Το πολιτικό εγχείρημα του ευρωκομμουνισμού εμφανίστηκε στη Δυτική Ευρώπη, κατά τη δεκαετία του 1970.
Οι κυριότεροι φορείς του ρεύματος αυτού ήταν τα κομμουνιστικά κόμματα της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, αν και επηρέασε ευρύτερα την πολιτική της ευρωπαϊκής, αλλά και της διεθνούς αριστεράς.
Ο βασικός πολιτικός και ιδεολογικός άξονας του μπορεί να διαβαστεί ως μια απόπειρα ανάπτυξης διαφορετικών πολιτικών πρακτικών και χάραξης ενός άλλου στρατηγικού ορίζοντα, πέρα από αυτόν που κυριαρχούσε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα (μαρξισμός-λενινισμός σοβιετικού τύπου), αλλά και πέρα από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε τα παρακάτω ιστορικά δεδομένα: η Κομμουνιστική Τρίτη Διεθνής, γνωστή και ως Κομιντέρν, διαλύθηκε το 1943, ενώ η Σοσιαλιστική Διεθνής (της οποίας πρόεδρος την τρέχουσα περίοδο είναι ο Γιώργος Παπανδρέου), ιδρύθηκε το 1951.
Το πρώτο δεδομένο σήμαινε, μεταξύ άλλων, ότι τα κομμουνιστικά κόμματα που ήταν μέλη της Κομιντέρν μετατράπηκαν σε εθνικά κόμματα, αν και δεν έπαψαν ποτέ να καθοδηγούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το κόμμα της «μητέρας του σοσιαλισμού», δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης.
Το δεύτερο, η ίδρυση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, σήμαινε πως η οικογένεια των κομμάτων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας αποκτούσε κοινή στέγη και μια σειρά από θεμελιώδεις πολιτικές αρχές, όπως η πίστη στις αρχές της δυτικής αστικής δημοκρατίας και σε μια συγκεκριμένη μορφή οικονομικής πολιτικής, γνωστής και ως κεϋνσιανισμός.
Μια σειρά από πολιτικές και ιστορικές εξελίξεις, που έλαβαν χώρα κυρίως κατά τη δεκαετία του 1960 (χωρίς βεβαίως να ξεχνούμε τα όσα διαδραματίστηκαν στην Κούβα τη δεκαετία του ’50), όπως ο πόλεμος στην Αλγερία, το Βιετνάμ, η άνοιξη της Πράγας και η παγκόσμια διάσταση της φοιτητικής εξέγερσης με επίκεντρο τη Γαλλία τον Μάη του ’68, έδειξαν αφενός τα αδιέξοδα του υπαρκτού σοσιαλισμού, και αφετέρου, τη δυνατότητα νικηφόρων επαναστατικών αγώνων που ξεπερνούσαν τον ορίζοντα της αστικής δημοκρατίας.
Οι εξελίξεις αυτές καθόρισαν εν πολλοίς το τοπίο της ευρωπαϊκής αριστεράς, και όχι μόνο αυτής. Με βάση τα παραπάνω, και με δεδομένη τη σημαντική εκλογική άνοδο των δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο ευρωκομμουνισμός υιοθέτησε μια σειρά βασικών θέσεων, οι οποίες είχαν σκοπό την κατασκευή ενός πολιτικού πλαισίου απαλλαγμένου τόσο από τον αυταρχισμό και τον συγκεντρωτισμό που χαρακτήριζε τα καθεστώτα του «υπαρκτού», όσο και από τις, ουσιαστικά ενταγμένες στην κυρίαρχη καπιταλιστική λογική, θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας.
Επίσης, το πολιτικό πρόγραμμα του ευρωκομμουνισμού καθορίστηκε εμμέσως και από το ότι στην Ιταλία κυρίως, αλλά και στη Γαλλία και στη Γερμανία του ’70, η δράση ένοπλων ομάδων με διακηρυγμένους στόχους την ανατροπή της καπιταλιστικής κυριαρχίας, ήταν βασικό στοιχείο της πολιτικής συγκυρίας.
Οι βασικές θέσεις
Προτού παρουσιάσουμε τις βασικές θέσεις του εν λόγω ρεύματος οφείλουμε να προβούμε σε κάποιες μάλλον εύλογες και προφανείς παρατηρήσεις:
Κατά πρώτο, ο ευρωκομμουνισμός δεν ήταν ενιαίο ρεύμα από πολιτική και από θεωρητική σκοπιά. Όσοι και όσες αναφέρονταν και αναφέρονται σ’ αυτό έκαναν και κάνουν λόγο για το δεξιό και για τον αριστερό ευρωκομμουνισμό.
Κατά δεύτερο, υπήρχαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στην πολιτική που ακολουθούσαν οι κυριότεροι κομματικοί φορείς του.
Τέλος, η ύπαρξη κυριότερων υποδηλώνει ότι υπήρχαν και δευτερεύοντες φορείς του ευρωκομμουνισμού.
Ένας απ’ αυτούς ήταν και το ΚΚΕ Εσωτερικού, μέλος του οποίου ήταν ο Νίκος Πουλαντζάς, βασικός εκφραστής, από ένα σημείο και μετά, της ευρωκομμουνιστικής αντίληψης. Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές, θα προχωρήσουμε στην παρουσίαση των βασικών θέσεων του ευρωκομμουνισμού, οι οποίες ήταν οι παρακάτω:
1. Δυνατότητα βελτίωσης της αστικής δημοκρατίας. Με βάση την παραδοχή αυτή, και με βασική προϋπόθεση τη δραστηριοποίηση των λαϊκών μαζών, η μετάβαση στο σοσιαλισμό ήταν εφικτή εντός του πλαισίου και των θεσμών της αστικής δημοκρατίας. Η διάφορα του δεξιού από τον αριστερό ευρωκομμουνισμό στο σημείο αυτό είχε να κάνει με το αν και σε ποιο βαθμό ήταν αναγκαία η συνολική αναμόρφωση του κρατικού μηχανισμού, αν δηλαδή το μαζικό κίνημα θα προχωρούσε ή όχι σε ένα συνολικό θεσμικό επαναπροσδιορισμό όλων των κρατικών μηχανισμών με σκοπό τον κοινωνικό έλεγχο. Επί της ουσίας, στο σημείο αυτό αναπαραγόταν μια εν πολλοίς κλασική διαφωνία στο πλαίσιο της μαρξιστικής προβληματικής, σε σχέση με το αν και μέχρι ποιο βαθμό ο κρατικός μηχανισμός είναι ουδέτερος ή όχι.
2. Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την πλήρη αντικατάσταση του θεσμικού πλαισίου της αστικής δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, ενώ προβλέπονταν θεσμοί άμεσης δημοκρατίας όπως εργατικά συμβούλια και ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης, εντούτοις, οι θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας είτε δε μπορούσαν να υποκαταστήσουν είτε θα συνυπήρχαν με θεσμούς αντιπροσωπευτικής ή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (οι πολιτικές αποχρώσεις προφανώς συγκροτούσαν και στο σημείο αυτό το δίπολο αριστερά-δεξιά).
3. Η διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό προβλεπόταν ως μακρόχρονη και σταδιακή. Η συγκεκριμένη θέση είχε να κάνει με την παραδοχή από τη μεριά του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, ότι το στάδιο ανάπτυξης του πολιτικού συστήματος στη δύση έκανε σχεδόν αδύνατη την εμφάνιση κρίσεων μεγάλης κλίμακας. Στο σημείο αυτό, η δεξιά τάση πρότεινε την τακτική των μεταρρυθμίσεων ενώ η αριστερή αυτή των ρήξεων και των ποιοτικών αλμάτων: με άλλα λόγια, η δεξιά τάση πίστευε στην ειρηνική, νόμιμη και σταδιακή επανάσταση, ενώ η αριστερή πίστευε στις βαθμιαίες ποιοτικές ρήξεις και στο ριζικό μετασχηματισμό όλων των κρατικών μηχανισμών, τόσο των κατασταλτικών όσο και των ιδεολογικών.
4. Επεξεργασίες που οδηγούσαν στην αλλαγή του τρόπου λειτουργίας των κομμουνιστικών κομμάτων. Στόχος ήταν η επίτευξη πιο δημοκρατικών διαδικασιών και η «οριζόντια» επικοινωνία των μελών παράλληλα με τις «κάθετες» δομές. Για το λόγο αυτό τέθηκαν στο προσκήνιο θεσμοί όπως οι θεματικές επιτροπές και ιδέες που αμφισβητούσαν την κομματική πειθαρχία.
Συνεπώς, η ευρωκομμουνιστική προοπτική είχε διαφορετικό σχέδιο σε σχέση με τη λενινιστική (αν και η συζήτηση για τον Λένιν την περίοδο εκείνη αναγκαστικά επικαθοριζόταν από αυτό που είχε καθιερωθεί ως «μαρξισμός-λενινισμός»), τόσο ως προς τη διαδικασία μετάβασης, όσο και ως προς την κρατική εξουσία, αλλά και ως προς τη διαδικασία εμπέδωσης του σοσιαλισμού μετά την πολιτική επικράτηση της όποιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης. Σε αντίθεση με το πολιτικό πρόγραμμα της Τρίτης Διεθνούς, το οποίο συμπυκνωνόταν στη μετωπική σύγκρουση με το κράτος και την οριστική κατάλυση του (αν και η ιστορία των χωρών του υπαρκτού έδειξε ότι οι κρατικοί μηχανισμοί όχι μόνο διατηρήθηκαν αλλά μετατράπηκαν σε μηχανισμούς άσκησης αυταρχικών εξουσιαστικών μορφών), η ευρωκομμουνιστική προοπτική δεν υποστήριζε τη βίαιη σύγκρουση με το κράτος: αντιθέτως, έκανε λόγο για διατήρηση των θεσμών αντιπροσωπευτικής-κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ταυτόχρονα και παράλληλα με την πρόνοια για ύπαρξη αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών στη λεγόμενη κοινωνική βάση.
Οι θέσεις αυτές σχετίζονταν με τη θεωρητική σκοπιά μέσω της οποίας το εν λόγω ρεύμα διάβασε τόσο την ιστορία και τη θεωρία του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και την ευρωπαϊκή ιστορία εν γένει.
Μια πολύ βασική παραδοχή του ευρωκομμουνισμού ήταν ότι το στάδιο ανάπτυξης (οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής) των δυτικών κοινωνιών ήταν τέτοιο που επέτρεπε την επίτευξη προοδευτικών κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών χωρίς την προσφυγή σε βίαιες μορφές δράσης. Θεωρούσαν λοιπόν ότι η ανάπτυξη της δυτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ήταν τόσο υψηλή, ώστε απαιτούνταν κάποιες μικρές μετατοπίσεις και κινήσεις τακτικής από τη μεριά της αριστεράς για να επιτευχθούν οι στόχοι της.
Σε γενικές γραμμές, η Ευρώπη ήταν για τον ευρωκομμουνισμό η κοιτίδα του Διαφωτισμού, της προόδου, της κουλτούρας και των γραμμάτων. Συνεπώς, και σε αντίθεση με αυτά που διαδραματίζονταν στις χώρες του ανατολικού μπλοκ και στην Κίνα, υπήρχε η πεποίθηση ότι μια διαφορετική (ευρωκομμουνιστική) Ευρώπη ήταν εφικτή χωρίς ρήξεις μεγάλης κλίμακας.
Η «προηγμένη» Ευρώπη δεν είχε καμία σχέση με την «καθυστερημένη» Ανατολή: στην Ανατολή λόγω της πολλαπλής καθυστέρησης, ήταν αναγκαία η προσφυγή στην ένοπλη βία αλλά ήταν και περίπου αναμενόμενος ο δεσποτισμός των καθεστώτων αυτών, ενώ στη δύση η αστική δημοκρατία δεν απείχε και τόσο από τη σοσιαλιστική της μετεξέλιξη.
Στο δια ταύτα
Επιχειρώντας ένα σχόλιο σε αδρές γραμμές του πυρήνα των θέσεων του ευρωκομμουνισμού, θα θέλαμε να ξεκινήσουμε από την εκτίμηση του για το επίπεδο του πολιτικού ανταγωνισμού στο πλαίσιο της δεκαετίας του ’70.
Θα λέγαμε λοιπόν ότι τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα μάλλον υπερτίμησαν τις δυνάμεις τους, δηλαδή την εκλογική άνοδο της αριστεράς την περίοδο εκείνη.
Επίσης, μάλλον υποτίμησαν τον αντίπαλο. Θεώρησαν πως η αστική δημοκρατία και το αστικό κράτος μπορεί να κατακτηθεί και να μεταρρυθμιστεί χωρίς μεγάλες θυσίες.
Βέβαια, η αντίληψη αυτή στηριζόταν, εκτός των άλλων και στο ότι οι αγώνες των λαϊκών δυνάμεων ήταν που είχαν οδηγήσει στον εκδημοκρατισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Όμως, στην προσπάθεια τους αυτή έκαναν κάποιες κινήσεις τακτικής οι οποίες οδήγησαν στα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που προσδοκούσαν.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα: ο ιστορικός συμβιβασμός του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος αλλά και η συναίνεση του στο πρόγραμμα λιτότητας, ούτως ώστε να εξέλθει η χώρα από την οικονομική και πολιτική (δράση ένοπλων ομάδων) «κρίση».
Το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα και το περίφημο Κοινό Πρόγραμμα με τους Σοσιαλιστές το οποίο οδηγήθηκε στην εκλογική ήττα του 1978, παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες τότε εκτιμήσεις, αλλά και η συμμετοχή του ΚΚΓ στην κυβέρνηση Μιτεράν, η οποία τελικά ενσωμάτωσε πλήρως το κόμμα αυτό την κυρίαρχη λογική της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία ανεξαρτήτως προθέσεων, αναπαρήγαγε και διεύρυνε την καπιταλιστική κυριαρχία με την πολιτική που άσκησε.
Η εμμονή, τέλος, στην εστίαση της κριτικής στον κρατικομονοπωλιακό χαρακτήρα του επιπέδου ανάπτυξης του καπιταλισμού την περίοδο εκείνη, μάλλον έθεσε σε δεύτερη μοίρα τη συνολική κριτική του καπιταλισμού, αν και, ειδικά στο σημείο αυτό, υπήρχαν αρκετές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του ρεύματος.
Είδαμε ότι τα ερωτήματα που απασχόλησαν το ρεύμα αυτό, διατρέχουν την πολιτική συζήτηση στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος διαχρονικά: τι να κάνουμε, πώς να το κάνουμε, με ποιους να συμμαχήσουμε και άλλα συναφή.
Όλες οι τάσεις και τα ρεύματα του μαρξισμού καλούνται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να απαντήσουν σ’ αυτά τα ζητήματα, γι’ αυτό και αξίζει να μελετηθούν χωρίς προκαταλήψεις. Με νηφαλιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΕΥΠΡΕΠΗ ΣΕΜΝΑ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟ ΠΑΝΤΩΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΑ