Η παρουσία του Ελληνισμού στην περιοχή της Συρίας και της
εγγύς και μέσης ανατολής (Παλαιστίνη, Μεσοποταμία κλπ.) απαντάτε είδη
από τον 4ο π.Χ. αιώνα, μετά την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου,
γιγαντώθηκε όμως από τον ιδρυτή της δυναστείας των Σελευκιδών, Σέλευκου
Α΄, υιού του Αντίοχου – στρατηγού του Φίλιππου Β΄– και διαδόχου του Μ.
Αλεξάνδρου. Όμως, ο σοφιστής Λιβάνιος, αναφέρει ότι η πόλη Ιώνη,
ευρισκόμενη κοντά στην Αντιόχεια, ήταν ελληνική αποικία, την οποία
ανάγει στην εποχή της Αυτοκρατορίας των Ασσυρίων (7ος π.Χ. αιών) και μας
λέγει ότι την σεβάστηκαν ανέκαθεν πλην αυτών και οι Πέρσες (Λιβανίου
Λόγοι, έκδοση Reiske, τομ. 1, σελ. 291). Η Ιώνη ήταν κτισμένη από
Αργείους (όπως και η Ταρσός), κατόπιν δε εγκαταστάθηκαν εκεί Κρήτες και
Κύπριοι. Κοιτίδα λοιπόν του Ελληνισμού της Συρίας υπήρξε η πόλη της
Ιώνης. Ο Μ. Αλέξανδρος εις ανάμνηση της μεγαλειώδους νίκης του επί
του Ισσού ποταμού, ίδρυσε την Νικόπολη, όπως και την Αλεξάνδρεια την
κατ΄ Ισσόν, στον μυχό του Ισσικού κόλπου.
Μερικά έτη μετά τον θάνατο του
Μ. Αλεξάνδρου, ο εκ των διαδόχων του Αντίγονος, οικοδομεί στην Άνω
Συρία την Αντιγόνεια, την οποία οίκησε με Αθηναίους και άλλους έλληνες.
Εν συνεχεία ο Σέλευκος, όπως πολύ χαρακτηριστικά μας κληροδοτεί ο εξ
Αντιοχείας καταγόμενος σοφιστής Λιβάνιος, «…Παραλαβών δε Βαβυλώνα
πόλεσιν (ελληνικαίς) πανταχόθεν εγκατέσπειρε και την Περσίδα και όλως
ουδένα τόπον επιτήδειον δέξασθαι πόλιν αφήκε γυμνόν, αλλ΄ ελληνίζων
διετέλεσεν την βάρβαρον» (Λιβανίου Λόγοι, έκδοση Reiske, τομ. 1, σελ.
304-305), για να σημειώσει επιπλέον ότι ο αριθμός των ελληνικών πόλεων
που οικοδόμησε ήταν μεγαλύτερος από όσες έκτισαν η Αθήνα και η Μίλητος
μαζί, κατά τον πρώτο Ελληνικό αποικισμό.
Σύμφωνα δε με παράδοση του Μαλαλά (Μαλαλά Χρονογραφία, έκδοση
Βόννης, σελ. 203) και του Παυσανία του Χρονογράφου, ανέγειρε ακόμη 75
πόλεις στην Μεσοποταμία και την Περσία. Η περιοχή λοιπόν της Συρίας
αποικίσθηκε και δημιουργήθηκαν πάμπολλες ελληνικές πόλεις, κέντρα
ελληνικού πολιτισμού και βίου. Η περί τον ποταμό Ορόντη οικοδομηθείσα
Αντιόχεια, το 300 π.Χ., αποικίστηκε από Αθηναίους, Κρήτες, Μακεδόνες και
Κύπριους, και απετέλεσε λαμπρή εστία του Ελληνισμού και του
Χριστιανισμού στην περιοχή. Η Αντιόχεια με το πέρασμα του χρόνου κατέστη «τετράπολις», ονομαστή
και περίφημη, κέντρο των τεχνών, της Φιλοσοφίας, της Ρητορικής και του
ελληνικού πολιτισμού. Η Απαμεία ήτο μια ακόμη ελληνική πόλη κτισθείσα
υπό των Μακεδόνων, ονομάζονταν δε και Πέλλα, έχοντας το όνομα της
συζύγου του Σέλευκου, της Απαμείας. Δίπλα της υπήρχαν μικρότερες πόλεις
όπως τα Μέγαρα, η Λάρισα και η Απολλωνία (Στράβωνας ις, 752).
Η παραλιακή Λαοδίκεια, έλαβε το όνομα της μητέρας του Σέλευκου,
ήταν επιφανής πόλη, όπως και η Σελεύκεια η εν Πιερία, μια εμπορική πόλη
στις εκβολές του Οράντη ποταμού.
Ονομαστές ελληνικές πόλεις της Άνω
Συρίας πλην όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω είναι και οι ακόλουθες: η Αρέθουσα
– κτίσμα του Σέλευκου του Νικάτορα, η Επιφάνεια επί του Ορόντη ποταμού –
κτίσμα του Αντίοχου του επιφανούς, η Επιφάνεια η προς τον Ευφράτη, η
Βαμβύκη ή Ιεράπολις, η Βέροια, η Ηράκλεια, η Ποσείδιον, το Ηράκλειον
(παραθαλάσσιες και οι δύο) και το χωρίον Νυμφαίο. Βόρεια της Αντιόχειας
απαντούνταν οι ακόλουθες πόλεις: η Αντιόχεια προς Ταύρο, η Γερμανικεία,
η Δολίχη, η Νικόπολις, η Κυρηστινή και η Σελευκόβηλος.
Ακολούθως η
Δαμασκός, «ο οφθαλμός της Ανατολής», μετά την νίκη του Μ. Αλεξάνδρου
στον Ισσό ποταμό, κατέστη ελληνική πόλη και αποικίστηκε υπό ελλήνων. Από
τις διασωθείσες δε επιγραφές πληροφορούμαστε ότι στην Δαμασκό λάμβαναν
χώρα και Ολυμπιακοί Αγώνες. Η πόλη Χαλκίς η επί Βήλω (ποταμός) ήταν μια
ακόμη ονομαστή Ελληνική αποικία στη Συρία, κτίσμα του Σέλευκου
Νικάτορος, η οποία ήτο και πατρίδα του φιλοσόφου Ιάμβλιχου του θείου.
Υπήρχε και άλλη Χαλκίδα, κοντά στη Βέροια, που ονομάστηκε Κινναστρίν. Η
Έμεσα – σημερινή Χομς – ήταν πατρίδα του περίφημου φιλοσόφου Ποσειδώνιου
του Στωϊκού. Η πόλη της Παλμύρας, βορειοανατολικά της Δαμασκού, η
αποκαλούμενη και «νύμφη της ερήμου», βρίθει ελληνικών επιγραφών.
Μερικοί ονομαστοί Έλληνες οι οποίοι γεννήθηκαν, έδρασαν και
μεγαλούργησαν στην περιοχή αυτή είναι οι ακόλουθοι:
Ο Ιστοριογράφος
Απολλόδωρος ο Αρτεμίτης, ο Ιατροφιλόσοφος Απολλώνιος εξ Αντιοχείας, ο
στωϊκός Φιλόσοφος Απολλοφάνης εξ Αντιοχείας, ο υιός του Ιάμβλιχου
Αρίστων, ο Ποιητής Αρχίας εξ Αντιοχείας, ο Ρητοροδιδάσκαλος Δημήτριος ο
Σύρος, ο στωϊκός Φιλόσοφος Διογένης εκ Σελευκείας, ο Μίθρης ο εκ Συρίας,
ο Ιστορικός Σέλευκος ο Εμεσηνός κ.α.
Η ελληνικότατη πόλη της Αντιόχειας
είναι αυτή που έδωσε στην νέα διδασκαλία που ξεκίνησε από τα Ιεροσόλυμα
το όνομα χριστιανοί. Η γλώσσα της Εκκλησίας της Αντιόχειας ήτο η
Ελληνική. Ο ιδρυτής της ο Απόστολος Παύλος δίδασκε στην Αντιόχεια στην
Ελληνική γλώσσα, έγραψε εκεί επιστολές του στα Ελληνικά. Και ο συνοδός
του, ο Λουκάς ο Ευαγγελιστής κατήγετο από την Αντιόχεια. Η Εκκλησία της
Αντιόχειας διατήρησε στο πέρασμα των αιώνων τον Ελληνικό της χαρακτήρα
και την Ελληνική της γλώσσα και εξ αυτής ήλκουν τη καταγωγή τους οι
Ελληνορθόδοξοι της Συρίας αλλά και οι ουνίτες Ελληνοκαθολικοί στους
οποίους θα αναφερθούμε παρακάτω.
Ενδεικτικά αναφέρουμε και ορισμένους
εκκλησιαστικούς συγγραφείς: ο Ιγνάτιος επίσκοπος Αντιοχείας, 1oς μ.Χ.
αιών (οι επιστολές του υπάρχουν στον 4ο τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας
του Migne), ο Θεόφιλος επίσκοπος Αντιοχείας, (Ελληνική Πατρολογία Migne –
τόμος 6), ο Σεραπίων Αντιοχείας, ο Μαλχίων ο Πρεσβύτερος, ο
Απολλινάριος εκ Λαοδίκειας, ο Μέγας Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο
Παύλος Σαμοσατεύς, ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ο Άγιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός, ο Αββάς Ζωσιμάς, ο Ιωάννης Μόσχος συγγραφεύς του
Λειμωνάριου, ο νομομαθής Θεόδωρος Βαλσαμών Πατριάρχης Αντιοχείας, ο
Ευάγριος ο σχολαστικός συγγραφεύς Εκκλησιαστικής Ιστορίας, κ.α.
Αυτοί οι έξοχοι άνδρες και τα συγγράμματα τους δεικνύουν ότι ως την
εποχή της μωαμεθανικής κατάκτησης στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ., αλλά και
μετά από αυτήν, η Ελληνική γλώσσα ήταν η εθνική γλώσσα των ορθοδόξων
της περιοχής, η γλώσσα της παιδείας, η γλώσσα λατρείας του Θεού. Ως
διαφάνηκε η Αντιόχεια ήταν η πόλη εκείνη της Ανατολής όπου και προ της
εμφανίσεως του Χριστιανισμού δέσποζε η Ελληνική θύραθεν παιδεία, η
Φιλοσοφία και η Ρητορική, τα Ελληνικά γράμματα, αλλά και μετά την
εμφάνιση του Χριστιανισμού δέσποζε ο Ελληνοχριστιανικός της χαρακτήρας
και ήτο κέντρο φιλοσοφικών αναζητήσεων και καλλιέργειας όχι μόνον της
ελληνικής γλώσσας αλλά κυρίως του Χριστιανικού πνεύματος.
Είναι δε η πόλις της Αντιόχειας ο τόπος όπου εμφανίζονται για
πρώτη φορά σαφώς διαχωρισμένοι οι τρεις βαθμοί της Ιερωσύνης στην
Εκκλησία. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, οι
Έλληνες Πατριάρχες της Αντιόχειας αγωνίζονταν εναντίον της λατινικής
προπαγάνδας, η οποία δεν είχε πετύχει μεγάλες προόδους στην περιοχή,
παρά μόνον στους Ιακωβίτες και τους Μαρωνίτες. Αντίθετα, αρκετοί
Ορθόδοξοι είχαν ασπαστεί τον Μουσουλμανισμό, συνεπεία του γεγονότος ότι η
περιοχή πέρασε στα χέρια των Τούρκων.
Από τον 16ο αιώνα όμως και μετέπειτα, κατόπιν της εγκατάστασης
Λατίνου επισκόπου στη Σιδώνα, υπήρξε διαρροή Ορθοδόξων προς τον
Καθολικισμό, το δε 1837, η Ουνιτική Εκκλησία αναγνωρίστηκε από την Υψηλή
Πύλη και καθήρπασε πολλούς Ορθοδόξους ναούς. Οι Προσπάθειες των
Ορθοδόξων Πατριαρχών Ιερόθεου, Γεράσιμου και Σπυρίδωνα, ανάσχεσαν την
Λατινική διείσδυση στην Συρία, όμως η φτώχεια, η έλλειψη συστηματικής
διδασκαλίας και οι επιθέσεις των μουσουλμάνων, συνετέλεσαν στην εμφάνιση
και νέων προπαγανδών στην περιοχή, όπως η Προτεσταντική.
Η δράση όμως του Ρώσου Πορφύριου Ουσπένσκυ από του 1843 στην
ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, με την ίδρυση και δράση της
Παλαιστινιακής εταιρίας, προκειμένου να προωθηθούν τα ζωτικά συμφέροντα της
Ρωσίας στην περιοχή, έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στο Ελληνικό
Πατριαρχείο της Αντιόχειας, με την δημιουργία εθνοφυλετικού ζητήματος,
του Αραβικού Ζητήματος, το λεγόμενο Αντιοχειανό ζήτημα. Εξεγείρανε τους
αραβόφωνους πληθυσμούς εναντίον των Ελλήνων, θέτοντας τους την ιδέα ότι
ήσαν Άραβες και όχι Έλληνες όπως καυχούνταν οι ίδιοι. Η σκανδαλώδης επέμβαση των Ρώσων στην Εκκλησία της Αντιόχειας
επέφερε την δι’ εξαναγκασμού παραίτηση του Έλληνα Πατριάρχη Αντιοχείας
στις 15 Απριλίου του 1897 και την εκλογή Άραβα Πατριάρχη μόνον από τους
Αραβόφωνους, των Ελλήνων αποκλεισθέντων από την εκλογή.
Στα τέλη του 19ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας
κατοικούσαν οι ακόλουθες εθνότητες: 1. Ανσαρί, 2. Άραβες = οι οποίοι
θρησκευτικά ήταν Μωαμεθανοί, Ορθόδοξοι και Γρηγοριανοί, 3. Αρμένιοι =
ήταν καθολικοί και διαμαρτυρόμενοι, 4. Βεδουίνοι, = οι οποίοι ήταν
Αραβικό φύλο, νομάδες με διαφορετική γλώσσα, θρησκεία, ήθη και έθιμα από
τους λοιπούς Άραβες, 5. Δρούζοι = ευρισκόμενοι στις πεδιάδες του
Λιβάνου και στο όρος Ερμών, 6. Έλληνες = οι οποίοι ήταν Ορθόδοξοι και
Καθολικοί, 7. Ιακωβίτες = μονοφυσίτες που έλαβαν το όνομα εκ του αρχηγού
τους επισκόπου Εδέσσης Ιακώβου, 8. Ισμαηλίτες = που ήταν Σιίτες από την
Περσία, εγκαταστάθηκαν τον 11ο αιώνα μ.Χ. στη Συρία και αποκαλούνταν
Αssassin από την εποχή των Σταυροφόρων, 9. Ισραηλίτες, 10. Κιρκάσιοι =
προερχόμενοι από τον Καύκασο, 11. Κούρδοι = κατοικούσαν στο νομό των
Αδάνων και του Χαλεπίου, 12. Λατίνοι. 13. Μαρωνίτες = ενωμένοι μετά των
καθολικών αριθμούσαν περί τους 220 χιλιάδες. Πρόκειται για αιρετικούς
μονοθελήτες, οι οποίοι κυνηγημένοι από τους Βυζαντινούς κατέφυγαν στη
Συρία και ίδρυσαν την “εκκλησία” στην μονή του Πατριάρχου τους Μάρωνα,
14. Μελχίτες = αν και ονομάζονται grecs-unis, ούτε ελληνική καταγωγή
έχουν ούτε ήταν ορθόδοξοι, επίσης ομιλούν την αραβική γλώσσα. Πρόκειται
για Άραβες που εκχριστιανίστηκαν τον 4ο αιώνα. Μην επιθυμώντας να είναι
υπό την πνευματική ηγεσία των Ελλήνων Πατριαρχών, δήλωσαν υποταγή στον
Πάπα με τον όρο να αντικαταστήσουν την Ελληνική γλώσσα της λειτουργίας
τους με την Αραβική, 15. Σύροι = που ήταν Ορθόδοξοι και Καθολικοί, 16.
Τούρκοι, 17. Τουρκομάνοι (ή Τουραμέν) = Τούρκοι προερχόμενοι εκ του
Τουρκεστάν, 18. Χαλδαίοι = Ουνίτες. Επιπλέον, αναφέρονταν ως οικούντες
στην περιοχή επιπλέον : Αθίγγανοι, Γιεζίτες, Κιζίλ- μπάσηδες, Μετουαλή,
Κόπτες, Πέρσες, Φελλάχοι σε μικρά πληθυσμιακά ποσοστά. Μια πανσπερμία
και μωσαϊκό φυλών, λαών και διαφορετικών θρησκευμάτων.
Μπορούμε να πούμε γενικά ότι ως προς την καταγωγή του διακρίνονταν
σε: απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, Σύρων (Αραμαίους), Αράβων, Τούρκων
και Φράγκων. Ως προς την θρησκεία δε: Μωαμεθανοί (Σουνίτες και Σιίτες),
Ορθόδοξοι Χριστιανοί, Καθολικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες και
Ισραηλίτες. Τα νεώτερα χρόνια οι Ελληνόφωνοι πληθυσμοί του Πατριαρχείου
της Αντιόχειας εντοπίζονταν στις περιοχές της Ταρσούς, στα Άδανα της
Κιλικίας, στο Ερζερούμ και στο Διαρβακίρ ενώ ο συνολικός πληθυσμός του
Πατριαρχείου στη Συρία, τον Λίβανο, το Ιράκ και την Τουρκία ανέρχονταν –
σύμφωνα με ανεπίσημες πληροφορίες του Πατριαρχείου (1963) – σε 500
χιλιάδες.
Κάπου εδώ τερματίζεται η σύντομη περιήγησή – αναφορά μας στον
Ελληνισμό της περιοχής της Συρίας από της εμφανίσεώς του εκεί έως και
τον εικοστό αιώνα. Αναμφίβολα συνεπεία της έλλειψης του χώρου
παρελήφθησαν αρκετά γεγονότα, έγινε όμως θαρρώ κατανοητή αρκούντως η
παρουσία και η πολιτιστική προσφορά του στην περιοχή αυτή από την
αρχαιότητα έως τις ημέρες μας. Τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στις μέρες
μας στη Συρία, στρέφουν την προσοχή και τον νου μας στους
εναπομείναντες ξεχασμένους εκεί Ελληνικούς πληθυσμούς, το προκεχωρημένο
θα έλεγε κανείς φυλάκιο του Ελληνισμού στην περιοχή της εγγύς και μέσης
ανατολής, μιας περιοχής που όπως διεφάνη ήταν πάντα ένας χώρος ζωτικών
συμφερόντων για τον Ελληνισμό, οι οποίοι υφίστανται πιέσεις και πρέπει
να επιβιώσουν (Ενδεικτική Βιβλιογραφία : Μυστακίδου Α.Β., Οι ετερόδοξες
κοινότητες εν Συρία, εν Κωνσταντινουπόλει 1897, Δελικανή Καλλίνικου,
Υπόμνημα επί του Αντιοχικού Ζητήματος, εν Κωνσταντινουπόλει 1904,
Καρολίδου Παύλου, Περί της Εθνικής καταγωγής των Ορθοδόξων Χριστιανών
Συρίας και Παλαιστίνης, Αθήναι 1909, ΘΗΕ, τομ. 2, Αθήναι 1963).
Πηγές
Ομογενειακή εφημερίδα της Νέας Υόρκης Hellas News (σελ. 32)
http://koukfamily.blogspot.gr/
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr