ρά, ενώ και ο οθωμανι­κός στόλος εμφανίστη­κε στο Ναύπλιο στις 9/20 Απριλίου. Λίγες μέρες αργότερα ισχυρές οθωμανικές δυνάμεις άρχισαν να κινούνται προς τα νότια. Παρά τη σθεναρή τους α­ντίσταση οι Μαυρομιχαλαίοι δεν κα­τάφεραν να τους σταματήσουν στο Νησί (13-14/24-25 Μαίου). Συνδυά­ζοντας τη λαφυραγωγία με τις πο­λεμικές επιχειρήσεις, τα Οθωμανικά στρατεύματα ενώθηκαν με τη φρου­ρά της Κορώνης και κινήθηκαν να αντιμετωπίσουν τους Ρώσους.

Με τους τελευταίους βρίσκονταν ακόμη οι ένοπλοι της Δυτικής Λεγεώνας, οι στρατολογημένοι από τον Μπενάκη, και όσοι είχαν καταφύ­γει εκεί, ιδίως Επτανήσιοι. Όλοι αυ­τοί τοποθετήθηκαν ανάμεσα στο Να­βαρίνο, που αποτελούσε τη ναυτική βάση του Ρωσικού στόλου, και στη γειτονι­κή Μεθώνη, την οποία πολιορκούσαν γιατί η κατοχή της θεωρούνταν σημαντική για την α­σφάλεια του Ναβαρίνου. Επιχειρήθηκε, λοιπόν, να δημιουργηθεί γραμ­μή άμυνας μεταξύ Με­θώνης και Ναβαρίνου, όμως η σφοδρότητα της οθωμανικής επίθεσης τους υποχρέωσε να υ­ποχωρήσουν με βαριές απώλειες στο Ναβαρίνο, στις 17/28 Μαΐου.



Η Αναχώρηση των Ρώσων

Τρεις ημέρες αργότερα οι ενα­πομείναντες Ρώσοι επιβιβάσθηκαν στα πλοία και εγκατέλειψαν την Πε­λοπόννησο, παίρνοντας μαζί τους τον Μπενάκη και ορισμένους άλλους προύχοντες και αρχιερείς που πρωτοστάτησαν στα «Ορλωφικά». Όσοι Χριστιανοί, ιδίως γυναικόπαιδα είχαν καταφύγει το προηγούμενο διάστημα στο Ναβαρίνο αναζητώντας προστασία εγκαταλείφθηκαν. Οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι, και ανάμεσα τους πολλές γυναίκες, βρή­καν τον θάνατο όταν οι Ρώσοι, λίγο πριν φύγουν, ανατίναξαν την πυρι­τιδαποθήκη του φρουρίου. 

Στο ε­πόμενο διάστημα, η Καλαμάτα, ο Μυστράς και τελικά η Μάνη αποτέ­λεσαν πεδία μαχών για τους Μα­νιάτες, που τελικά κατάφεραν να α­ποκρούσουν τις επιθέσεις και να α­ποτρέψουν την κατάληψη της ε­παρχίας τους. Όσο για τους Ρώσους, αυτοί κατευθύνθηκαν στο Αιγαίο, όπου τον Ιούλιο σημείωσαν σημα­ντική νίκη κατά του οθωμανικού στό­λου στον Τσεσμέ. 

Αποτέλεσμα της μάχης αυτής υπήρξε η κυριαρχία του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο και η κατάληψη των Κυκλάδων και άλλων νησιών που χρησίμευσαν ως ορμη­τήριο της δράσης τους έως το 1774, οπότε, με την υπογραφή της ιδιαί­τερα ευνοϊκής για τη Ρωσία συνθή­κης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, τερ­ματίστηκε ο εξαετής Ρωσο-οθωμανικός Πόλεμος.

Οι Έλληνες και οι Ρωσικοί Αντιπερισπασμοί στο Αιγαίο

Από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου (1689-1725) η Ρωσία καθίσταται ισχυρή ευρωπαϊκή δύναμη και ο κυριότερος αντίπαλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στρατηγικός στόχος της Ρωσίας υπήρξε ο έλεγχος της Μαύρης Θάλασσας και η πρόσβαση στους εμπορικούς δρόμους του Αιγαίου και ευρύτερα της Ανατολικής Μεσογείου.

Ο στόχος αυτός, που δημιουργούσε κλίμα έντασης και οδήγησε συχνά σε πόλεμο τις δύο αυτοκρατορίες, φαίνεται ότι αποκτά σαφέστερα χαρακτηριστικά στα χρόνια της Αικατερίνης Β' (1762-1796). Τότε αποφασίστηκε η κατασκευή ρωσικού στόλου και η δυναμική παρουσία του στη Μεσόγειο και ιδίως στο Αιγαίο. Από τις αρχές του 18ου αιώνα οι Ρωσο-οθωμανικοί πόλεμοι (1711, 1736-1739, 1768-1774, 1787-1792, 1806-1812) διεξάγονται κυρίως στις ευρωπαϊκές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και στο Αιγαίο μετά το 1770.


Μέρος του Ρωσικού σχεδίου δράσης αποτελούσε και η εξέγερση των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών της Βαλκανικής Χερσονήσου και, ανάμεσά τους, των χριστιανικών πληθυσμών της Ρούμελης, της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου. Η κοινή θρησκευτική πίστη αποτελούσε το έδαφος για τη διεκδίκηση εκ μέρους της Ρωσίας της αναγνώρισής της ως «προστάτιδας» των ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Φαίνεται μάλιστα ότι το πέτυχε μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), γεγονός το οποίο της επέτρεψε να επεμβαίνει έκτοτε στις εσωτερικές υποθέσεις της Πύλης.

Η εξέγερση που εκδηλώθηκε το 1770 στην Πελοπόννησο, τα λεγόμενα «Ορλωφικά», σχεδιάσθηκε και οργανώθηκε από Ρώσους αξιωματούχους στην υπηρεσία της τσαρίνας Αικατερίνης Β' και Πελοποννήσιους, κατά κύριο λόγο, κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς. Οι εμπνευστές και φορείς του σχεδίου θα πρέπει να αναζητηθούν ακόμη, πέρα από το περιβάλλον των Ρώσων ηγεμόνων, και στους εμπορικούς και πνευματικούς κύκλους του παροικιακού Ελληνισμού: πρόκειται για θιασώτες των πολιτισμικών και κοινωνικο-πολιτικών προτύπων του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που συγκαταλέγονται επίσης μεταξύ των θαυμαστών των «πεφωτισμένων» Ρώσων ηγεμόνων της εποχής.

Άλλωστε, στο πλαίσιο του αναπτυσσόμενου την εποχή εκείνη ευρωπαϊκού ηγεμονισμού, ένας γενικευμένος ξεσηκωμός των υπόδουλων στους Οθωμανούς, χριστιανών της Βαλκανικής ενώ απέβλεπε κατ' ουσίαν στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων πολιτικής κυριαρχίας στην περιοχή, προβαλλόταν ταυτοχρόνως σαν να είναι ο αγώνας της ελευθερίας ενάντια στην τυραννία, της επικράτησης, δηλαδή, του χριστιανικού ευρωπαϊκού πολιτισμού απέναντι στη βαρβαρότητα του μουσουλμανικού - ασιατικού δεσποτισμού.

Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτικό σκηνικό, το καλοκαίρι του 1769 και ενώ ο Ρωσο-οθωμανικός πόλεμος (1768-1774), ο πρώτος που επιχειρεί η Αικατερίνη Β', συνεχίζεται με οθωμανικές επιτυχίες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αναχωρούν από το λιμάνι της Κροστάνδης, στη Βαλτική, 14 πλοία με περίπου 600 στρατιώτες. Πρόκειται για την πρώτη ρωσική ναυτική μοίρα, αποστολή της οποίας ήταν να πλεύσει στη Μεσόγειο και να αναλάβει πολεμική δράση στο Αιγαίο, κινητοποιώντας ταυτοχρόνως σε εξεγέρσεις τους χριστιανικούς πληθυσμούς στις νότιες βαλκανικές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδίως στην Πελοπόννησο.

Εκεί, οι συνεννοήσεις των απεσταλμένων των Ρώσων με τους αρχηγούς των Μανιατών καθώς και με ισχυρούς Μοραΐτες κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς πραγματοποιούνται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1760. Στη δύναμη αυτή, την οποία θα ακολουθούσε και μια δεύτερη μοίρα, οι Ρώσοι θα προσέθεταν και άλλα πλοία, που κατασκευάζονταν στη Ρωσία καθώς και σε λιμάνια της Ιταλικής χερσονήσου, όπου διενεργούνταν στρατολόγηση για τον σχηματισμό των πληρωμάτων.


Επιπροσθέτως, είχαν προσληφθεί έμπειροι αξιωματικοί του ναυτικού από χώρες με πλούσια ναυτική παράδοση, όπως η Αγγλία, και πλοηγοί που γνώριζαν τον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Επρόκειτο για εγχείρημα παράτολμο. Η Ρωσία δεν είχε ναυτική παράδοση και έως τότε στήριζε τη στρατιωτική της ισχύ σε χερσαίες δυνάμεις. Τα ειρωνικά σχόλια, ιδίως από την πλευρά των Άγγλων, για το παράδοξο του πράγματος δεν εμπόδισαν τα πρώτα ρωσικά πλοία να εισέλθουν στη Μεσόγειο τον Ιανουάριο του 1770. Στις 17/28 Φεβρουαρίου 1770 ένα τμήμα του στόλου υπό τον Θ. Ορλώφ αγκυροβόλησε στο Οίτυλο της Μάνης.

Η εξέγερση στην Πελοπόννησο εκδηλώθηκε τις επόμενες ημέρες, κράτησε περίπου τρεις μήνες, για να κατασταλεί σχετικά εύκολα, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές στο ανθρώπινο και παραγωγικό δυναμικό του τόπου. Επίσης, λόγω της παρουσίας των πολυάριθμων ενόπλων, στρατολογημένων ιδίως από τις αλβανικές περιοχές, που είχαν σταλεί για την καταστολή της, δημιουργήθηκε ένα πλεονάζον και ανεξέλεγκτο από τους τοπικούς μηχανισμούς εξουσίας απόθεμα βίας, με αποτέλεσμα να παραταθεί για πολλά χρόνια ακόμη η ένταση και η ανασφάλεια στην περιοχή. 

Η προσδοκία όμως της ξένης παρέμβασης, συνδεδεμένη έκτοτε με την προοπτική της δημιουργίας μιας εναλλακτικής μορφής πολιτικής κυριαρχίας στη νότια Βαλκανική και το Αιγαίο, θα έχει πλέον ριζώσει στους χώρους των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τον Φεβρουάριο του 1770 ο Ρωσικός στόλος αγκυροβόλησε στη Μάνη. Επτά χρόνια νωρίτερα, το 1763, ο αξιωματικός του ρωσικού στρατού Γεώργιος Παπάζωλης εγκαθίσταται στη Βενετία αρχικά και στην Τεργέστη αργότερα με ειδική αποστολή την υποκίνηση εξεγέρσεων των χριστιανικών πληθυσμών στα νότια Βαλκάνια, που θα εκδηλώνονταν με την εμφάνιση στο Αιγαίο του ρωσικού στόλου. Άλλοι αξιωματικοί της Ρωσίας θα αναλάμβαναν δράση στο Μαυροβούνιο, στην περιοχή της Χιμάρας και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.

Οι εξεγέρσεις αυτές αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου που αφορούσε τη ρωσική παρουσία στη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο, εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το σχέδιο είχε αρχίσει να αποκτά πνοή το 1762, με την αναρρίχηση στον θρόνο της Ρωσίας της Αικατερίνης Β'. Ο κόμης Γρηγόριος Ορλώφ, που ανήκε στο στενό περιβάλλον της Αικατερίνης, και οι αδελφοί του Αλέξιος και Θεόδωρος, αξιωματικοί του ρωσικού στρατού που συνέβαλαν στην ανατροπή του τσάρου Πέτρου Γ', θα αναλάμβαναν επικεφαλείς της επιχείρησης στο Αιγαίο.


Με τους Ορλώφ διατηρούσε σχέσεις και ο Παπάζωλης, ο οποίος είχε συμμετοχή στην εξόντωση του Πέτρου Γ'. Στο παρελθόν είχε ασχοληθεί με το εμπόριο, αν και χωρίς επιτυχία, γεγονός που ίσως τον έκανε να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη, εκμεταλλευόμενος τις ευκαιρίες πλουτισμού και τις δυνατότητες κοινωνικής ανόδου που προσέφερε την εποχή εκείνη ο ρωσικός στρατός.

Από το 1765, ο Παπάζωλης και οι πράκτορές του, μεταξύ των οποίων ιερείς που προφήτευαν τον ερχομό του «ξανθού γένους», ταξίδεψαν στην Ήπειρο, τη Ρούμελη και την Πελοπόννησο, όπου συναντήθηκαν με σημαντικούς τοπικούς παράγοντες και διένειμαν στους μυημένους άμφια, ιερά σκεύη και εικόνες της Αικατερίνης, η οποία εμφανιζόταν ως προστάτιδα των ορθόδοξων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκτός του Παπάζωλη, στην Πελοπόννησο ταξίδεψαν και άλλοι αξιωματικοί της Ρωσίας, όπως ο Εμμανουήλ Σάρρος.

Ιδιαίτερα πρόθυμοι συνομιλητές όλων αυτών υπήρξαν οι αρχηγοί των Μανιατών και ο ισχυρός προύχοντας της Καλαμάτας Παναγιώτης Μπενάκης. Σε επαφή μαζί του βρίσκονταν αρκετοί Μοραΐτες προύχοντες και ιεράρχες, οι οποίοι φαίνεται ότι συγκροτούσαν συμμαχικό δίκτυο στο πλαίσιο των κοινωνικο-πολιτικών ανταγωνισμών μεταξύ των τοπικών εξουσιαστικών ομάδων της Πελοποννήσου.

Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στον πύργο του Μπενάκη, το φθινόπωρο του 1768, συμφωνήθηκε να αποσταλεί προς την Αικατερίνη αίτηση - έκκληση για υποστήριξη επικείμενης εξέγερσής τους. Φαίνεται, ωστόσο, ότι αρκετές από τις υπογραφές που εμφανίζονται στο έγγραφο ήταν πλαστές.

Ιδιαίτερες διαπραγματεύσεις έγιναν το 1769 με τους Μανιάτες, στους οποίους απευθύνθηκαν με επιστολές τους ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Πάνιν και ο Αλέξιος Ορλώφ, ενώ αρκετές υπήρξαν και οι αποστολές Μανιατών στη Βενετία και άλλες πόλεις της ιταλικής χερσονήσου, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη οι επικεφαλής της επικείμενης επιχείρησης με σκοπό να την προετοιμάσουν. Τακτική επικοινωνία διατηρούσαν αυτοί οι τελευταίοι και με τον Π. Μπενάκη, ο οποίος ενημερωνόταν για τον πλου του Ρωσικού στόλου.


Ωστόσο οι επαφές αυτές δεν έλυσαν ορισμένα σημαντικά ζητήματα και, μεταξύ αυτών, το ποια θα ήταν η πλευρά που θα αναλάμβανε το κύριο βάρος των χερσαίων επιχειρήσεων. Οι Μοραΐτες επιδίωκαν να δεσμεύσουν τους Ρώσους με την αποστολή αρκετών χιλιάδων ενόπλων. Οι Ρώσοι, από την πλευρά τους, υπόσχονταν χωρίς φειδώ, φάνηκε ωστόσο από τον αριθμό πλοίων, ενόπλων και πολεμικών εφοδίων που έστειλαν στην Πελοπόννησο, ότι δεν ήταν η ξηρά το πεδίο που τους ενδιέφερε να δοκιμαστούν στρατιωτικά, αλλά η θάλασσα.

Η άφιξη των πρώτων ρωσικών πλοίων, στις 17/28 Φεβρουαρίου 1770, προκάλεσε αναστάτωση στους Μανιάτες που έσπευσαν στο Οίτυλο μαζί με τους ιερείς τους για να υποδεχθούν τους Ρώσους. Σύμφωνα με προφητείες ευρύτατα διαδεδομένες από τα μέσα του 18ου αιώνα, οι Ρώσοι, οι Μόσχοβοι όπως τους έλεγαν, ήταν το περίφημο «ξανθό γένος», το θεϊκά σταλμένο να άρει την οθωμανική κατάκτηση και να (ανα)συστήσει χριστιανικό βασίλειο στο πρότυπο του Βυζαντίου.

Έτσι, η έλευση των Ρώσων στη Μάνη φάνταζε ως ενεργοποίηση του «σχεδίου» της Θείας Πρόνοιας, ως απαρχή της εκπλήρωσης χιλιαστικών προσδοκιών που καλλιεργούνταν από τα χρόνια της κατάκτησης της Πόλης από τους Οθωμανούς. Τέτοιες προφητείες, που την εποχή εκείνη αφορούσαν το «ξανθό γένος» και θεματοποιήθηκαν ως «προφητείες του Αγαθάγγελου», τις διέδιδαν ιδίως κληρικοί και μοναχοί, που συχνά ήταν απόστολοι της ρωσικής πολιτικής.

Εξάλλου, η ρωσική επέμβαση στην Πελοπόννησο ήταν μια προοπτική που ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1760 εμπεδωνόταν ολοένα και περισσότερο μεταξύ χριστιανών προυχόντων και αρχιερέων ως εναλλακτική δυνατότητα διεξόδου από το καθεστώς της οθωμανικής κατάκτησης. Η αναζήτηση των δυνατοτήτων της προοπτικής αυτής καθιστούσε τους αρχηγούς των Μανιατών και προύχοντες σαν τον Π. Μπενάκη πρόθυμους και προνομιακούς συνομιλητές του Παπάζωλη και των Ορλώφ.

Μέσα από διαφορετικούς, αν και συχνά διασταυρούμενους, δρόμους, η προσδοκία της έλευσης των Ρώσων είχε αναπτυχθεί στους χριστιανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων, αλλά και μεταξύ των λογίων και εμπόρων που διαβιούσαν εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη διάρκεια της παραμονής τους σε πόλεις της ιταλικής χερσονήσου με στόχο την προετοιμασία της εκστρατείας, ο Παπάζωλης αρχικά και οι Ορλώφ στη συνέχεια είχαν την υποστήριξη ανθρώπων που αντιμετώπιζαν θετικά τη δημιουργία ενός αυτόνομου κρατικού μορφώματος στη νότια Βαλκανική και το Αιγαίο, μιας ηγεμονίας που θα τύγχανε της αρωγής και της προστασίας της Ρωσίας της Αικατερίνης Β'.


Άλλωστε, αρκετοί από τους στοχαστές του Διαφωτισμού, και ιδίως ο Βολταίρος και ο Ντιντερό, αναγνώριζαν στο πρόσωπο της «πεφωτισμένης» αυτοκράτειρας τις δυνατότητες πολιτικής, οικονομικής, διοικητικής και πνευματικής αναμόρφωσης των λαών της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και της εγγύς Ανατολής, σύμφωνα με τις αρχές και τα πολιτικο-κοινωνικά προστάγματα του Διαφωτισμού.

Αυτή η «μετριοπαθής» διάσταση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού που αντιμετώπιζε θετικά την προοπτική της «πεφωτισμένης δεσποτείας», έτσι όπως εμφανιζόταν στα μέσα του 18ου αιώνα ιδίως από τη Ρωσία της Αικατερίνης, βρήκε απήχηση όχι μόνο μεταξύ των εμπόρων και των λογίων στις παροικίες, αλλά και στους χώρους της Εκκλησίας.

Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις του πατριάρχη Κύριλλου Ε' (1757-1761) που, καθαιρεθείς, επέστρεψε στον τόπο καταγωγής του, τη Δημητσάνα, προπαγανδίζοντας την προοπτική της Ρωσικής παρέμβασης, αλλά και του μητροπολίτη Ανανία, που με τον Π. Μπενάκη και άλλους Μοραΐτες προύχοντες και αρχιερείς φαίνεται ότι αντιμετώπιζαν θετικά την προοπτική δημιουργίας μιας Ρωσικής ηγεμονίας στην Πελοπόννησο.

Η εμπειρία από τη δράση της καθολικής Εκκλησίας την περίοδο της ενετικής κατάκτησης (1685-1715) δημιούργησε ασφαλώς στην Πελοπόννησο ευνοϊκές συνθήκες ώστε η ομόδοξη Ρωσία να αποκτήσει ισχυρά ερείσματα για την προώθηση της πολιτικής της. Ανεξάρτητα από τις όποιες τοπικές ιδιαιτερότητες, η προοπτική μιας Ελληνικής ηγεμονίας στο πλαίσιο της «πεφωτισμένης δεσποτείας», την οποία πρέσβευε η Ρωσία της Αικατερίνης, έβρισκε ένθερμους υποστηρικτές στους κόλπους της Εκκλησίας και ιδίως σε περιβάλλοντα που ήταν επιδεκτικά των αρχών του Διαφωτισμού.

Ο Ευγένιος Βούλγαρης, λόγιος και κληρικός με σημαντική παρουσία σε εκκλησιαστικά εκπαιδευτήρια όπως η Αθωνιάδα στο Άγιο Όρος, συμπύκνωσε ίσως με τον εναργέστερο τρόπο την προοπτική αυτή. Το 1770, στη διάρκεια του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου, επεισόδιο του οποίου υπήρξαν και τα Ορλωφικά, εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη.


Το 1771 μετέφρασε στα Ελληνικά ορισμένα φυλλάδια του Βολταίρου αλλά και την περίφημη Εισήγηση της Αικατερίνης, όπου με μια ρητορική εμπνευσμένη από τις αρχές του Διαφωτισμού εξαγγελλόταν το μεταρρυθμιστικό κυβερνητικό της πρόγραμμα. Πιθανότατα την ίδια χρονιά εξέδωσε ανώνυμα την πολιτική πραγματεία Στοχασμοί εις τους παρόντας κρισίμους καιρούς του οθωμανικού κράτους, έργο που μεταφράστηκε στα Ρωσικά και στα Γαλλικά.

Οι Στοχασμοί αναφέρονται στη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο σύστημα σχέσεων των ευρωπαϊκών κρατών, προσέγγιση ιδωμένη υπό το πρίσμα της διαδεδομένης την εποχή εκείνη θεωρίας των «αντίρροπων δυνάμεων». Σύμφωνα με τον Βούλγαρη, η ενδυνάμωση της Ρωσίας θα μπορούσε να περιορίσει εδαφικά και να καταστήσει ελεγχόμενη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που έτσι δεν θα συνιστούσε πλέον κίνδυνο για τα Ευρωπαϊκά κράτη.

Η Ρωσία θα λειτουργούσε ως αιχμή του Ευρωπαϊκού δόρατος και ως φορέας του πολιτικού και πνευματικού πολιτισμού της Ευρώπης. Πρότεινε λοιπόν τον διαμελισμό των ευρωπαϊκών κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη δημιουργία μιας μικρής Ελληνικής ηγεμονίας υπό τη σκέπη της Ρωσίας.

Η Αλβανική Θηριωδία και η Τουρκική Δολιότητα

Η λοιπή Πελοπόννησος είχε υποταχτεί στους Τούρκους με τη βοήθεια εισροής χιλιάδων Αλβανών πολεμιστών τους οποίους άλλοι ανεβάζουν σε 18.000 και άλλοι σε 50.000.Δύσκολο όντως ο αριθμητικός προσδιορισμός τους,γιατί έφταναν κατά κύματα και κατά κύματα έφευγαν για την Αλβανία. Στο δύσμοιρο Μοριά ρήμαζαν τα πάντα.

Ήταν ελεύθεροι να κάνουν ό,τι ήθελαν και παντού σκορπούσαν τη φρίκη και το θάνατο.Έκαψαν πόλεις και χωριά και ρήμαξαν ότι έβρισκαν στο πέρασμα τους. Υπολογίστηκε πως από τις 300.000 χριστιανούς της Πελοποννήσου χάθηκαν περί τις 100.000,δηλαδή το 1/3 του πληθυσμού. Μόνο η Μάνη και η Κυνουρία γλίτωσαν τις θηριωδίες των Αλβανών.


Το 1774 η Αικατερίνη της Ρωσίας υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία στο χωριό Κιουτσούκ Καϊναρτζή της Βουλγαρίας. Έτσι,οι Έλληνες που επαναστάτησαν με τις απατηλές υποσχέσεις των Ρώσων,εγκαταλείφθηκαν τελικά στη μοίρα τους.Από τότε η Πελοπόννησος ονομάστηκε ''Κατακαημένος Μοριάς''. Με την απόλυτη κυριαρχία των Αλβανών στην Πελοπόννησο,άρχισαν μαζί με τους Χριστιανούς να υποφέρουν και οι Τούρκοι γιατί τα αλβανικά στίφη ζητούσαν υπέρογκους λουφέδες αλλά και δε δίσταζαν να στρέφονται κατά των τουρκικών περιουσιών.

Για αυτό η Πύλη αποφάσισε να δώσει τέρμα στην Αλβανοκρατία. Δώδεκα πασάδες στάλθηκαν στον Μοριά προκειμένου να πείσουν τους Αλβανούς να επιστρέψουν στις εστίες τους αλλά επέστρεψαν άπρακτοι. Τέλος η αρχηγία ανατέθηκε στον αρχιναύαρχο Χασάν Τζεζαερλή Μαντάλογλου (Καπουδάν Χασάν πασά),ο οποίος πήρε επιπλέον τους τίτλους του Μορά Βάλεση και του Σερασκέρη της Ρούμελης.

Ζήτησε βοήθεια από τους ντόπιους Τούρκους αλλά πήρε ελάχιστη.Με την υπόδειξη όμως πιθανότατα του δραγουμάνου του στόλου Νικόλαου Μαυρογένους,προσεταιρίστηκε τους Κλέφτες για την εκδίωξη των Αλβανών. Έπεισε μάλιστα και τον Σουλτάνο πως δε συμφέρει να εξολοθρευτούν οι ραγιάδες.Φτάνοντας λοιπόν ο Καπουδάν πασάς στην Κόρινθο το 1779,κάλεσε τους Αλβανούς να φύγουν από τον Μοριά. Αρκετοί συμμορφώθηκαν και έφυγαν για την Αλβανία.Την πρότασή του όμως απέρριψαν περί τους 7.000 Αλβανοί.

Ο Χασάν πασάς κάλεσε Τούρκους και Κλέφτες να συνεργαστούν κατά των Αλβανών με την υπόσχεση ότι θα δώσει γενική αμνηστία στους τελευταίους. Όλοι οι Κλέφτες του Μοριά δέχτηκαν εκτός από τους Παναγιώτη Βενετσανάκη (Παναγιώταρος) και Κων/νο Κολοκοτρώνη, οι οποίοι δεν δέχτηκαν να προσκυνήσουν.

Τον Ιούλιο του 1779 οι εναπομείναντες Αλβανοί έπαθαν σωστή πανωλεθρία στην Τρίπολη.Ελάχιστοι κατόρθωσαν να σωθούν και να διαπεραιωθούν στη Ρούμελη και από εκεί στην Αλβανία. Η Μάνη είχε περάσει από το 1776 στη δικαιοδοσία του Καπουδάν πασά.Υποχρεώθηκε μάλιστα να πληρώνει ετήσιο φόρο 30.000 γρόσια (για άλλους 16.000),τον οποίο όμως ουδέποτε κατέβαλε.


Η περιοχή διαιρέθηκε σε 15 καπετανίες και έγινε αποδεκτός ο θεσμός του Μπέη. Καπετανέοι, ιερείς και πρόκριτοι εξέλεγαν έναν ηγεμόνα για όλη τη Μάνη και υπέβαλλαν την εκλογή τους στην Πύλη για έγκριση. Ο Σουλτάνος πάντως διόριζε Μπέη όποιον εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα της Τουρκίας.

Αφού η Πελοπόννησος απαλλάχτηκε από τη μάστιγα των Αλβανών, ο Καπουδάν πασάς στράφηκε δολίως κατά των Κλεφτών,οι οποίοι τον βοήθησαν στην εκδίωξη των Αλβανών. Πάγια τακτική παρασπονδίας της τουρκικής πολιτικής. Ο Τούρκος πασάς στράφηκε αρχικά κατά των πρωτοκλεφτών Παναγιώταρου και Κολοκοτρώνη με το πρόσχημα ότι αρνήθηκαν να προσκυνήσουν.

Αυτοί,κυνηγημένοι από χιλιάδες Τούρκους,κλείστηκαν στο πύργο του Παναγιώταρου, στη Καστανιά με 150 παλικάρια-για άλλους 300-και πολέμησαν ηρωικά 12 μερόνυχτα τις ισχυρές δυνάμεις του πασά.Τέλος,αφού τους σώθηκαν τα πυρομαχικά και τα τρόφιμα,επιχείρησαν ηρωική έξοδο στις 19 Ιουλίου 1780. Σκοτώθηκαν οι δύο αρχηγοί και τα περισσότερα παλικάρια τους. Μεταξύ των διασωθέντων ήταν και ο δεκάχρονος τότε Θεόδωρος Κολοκοτρώνης,ο μετέπειτα αρχιστράτηγος της εθνεγερσίας.

Στην Κρήτη επίσης,τα πράγματα δεν πήγαν καλύτερα. Οι Κρητικοί με αρχηγό τον Δασκαλογιάννη, αγωνίστηκαν απεγνωσμένα αλλά τελικά υπέκυψαν. Ο Δασκαλογιάννης πιάστηκε αιχμάλωτος και γδάρθηκε ζωντανός. Έτσι η Επανάσταση του 1770, που άρχισε με τόσες ελπίδες κατέληξε σε οικτρή αποτυχία.Όλες οι περιοχές που επαναστάτησαν, δοκιμάστηκαν σκληρότατα από τα Αλβανοτουρκικά στρατεύματα, ενώ ο Μοριάς κινδύνευσε να αφανιστεί.

Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή ωφέλησε έμμεσα τους υπόδουλους Έλληνες. Δύο από τους όρους της Ρωσοτουρκικής ειρήνης υπήρξαν ευνοϊκοί, διότι:

1) Οι Τούρκοι αναγνώριζαν στους Ρώσους το δικαίωμα να υπερασπίζονται τους υπόδουλους χριστιανούς και να φροντίζουν για τις εκκλησίες και

2) Στα Ελληνικά εμπορικά πλοία επιτρεπόταν να υψώνουν τη Ρωσική σημαία ώστε να μην παρενοχλούνται.


δημιουργήθηκε Ρωσοτουρκικός ανταγωνισμός για την προσέλκυση Ελλήνων πλοιοκτητών,οι οποίοι με τη σειρά τους εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για μεγαλύτερο δικό τους όφελος αλλά και του υπόδουλου Γένους.

Η Παρουσία των Ρώσων στην Άνδρο

18ος αιώνας, εποχή που η Ρωσία του Μέγα Πέτρου από περιφερειακό βασίλειο μετατρέπεται σε μια μεγάλη αυτοκρατορία. Ενώ ακόμα την εποχή εκείνη αρχίζει να δημιουργεί το πρώτο στόλο της με μοναδικό λιμάνι του «Αρχάγγελου» στη Βαλτική θάλασσα. Εντούτοις η Ρωσία παρόλο που σαν χώρα διέθετε μεγάλες εκτάσεις, δεν είχε έξοδο προς τη Μεσόγειο ενώ εμπόδιο τότε σε αυτή την φιλοδοξία της, ήταν η οθωμανική αυτοκρατορία και η οποία αποτελούσε ένα ανάχωμα στα σχέδια της.

Την εποχή εκείνη έχουμε στην Ελλάδα μια προεπαναστατική εξέγερση και η οποία είναι γνωστή ως Ορλωφικά, και της οποίας πρωτεργάτες ήταν οι αδελφοί Ορλώφ. Η Ρωσία την εποχή εκείνη βρίσκονταν σε πόλεμο με την οθωμανική αυτοκρατορία και οπωσδήποτε μια εξέγερση στον Ελλαδικό χώρο, θα δημιουργούσε αντιπερισπασμό καθώς επίσης θα ανάγκαζε τους Τούρκους να αντιμετωπίσουν πολλά μέτωπα.

Την εποχή εκείνη πραγματοποιήθηκε η πρώτη αποστολή του Ρώσικου στόλου στο Αιγαίο (1769-1774) κατά την οποία έλαβαν χώρα διάφορες επιχειρήσεις ενώ ακόμα τα νησιά των Κυκλάδων για τέσσερα χρόνια αποτέλεσαν Ρωσικές κτήσεις,από το 1770 έως το 1774. Φυσικά και η Άνδρος υπήρξε τότε κτήση των Ρώσων και η οποία αργότερα αποτέλεσε ορμητήριο του Λάμπρου Κατσώνη κατά την ναυμαχία του Καφηρέα, στην οποία μάλιστα έχουμε και παρουσία Ρώσικων πλοίων στο ομώνυμο στενό.


Ανεξάρτητα όμως από την ναυμαχία του 1790 και εφόσον στην Άνδρο είχαν σταθμεύσει Ρώσικα πλοία, δεν αποκλείεται κατά την διάρκεια της παραμονής τους εκεί να περιέπλεαν στο στενό του Καφηρέα και ενδεχομένως κοντά στις ακτές Εύβοιας, πραγματοποιώντας ίσως κάποιες περιπολίες σε αυτό το θαλάσσιο πέρασμα.

Ίσως να μην είναι απίθανο, την εποχή εκείνη, οι κάτοικοι του Καφηρέα να υπήρξαν θεατές των πλοίων αυτής της μεγάλης δύναμης του Βορρά, όπου τόσο οι συνθήκες την εποχή εκείνη αλλά κυρίως η διαχρονική της επιθυμία για μια έξοδο στη Μεσόγειο να είχε ως αποτέλεσμα να είναι ένας ακόμη στόλος, όπου κάποτε πέρασε από αυτό το στενό.

Τα Ορλωφικά και τα Γεγονότα της Εποχής

Στα 1724, ο «Τσάρος πασών των Ρωσιών», Μεγάλος Πέτρος, δημοσιοποίησε τον μυστικό του γάμο με την πρώην υπηρέτριά του, Αικατερίνη, με την οποία είχε αποκτήσει τρεις κόρες. Πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1725. Η πρώην υπηρέτρια έγινε «τσαρίνα πασών των Ρωσιών Αικατερίνη Α’» την ίδια χρονιά (1725) που ο Έλληνας Γεώργιος Παπάζωλης γεννήθηκε στη Σιάτιστα της Μακεδονίας. Έλληνες ιερωμένοι την επισκέφτηκαν στην Αγία Πετρούπολη και της ζήτησαν να ενδιαφερθεί για τους ομόδοξούς της χριστιανούς στα Βαλκάνια.

Τον ίδιο καρό, ο Ρώσος στρατάρχης Μούνιχ σχεδίαζε πόλεμο με σκοπό να καταλάβει Κριμαία και Μολδαβία, ώστε η Ρωσία να βγει ξανά στον Εύξεινο Πόντο, καθώς ο μακαρίτης Πέτρος είχε εκδιωχθεί από το Αζόφ. Σε υπόμνημά του προς την τσαρίνα, έγραφε ότι «όλοι οι Έλληνες σας θεωρούν νόμιμη κυρίαρχό τους (…) γι’ αυτό πρέπει να εκμεταλλευτούν οι Ρώσοι τον ενθουσιασμό τους και τις ελπίδες που τρέφουν για τη Ρωσία…».

Η Αικατερίνη πέθανε το 1727, ενώ ο στρατάρχης Μούνιχ μπόρεσε να εφαρμόσει το σχέδιό του, στα 1739, επί τσαρίνας Άννας. Πήρε τη Μολδαβία κι ετοιμαζόταν να διαβεί τον Δούναβη, όταν η Τουρκία δέχτηκε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης: Το Αζόφ επιστράφηκε στη Ρωσία. Η έξοδος στον Εύξεινο Πόντο ήταν γεγονός. Επόμενος στόχος ήταν η έξοδος στο Αιγαίο.


Τελευταία κόρη του Μεγάλου Πέτρου, η Ελισάβετ στέφθηκε Τσαρίνα στις 5 Δεκεμβρίου του 1741 κι αμέσως σκέφτηκε πως ο ανιψιός της, Πέτρος (Κάρολος Πέτρος Ούλριχ, Δούκας του Χολστάιν – Γκότορπ, γεννημένος στις 21 Φεβρουαρίου του 1729), έπρεπε ν’ αποκτήσει πολλά παιδιά, αν ήθελε να γίνει καλός μονάρχης. Χρειαζόταν μια νύφη που να μπορεί να την πλάσει όπως εκείνη ήθελε. Θυμήθηκε τον μακρινό της ξάδερφο, δούκα του Άνχαλτ – Τσερμπστ, που ζούσε στην Πολωνία και του μήνυσε να της στείλει την κόρη του.

Η Σοφία Αυγούστα Φρειδερίκη είδε στα 16 της την τύχη να της χαμογελά απλόχερα. Έφτασε στη ρωσική αυλή κι έκανε τους πάντες να τα χάσουν: Δε γνώριζε λέξη ρωσική, ήταν άχαρη, βάδιζε αδέξια και σκόνταφτε σ’ ό,τι βρισκόταν μπροστά της. Όμως, η Ελισάβετ ξετρελάθηκε μαζί της. Μια τέτοια κοπέλα γύρευε για τον ανιψιό της, που, αν ήθελε να χριστεί διάδοχος, έπρεπε να την παντρευτεί.

Τη βάφτισε ορθόδοξη και της έδωσε το όνομα της μητέρας της: Αικατερίνη. Της έμαθε ρωσικά, της δίδαξε πώς να φέρεται και να ντύνεται σωστά και την πάντρεψε με τον Πέτρο που από την πρώτη στιγμή σκεφτόταν με ποιον τρόπο θα απαλλασσόταν από δαύτη. Στα 1754, το ζευγάρι απέκτησε ένα αγοράκι που βαπτίστηκε Παύλος. Στα 1762, η Ελισάβετ πέθανε, σίγουρη πως είχε πράξει το καθήκον της. Τσάρος στέφθηκε ο ανιψιός: Πέτρος ο Γ’. Πίστεψε ότι είχε έρθει η ώρα να απαλλαγεί από τη σύζυγο.

Πια, η Αικατερίνη ήταν 33 χρόνων, καθόλου άχαρη, διόλου αδέξια. Το αντίθετο μάλιστα. Από το 1760, είχε φροντίσει να κάνει ερωτικό δεσμό με τον όμορφο πρίγκιπα Γρηγόριο Ορλόφ (1734 - 1783) και να εξασφαλίσει τα νώτα της. Με αφορμή το ότι ο Πέτρος συμπεριφερόταν με μισητό τρόπο στους υπηκόους, οργανώθηκε μια επανάσταση ακριβώς τη στιγμή που ο τσάρος σχεδίαζε την εξόντωση της γυναίκας του.

Η επανάσταση τον ανάγκασε να το σκάσει. Τα αδέρφια του Γρηγόριου, ο Αλέξιος (1737 - 1808) και ο Θεόδωρος (1741 - 1796) Ορλόφ, τον πρόλαβαν και τον έπνιξαν με τα ίδια τους τα χέρια. Ο λαός πανηγύρισε την απαλλαγή από τον τύραννο και η Αικατερίνη στέφτηκε τσαρίνα, ως Αικατερίνη Β’. Ήταν 8 Ιουλίου του 1762.


Τη χρονιά αυτή, ο Γεώργιος Παπάζωλης ήταν 37 χρόνων. Ως εκείνη την ώρα, είχε προλάβει να αποτύχει ως επιχειρηματίας, να περάσει στη Ρωσία, να γνωριστεί με τον Γρηγόριο Ορλόφ που τον βοήθησε να καταταγεί στη Ρωσική αυτοκρατορική φρουρά και να φθάσει ως τον βαθμό του λοχαγού του πυροβολικού. Χάρη στη σχέση του με την τσαρίνα, στα 1762 ο Γρηγόριος Ορλόφ προέκυψε παντοδύναμος. Ο Παπάζωλης του εκμυστηρεύτηκε τον καημό του: Η Ρωσία να συνδράμει τους Έλληνες στην προσπάθειά τους να αποτινάξουν τον Τουρκικό ζυγό.

Ο Ορλόφ σκέφτηκε πως ένας Ελληνικός ξεσηκωμός εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ό,τι χρειαζόταν η Ρωσία, προκειμένου να εισβάλει στα τουρκικά εδάφη και να αποκτήσει διέξοδο στο Αιγαίο. Ζήτησε λεπτομέρειες. Ο Γεώργιος Παπάζωλης έφερε στην κουβέντα τον Κεφαλλονίτη αξιωματικό του, αντισυνταγματάρχη του πυροβολικού, κόμη Μαρίνο Χαρβούρη, και τον επίσης Κεφαλλονίτη, στρατηγό του μηχανικού, Πέτρο Μελισσηνό. Ο Γρηγόριος Ορλώφ έφερε τα αδέλφια του. Όλοι συμφώνησαν στο σχέδιο δράσης που ο Παπάζωλης ανέπτυξε. Οι Ορλώφ το διεύρυναν και το εισηγήθηκαν στην τσαρίνα ως τμήμα συνολικής κίνησης με στόχο να επεκταθεί η Ρωσία ως τα Δαρδανέλια.

Από το 1756, Πρωσία και Αυστρία μάχονταν μεταξύ τους στα όρια της Πολωνίας. Οι Ρωσικές δυνάμεις ήταν επιφορτισμένες να προστατεύουν τα ρωσικά συμφέροντα στην Πολωνία, όπου οι Ρώσοι είχαν για καλά εμπλακεί διπλωματικά. Η Αικατερίνη έθεσε το σχέδιο Παπάζωλη - Ορλώφ υπόψη του πρωθυπουργού της, Νικήτα Πάνιν, ο οποίος αντέδρασε.

Αντέδρασαν και άλλοι αυλικοί και πολιτικοί: Όσο διαρκούσε η πρωσοαυστριακή σύγκρουση, δεν ήταν φρόνιμο να ανοιχτεί μέτωπο με την Τουρκία. Ο πόλεμος έληξε στα 1763 (τον είπαν «Επταετή») με την αμέτοχη σ’ αυτόν Ρωσία, ουσιαστικά, να διοικεί την Πολωνία, μέσω του πρεσβευτή της. Την ίδια χρονιά, ο Γρηγόριος Ορλώφ προβιβάστηκε σε αρχηγό του πυροβολικού.

Ο Φρειδερίκος Β’ της Πρωσίας είχε κάθε λόγο να φοβάται ότι οι Ρώσοι ορέγονταν την «Πρωσική Πολωνία» που μόλις είχε αποκτήσει, ενώ Γαλλία και Αυστρία ενοχλούνταν από τις ρωσική διείσδυση στην Πολωνία. Εκείνη την εποχή, η Αγγλία είχε ιδιαίτερους λόγους να δει τις χώρες αυτές να ταπεινώνονται. Τις ειδοποίησε, όπως και τη σύμμαχό τους Ισπανία, ότι θα την έβρισκαν μπροστά τους, αν ενοχλούσαν την Τσαρίνα.


Οι «συνέταιροι» έβγαλαν μπροστά τον σουλτάνο Μουσταφά Γ’, πείθοντάς τον ότι η Ρωσία ήταν απειλή για την Οθωμανική αυτοκρατορία. Η οθωμανική διακοίνωση προς την τσαρίνα να μην επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της Πολωνίας, οι τουρκικές προκλήσεις και οι επιδρομές Τατάρων της Κριμαίας στα νότια εδάφη της Ρωσίας έφεραν πάλι στο προσκήνιο το σχέδιο Παπάζωλη – Ορλώφ. Θέλοντας και μη, ο Πάνιν προσχώρησε.

Η πρώτη φάση του σχεδίου περιελάμβανε τη διερεύνηση του εδάφους. Ο Παπάζωλης πήρε τριετή άδεια και ένα σεβαστό ποσό για τις ανάγκες της αποστολής του και αναχώρησε για τη Βενετία. Ο Εμμανουήλ Σάρρος, ως εκπρόσωπος του Αλέξιου Ορλώφ, έφυγε για την Ελλάδα. Άλλοι «απόστολοι» κινήθηκαν προς άλλα μέρη, όπου ζούσαν υπόδουλοι στους Τούρκους χριστιανοί. Πράκτορες δρούσαν και στα βενετοκρατούμενα Ιόνια νησιά. Ζούσαν εκεί οικογένειες που είχαν μεταναστεύσει από την Πελοπόννησο, όταν στα 1715 οι Τούρκοι την πήραν από τους Βενετσιάνους. Διέδιδαν ότι η τσαρίνα Αικατερίνη θα τους επέστρεφε τις περιουσίες που είχαν εγκαταλείψει στον Μοριά.

Έξι ικανοί νέοι Ρώσοι στάλθηκαν στη Μάλτα, για να εκπαιδευτούν στον τρόπο διακυβέρνησης των γαλέρων, να εξοικειωθούν με τα νερά της Μεσογείου και να βρουν πληρώματα. Την ίδια ώρα, οι Ορλώφ πλησίασαν τη Βενετία, με σκοπό να την παρασύρουν σε πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όταν ερχόταν η κατάλληλη ώρα.

Ο Παπάζωλης εγκαταστάθηκε αρχικά στη Βενετία, ήρθε σε επαφή με εκεί Έλληνες και Νοτιοσλάβους (μελλοντικά, Σέρβους) εμπόρους, τους μίλησε για την αποστολή του και τους έπεισε να βοηθήσουν σε έναν βαλκανικό ξεσηκωμό. Στην Ελλάδα έστειλε προπομπούς του, που μοίραζαν ακριβά ιερά σκεύη και άμφια, σταυρούς και εικόνες, «δώρα της Αικατερίνης».

Στα 1765, τύπωσε στις εγκαταστάσεις του Ηπειρώτη Δημήτριου Θεοδοσίου την από τον ίδιο μεταφρασμένη από τα Ρωσικά «Διδασκαλία, ήγουν Ερμηνείαν της πολεμικής τάξεως και τέχνης» (ένα στρατιωτικό κανονισμό) κι έστειλε αντίτυπά της στην Ελλάδα, να τα μελετήσουν οι μελλοντικοί επαναστάτες. Στον πατριωτικό του πρόλογο, εξηγούσε ότι απελευθέρωση με μόνη την ξένη βοήθεια δεν είναι δυνατή και ότι έπρεπε και οι ντόπιοι να βοηθήσουν, παραπέμποντας στο αρχαίο γνωμικό «συν Αθηνά και χείρα κίνει».


Ο ίδιος μετακινήθηκε στην Τεργέστη, όπου είχε επαφές με εκεί Έλληνες και Νοτιοσλάβους εμπόρους, διευρύνοντας το δίκτυό του. Πολλοί από αυτούς προθυμοποιήθηκαν να πάνε ως πράκτορές του στην Ελλάδα.

Τον ίδιο καιρό, ο Εμμανουήλ Σάρρος βρισκόταν στη Μάνη. Εκεί, η ατμόσφαιρα ήταν εξαιρετικά φορτισμένη εξαιτίας των γεγονότων του 1764: Ο νέος Μώρα Βαλεσής («Διοικητής Πελοποννήσου»), Χαμουζή πασάς, ενοχλημένος από τις παραστάσεις (το 1762) του μητροπολίτη Λακεδαιμονίας, Ανανία, στην Υψηλή Πύλη για την κακομεταχείριση των χριστιανών από τους Τούρκους, είχε καλέσει στην Τρίπολη τον ιερωμένο και τρεις στενούς συνεργάτες του, προεστούς.

Δεν τόλμησε τότε να πειράξει τον μητροπολίτη (τον εκτέλεσε στα 1767) αλλά αποκεφάλισε τους προεστούς ως ύποπτους επαναστατικής δράσης. Έτσι, όταν ο Σάρρος μιλούσε για επικείμενη επανάσταση με τη βοήθεια της Ρωσίας, τα λόγια του γίνονταν δεκτά με ενθουσιασμό. Το έδαφος, άλλωστε, είχε προλειανθεί από τον ίδιο τον Ανανία και τους συνεργάτες του που, ως βαθιά αντιλατίνοι, προσέβλεπαν στην ορθόδοξη Ρωσία.

Τέλη Μαΐου του 1765, ο Σάρρος βρισκόταν στην Πετρούπολη και ενημέρωνε τον Αλέξιο Ορλώφ: Με τον ενθουσιασμό που υπήρχε στη Ρούμελη και στη Μάνη, αρκούσε για να ξεσηκωθούν οι Έλληνες, να δουν στα νερά τους δέκα Ρωσικά πολεμικά και κάμποσα κανόνια!

Στα 1766, ο Παπάζωλης πέρασε στην Ήπειρο, ως «Μολδαβός ιμάμης Χατζή Μουράτ». Τον υποδέχτηκαν με ανυπόκριτο ενθουσιασμό. Έπειτα, κατέβηκε στη Ρούμελη, συναντήθηκε με τους πρωτοκλέφτες Σταθά, Μπουκουβάλα, Γρίβα, Ζήτρο, Μακρόπουλο και άλλους. Όλοι έδειχναν πρόθυμοι να πάρουν τα όπλα εναντίον των Τούρκων, κηρύσσοντας επανάσταση. Πράκτορές του που είχαν δράσει στη Ναυπακτία, τη Δωρίδα και την Παρνασσίδα, μετέφεραν την ανυπομονησία και των εκεί κατοίκων να ξεσηκωθούν.


Ο Παπαζώλης συγκέντρωσε όλες τις αναφορές, τις επισύναψε στη δική του και τις έστειλε στον Γρηγόριο Ορλόφ, στην Πετρούπολη. Στα χέρια των Ορλόφ βρίσκονταν ήδη οι αναφορές του Σάρρου και του Βασίλειου Ταμάρα, διερμηνέα του εκπροσώπου της Ρωσίας στη Βενετία. Ο Ουκρανικής καταγωγής Ταμάρα είχε περιοδεύσει στη Ρούμελη και τον Μοριά πριν από τον Παπάζωλη και είχε βεβαιώσει τους Ορλόφ ότι οι συνθήκες ήταν ιδανικές για επανάσταση.

Παρέθετε αριθμούς κατοίκων που θα έπαιρναν τα όπλα ανά περιοχή και τον οπλισμό τους καθώς και τις δυνάμεις των Τούρκων που σε κάθε περίπτωση θα αντιμετώπιζαν. Μόνο που οι λεπτομέρειες αυτές απείχαν πολύ από την πραγματικότητα, είτε επειδή έκανε λάθος εκτιμήσεις είτε διότι λάθος τον πληροφόρησαν. Ελπιδοφόρες αναφορές οι Ορλώφ είχαν και από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου δρούσαν ο Βούλγαρος Ναζάρ Καραζίν και ο Έλληνας Γερμανός, καθώς και από το Μαυροβούνιο, όπου κινιόνταν οι πράκτορες Βέλιτς και Εζντεμίροβιτς.

Την ίδια αυτή χρονιά (1766), ο Γεώργιος Παπάζωλης κατέβηκε στη Μάνη. Διαπίστωσε ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο αποκεφαλισμός των προεστών έμοιαζε μακρινός, ο μητροπολίτης Ανανίας συνέχιζε να ιερουργεί απρόσκοπτα και οι ντόπιοι προβληματίζονταν και άκουγαν τα περί βοήθειας από τη Ρωσία με καχυποψία. Επικεφαλής των Μανιατών, οι Στέφανος και Ιωάννης Μαυρομιχάληδες αντιδρούσε στις «βιαστικές κινήσεις». Η πείρα με τους ξένους ήταν πικρή.

Μια συνέλευση οργανώθηκε στο Οίτυλο. Συμφώνησαν να ετοιμαστούν αλλά να περιμένουν. Θα συμμετείχαν σε μια επαναστατική κίνηση, αν μιλούσαν με εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο της τσαρίνας (τέτοια εξουσιοδότηση ο Παπάζωλης δεν διέθετε) και είχαν επαρκή πληροφόρηση για τις ρωσικές δυνάμεις που θα έμπαιναν στις μάχες.

Επόμενος σταθμός του Παπάζωλη ήταν η Καλαμάτα. Ζούσε εκεί ο πάμπλουτος έμπορος και γαιοκτήμονας, Παναγιώτης Μπενάκης, ο πιο ισχυρός προεστός της περιοχής, σεβαστός ανάμεσα στους προκρίτους αλλά και τους Τούρκους που πίστευαν ότι, χάρη στην επιρροή του, ο τόπος κρατιόταν ήσυχος.


Εκτίμηση λανθασμένη, καθώς ο φλογερός Μπενάκης ναι μεν επηρέαζε σχεδόν ολόκληρη την Πελοπόννησο, ακόμα και τη Μάνη, πλην όμως ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος να σηκώσει επανάσταση, αρκεί να πειθόταν ότι υπήρχαν βάσιμες πιθανότητες επιτυχίας: Κάποιες πηγές υποθέτουν ότι, με ρωσική βοήθεια, προαλειφόταν για ηγεμόνας ελεύθερου κράτους με κέντρο τον Μοριά. Στις συναντήσεις του Μπενάκη με τον Παπάζωλη περίσσευαν ο πατριωτικός ενθουσιασμός και η ανυπομονησία.

Με τη συμμετοχή και του Γεώργιου Παπάζωλη, συγκροτήθηκε σύσκεψη στον πύργο του Μπενάκη, στην οποία κλήθηκαν να μετάσχουν κληρικοί και έγκριτοι λαϊκοί από ολόκληρη την Πελοπόννησο, καθώς και συγγενείς του οικοδεσπότη από τη Μάνη. Μέσα σε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού και συγκίνησης, συντάχθηκε αίτηση (την είπαν «συνυποσχετικό») προς την Τσαρίνα Αικατερίνη. Ζητούσαν τη βοήθειά της για να επαναστατήσουν και υπόσχονταν συγκρότηση στρατού, αν η Ρωσία τους προμήθευε με τα απαραίτητα όπλα και ο Ρωσικός στόλος εμφανιζόταν στα Ελληνικά παράλια.

Την αίτηση υπέγραφαν οι μητροπολίτες Λακεδαιμονίας, Κορίνθου, Παλαιών Πατρών, ο πρώην Παλαιών Πατρών και τότε πρόεδρος Κερνίκης και Καλαβρύτων, Δανιήλ, ο μέγας οικονόμος Καλαβρύτων, πρεσβύτερος Παναγιώτης, οι προεστοί της Σπάρτης, Ιωάννης Κρεββατάς ή Μελιτάκης, Παναγιώτης Κρεββατάς και Λεονάρδος Καφετζής, ο προεστός της Κορίνθου, Γεωργαντάς Νοταράς και ο γιος του Σπυρίδων, ο πλούσιος Πατρινός προεστός, Πόλος, και οι Παναγιώτης Ζαΐμης και Ιωάννης Δεληγιάννης. Οι μετέχοντες στη σύσκεψη δε δίστασαν να προσθέσουν και τις υπογραφές απόντων Μανιατών που, αργότερα, κατάγγειλαν ότι ήταν πλαστές.

Με την αίτηση των Πελοποννησίων προκρίτων για ρωσική βοήθεια στα χέρια, ο Παπάζωλης πέρασε στην Τεργέστη. Βρήκε εκεί να τον περιμένουν οι αναφορές όλων των πρακτόρων που διέτρεχαν Ρούμελη, Μοριά αλλά και τα Βενετοκρατούμενα Ιόνια νησιά. Όλες απέπνεαν τον ενθουσιασμό των συντακτών τους αλλ’ όπως αποδείχτηκε αργότερα, αντικειμενικές ήταν ελάχιστες. Αναφορές και αίτηση στάλθηκαν στους Ορλώφ, στην Πετρούπολη. Μαζί με εκείνες που ήδη υπήρχαν στα χέρια τους, τους έπεισαν ότι είχε έρθει η ώρα για δράση.

Ο σουλτάνος Μουσταφά Γ’ (1757 - 1773) είχε συμπληρώσει έντεκα ειρηνικά χρόνια διακυβέρνησης, όταν, στις 30 Σεπτεμβρίου του 1768, κάποιοι Πολωνοί κυνηγημένοι από τον ρωσικό στρατό πέρασαν τα σύνορά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Ρώσοι τους ακολούθησαν μέσα στο Τουρκικό έδαφος, τους έφτασαν και τους έσφαξαν αλλά ξέχασαν να επιστρέψουν.


Ο Μουσταφά δεν είχε λόγο να ενοχληθεί ιδιαίτερα από το συμβάν. Πολύ ευγενικά, ζήτησε από τον πρεσβευτή της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη να αποχωρήσει ο ρωσικός στρατός. Μόνον όταν δεν πήρε απάντηση κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε. Ο πόλεμος κηρύχτηκε τον Οκτώβριο του 1768 στα χαρτιά.

Τέλη του χρόνου, ο Αλέξιος και ο Θεόδωρος Ορλώφ πήραν αναρρωτική άδεια. Κατέβηκαν στη Βενετία, με το ψευδώνυμο Οστρώβ. Ο Παπάζωλης, ο Ταμάρα και οι άλλοι τους περίμεναν. Τους γνώρισαν στους εκεί μυημένους Έλληνες. Ο φλογερός πατριώτης, Ηπειρώτης Πάνος Μαρούτσης, είχε ήδη πετύχει να δοθεί δάνειο για τις ανάγκες του αγώνα αλλά είχε αποτύχει να καταφέρει την επίσημη Βενετία να βοηθήσει (οι Βενετσιάνοι υπολόγιζαν το τουρκικό ναυτικό και δυσπιστούσαν στους Ρώσους). Ο Ζακυνθινός κόμης, Δημήτριος Μοτζενίγος, τους ενεχείρισε χάρτες και τοπογραφικά καθώς και αναφορές που πράκτορες από αυτόν αμειβόμενοι του είχαν στείλει για τις κατά τόπους τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Όλα τα στοιχεία στάλθηκαν στην Αγία Πετρούπολη. Γαμπρός πια του Αλέξιου Ορλώφ (είχε παντρευτεί την κόρη του, Άννα), ο πρωθυπουργός, Νικήτα Πάνιν, έστειλε στις 23 Ιανουαρίου 1769 επιστολή στον ηγέτη των Μανιατών, Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Τον διαβεβαίωνε για τις καλές προθέσεις της Τσαρίνας Αικατερίνης και του ζητούσε να επαναστατήσει τη Μάνη. Στις 29 του μήνα, ο Αλέξιος Ορλώφ χρίστηκε από την Τσαρίνα γενικός υπεύθυνος για τα Βαλκάνια με το δικαίωμα να παίρνει όποιες πρωτοβουλίες πίστευε ότι χρειάζονταν.

Η πρώτη από αυτές, μάλλον ήταν ατυχής: Όταν ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης διάβασε την επιστολή του Πάνιν, προτίμησε να στείλει τον ανιψιό του, Στέφανο, στη Βενετία, μαζί με τον αγγελιοφόρο των Ρώσων, Άγγελο Αδαμόπουλο, για να συναντήσει τους Ορλώφ και να συζητήσουν τις επόμενες κινήσεις τους. Ο Αλέξιος Ορλώφ, προφανώς παραπλανημένος από τις αναφορές, επέδωσε επιστολή, με την οποία «διαβεβαίωνε» τους Μανιάτες ότι η τσαρίνα Αικατερίνη ευχαρίστως «θα τους δεχόταν ως υπηκόους της». Οι Μανιάτες ενοχλήθηκαν έντονα και η όλη προσέγγιση λίγο έλειψε να τιναχτεί στον αέρα.

Ο Αλέξιος Ορλώφ είχε στα χέρια του «επιστολή» με ημερομηνία 6 Ιανουαρίου 1769 που δήθεν υπέγραφαν 18 πρόκριτοι της Μάνης. Ήταν η «Αίτησις του Ελληνικού Έθνους προς την αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β’», με την οποία ταπεινά την παρακαλούσαν για τη βοήθειά της σε μια επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Υπενθύμιζαν ότι οι Μανιάτες ποτέ δεν κατακτήθηκαν από τους Τούρκους, βεβαίωναν ότι διέθεταν στρατό 40.000 ετοιμοπόλεμων ανδρών και υπόσχονταν ότι οι προεστοί του Μοριά μπορούσαν να οπλίσουν άλλους 100.000, οι οποίοι θα παρατάσσονταν στον Ισθμό της Κορίνθου.


Οι Ορλώφ δε γνώριζαν από κοντά τους Μανιάτες και δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι το αναξιοπρεπές ύφος της επιστολής μύριζε πλαστότητα από μακριά καθώς ήταν αδύνατο να χρησιμοποιηθεί τέτοια γλώσσα από αυτούς. Εκείνο που έπρεπε να τους είχε κάνει να υποψιαστούν ότι κάτι περίεργο συμβαίνει, είναι το ότι ήδη γνώριζαν τη διστακτικότητα των Μαυρομιχάληδων και των λοιπών κατοίκων της περιοχής να ξεσηκωθούν.

Η καχυποψία δε συμβάδιζε με τα παρακάλια της «επιστολής». Άλλωστε, απαντητική των Μανιατών επιστολή στον Αλέξιο Ορλώφ, τον επόμενο Οκτώβριο (του 1769), μιλούσε για συμμετοχή τους σε εξέγερση μόνο με την προϋπόθεση ότι θα μετείχαν και τουλάχιστον 10.000 στρατιώτες της Ρωσίας, αλλιώς το εγχείρημα θα ήταν καταδικασμένο.

Οι ίδιοι οι Μανιάτες κατάγγειλαν την «επιστολή» ότι είναι πλαστή. Οι Ορλώφ το κατάλαβαν. Η ζημιά όμως είχε γίνει.

Με όλα αυτά, η Βενετία είχε γίνει κέντρο διερχομένων πρακτόρων της Ρωσίας που πια ήταν αδύνατο να δράσουν κρυφά. Κινδύνευε έτσι η ουδέτερη στάση που οι Βενετσιάνοι ήθελαν να επιδείξουν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, στη σύγκρουσή της με τη Ρωσία. Υπέδειξαν στους Ορλώφ να εγκαταλείψουν τη χώρα και απαγόρευσαν στους υπηκόους τους να στελεχώνουν τα στρατιωτικά σώματα και τα καράβια των Ρώσων. Οι συνωμότες μετακινήθηκαν στη Γένοβα και θέλησαν να αγοράσουν από εκεί ένα πολεμικό πλοίο, καθώς και να ναυτολογήσουν το πλήρωμά του. Οι Γενουάτες αντέδρασαν και οι Ορλώφ έφυγαν στο δουκάτο της Τοσκάνης, όπου εγκατέστησαν το στρατηγείο τους.

Ο στόλος που οι Ρώσοι κατασκεύαζαν στα ναυπηγεία του Βορρά (Κροστάνδη, Αρχάγγελο, Ρεβάλ), ήταν έτοιμος μέσα του 1769. Η πρώτη μοίρα από 14 πλοία και 600 στρατιώτες, με αρχηγό τον ναύαρχο Σπυριδόφ και ουσιαστικό διοικητή τον Άγγλο ναύαρχο Γκρέι, απέπλευσε στα τέλη Ιουνίου. Κατάφερε να φτάσει στην Αγγλία τον Οκτώβριο. Στη Μινόρκα των Βαλεαρίδων, τον Ιανουάριο του 1770! Από τα 14 που είχαν ξεκινήσει, τα επτά είχαν μείνει στη διαδρομή. Ο Θεόδωρος Ορλώφ που τους περίμενε εκεί, εξοργίστηκε με το θέαμα που αντίκρισε. Ο αδελφός του, Αλέξιος, έγραψε στην τσαρίνα στολίζοντας αξιωματικούς και ναύτες με τα χειρότερα λόγια.

Στις αρχές του μήνα αυτού (Ιανουάριος 1770), η δεύτερη μοίρα, από δέκα πλοία (τα τέσσερα, μετασκευασμένα μεταγωγικά) με 450 άνδρες και επικεφαλής τον Σκοτσέζο αντιναύαρχο Έλφινστον, έφτανε στην Αγγλία. Μια τρίτη μοίρα επρόκειτο να αποπλεύσει τον επόμενο Ιούνιο με αρχηγό τον Δανό υποναύαρχο Χαρφ.


Για την ώρα, ο Θεόδωρος Ορλώφ, με ένα πλοίο από τη μοίρα του Σπυριδόφ, δυο φρεγάτες που είχαν αγοράσει στο Λιβόρνο της Ιταλίας και μια γαλιότα, πήγε στη Μάλτα, συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο, αποφάσισε ότι καιρός ήταν να πάνε στην Πελοπόννησο και κίνησε για εκεί. Τα τέσσερα πλοία έπιασαν στο Οίτυλο της Μάνης, τέλη Φεβρουαρίου του 1770. Οι Μανιάτες είδαν να βγαίνουν από τα πλοία τετρακόσιοι όλοι κι όλοι Ρώσοι, κάμποσοι Μαυροβούνιοι και λίγοι Κροάτες. Απογοητεύτηκαν. Ο Θεόδωρος Ορλώφ τους διαβεβαίωσε ότι έρχονταν κι άλλοι. Την επομένη, κατέπλευσαν και τα υπόλοιπα πλοία της μοίρας του Σμυριδόφ.

Στην πρώτη σύσκεψη ανάμεσα στον Θεόδωρο Ορλώφ και τους Μανιάτες, οι Μαυρομιχάληδες και ο παρών γιος του Μπενάκη διαπίστωσαν ότι είχαν να κάνουν με έναν αγέρωχο και υπερόπτη ξένο, που απευθυνόταν σ’ αυτούς όχι κουβεντιάζοντας αλλά δίνοντας διαταγές και προβάλλοντας απαιτήσεις. Του εξήγησαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μπουν κάτω από τις διαταγές του: Θα συνέπρατταν για τον κοινό σκοπό με ίσους όρους.

Ο ναύαρχος Σμυριδόφ διάβασε στους συγκεντρωμένους προκήρυξη της Αικατερίνης προς τους υπόδουλους χριστιανούς. Αγγελιοφόροι ανέλαβαν να τη μοιράσουν σε όλη την Πελοπόννησο, προκειμένου να πετύχουν την προσέλευση αγωνιστών στα επαναστατικά σώματα. Όμως, τα ελάχιστα και ταλαιπωρημένα πλοία στο Οίτυλο καθώς και ο πολύ μικρός ρωσικός «στρατός» είχαν μετατρέψει σε απογοήτευση τον πρώτο ενθουσιασμό. Οι διαβεβαιώσεις του Θεόδωρου Ορλώφ ότι σύντομα θα ερχόταν ο αδελφός του με εξήντα πλοία γεμάτα στρατιώτες και άφθονα πυρομαχικά δεν έπειθαν. Πολύ περισσότερο που, ως εκείνη τη στιγμή, είχαν φθάσει όλα κι όλα σαράντα κιβώτια με όπλα και πυρομαχικά.

Οι δυο «λεγεώνες» που συγκροτήθηκαν διέθεταν διακόσιους Έλληνες αγρότες και δώδεκα Ρώσους στρατιώτες η «Δυτική» και 1.200 Έλληνες και 21 Ρώσους η «Ανατολική της Σπάρτης». Όλοι τους ήταν ντυμένοι με ρωσικές στολές. Κάποιοι ήταν Σφακιανοί φίλοι των Μανιατών. Και τετρακόσιοι βρίσκονταν εκεί επειδή πληρώνονταν από τον Παναγιώτη Μπενάκη. Ο οποίος δεν έκρυβε την οδύνη του. Αρνήθηκε να ακολουθήσει τις «λεγεώνες» κι έμεινε στην Καλαμάτα τάχα για την υπεράσπισή της αλλά και για να υποδεχτεί τον Αλέξιο Ορλώφ και τον Παπάζωλη, «όταν θα έφθαναν».

Με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Πέτρο Δολγορούκοφ και αρχηγούς των Ελλήνων τους Γεώργιο Μαυρομιχάλη και καπετάνιο Κουμουνδούρο, η άνδρες της «δυτικής λεγεώνας» έπεσαν στους Τούρκους της πεδιάδας της Μεσσηνίας, λεηλατώντας και καίγοντας τα σπίτια τους και σκοτώνοντας όποιους έβρισκαν μπροστά τους. Κυρίευσαν εύκολα το Λεοντάρι και κινήθηκαν εναντίον της Κυπαρισσίας.


Οι Τούρκοι πρότειναν να παραδοθούν, ζητώντας να μεταφερθούν σε οποιοδήποτε νησί του Αιγαίου. Ο Δολγορούκοφ τους το υποσχέθηκε, οι Τούρκοι παραδόθηκαν αλλά οι Μανιάτες τους έσφαξαν ως τον τελευταίο κι έκαψαν την πόλη (10/21 Μαρτίου 1770).

Έχοντας επικεφαλής τον λοχαγό Μπάρκοφ και τον Μυκονιάτη πλοίαρχο του ρωσικού στόλου, για την περίσταση υπολοχαγό, Ψαρό, και αρχηγούς των Ελλήνων τους Γρηγοράκηδες, η «ανατολική λεγεώνα της Σπάρτης» κινήθηκε προς τα Βαρδουνοχώρια κι έπεσε σε ενέδρα χιλίων Τούρκων που όμως το έβαλαν στα πόδια, όταν αντίκρισαν τις ρωσικές στολές.

Πήγαν στον Μιστρά κι ενώθηκαν με άλλους 2.500 Τούρκους, έτοιμοι να τον υπερασπιστούν. Με 500 Μανιάτες και 6 Ρώσους, ο Ψαρός τους υπερφαλάγγισε, ενώ ο Μπάρκοφ με τους υπόλοιπους ξεκίνησε κατά μέτωπο επίθεση. Οι Τούρκοι βρέθηκαν στη μέση και αποδεκατίστηκαν. Όσοι σώθηκαν, οχυρώθηκαν στο κάστρο. Οι πολιορκητές τούς έκοψαν το νερό και οι Τούρκοι, λίγες μέρες αργότερα, παραδόθηκαν (8/19 Μαρτίου), «υπό όρους».

Οι Μανιάτες άρχισαν να τους σκοτώνουν. Πυροβολούσαν και τους Ρώσους του Μπάρκοφ που θέλησαν να προστατεύσουν τους αφοπλισμένους Τούρκους. Όσοι γλίτωσαν, κρύφτηκαν στη μητρόπολη. Οι Μανιάτες στράφηκαν εναντίον της. Μόλις που μπόρεσαν οι ιερείς να τους συγκρατήσουν, μιλώντας τους για άσυλο. Οι Μανιάτες στράφηκαν στην πόλη λεηλατώντας όχι μόνο τουρκικά σπίτια αλλά και εβραϊκά και κάποια χριστιανών.

Ο Ψαρός εγκατέστησε στον Μιστρά επαναστατική κυβέρνηση και αυτοδιορίστηκε διοικητής της επαρχίας. Η νίκη στον Μιστρά διογκώθηκε από στόμα σε στόμα, ανατρέποντας το άσχημο κλίμα. Στην «ανατολική λεγεώνα της Σπάρτης» προσήλθαν νέοι εθελοντές. Έφτασε να αριθμεί 8.000 άνδρες.


Τον ίδιο καιρό, ο Ρωσικός «στόλος» και η κύρια Ρωσική στρατιωτική δύναμη πολιόρκησαν το κάστρο της Κορώνης από στεριά και θάλασσα. Τον Απρίλιο, η επιχείρηση όχι μόνο είχε αποτύχει αλλά και είχε φέρει τον Θεόδωρο Ορλώφ και τους Μαυρομιχάληδες στα όρια της ένοπλης σύγκρουσης. Η πολιορκία θα λυνόταν με διαταγή του Αλέξιου Ορλώφ, στις 15/26 Απριλίου.

Μαθαίνοντας τις συγκρούσεις στον Μοριά, 2.000 Ζακυνθινοί αποβιβάστηκαν στην Ηλεία με μοναδικό οπλισμό τσάπες, τσουγκράνες, αξίνες και ραβδιά. Έρχονταν να πάρουν την προγονική γη τους που οι πράκτορες των Ρώσων τους είχαν υποσχεθεί. Πολιόρκησαν τη Γαστούνη και έδωσαν 24ωρη προθεσμία στην τουρκική φρουρά της να παραδοθεί. Οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν την προθεσμία για να διαφύγουν στην Πάτρα. Οι Ζακυνθινοί κυρίευσαν όλη την Ηλεία, της οποίας «κυβερνήτης και πρεβεδούρος Πύργου και Γαστούνης» ανέλαβε ο Νικόλαος Φορτούνης.

Στην Αχαΐα αποβιβάστηκαν 3.000 Κεφαλλονίτες υπό τους Σπυρίδωνα και Ιωάννη Μεταξά και πολιόρκησαν την Πάτρα. Ενισχυμένοι και με τη φρουρά της Γαστούνης, οι Τούρκοι αμύνονταν ενώ οι πολιορκητές συναντούσαν την αδιαφορία των ντόπιων.

Μετά από συσκέψεις, οι πρόκριτοι των Ελλήνων κήρυξαν επαναστάσεις στη Βοστίτσα (Αίγιο, σήμερα), στα Καλάβρυτα απ’ όπου έδιωξαν τους Τούρκους, στην Κορινθία, την Αργολίδα και τη Μονεμβασία όπου πολιόρκησαν τις φρουρές των πόλεων και στην Γορτυνία και την Ολύμπία. Στο Ναύπλιο βρισκόταν ήδη ο βαλής της Πελοποννήσου, Μουχσίν Ζαδέ, που είχε έγκαιρα εγκαταλείψει την Τρίπολη και την εκεί φρουρά της.

Θα παρέμενε πολιορκημένος ως τον Μάιο. Παντού, η επανάσταση αιφνιδίασε τους Τούρκους και επικράτησε προσωρινά, χωρίς να πάρει καίρια κάστρα. Βάλτωσε, όμως, με μόνη εξαίρεση την πορεία της «ανατολικής λεγεώνας» προς την Τρίπολη, που κάπως αργά αποφασίστηκε να την πολιορκήσει.


Σχεδόν ταυτόχρονα με τους Μωραΐτες, επαναστάτησαν και οι Ρουμελιώτες (Βάλτος, Βόνιτσα, Μεσολόγγι, Παρνασσίδα, Λιβαδειά, Ξηρόμερο, Αγγελόκαστρο, Κράβαρα, Λιδωρίκι και άλλα μέρη όπου δρούσαν γνωστοί κλέφτες). Εξεγέρσεις σημειώθηκαν και στον Όλυμπο, στα Χάσια και στα Γρεβενά. Στην Αττική, εμφανίστηκε ο πειρατής Μητρομάρας, ύψωσε ρωσική σημαία και βάλθηκε να χτυπά χρηματαποστολές και σπίτια. Ανάμεσα στα θύματά του ήταν και Έλληνες.

Οι τουρκικές δυνάμεις ήταν απασχολημένες στα μέτωπα με τους Ρώσους στη ΝΔ περιοχή του Δούναβη, στην Κριμαία και στην Υπερκαυκασία. Ο σουλτάνος είχε ακούσει αλλά δεν πίστευε ότι ρωσικά πλοία θα έφταναν στο Αιγαίο. Όταν συνήλθε από την πρώτη έκπληξη, διέταξε τον καπουδάν πασά να βγει και να αντιμετωπίσει τον Ρωσικό στόλο. Ταυτόχρονα, έδωσε εντολή να κινηθούν προς την Πελοπόννησο δυνάμεις από τη Θεσσαλονίκη αλλά και από το Αντίβαρι και το Δουλτσίνο, πόλεις στα Βαλκανικά παράλια της Αδριατικής. Αλβανοί ξεχύνονταν από τα βόρια.

Στη Ρούμελη, μάταια περίμεναν Ρωσικό στρατό να βοηθήσει στον ξεσηκωμό. Ο Γεροδήμος Σταθάς είχε ελευθερώσει Βάλτο, Ευρυτανία, Θεσσαλία και Άγραφα. Αντί για τους Ρώσους, είδε να προβάλουν μπροστά του στίφη φανατισμένων Αλβανών. Τα βρήκε μαζί τους κι εξασφάλισε για τον εαυτό του, τον Μπουκουβάλα, τον Καρακίτσο και τον Κοντογιάννη τα αρματολίκια ως την Υπάτη.

Ο Χρίστος Γρίβας δεν στάθηκε τόσο τυχερός. Πολιορκούσε το Βραχώρι, όταν έμαθε ότι οι Αλβανοί πέρασαν τον Αχελώο. Έλυσε την πολιορκία κι έσπευσε να τους αντιμετωπίσει. Η μάχη δόθηκε έξω από το Αγγελόκαστρο. Οι Έλληνες έπεσαν μέχρις ενός (ο τόπος πια λέγεται «Γριβαίων κόκαλα»). Στην περιοχή της Ναυπάκτου, ο ξεσηκωμός κατέληξε σε εμφύλια διαμάχη με αποτέλεσμα να δολοφονηθούν οι αρχηγοί των δυο αντιμαχόμενων μερών.

Ο αρχηγός της εξέγερσης στα Σάλωνα, Κομνηνός Τράκας, πολιόρκησε δίχως επιτυχία τη Λιβαδειά. Όταν εμφανίστηκαν οι Αλβανοί, διέφυγε στον Μοριά. Γνωρίζοντας ότι δεν επρόκειτο να φανούν οι Ρώσοι, οι Μεσολογγίτες, αφού αντιστάθηκαν επί μια βδομάδα στις επιθέσεις Δουλτσινιωτών πειρατών, εγκατέλειψαν την πόλη κι έφυγαν άλλοι στα Ιόνια νησιά κι άλλοι στο Αιτωλικό. Οι Δουλτσινιώτες επιτέθηκαν και στο Αιτωλικό. Γύρω στους 500 ένοπλοι αντιστάθηκαν εκεί επί ένα μήνα κι έπειτα επιχείρησαν έξοδο. Μετατράπηκαν σε ληστρικές συμμορίες και λεηλατούσαν τις γύρω περιοχές, ώσπου οι Τούρκοι τους αμνήστευσαν.


Όμως, οι άμαχοι ντόπιοι και πρόσφυγες από το Μεσολόγγι πουλήθηκαν σκλάβοι από τους Δουλτσινιώτες πειρατές. Αρχές Απριλίου, η επανάσταση στη Ρούμελη είχε σβήσει. Οι Αλβανοί πέρασαν στον Μοριά, διέλυσαν τους επαναστάτες της Κορινθίας και της Αργολίδας κι άνοιξαν τον δρόμο για την Τρίπολη, όπου έφτασαν έγκαιρα, ενισχύοντας τη φρουρά της με ακόμα χίλιους άνδρες. Αμέσως μετά, έφτασε η «ανατολική λεγεώνα» του Μπάρκοφ που πρότεινε στους Τούρκους να παραδοθούν.

Αρνήθηκαν, επιχείρησαν έξοδο, απέφυγαν μετωπική σύγκρουση με τους Ρώσους και αιφνιδίασαν τους Έλληνες. Δόθηκε μάχη (Τρίκορφα, 29 Μαρτίου/9 Απριλίου). Το Τουρκαλβανικό ιππικό διέλυσε τους Έλληνες, ο Μπάρκοφ τραυματίστηκε και διέφυγε στο Ναβαρίνο κι ο Ψαρός κατέφυγε στον Μιστρά. Μετά τη νίκη τους, οι Αλβανοί στράφηκαν στον χριστιανικό πληθυσμό της Τρίπολης. Ώσπου να επέμβει και να σταματήσει τις σφαγές ο Αλβανός Οσμάν Μπέης, μετρήθηκαν 3.000 νεκροί, ανάμεσά τους και ο αρχιεπίσκοπος Άνθιμος.

Νύχτα Μεγάλης Παρασκευής, 2/13 Απριλίου, περίπου 400 Δουλτσινιώτες αποβιβάστηκαν στην Πάτρα, υπό τον Τούρκο φρούραρχο του Ρίου. Έπεσαν πάνω στους Κεφαλλονίτες που εξακολουθούσαν να πολιορκούν την πόλη με γεωργικά εργαλεία και τους τσάκισαν. Όσοι επέζησαν, έτρεξαν στην παραλία, έχοντας τους Δουλτσινιώτες στο κατόπι τους.

Όσοι κατάφεραν να φτάσουν, μπήκαν σε πλοιάρια κι ανοίχτηκαν. Έπεσαν σε ενέδρα των πειρατών που περίμεναν αυτή την εξέλιξη. Από τους αρχικά 3.000, ελάχιστοι έφτασαν τσακισμένοι στην Κεφαλονιά. Οι εκεί Βενετσιάνικες αρχές άσκησαν διώξεις εναντίον τους. Οι χριστιανοί της Πάτρας, αν και δεν μετείχαν στην επαναστατική κίνηση, υπέστησαν τις λεηλασίες των Αλβανών. Κάποιοι μπόρεσαν να το σκάσουν γυμνοί στα βουνά και να σωθούν.

Στην Ηλεία, από τους 2.000 Ζακυνθινούς, οι πολλοί πρόλαβαν να γυρίσουν στο νησί τους, όπου τους περίμεναν οι Βενετσιάνοι για τα περαιτέρω. Πεντακόσιοι οχυρώθηκαν στα σπίτια της Γαστούνης. Αναγκάστηκαν να κάνουν έξοδο. Οι πολλοί, έπεσαν νεκροί. Λίγοι μπόρεσαν να διαφύγουν στη Μάνη και άλλοι στην απέναντι Κεφαλονιά, όπου κυνηγήθηκαν από τους Βενετσιάνους.


Κι ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, οι Ρώσοι αποφάσισαν να πολιορκήσουν το Ναβαρίνο. Μετά από πολιορκία έξι ημερών, οι Τούρκοι του κάστρου παραδόθηκαν (10/21 Απριλίου). Την επομένη, κατέφθασε στην Πελοπόννησο και ο Αλέξιος Ορλόφ, συνοδευόμενος από τον Γεώργιο Παπάζωλη. Είχε την αίσθηση ότι ακόμα ολόκληρος ο Μοριάς βρισκόταν στην κατοχή Ρώσων και επαναστατών. Έπεσε από τα σύννεφα, μαθαίνοντας την αλήθεια, κατσάδιασε τον αδελφό του, Θεόδωρο, και διέταξε στόλος και στρατιωτικά σώματα να συμπτυχθούν στο Ναβαρίνο, εγκαταλείποντας την πολιορκία της Κορώνης.

Οι Έλληνες τον παρακάλεσαν να καθυστερήσει την αποχώρηση, ώστε να προλάβουν να φύγουν οι άμαχοι. Ο Αλέξιος Ορλώφ αρνήθηκε. Όταν οι Τούρκοι του κάστρου της Κορώνης είδαν τους Ρώσους να αποχωρούν, βγήκαν κι άρχισαν να σφάζουν όποιον χριστιανό έβρισκαν στον δρόμο τους. Έκαψαν την πόλη, πρόλαβαν και εκείνους που, για να σωθούν, πήγαιναν στο Ναβαρίνο με τα πόδια. Οι Ρώσοι αποφάσισαν να κυριεύσουν και το γειτονικό στο Ναβαρίνο κάστρο της Μεθώνης. Ξεκίνησαν πολιορκία στις 29 Απριλίου/10 Μαΐου.

Ο Τουρκικός στόλος έφτασε στο Ναύπλιο στις 9/20 Μαΐου. Αμέσως, τρεις φάλαγγες Αλβανών με 8.000 άνδρες, υπό τον Χατζή Οσμάν, εκστράτευσαν στη Μεσσηνία. Στα στενά της θέσης Ριζόμυλος, τους περίμεναν τετρακόσιοι Μανιάτες με αρχηγούς τους Ιωάννη και Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Οι Αλβανοί τους πετσόκοψαν. Μόλις 24 σώθηκαν και οχυρώθηκαν σε σπίτια στο Νησί (σημερινή Μακαρία, στη Μεσσήνη). 

Οι Αλβανοί τους εξολόθρευσαν. Σώθηκαν μόνο ο τραυματισμένος Ιωάννης Μαυρομιχάλης (Σκυλογιάννης) και ο γιος του που πιάστηκαν αιχμάλωτοι (ο Ιωάννης απελευθερώθηκε έξι χρόνια αργότερα με καταβολή λύτρων, ο γιος του εξισλαμίστηκε, πήρε το όνομα Μεχμέτ κι έγινε πλοίαρχος στον τουρκικό στόλο).

Οι Αλβανοί κατέβαιναν από τα βόρεια ακάθεκτοι. Μαζί τους έσπευδαν να ενωθούν οι Τούρκοι της Κορώνης. Οι άνδρες του Μπενάκη και τριακόσιοι Ρώσοι και Μαυροβούνιοι βγήκαν να τους αντιμετωπίσουν. Οι Έλληνες περικυκλώθηκαν και εξουδετερώθηκαν. Οι μισοί από τους ξένους σκοτώθηκαν. Όσοι γλίτωσαν, υποχώρησαν στο Ναβαρίνο (17/28 Μαΐου). Ανάμεσά τους και οι τραυματίες Θεόδωρος Ορλώφ και Πέτρος Δολγορούκοφ. Η πολιορκία της Μεθώνης λύθηκε, αφήνοντας στους Τούρκους κανόνια και πυρομαχικά. Η γύρω περιοχή λεηλατήθηκε.


Στις 26 Μαιου/6 Ιουνίου, οι Ρώσοι του Ορλώφ κατέστρεψαν το Ναβαρίνο, μπήκαν στα πλοία τους κι έφυγαν. Μαζί τους, πήραν έξι μητροπολίτες και κάμποσους επιφανείς λαϊκούς. Ανάμεσά τους ήταν και ο Παναγιώτης Μπενάκης. Κατέληξε στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου πέθανε τον επόμενο χρόνο (1771). Ειπώθηκε ότι τον δηλητηρίασαν οι Ρώσοι, όταν έμαθαν ότι ζητούσε ακρόαση από την Τσαρίνα και φοβήθηκαν ότι θα περιέγραφε τα τραγικά τους λάθη.

Όσοι έμειναν πίσω, γνώρισαν το εκδικητικό λεπίδι των Τούρκων και των Αλβανών. Οι μόνοι που γλίτωσαν ήταν οι Μανιάτες. Δυο φορές προσπάθησαν οι Αλβανοί να πατήσουν τη Μάνη και δυο φορές αποκρούστηκαν. Κυνηγήθηκαν, εγκαταλείποντας τον οπλισμό τους.

Ο Τουρκικός στόλος παρέμενε στο Ναύπλιο. Ο Ρωσικός ενώθηκε υπό τον Αλέξιο Ορλώφ και ελλιμενίστηκε στη Νάουσα της Πάρου. Εκεί, ο Ορλώφ έμαθε ότι τα τουρκικά πλοία είχαν φύγει από το Ναύπλιο και βρίσκονταν ανάμεσα Χίο και Τσεσμέ. Έσπευσε εκεί. Οι Ρώσοι είχαν 15 πολεμικά διαφόρων τύπων και 13 πλοιάρια. Οι Τούρκοι 18 πολεμικά, 7 εξοπλισμένα πλοιάρια και πλήθος μικρότερα.

Όμως, μόλις είδε τα Ρωσικά πλοία, ο Τούρκος ναύαρχος, Ιμπραήμ Χοζαμεδδίν, θυμήθηκε ότι είχε κάποια επείγουσα δουλειά και βγήκε στη στεριά. Ήταν 24 Ιουνίου/5 Ιουλίου, όταν άρχισε η ναυμαχία. Ρωσική και Τουρκική ναυαρχίδες συγκρούστηκαν και πήραν φωτιά, ενώ οι Τούρκοι έσπευσαν να κλειστούν στο λιμάνι του Τσεσμέ. Οι Ρώσοι μετρούσαν 523 νεκρούς αλλά είχαν νικήσει. Έμειναν εκεί, περιμένοντας τον εχθρό να βγει να τους αντιμετωπίσει. Ο Τούρκος ναύαρχος (καπουδάν πασάς) δεν το είχε σκοπό.

Μεσάνυχτα της επόμενης ημέρας, ο Ρωσικός στόλος βομβάρδισε το λιμάνι του Τσεσμέ, ενώ τέσσερα ελληνικά πυρπολικά έβαλαν φωτιά σε ισάριθμα Τουρκικά πολεμικά. Το λιμάνι λαμπάδιασε. Με το φως της ημέρας, οι Ρώσοι βγήκαν στο Τσεσμέ. Είδαν τον Τουρκικό στόλο να έχει καταστραφεί. Σώζονταν μόνο ένα πολεμικό και πέντε γαλέρες που αιχμαλωτίστηκαν. Κι 11.000 ναύτες των Τούρκων είχαν σκοτωθεί. Ήταν η μεγαλύτερη Τουρκική ήττα στις θάλασσες από την εποχή της ναυμαχίας της Ναυπάκτου (1571). Την πλήρωσαν οι χριστιανοί της Σμύρνης, χίλιοι από τους οποίους σκοτώθηκαν στα Τουρκικά αντίποινα.


Οι Ρώσοι έσπευσαν να αποκλείσουν τα Δαρδανέλια. Πια μπορούσαν να δράσουν στο Αιγαίο όπως ήθελαν. Έκαναν απόβαση στη Λήμνο, της οποίας οι εκεί Τούρκοι οχυρώθηκαν στο κάστρο. Η πολιορκία τραβούσε σε μάκρος. Τον Σεπτέμβριο, οι Ρώσοι παράτησαν τα Δαρδανέλια κι επικεντρώθηκαν στο κάστρο της Λήμνου. Οι Τούρκοι βρήκαν ελεύθερη τη διάβαση, βγήκαν στο Αιγαίο κι έκαναν απόβαση στη Λήμνο. Στη μάχη, οι Ρώσοι νικήθηκαν. Εγκατέλειψαν το νησί. Γι’ άλλη μια φορά, οι χριστιανοί υπέστησαν μύριες διώξεις, καθώς οι Τούρκοι έσφαζαν λαϊκούς και ιερωμένους.

Οι Αλέξιος και Θεόδωρος Ορλώφ έφυγαν στην Ιταλία. Στο πόδι τους έμεινε ο Σπυριδόφ που εγκαταστάθηκε στην Πάρο, απέκλεισε ξανά τα Δαρδανέλια και υπήγαγε τα νησιά του Αιγαίου στο σκήπτρο της Αικατερίνης Β’. Τέλη Δεκεμβρίου του 1770, κατέπλευσε στο Αιγαίο και η τρίτη μοίρα του Ρωσικού στόλου, αυτή που είχε ξεκινήσει από τη Ρωσία τον προηγούμενο Ιούνιο.

Ο Τουρκικός φόρος της δεκάτης πήγαινε πια στις Ρωσικές τσέπες και οι νησιώτες μάθαιναν ότι η Ρωσική κατοχή δεν ήταν ιδιαίτερα καλύτερη από την τουρκική: Οι αγγαρείες για τις ανάγκες του στόλου, οι επιτάξεις για να τραφούν οι άνδρες και η αλαζονική συμπεριφορά των νέων κατακτητών βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη. Ήδη, πολλοί νησιώτες αναπολούσαν την τουρκική κατοχή και κάποιοι βρίσκονταν σε συνεννοήσεις με τους Τούρκους.

Στα 1772, η Τσαρίνα Αικατερίνη Β’ απέλυσε από εραστή της τον Γρηγόριο ΟρλΏφ. Στα 1774, απέκτησε νέο, τον πρίγκιπα Γρηγόριο Αλεξάνδροβιτς Ποτέμκιν (1739 – 1791), που διακρινόταν στις μάχες με τους Τούρκους: Αζόφ, Κριμαία και Βεσσαραβία είχαν κατακτηθεί από τους Ρώσους που διέσχισαν τη Μολδαβία και νίκησαν σε καθοριστική μάχη στα όρια της σημερινής Βουλγαρίας.

Η Οθωμανική αυτοκρατορία σύρθηκε στη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (10/21 Ιουλίου 1774). Εκτός από τα εδαφικά οφέλη, την οριστική εγκατάσταση της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα και την προαγωγή της σε προστάτιδα των χριστιανών, η Τσαρίνα μεριμνούσε και για τους υπόδουλους που άφηνε πίσω της. Στο 1ο άρθρο της συνθήκης, αναφέρονταν και τα εξής:

«Με την αποκατάσταση μιας τόσο ειλικρινούς φιλίας, τα συμβαλλόμενα μέρη (Ρωσία και Οθωμανική αυτοκρατορία) παρέχουν αμοιβαία αμνηστία και γενική συγχώρηση σε όλους τους υπηκόους τους, χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση, για οποιοδήποτε έγκλημα διέπραξαν εναντίον της μιας ή της άλλης πλευράς».


Δράση υπηκόων της Ρωσίας εναντίον της δεν υπήρξε. Το άρθρο αναφερόταν στους Έλληνες που είχαν συμπράξει με τους Ρώσους. Και στο Αιγαίο ίσχυσε. Όταν ο Ρωσικός στόλος έφυγε από τις Ελληνικές θάλασσες και οι Τούρκοι επανήλθαν στα νησιά, δεν πείραξαν τους κατοίκους τους.

Στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, όμως, χιλιάδες χριστιανοί εξισλαμίστηκαν για να γλιτώσουν, πριν από την υπογραφή της συνθήκης, ενώ η ληστεία οργίαζε. Στην Κωνσταντινούπολη, στη Φιλιππούπολη και στη Σμύρνη σημειώθηκαν λεηλασίες χριστιανικών περιουσιών, σφαγές και εμπρησμοί.

Η πιο τραγική κατάσταση ήταν στην Πελοπόννησο. Οι περίπου 15.000 Αλβανοί που κατέβηκαν από τις ακτές της Αδριατικής, άτακτοι πλιατσικολόγοι και πειρατές στο σύνολό τους, κυριολεκτικά οργίαζαν. Πέρα από όσους σφάχτηκαν, πάνω από 20.000 Μοραΐτες πουλήθηκαν δούλοι και γύρω στους 30.000 έφυγαν πρόσφυγες στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου. Όταν εξαντλήθηκαν όσα είχαν να καρπωθούν από τους χριστιανούς, οι Αλβανοί στράφηκαν εναντίον και των Τούρκων κατοίκων.

Εξελίχθηκαν σε πληγή καθώς, με την πρόφαση ότι τους καθυστερούσαν τους μισθούς τους, λεηλατούσαν τις περιουσίες και των μουσουλμάνων Οθωμανών. Στα 1779, διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή. Αρνήθηκαν. Εναντίον τους κινήθηκε ο τουρκικός στόλος υπό τον ναύαρχο Γαζί Χασάν πασά, ενώ ο διερμηνέας του στόλου, Έλληνας Νικόλαος Μαυρογένης, προκάλεσε την ανάμιξη και των όσων απέμεναν από τους αρματολούς και κλέφτες του Μοριά.


Ο Χασάν πασάς έφερε με δόλο τους Αλβανούς στο Παλαμήδι και τους γκρέμισε στους βράχους. Η περιοχή, από τότε, ονομάστηκε Αρβανιτιά. Όσοι σώθηκαν, περιορίστηκαν σε μικρά χωριά ομοφύλων τους (Λάλα και άλλα) ή εκδιώχτηκαν στη Ρούμελη.

Φωτογραφικό Υλικό








ΠΗΓΕΣ :

(1) :

(2) :

(3) :

(4) :

(5) :

(6) :

(7) :

(8) :

(9) :

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΥΠΡΕΠΗ ΣΕΜΝΑ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟ ΠΑΝΤΩΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΑ