… Κανένας δεν τρέφει μεγαλύτερο θυμό και αηδία απ’ εμάς για αυτήν την συντηρητική κοινωνική τάξη που οδηγεί στην πείνα τεράστιες μάζες και που υπερασπίζεται την χρυσωμένη οκνηρία των λίγων…
…Ναι, η διαλεκτική σαν πρώτο μέσον επικοινωνίας είναι σωστή· όμως δεν είναι επιτρεπτή μια διαλεκτική διαφορετική απ’ εκείνη των γρόνθων και των πιστολιών όταν προσβάλλεται η δικαιοσύνη ή η πατρίδα…
… Περιφρονούμε το καπιταλιστικό σύστημα που αδιαφορεί για τα συμφέροντα του λαού, που καθιστά απάνθρωπη την ατομική ιδιοκτησία, που συμπυκνώνει τους εργαζομένους σε μια άμορφη μάζα, χαρακτηριζομένη από τη δυστυχία και την απόγνωση.
Στον ίδιο βαθμό η πνευματική και Εθνική μας αντίληψη περιφρονεί και τον Μαρξισμό…
…Η θέση μας είναι έξω, στον ελεύθερο αέρα μέσα στην καθαρή νύχτα με το όπλο στον ώμο, ψηλά στ’ αστέρια.
Οι άλλοι μπορούν να συνεχίσουν ανενόχλητοι τα συμπόσιά τους. Εμείς έξω, σε μια τεταμένη επιφυλακή, παρουσιάζουμε μια διάπυρη και σίγουρη νέα χαραυγή για τις εύθυμες ιδιοσυγκρασίες μας.
José Antonio Primo de Rivera
Ο Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, εμβληματικός ιδεολογικός ηγέτης της Ισπανικής Δεξιάς, γεννήθηκε το 1903 στην Ανδαλουσία, μέσα σε μια οικογένεια με μακρά στρατιωτική παράδοση και ιδιαίτερη πατριωτική αυτογνωσία.
Ο πατέρας του, στρατηγός Μιγκέλ Πρίμο ντε Ριβέρα, ήταν ένας από τους ελάχιστους στρατιωτικούς της εποχής του, που στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και διέσωσε την τιμή των ισπανικών όπλων κατά την δύσκολη περίοδο κατά την οποία η Ισπανία αντιμετώπιζε τις κουβανικές εξεγέρσεις, τον ισπανο-αμερικανικό πόλεμο, και τις ταραχές στο Μαρόκο. Στη συνέχεια διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής στην Καταλονία, την οποία παρέλαβε σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου (εν μέσω συνεχών συγκρούσεων μεταξύ αναρχικών και δυνάμεων της αστυνομίας) για να επιβάλλει την τάξη μέσα από μία ψύχραιμη αντιμετώπιση της κατάστασης. Το 1923 ηγήθηκε στρατιωτικού κινήματος (pronunciamento), και διοίκησε δικτατορικά την Ισπανία, υπό την αιγίδα του βασιλέως, μέχρι το 1930. Η επταετία της διακυβέρνησης του Μιγκέλ Πρίμο ντε Ριβέρα, λόγω της μετριοπάθειας που επέδειξε και της ευρύτερης λαϊκής στήριξης που επέτυχε, ακόμη και από την σοσιαλιστική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών, αλλά και της σχετικής ανοχής που επέδειξαν οι αναρχικοί απέναντί της, αποτέλεσε μία ευσταθή περίοδο για την Ισπανία, που πολλοί νοστάλγησαν μετά την πτώση της το 1930 και την ανακήρυξη της Δεύτερης Δημοκρατίας η οποία, μετά από την εναλλαγή ασθενών κεντροαριστερών και κεντροδεξιών κυβερνήσεων, κατέληξε το 1936 στον αιματηρό Ισπανικό Εμφύλιο.
Ο Χοσέ Αντόνιο, όπως έγινε ευρύτερα γνωστός στους Ισπανούς (που τον αποκαλούσαν μόνο με το μικρό του όνομα λόγω της μεγάλης δημοτικότητάς του), νομικός το επάγγελμα, και σε ηλικία μικρότερη των τριάντα ετών, δεν ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία του στο Παρίσι (όπου και πέθανε), αλλά έμεινε στην Ισπανία υπερασπιζόμενος το έργο του με μεγάλη επιτυχία. Φύσις ασκητική με υψηλή αισθητική αντίληψη, ανεδείχθη ως ο κατ’ εξοχήν διανοούμενος της Ισπανικής Δεξιάς κατά την προ του Φράνκο περίοδο.
Περί το τέλος του 1933, ο Χοσέ Αντόνιο ίδρυσε την ριζοσπαστική πολιτική κίνηση «Ισπανική Φάλαγγα» (Falange Espanola) και εξελέγη βουλευτής στην Ισπανική Κόρτες (Βουλή) στην γενέτειρά του Κάδιξ. Τον χειμώνα του 1933-1934 συγχωνεύθηκαν με την Φάλαγγα οι Ενώσεις των Εθνικοσυνδικαλιστών (J.O.N.S.= Juntas de Ofensiva Nacional Sindicalista) που ιδρύθηκαν από τους Ισπανούς φασίστες Ραμίρο Λεντέσμα Ράμος και Ονέσιμο Ρεντόντο, μέσα σε μία έκρυθμη ατμόσφαιρα για την Ισπανία, και ενώ είχαν ήδη αρχίσει οι συγκρούσεις μεταξύ σοσιαλιστών και αναρχικών στη Μαδρίτη. Αμέσως μετά, η Φάλαγγα δέχτηκε πολύμηνες δολοφονικές επιθέσεις από τους σοσιαλιστές, χωρίς να αντιδρά μέχρι και τον Ιούνιο του 1934, οπότε πέρασε στην αντεπίθεση, παρά τους ενδοιασμούς του Χοσέ Αντόνιο, ο οποίος παρά την ρητορική οξύτητα των λόγων του, ήταν ως άνθρωπος αγαπητός ακόμα και από τους εχθρούς του.
Η ένοπλη εξέγερση της Αριστεράς τον Οκτώβριο του 1934 κατά της νόμιμης κεντροδεξιάς κυβέρνησης και η επακολουθήσασα ήττα της Δεξιάς στις εκλογές του 1936 από το «Λαϊκό Μέτωπο» της Αριστεράς, ανέδειξε την Φάλαγγα ως τον κυριώτερο εκφραστή της δεξιάς αντίστασης. Η δύναμή της την εποχή εκείνη ανέρχονταν σε 10.000 φαλαγγίτες και 15.000 συμπαθούντες, χωρίς να προσμετρούνται πολλές χιλιάδες φοιτητών, οι οποίοι ως φοιτητές δεν τους επιτρεπόταν να εγγραφούν σε πολιτικά κόμματα. Η συντριπτική πλειονότητα των μελών της Φάλαγγας ήταν νέοι κάτω των 21 ετών, κυρίως από τις υποβαθμισμένες λαϊκές τάξεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και εξέχοντα μέλη της υψηλής αριστοκρατίας.
Ένα μήνα μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από την Αριστερά, και συγκεκριμένα στις 14 Μαρτίου 1936, η Φάλαγγα κηρύχθηκε εκτός νόμου, και ο αρχηγός της Χοσέ Αντόνιο, συνελήφθη με την κατηγορία της παράνομης οπλοκατοχής, για την οποία του επεβλήθη μικρή ποινή φυλάκισης. Η έκρηξη του Ισπανικού Εμφύλιου, ο οποίος ξέσπασε το καλοκαίρι του 1936, ενώ ο Χοσέ Αντόνιο εξέτιε την ποινή του, οδήγησε τους δεσμώτες του στην Αλικάντε να τον εκτελέσουν για λόγους εκδίκησης στις 20 Νοεμβρίου του 1938, σε ηλικία μόλις 33 ετών, με την κατηγορία ότι «βοήθησε στην προετοιμασία της στρατιωτικής εξέγερσης (του Φράνκο) εναντίον της Δημοκρατίας».
Πέθανε αγέρωχος αναφωνώντας μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα:«Θα μας επιβραβεύσει ο Θεός. Ζήτω η Ισπανία!», ενώ στο προσκλητήριο της Φάλαγγας οι σύντροφοί του στο άκουσμα του ονόματός του εφώναζαν έκτοτε: «Παρών» (Presente). Άλλωστε με αυτό το προσωνύμιο έμεινε χαραγμένος στη ζωή των Ισπανών πατριωτών, οι οποίοι τίμησαν τη μνήμη του δίνοντας το όνομά του σε δρόμους και πλατείες όλης της Ισπανίας και αναγράφοντάς το αυθόρμητα στους τοίχους με πελώρια γράμματα: Jose Antonio, Presente!
Η πολιτική του διαθήκη
Οι κύριοι άξονες της πολιτικής του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα επικεντρώνονται αφενός μεν στον οικουμενικό ιστορικό ρόλο του Ισπανικού Έθνους, και αφετέρου στις ελπίδες του Ισπανικού Λαού για κοινωνική δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τον Χοσέ Αντόνιο «η γενιά μας αρνείται να παραιτηθεί σε μια ζωή πεπερασμένων ορίων», ενώ ασκώντας αυστηρή κριτική στο λεγόμενο «φιλελεύθερο κράτος» παρατηρεί ειρωνικά ότι «εκεί είσαι ελεύθερος να δουλεύεις όπως θέλεις, πεθαίνοντας ενδεχομένως από πείνα, στο όνομα της πιο ακραίας φιλελεύθερης αξιοπρέπειας».
Αναφερόμενος στον ισπανικό καπιταλισμό, παρατηρεί ότι εξαρχής άρπαζε κρατική βοήθεια και φορολογικές απαλλαγές, κρατώντας μεγάλες λαϊκές μάζες στα όρια της πείνας και επιβραβεύοντας την επίχρυση οκνηρία των ολίγων. Ασκώντας κριτική στην δομή των πολιτικών κομμάτων επισημαίνει ότι πριν από τη γέννησή τους, λαοί και άτομα γνώριζαν ότι υπεράνω της δικής τους λογικής στέκονταν η αιώνια αλήθεια, ενώ μετά την ανάδειξή τους σε απόλυτους κυρίαρχους της πολιτικής ζωής κατέστησαν την ψηφοφορία ρυθμιστή της ενότητας ή της αυτοκτονίας της πατρίδας, ή ακόμα της ύπαρξης ή μη του Θεού!
Κατά τον Χοσέ Αντόνιο, ο σοσιαλισμός (σε αντίθεση με τον αναρχισμό στον οποίο δεν ασκεί κριτική) απέτυχε να καταξιωθεί ως κίνημα σωτηρίας του ανθρώπου, λόγω των διακηρύξεών του περί συνεχούς πάλης των τάξεων (συνεχούς δηλαδή εμφυλίου πολέμου), περί του υλισμού της ιστορίας, αλλά και των χαρακτηρισμών του δια μεν την θρησκεία ως όπιο του λαού, δια δε την πατρίδα ως λέξης που απλά επινοήθηκε ως εργαλείο καταπίεσης.
Αναφερόμενος στον ρόλο των «ταγών» παραπέμπει σε παλαιό σχόλιο για την επίδραση που είχε στον ισπανικό λαό η ηγετική φυσιογνωμία του Ελ Σιντ, σύμφωνα με το οποίο: «Μα τον Θεό, πόσο καλοί υπήκοοι θα ήταν οι Ισπανοί αν είχαν έναν άξιο άρχοντα». Το πώς εννοεί τον άξιο άρχοντα, μας το περιγράφει με ενάργεια ο ίδιος: «Για να είναι κανείς πραγματικός ηγέτης θα πρέπει να είναι κάτι σαν προφήτης, θα πρέπει να έχει τέτοια πίστη, υγεία, και ενθουσιασμό, αλλά και τέτοιον θυμό, ώστε να μην είναι συμβατός με οποιαδήποτε εικόνα λεπτότητος». Κάτω από αυτό το πρίσμα αμφισβητεί τα ηγετικά προσόντα των διανοουμένων, συμπεριλαμβάνοντας και τον εαυτό του – λόγω της γνωστής μετριοφροσύνης του – καθώς «οι αμφιβολίες και η αίσθηση ειρωνείας και χιούμορ που ποτέ δεν εγκαταλείπουν όλους εμάς που διακατεχόμαστε από πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις, μας καθιστούν ανίκανους να προφέρουμε χωρίς να κομπιάζουμε εκείνες τις άκαμπτες διαταγές που απαιτούνται να δοθούν από έναν ηγέτη». Όμως η ιστορία έχει καταδείξει ότι, όπως υπάρχουν δολοφόνοι με αγγελικό πρόσωπο, έτσι υπάρχουν και ηγέτες διανοούμενοι με αίσθηση του χιούμορ και ανεπτυγμένες εσωτερικές ανθρώπινες ανησυχίες.
Καυτηριάζοντας τις αυτονομιστικές κινήσεις των Βάσκων και των Καταλανών («ένα έγκλημα που δεν θα συγχωρήσουμε ποτέ»), αναφέρεται στην έννοια του έθνους ως υπερβαίνοντος τα κριτήρια της κοινής γλώσσας, φυλής, θρησκείας, και τόπου. Το έθνος είναι πάνω απ΄ όλα το«μεγάλο αδιαίρετο πεπρωμένο». Όταν η συνέχεια και η διάρκεια του έθνους βρίσκονται σε κίνδυνο, δεν έχετε το δικαίωμα να παραμένετε ουδέτεροι, διακηρύσσει «προς τους Ισπανούς στρατιώτες», υπενθυμίζοντάς τους την ρήση του φιλόσοφου Όσβαλντ Σπένγκλερ: «Σε τελευταία ανάλυση, ο πολιτισμός πάντοτε διασώθηκε από μια διμοιρία στρατιωτών».
Υπέρμαχος της νιτσεϊκής «θέλησης για δύναμη» (Der Wille zur Macht), διακηρύσσει ότι «όταν η δικαιοσύνη ή η πατρίδα βεβηλώνονται από κάποιους, τότε αρχίζοντας με πυροβολισμούς είναι σχεδόν πάντα ο καλύτερος τρόπος για να καταλαβαινόμαστε με αυτούς τους κάποιους». Στο κάτω-κάτω της γραφής η ζωή δεν είναι παρά «εθνοφρουρά» και κανείς οφείλει να την ζει σε πνεύμα αγνότητας, ασκητισμού και θυσίας. Εκείνοι που θα επιτύχουν κάτι τέτοιο είναι οι άνθρωποι που συνειδητοποιούν την ποιητική στάση της συμπεριφοράς τους. Έτσι κι αλλιώς «ουδείς πλην των ποιητών δεν μπόρεσε ποτέ να συγκινήσει τον κόσμο». Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει κανείς να ανακαλύψει εκ νέου την «Πατρίδα: Ενωμένη-Μεγάλη-Ελεύθερη» (σύνθημα που πρωτοχρησιμοποίησε ο Ισπανός φασιστής ηγέτης Λεντέσμα).
Επαγγέλλεται τη «νέα τάξη» μέσα από μια «εθνική επανάσταση» η οποία θα οργανώσει την ισπανική κοινωνία, πέραν και μακράν των κομμάτων, επάνω σε μια συνεταιριστική φιλοσοφία, σε έναν συνεταιρισμό όπου η οικογένεια, η κοινότητα, και τα συνδικάτα που διεισδύουν κάθετα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, αποτελούν τους πραγματικούς εκφραστές της υγιούς κοινωνικής δυναμικής. Στα πλαίσια αυτά εισηγείται το επείγον μιας γενναίας αγροτικής μεταρρύθμισης, και την αναγκαιότητα μιας εθνικής παιδείας, η οποία θα στοχεύει στην διαμόρφωση ενός αγέρωχου εθνικού πνεύματος και μιας ενσυνείδητης υπερηφάνειας για την πατρίδα, ενώ παράλληλα διαφοροποιεί τις λειτουργίες του κράτους από αυτές της εκκλησίας.
Ένθερμος καθολικός ο ίδιος, θεωρεί τον Παράδεισο όχι ως τόπο αναπαύσεως αλλά ως τόπο δράσεως, όπου «οι άγγελοι αναμένονται να είναι όρθιοι σε εγρήγορση, οπλισμένοι με τα φημισμένα σπαθιά του Τολέδο», ενώ το όνειρό του ήταν «να δει την Ισπανική Φάλαγγα να κατακτά την Ισπανία για την Ισπανία, βαδίζοντας στους ήχους στρατιωτικών εμβατηρίων».
Χοσέ Αντόνιο! Ονειροπόλος και αγγελοκρουσμένος. Σε τάξη μάχης. Πάντα Παρών!
Ο «ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ» ΚΙ’ Ο «ΦΑΣΙΣΤΑΣ»…
(Ρέκβιεμ για δυο αγωνιστές του ονείρου)
Ο ένας είδε στο «φασισμό» του 20ου αιώνα «την ποίηση», ο άλλος του καπιταλισμού «την τελικήν εφεδρεία». Συμμάχησαν κι’ οι δυο μ’ αυτούς που «φασίστες» κι’ «αντιφασίστες» πολιτογραφήθηκαν αντιστοίχως στην εμφύλια της πατρίδας τους σύρραξη. «Ιδεολόγοι», «ουτοπιστές», «ρομαντικοί» στα μάτια του εφήμερου «σύμμαχου» κι’ ανυποχώρητοι μπροστά στη δική του ο καθένας ελπίδα, σήκωσαν το βάρος της έμπνευσης κάθε ανυστερόβουλου νέου του καιρού τους που θέλησε να διαλύσει το ποταπό και χυδαίο «εγώ» της εφήμερης ύπαρξης, στο ανεξίτηλο «εμείς» της θυσίας. Με τους «συμμάχους» να παρελαύνουν στο πλάι τους, υπολογιστές του «σκοπού» και του «στόχου», τακτικιστές θλιβεροί του «υπέρ» του «κατά» και της «έκβασης». Ώσπου έγιναν «πρόβλημα», όχι για τον εχθρό, αλλά για τον ίδιο τον «σύμμαχο». Κι’ έπεσαν κι’ δυο, την ίδια μέρα νεκροί, τάχατες από τον «εχθρό», μα στ’ αλήθεια από τον «σύμμαχο», που -άμεσα ή έμμεσα- προκάλεσε το χαμό τους, το «σύμμαχο» που τάχατες θρήνησε για την «απώλεια του συντρόφου». Μπορεί και να ‘ταν της μοίρας το αναπόδραστο προμελέτημα, μπορεί και να ‘ταν από κείνες τις ανερμήνευτες της στατιστικής πιθανότητες που μάθαμε ν’ αποκαλούμε «συμπτώσεις». Χοσέ Αντόνιο πρίμο ντε Ριβέρα και Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι, στις 20 του Νοέμβρη του 1936, έφυγαν από τη ζωή, εγκαταλείποντας την αλληλοσφαγή του λαού τους, αφήνοντας πλέον χωρίς διακύβευμα την όποια της «έκβαση». Που ίσως και των δυο ο χαμός να ‘ταν το ίδιο το διακύβευμα. Μακάρι να βρήκαν εκεί που πήγανε οι ψυχές τουλάχιστον, τη δική της η κάθε μια «ουτοπία». Κι’ ας είναι καταραμένοι οι κάπηλοι όλων των Ιδεών, ας είναι καταραμένα τα τρωκτικά που τρέφονται απ’ των αγωνιστών τη θυσία…
ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΠΑΤΕΡΑΚΗΣ