ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ

ΤΟ ΑΙΜΟΣ BLOG ΣΑΣ ΕΥΧΕΤΑΙ ΕΤΟΣ 2022, ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ



Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του.Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία ...Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα».Δεν είναι κακό να μην αισθάνεται κανείς Έλληνας, όπως και να πιστεύει άκριτα, όπου αυτός θέλει, τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι άλλωστε το κάνουν αυτό, κακό είναι να διαστρεβλώνει την αλήθεια με ανύπαρκτες γνώσεις και ψεύδη! ”Το πολιτικό σύστημα θριαμβεύει επειδή είναι μια ενωμένη μειοψηφία που ενεργεί εναντίον μιας διαιρεμένης πλειοψηφίας.”

Τα κόμματα αντανακλούν κοινωνικές πραγματικότητες και ιδεολογικές αφετηρίες. Και μονάχα όταν η ίδια η κοινωνία τα απορρίψει, περνούν στην Ιστορία.

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ : Από τη Μικρασιατική καταστροφή στη τουρκική εισβολή στην ΚΥΠΡΟ.


ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ 

ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ ΕΧΘΡΟΥΣ. 












Το κυπριακό ζήτημα και η αγγλοαμερικανική πολιτική

Σ' όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, το κυπριακό ζήτημα κινήθηκε ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη , δηλαδή ανάμεσα στα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Για όσο διάστημα κρατούσε τα ηνία του αποικιοκρατικού κόσμου, η Αγγλία θεωρούσε την Κύπρο αναπόσπαστο τμήμα της αυτοκρατορίας της. Αλλά κι όταν το αποικιοκρατικό της σύστημα κατέρρευσε, η Βρετανική Αυτοκρατορία δεν εγκατέλειψε την Κύπρο, γνωρίζοντας τη στρατηγική της αξία, αναφορικά με τον έλεγχο της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Με το ίδιο σκεπτικό, ενήργησαν και οι Αμερικανοί ως νέοι ηγέτες του παγκόσμιου χάρτη-Γάλτα, εντάσσοντας το νησί στο στρατηγικό σχεδιασμό, το δικό τους και του ΝΑΤΟ. 

Ετσι, από το 1949, που ιδρύεται το ΝΑΤΟ, και μετά, η Κύπρος θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα της νοτιοανατολικής πτέρυγας της ατλαντικής συμμαχίας.

Κυπριακό και αγγλοαμερικανική πολιτική στη δεκαετία του '50

Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του '50, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιχειρούν μια νόθα διεθνοποίηση του κυπριακού προβλήματος, τέτοια που να μην έρχεται σε αντίθεση με τις αμερικανοβρετανικές επιθυμίες. Αλλά κι αυτή η κολοβή διεθνοποίηση σκοντάφτει, δεδομένου ότι και τις δύο φορές που θα φτάσει το θέμα στον ΟΗΕ (1951 και 1954) Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες θα βρίσκονται από την ίδια πλευρά, αντιμέτωπες της απελευθέρωσης της Κύπρου και της αυτοδιάθεσης του πληθυσμού της. 

Οι σύμμαχοι - έγραφε το «Βήμα» το Δεκέμβρη του '54 - «μετεβλήθησαν εις συνωμότας διά να καταπνίξουν τη φωνή ενός υπερηφάνου λαού». Και η «Καθημερινή» συμπλήρωνε: «Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών απέδειξε, χωρίς καμιά δυνατή παρερμηνεία, πως η πίστη της προς την Ελευθερία μπορεί να γίνει αντικείμενο παζαρέματος... Απέδειξε, δηλαδή, η αμερικανική κυβέρνηση πως η πίστη της δεν είναι πίστη και πως τα ιδανικά που διαφημίζει στις ξένες αγορές δεν είναι ιδανικά, παρά μια πραμάτεια σαν κάθε άλλη».

Το 1955, το Κυπριακό δεν έγινε κατορθωτό να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, αφού 28 χώρες ψήφισαν κατά της εγγραφής (ανάμεσά τους όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ, πλην της Ελλάδας και της Ισλανδίας), 22 υπέρ και 10 αποχές.

Συνέπεια της αγγλοαμερικανικής πολιτικής αυτής της περιόδου είναι και η εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό. Η ανοιχτή εμπλοκή της Τουρκίας στο ζήτημα της Κύπρου έχει την αρχή της στα τέλη Ιουνίου του 1955, όταν η Μεγάλη Βρετανία πήρε την πρωτοβουλία να καλέσει Ελλάδα και Τουρκία σε τριμερή Διάσκεψη στο Λονδίνο για το Κυπριακό, με κύριο σκοπό να κερδίσει χρόνο, να ματαιώσει τη συζήτηση μιας πιθανής νέας προσφυγής της Ελλάδας στον ΟΗΕ για το θέμα, να περιορίσει στο μέγιστο δυνατό τη διεθνή διάσταση του ζητήματος και να το κλείσει στα στενά πλαίσια τριών και μόνο χωρών, όπου ο δικός της ρόλος θα είναι ηγεμονικός και, τέλος, να καταστήσει την Τουρκία ισότιμο συνομιλητή στις υποθέσεις της Κύπρου, αδυνατίζοντας αισθητά την ελληνική θέση. Βάζοντας στο παιχνίδι την Τουρκία, η Μ. Βρετανία χρησιμοποιούσε ανοιχτά την απειλή τη διχοτόμησης για να προωθεί κάθε φορά τα σχέδιά της στην Κύπρο. Η στάση της σ' αυτό το θέμα είναι απολύτως σαφής και στα κατά καιρούς σχέδια επίλυσης του Κυπριακού που παρουσίασε, βάση των οποίων αποτελούσε πάντοτε η αρχή της διχοτόμησης. Το τελευταίο - και κατά πολλούς το χειρότερο απ' όλα - βρετανικό σχέδιο διχοτόμησης που προτάθηκε και επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί ήταν το σχέδιο Μακ Μίλαν (19/6/1958), το οποίο έφερε τον τίτλο «Σχέδιο για Συνεταιρισμό στην Κύπρο» και, στα βασικότερα σημεία του, προέβλεπε:

- Τη σύνδεση της Κύπρου με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία και τη συνεργασία των κυβερνήσεων των τριών κρατών για τη διοίκηση του νησιού.

- Το διορισμό ενός αντιπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης κι ενός αντιπροσώπου της τουρκικής, οι οποίοι, μαζί με τον Αγγλο κυβερνήτη του νησιού, θα είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της Κύπρου.

- Τη συγκρότηση δύο Κοινοβουλίων, ενός ελληνοκυπριακού κι ενός τουρκοκυπριακού.

- Οι κάτοικοι του νησιού θα είχαν δύο ιθαγένειες. Ολοι ανεξαιρέτως τη βρετανική και οι μεν Ελληνοκύπριοι επιπλέον την ελληνική, οι δε Τουρκοκύπριοι επιπλέον την τουρκική.

- Το καθεστώς αυτό του «Συνεταιρισμού» θα διαρκούσε επτά χρόνια και στο διάστημα αυτό θα απαγορευόταν οποιαδήποτε συζήτηση για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη αλλαγή κυριαρχίας.

Η ανακοίνωση του σχεδίου Μακ Μίλαν και η έναρξη της εφαρμογής του την 1η Οκτώβρη 1958 - μια έναρξη, που, ουσιαστικά, στόχευε να εκβιάσει τις εξελίξεις στην κατεύθυνση των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου - έφεραν αποτέλεσμα. Οι εν λόγω συμφωνίες ήταν θέμα χρόνου.

Η απαρχή του διαμελισμού της Κύπρου

Μετά την υπογραφή των Συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η Κύπρος αποκτά κρατική υπόσταση. Το Σεπτέμβρη του '60 έγινε μέλος του ΟΗΕ, το Μάρτη του 1961 μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, το Μάη του 1961 μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και το Σεπτέμβρη του 1961 εντάσσεται στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. «Η αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών - γράφει ο Ν. Κρανιδιώτης - γίνεται οξύτερη, αφότου, μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου ανατρέπεται ο συσχετισμός δυνάμεων στο χώρο της Μέσης Ανατολής και μεταβάλλονται οι διεθνείς συνθήκες στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική και την Ασία (Κούβα, Βιετνάμ κλπ.). Η Αίγυπτος, η Λιβύη, η Συρία, η Υεμένη συνάπτουν συμμαχίες με τη Σοβιετική Ενωση και ρωσικά πολεμικά σκάφη διεισδύουν στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Το σοβιετικό οπλοστάσιο εμπλουτίζεται με διηπειρωτικούς πυραύλους και ο Ρώσος αστροναύτης Γιούρι Γκαγκάριν εκτελεί στις 12 Απριλίου 1961 την πρώτη πτήση στο Διάστημα.

Η Μ. Βρετανία δεν είναι πια σε θέση να αναλάβει την άμυνα του ευαίσθητου αυτού χώρου. Ετσι, αυξάνεται το αμερικανικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα από το Δεκέμβριο του 1963, και προωθείται συστηματικά πλέον από αγγλοαμερικανικής πλευράς μια Νατοϊκή, διχοτομική λύση του Κυπριακού».

Ο αγγλοαμερικανικός ιμπεριαλισμός κάνει ό,τι μπορεί για να σπρώξει τα πράγματα στην Κύπρο σε διχοτομικές λύσεις και προς αυτήν την κατεύθυνση συνδαυλίζει την κρίση του '63, ενθαρρύνοντας τον Μακάριο να προωθήσει συνταγματικές αλλαγές. «Υποστηρίζεται βάσιμα - γράφει ο Σπ. Λιναρδάτος - ότι το Λονδίνο έσπρωξε τον Μακάριο να επισπεύσει τις διαδικασίες αναθεώρησης του Συντάγματος, ακριβώς γιατί ήθελε να προκληθεί η κρίση... 

Το Λονδίνο και πολύ εντονότερα η Ουάσιγκτον θα θελήσουν να επαναφέρουν στην επικαιρότητα την "ένωση" της Κύπρου με την Ελλάδα, με τρόπο, όμως, τέτοιο που θα οδηγεί στη διχοτόμηση. Η "διπλή ένωση", όπως θα ονομαστεί, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, δεδομένου ότι εξασφαλίζει τη ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου».

Ετσι φτάσαμε στην πρώτη διχοτόμηση με την επιβολή της πράσινης γραμμής.

Μετά την κρίση του '63, η λύση του κυπριακού ζητήματος για τους Αγγλοαμερικανούς, την Τουρκία, αλλά και την Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της ΝΑΤΟποίησης.

Προς την ολοκλήρωση της διχοτόμησης

Η πρώτη ανοιχτή προσπάθεια ΝΑΤΟικής διχοτόμησης της Κύπρου επιχειρήθηκε το Γενάρη του 1964 αμέσως μετά την κρίση του Δεκέμβρη του προηγούμενου έτους. Ετσι, με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μ. Βρετανίας, οργανώθηκε στο Λονδίνο η περιβόητη πενταμερής Διάσκεψη, στην οποία κλήθηκαν να συμμετάσχουν η Μ. Βρετανία, η Ελλάδα, η Τουρκία, ένας εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων κι ένας των Τουρκοκυπρίων. 

Το γεγονός ότι δεν κλήθηκε να συμμετάσχει η κυπριακή κυβέρνηση είναι ενδεικτικό των προθέσεων και των επιδιώξεων των Αγγλοαμερικάνων οργανωτών. «Η πολιτική του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον στο Κυπριακό - γράφει ο Ν. Κρανιδιώτης - απέβλεπε τότε στην επιβολή μιας λύσης, που θα εξασφάλιζε την ενότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ (προλαμβάνοντας έτσι έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο), την αποτροπή σοβιετικής ανάμειξης στη διένεξη, την αποφυγή ευρύτερης διεθνοποίησης του θέματος (μέσω του ΟΗΕ) και, τέλος, την υπαγωγή της Κύπρου κάτω από Νατοϊκό έλεγχο». Στο πλαίσιο αυτό, στη Διάσκεψη κατατέθηκε ένα αγγλοαμερικανικό σχέδιο - έκτρωμα για την αντιμετώπισης της κυπριακής κρίσης που έμεινε στην ιστορία με την ονομασία «Σχέδιο Σάντις - Μπολ» (από τα ονόματα του υπουργού κοινοπολιτειακών υποθέσεων της Μ. Βρετανίας Ντάνκαν Σάντις και του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ). 

Το σχέδιο αυτό, εν συντομία, προέβλεπε την εγκατάσταση στην Κύπρο ΝΑΤΟικών στρατευμάτων, καταργούσε την κυπριακή κυβέρνηση, αλλά και την ίδια την Κύπρο ως ανεξάρτητο κράτος και την έθετε κάτω από τη διοίκηση του ΝΑΤΟ. 

Το σχέδιο, όμως, δεν είχε καμία τύχη, γιατί αντιτάχθηκε στην εφαρμογή του η κυπριακή κυβέρνηση υποστηριζόμενη στο εσωτερικό του νησιού από το ΑΚΕΛ και τον κυπριακό λαό και σε διεθνές επίπεδο από τη Σοβιετική Ενωση.

Μια δεύτερη προσπάθεια ΝΑΤΟποίησης - διχοτόμησης ήταν τα δύο σχέδια Ατσεσον, που υποβλήθηκαν στο διάστημα Ιουλίου - Αυγούστου 1964. Το πρώτο προέβλεπε την «ένωση» της νήσου με την Ελλάδα υπό τις εξής - μεταξύ άλλων - βασικές προϋποθέσεις:

- Να παραχωρηθεί κατά κυριαρχία στην Τουρκία η χερσόνησος της Καρπασίας (από το Μπογάζι μέχρι τα σύνορα της Μονής του Αποστόλου Ανδρέα) για να χρησιμοποιηθεί ως τουρκική στρατιωτική βάση.

- Οι Τουρκοκύπριοι εκτός βάσεως να τύχουν ειδικής μεταχείρισης: Δύο ή τρεις περιοχές της Κύπρου όπου οι Τουρκοκύπριοι είχαν την πλειοψηφία να μετατραπούν σε καντόνια, να αποτελέσουν, δηλαδή, ειδικές αυτόνομες περιοχές με δική τους αυτοδιοίκηση. Οι υπόλοιποι Τουρκοκύπριοι να υπαχθούν στην αρμοδιότητα ενός κεντρικού τουρκοκυπριακού οργανισμού και όσοι θα παραμείνουν κάτω από ελληνική διοίκηση να έχουν όλα τα μειονοτικά δικαιώματα.

- Να συσταθεί διεθνής επιτροπή, διορισμένη είτε από τον ΟΗΕ είτε από το ΝΑΤΟ, για την παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν στα ειδικά προνόμια και δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων.

Το σχέδιο αυτό συνάντησε την πλήρη αντίθεση της κυπριακής πλευράς, ενώ η κυβέρνηση Παπανδρέου έχει μπει στο παιχνίδι του παζαρέματος, ελπίζοντας ότι τελικά θα πετύχει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με εδαφικά ανταλλάγματα, αλλά όσο το δυνατόν μικρότερα.

Τελικά, ο Ατσεσον τροποποίησε το πρώτο του σχέδιο και διαμόρφωσε ένα δεύτερο, που στα βασικά του σημεία προέβλεπε:

- Η περιοχή της Καρπασίας - μειωμένης, όμως, εκτάσεως σε σχέση με αυτήν που προέβλεπε το πρώτο σχέδιο - να εκμισθωθεί από την Τουρκία για 50 χρόνια.

- Αντί για δημιουργία τουρκοκυπριακών καντονιών, οι Τουρκοκύπριοι στις περιοχές που πλειοψηφούν να διοικούνται από Τουρκοκύπριους επάρχους και το διοικητικό προσωπικό να είναι κατά πλειοψηφία ομόφυλοί τους. Επίσης, αντί να δημιουργηθεί κεντρική τουρκοκυπριακή διοίκηση, να αναλάβει διεθνής ή άλλη προσωπικότητα την εποπτεία εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τους Τουρκοκύπριους κλπ. Η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε αμέσως το δεύτερο σχέδιο Ατσεσον, αλλά το απέρριψε η Τουρκία.

Στο διάστημα που διεξάγονταν οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για τα σχέδια Ατσεσον, οι Αμερικανοί έσπρωχναν την Αθήνα να προωθήσει, σε συνεργασία με την κυπριακή κυβέρνηση, την πραξικοπηματική ένωση Κύπρου - Ελλάδας και, ταυτόχρονα, προετοίμαζαν την Τουρκία στο ενδεχόμενο της πραξικοπηματικής ένωσης να είναι έτοιμη να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο για να πάρει με τη δύναμη των όπλων όσα το σχέδιο Ατσεσον της έδινε.

Δηλαδή, με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ επιδίωκαν να γίνει στην Κύπρο η τουρκική εισβολή, που έγινε το 1974, δέκα χρόνια νωρίτερα. Κι αν δεν πέτυχε το σχέδιό τους, αυτό οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι, τελικά, Αθήνα και Λευκωσία φοβήθηκαν να πάρουν το ρίσκο της πραξικοπηματικής ένωσης, που θα είχε ως προαποφασισμένο αποτέλεσμα την τουρκική εισβολή και τη διχοτόμηση.

Η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας

Μετά την κατάρρευση των προαναφερόμενων αμερικανικών σχεδίων και μέχρι την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, το Κυπριακό γνώρισε διάφορες φάσεις στην εξέλιξή του, που, όμως, πάντοτε είχαν τη σφραγίδα των Αγγλοαμερικανών και του ΝΑΤΟ. Το ίδιο ακριβώς σκηνικό εμφανίστηκε και στη διάρκεια της επταετίας. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι την επανέναρξη των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό την αποφάσισαν και την ανακοίνωσαν στις 14 Ιουνίου του 1967 οι υπουργοί Εξωτερικών της Ατλαντικής Συμμαχίας. Ο διάλογος κατέληξε σε φιάσκο το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, αλλά αυτό δεν ήταν το σπουδαιότερο για τους Αγγλοαμερικανούς, όσο ότι έφερναν σε μια ηρεμία τη νοτιοανατολική πτέρυγα της συμμαχίας και λίγο αργότερα, το Νοέμβρη του ίδιου έτους, διαμόρφωναν τους καλύτερους δυνατούς όρους - με την προβοκάτσια του Κοφίνου και την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί - για μια μελλοντική τουρκική εισβολή και με τον κίνδυνο πρόκλησης ελληνοτουρκικού πολέμου ελαχιστοποιημένο.

Εχει σημασία να τονιστεί ότι με την αποχώρηση της μεραρχίας, η τουρκοκυπριακή πλευρά, έχοντας την έγκριση της Τουρκίας και των ΗΠΑ, προχώρησε σε μια σαφή διχοτομική ενέργεια: Συγκρότησε «Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση» στην Κύπρο - με καταστατικό χάρτη (κάτι σαν σύνταγμα) - που λειτούργησε μάλιστα αποτελεσματικά και οργάνωσε τους Τουρκοκύπριους πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, θέτοντας τις βάσεις για ό,τι έμελλε να επακολουθήσει.

Ετσι, μέσα από συνεχείς υπονομεύσεις της κυπριακής ανεξαρτησίας, μέσα από την ανάπτυξη ενός εθνικιστικού κλίματος και στις δύο κοινότητες, φτάσαμε τελικά στο πραξικόπημα του '74, στην τουρκική εισβολή και στη διχοτόμηση του Νησιού, στη «λύση», δηλαδή, του Κυπριακού όπως την επιδίωκαν οι ΗΠΑ και η Αγγλία.


ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΛΔΥΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ.Ο «Αττίλας» ερχόταν


«Εχθρός: Πέντε αεροσκάφη (...) έρριψαν περί την 06.00 ώραν αλεξιπτωτιστάς Δυτικώς χωρίου ΚΙΟΝΕΛΙ». Έτσι ξεκινά το ημερολόγιο της ΕΛΔΥΚ κατά την 20ή Ιουλίου του 1974, ημέρα του «Αττίλα 1». Συναντήσαμε τον επιμελητή του και δημοσιεύουμε για πρώτη φορά αποσπάσματά του.


    Η πρώτη βόμβα που έπεσε στην Κύπρο, ξημερώματα της 20ής Ιουλίου 1974, κατέστρεψε την Αίθουσα Επιχειρήσεων της ΕΛΔΥΚ. Η δεύτερη, το Κέντρο Επικοινωνιών της ίδιας μονάδας. Το χρονικό ενός πολέμου, που αναμένεται να αναγνωριστεί επισήμως με νομοσχέδιο του Υπουργείου Άμυνας, έχει καταγραφεί στις σελίδες του Απόρρητου Πολεμικού Ημερολογίου της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου.

    Συντάκτης του είναι ο Tαγματάρχης Θεοδόσης Καλλιώρας, τότε διευθυντής του 3ου Γραφείου. Ο ίδιος κρατούσε σημειώσεις κατά τη διάρκεια των μαχών, που δακτυλογραφήθηκαν μετά τη λήξη της δεύτερης φάσης του πολέμου, πριν από 24 χρόνια, από τον Λάμπρο Γώγο της 103 σειράς. Το στρατόπεδο είχε καταστραφεί και, με τη λήξη της δεύτερης φάσης, παραδόθηκε στους Τούρκους στις 16 Αυγούστου. Επισήμως, η τουρκική εισβολή είχε τελειώσει...

   «Αποτελεί τις σελίδες μιας ιστορίας που ακόμη δεν έχει αναγνωρίσει το επίσημο κράτος», επισημαίνει ο δακτυλογράφος του ημερολογίου, σήμερα πρόεδρος του Συνδέσμου Πολεμιστών ΕΛΔΥΚ. «Μπορεί να μην είναι πλήρες το κείμενο, αλλά σίγουρα αναφέρει τα ελάχιστα απ' όσα έγιναν στην Κύπρο», συμπληρώνει ο ίδιος.

   «Αν λιγοψυχήσαμε; Πρώτος εγώ το λέω. Κι όποιος πει ότι δε φοβάται στον πόλεμο είναι ψεύτης. Το θέμα είναι τι κάνεις για να επιβιώσεις. Έδειχνα ήρεμος, αλλά έπιανα το χέρι μου και μέτραγα διακόσιους σφυγμούς. Έχανα τον μπούσουλα. Το θέμα είναι ότι δεν την κοπάνησε κανένας», θυμάται ο Λ. Γώγος. «κερδίσαμε τις περισσότερες μάχες αλλά χάσαμε τον πόλεμο. Στο Μουσείο Ιστορίας του Λονδίνου έχει καταγραφεί ως μια από τις πιο άνισες μάχες που δόθηκαν. Και στις Θερμοπύλες χάσαμε, αλλά δεν αποτελούν μια ένδοξη σελίδα στην Ιστορία;».

ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ

ΠΟΛΕΜΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
(ΕΛΔΥΚ 20 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974)

1. ΚΑΙΡΟΣ: Αίθριος - Λίαν θερμός (34-36°C).

2. ΕΧΘΡΟΣ: Πέντε αεροσκάφη τύπου ΝΤΑΚΟΤΑ και εν τύπου C130 έρριψαν, περί την 06.00 ώραν, αλεξιπτωτιστάς εις περιοχήν Δυτικώς χωρίου ΚΙΟΝΕΛΙ.

Την 06.05 ω δύο εχθρικά αεροσκάφη εβομβάρδισαν το Στρατόπεδον της ΕΛΔΥΚ αιφνιδιαστικώς διά δύο βομβών 1.000 λιβρών. Η πρώτη βόμβα έπεσεν επί της Αιθούσης Επιχειρήσεων, την κατέστρεψεν ολοσχερώς, ομοίως κατέστρεψεν το Διοικητήριον, τα πέριξ ΤΟΛ (Γραμματείας, ΕΣΑ, Ταμείου, Οδοντιατρείου, Εποπτείου, Καντίνας), τρία τζιπ, το ηλεκτρικόν δίκτυον και δίκτυον επικοινωνιών. Η ετέρα κατέστρεψεν κτίριον ΛΒΟ - Κέντρον Επικοινωνιών και αριθμόν οχημάτων. Προκάλεσαν επίσης απωλείας εις το προσωπικόν (νεκροί - τραυματίαι).
Την 08.30 ω έτερα δύο εχθρικά αεροσκάφη επολυβόλησαν το Στρατόπεδον και έρριψαν ρουκέτας. Επροξενήθησαν ζημίαι και ελαφραί απώλειαι εις προσωπικόν.

3. ΗΜΕΤΕΡΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ: Την 05.00 ω ο Δ/κτής της ΕΛΔΥΚ διατάσσει διασποράν Μονάδων εντός του Στρατοπέδου, ήτις επραγματοποιήθη εντός 30΄. Την 05.45 διατάσσεται εφαρμογή του Σταδίου «Δ» Α/Α Αμύνης (όπλα τεταγμένα. Α/Α βολή μόνον εις περίπτωσιν προσβολής). (...)
Την 09.00 ω εγένετο επιθετική αναγνώρισις, κατόπιν προφορικής Διαταγής ΓΕΕΦ, διά δύο Λόχων και ενός ουλαμού αρμάτων προς ΚΙΟΝΕΛΙ, με σκοπόν την εγκατάστασιν στοιχείου ασφαλείας εκείθεν της γραμμής αμύνης του στρατοπέδου και αναγνώρισιν της αμυντικής τοποθεσίας του εχθρού. Η ενέργεια ανεκόπη υπό πυρκαϊάς εκτεταμένης εις θάμνους και χόρτα προ της τοποθεσίας, ην δεν ηδυνήθησαν να διαβούν τα άρματα.
Την 17.00 δι' επιτελούς Τχου (ΠΖ) Μιχαήλ, απεστάλη Δ/γή επιθέσεως, δι' ης καθωρίζετο ότι περί την 18.30 θα εξεδηλούτο γενική επίθεσις διά δυνάμεων της ΙΙΙ ΑΤΔ και ΕΛΔΥΚ προς κατάληψιν ΚΙΟΝΕΛΙ. Ούτω την 18.30 εκτοξεύεται γενική επίθεσις με δύο ΤΟ εν α΄ κλιμακίω (με δύο Λόχους έκαστον) τη συνεργασία «ΙΛΗΣ» αρμάτων και τη υποστηρίξει Πυ/κού (Μοίρα). Η επίθεσις εξελίχθη επιτυχώς αρχικώς και τα τμήματα υπερέβησαν την πρώτην σειράν πολυβολείων της τοποθεσίας, ανεκόπη δε προ Α/Τ τάφρου και δευτέρας σειράς πολυβολείων, εις ην επαγιδεύθησαν δύο άρματα και δύο έτερα κατεστράφησαν. Ουδέν εκ των αρμάτων ηδυνήθη να διαβή την τάφρον. Το Πεζικόν προχωρήσαν και πέραν της τάφρου εδέχθη καταιγιστικά πυρά παρά πολ/λων και η περαιτέρω κίνησις κατέστη αδύνατος. Η επίθεσις διήρκεσε μέχρι της 02.00 ω της 21.7.74 και τα τμήματα έσχον μεγάλας απωλείας, δεδομένου ότι αι λοιπαί κατευθύνσεις δεν ευοδώθησαν, άμα τη εκδηλώσει και λόγω επικειμένης επελεύσεως του φωτός της ημέρας, καθ' ην η εχθρική αεροπορία θα προεκάλει σοβαράς απωλείας, απεφασίσθη η σύμπτυξις των τμημάτων, ήτις επερατώθη με το Π.Φ. κατόπιν διαταγής του ΓΕΕΦ.

4. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ:

α. Διετάχθη τηλεφωνικώς η διανομή του εις χώρον της ΕΛΔΥΚ, φυλασσομένου οπλισμού του ΓΕΕΦ εις διάφορα τμήματα (επιστρατευομένους, εφέδρους, οργανώσεις κτλ.) με σειράν προτεραιότητος ΠΑΟ 106 χιλ., όλμοι 4,2΄΄ και ελαφρός οπλισμός.
β. Εκ των ως άνω βομβαρδισμών της πρώτης ημέρας η ΕΛΔΥΚ έσχεν τας κάτωθι απωλείας: Αξκοί τραυματίαι 2, Μόν. Υπξκοί τραυματίαι 3, Οπλίται νεκροί 3, τραυματίαι 10.
γ. Ομοίως κατά την νυκτερινήν επίθεσιν 20/21 προς ΚΙΟΝΕΛΙ εσημειώθησαν αι κάτωθι απώλειαι:
Αξκοί τραυματίαι 5, Μόν. Υπξκοί νεκροί 1, Οπλίται νεκροί 7, τραυματίαι 12, αγνοούμενοι 11.





Ο «Αττίλας» ερχόταν

Στις 19 Ιουλίου 1974, τέσσερις μόλις μέρες μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδιδαν την είδηση ότι η Τουρκία είχε αρχίσει τις προεργασίες για εισβολή στην Κύπρο. 
Οι πρωινές τουρκικές εφημερίδες, προτρέχοντας των γεγονότων, έγραφαν ότι ο αποβατικός στόλος βρισκόταν ήδη στα ανοιχτά της Κύπρου. Ηταν ένα τέχνασμα του Γενικού Επιτελείου, για να δεσμευτεί η τουρκική κυβέρνηση στην κοινή γνώμη και να μην μπορεί να υπαναχωρήσει, όσες πιέσεις κι αν δεχόταν.


Στην πραγματικότητα, ο στόλος αναχώρησε στις 10.30 το πρωί. Το ταξίδι προς τις βόρειες ακτές της Κύπρου θα διαρκούσε 20 ώρες. Το πρώτο αποβατικό πλοιάριο αναμενόταν να φτάσει γύρω στις 5.30 το πρωί της 20ής Ιουλίου. Το Γενικό Επιτελείο επέτρεψε την κινηματογράφηση του απόπλου του στόλου. Σκηνές μεταδόθηκαν από το BBC στο απογευματινό τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων των 5.30.

Οι πληροφορίες για επικείμενη εισβολή στην Κύπρο έφτασαν στο νησί μέσω των εκπομπών ξένων ραδιοσταθμών και διαδόθηκαν σε όλο το νησί από στόμα σε στόμα. Γύρω στο μεσημέρι διαδόθηκε ο ψίθυρος ότι στην Αμμόχωστο βρίσκονταν σε εξέλιξη συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Στη Λευκωσία άρχισαν να κλείνουν τα καταστήματα και ο κόσμος αποσυρόταν στα σπίτια του. Το καθεστώς Σαμψών, προσπαθώντας να περιορίσει τον πανικό, διαβεβαίωνε την κοινή γνώμη ότι δεν έτρεχε τίποτα. Αργά το απόγευμα, το ΡΙΚ μετέδωσε ανακοίνωση του γενικού εισαγγελέα Κρίτωνα Τορναρίτη. Είχε δηλώσει πίστη στο πραξικοπηματικό καθεστώς και διατήρησε τη θέση του - σύμφωνα με την οποία η διασπορά ψευδών ειδήσεων ήταν ποινικό αδίκημα.

Η Τουρκία διέθετε 106 αποβατικά σκάφη, αλλά στο πρώτο αποβατικό κύμα συμμετείχαν μόνο 11, συνοδευόμενα από αντιτορπιλικά, αρματαγωγά και άλλα πλοία συνοδείας. Τα υπόλοιπα είτε διατηρήθηκαν ως εφεδρεία στη Μερσίνα, για να μεταφέρουν νέες δυνάμεις στην Κύπρο, είτε προωθήθηκαν προς το Αιγαίο για να χρησιμοποιηθούν για απόβαση σε ελληνικά νησιά, στην περίπτωση που η Ελλάδα θα έμπαινε στον πόλεμο. Μέχρι την έναρξη της εισβολής, η Τουρκία είχε μετακινήσει στα σύνορά της με την Ελλάδα το 70% των δυνάμεών της.

Η Τουρκία διέθετε το 1974 το μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Είχε υπό τα όπλα 453.000 άντρες, από τους οποίους οι 365.000 υπηρετούσαν στο στρατό ξηράς, οι 40.000 στο ναυτικό και οι 48.000 στην αεροπορία. 

Το οπλοστάσιό της ήταν αμερικανικής προέλευσης και, για την εποχή του, σύγχρονο. Διέθετε 1.500 μεσαία άρματα μάχης Μ-47 και Μ-48, τεθωρακισμένα Μ-8, 1.000 τεθωρακισμένα φορτηγά Μ-59, 200 αυτοκινούμενα πυροβόλα, αντιαρματικούς πυραύλους κ.ά. Το ναυτικό διέθετε 19 αντιτορπιλικά, 17 υποβρύχια και κανονιοφόρους, 11 τορπιλακάτους, 4 αρματαγωγά, 106 αποβατικά, 67 βοηθητικά και διάφορα άλλα σκάφη. Η αεροπορία είχε στη δύναμή της 292 αεροσκάφη, μεταξύ των οποίων Φάντομ F-4E, F-104G, F-100D, F-84F κ.ά.

Στην επιχείρηση κατά της Κύπρου συμμετείχαν 40.000 στρατιώτες. Χρησιμοποιήθηκε η 39η Μεραρχία, η οποία είχε συγκροτηθεί μετά το 1964, αποκλειστικά και μόνο για να χρησιμοποιηθεί στην εισβολή κατά της Κύπρου. Η 39η Μεραρχία ενισχύθηκε από ένα σύνταγμα πεζοναυτών, μια ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών και μια ταξιαρχία καταδρομέων. Η αποβατική δύναμη υποστηριζόταν από το ναυτικό και την αεροπορία. Γενικός συντονιστής της επιχείρησης ήταν το Γραφείο Ειδικού Πολέμου, με επικεφαλής τον στρατηγό Γιαμάκ Κεμάλ.

Η κυπριακή Εθνοφρουρά, από την άλλη, ήταν εξοπλισμένη με πεπαλαιωμένο υλικό, κυρίως ρωσικής προέλευσης, κατάλοιπο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Διέθετε 35 απηρχαιωμένα άρματα μάχης Τ34, 45 τεθωρακισμένα μεταφοράς προσωπικού BTR, 20 πυροβόλα των 100 χιλιοστών και 60 πυροβόλα μικρότερων διαμετρημάτων. Διέθετε επίσης 45 βρετανικά τεθωρακισμένα οχήματα αναγνώρισης Μάρμον Χάριγκτον, 280 ΠΑΟ όλων των διαμετρημάτων, 20 αντιαεροπορικά πυροβόλα Μπόφορς και άλλα ελαφρότερα όπλα. Οι οπλίτες ήταν εφοδιασμένοι με τυφέκια Λι Ενφιλτ Νο 4, κοινώς μαρτίνια, κατάλοιπα κι αυτά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η μετακίνηση του ανθρώπινου δυναμικού, η ρυμούλκηση των πυροβόλων και η μεταφορά των εφοδίων στηριζόταν σε προπολεμικά οχήματα, τα οποία είχαν αποσυρθεί από το βρετανικό στρατό ως ακατάλληλα, τη δεκαετία του 1940. Η Κύπρος δεν διέθετε αεροπορία, ενώ το ναυτικό ήταν εξοπλισμένο με πέντε ρωσικές τορπιλακάτους. Τα μέσα αυτά ήταν υπέρ του δέοντος ικανοποιητικά για την επιτυχή διεξαγωγή ενός πραξικοπήματος, αλλά ελάχιστα για να αντιπαραταχθούν με έναν πολυπρόσωπο και άρτια οργανωμένο στρατό του ΝΑΤΟ, εξοπλισμένο με όλα τα μέσα για τη διεξαγωγή ενός σύγχρονου πολέμου. Εκτός από το αρνητικό για την Κύπρο ισοζύγιο δυνάμεων, η πραξικοπηματική ηγεσία της Εθνικής Φρουράς αποψίλωσε την άμυνα της Κύπρου και αποδιοργάνωσε όλες τις συγκροτημένες μονάδες της Εθνικής Φρουράς που διέθεταν βαριά όπλα.

Το τουρκικό σχέδιο

Σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο που είχε καταρτίσει το τουρκικό γενικό επιτελείο, η επιδρομή κατά της Κύπρου θα άρχιζε με μαζικούς βομβαρδισμούς εναντίον στρατιωτικών εγκαταστάσεων της Εθνοφρουράς, με στόχο την πλήρη αποδιοργάνωση της άμυνας του νησιού. Θα ακολουθούσε η αποβίβαση δυνάμεων από τη θάλασσα στην ακτή δυτικά της Κερύνειας. Ταυτόχρονα, μεταγωγικά αεροπλάνα θα έριχναν μεγάλη δύναμη αλεξιπτωτιστών στον τουρκικό θύλακο βόρεια της Λευκωσίας, για να ενισχύσουν τις δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων και της ΤΟΥΡΔΥΚ και να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε ενέργεια της Εθνικής Φρουράς. Η ενίσχυση του θυλάκου θα γινόταν και με δυνάμεις καταδρομών, που θα μεταφέρονταν στην περιοχή Αγύρτας, στη νότια πλαγιά του Πενταδάκτυλου, με αποστολή να κινηθούν προς τη βόρεια ακτή και να συνενωθούν με το προγεφύρωμα της Κερύνειας.

Στόχος των Τούρκων ήταν, μέσα στο πρώτο εικοσιτετράωρο, να δημιουργήσουν προγεφύρωμα στην ακτή της Κερύνειας, να καταλάβουν την πόλη, να συνενώσουν το λιμάνι με τον κύριο τουρκοκυπριακό θύλακο βόρεια της Λευκωσίας και να καταλάβουν το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας.


Στις 21.15 της 19ης Ιουλίου, το ραντάρ του Σταθμού Εγκαιρης Προειδοποίησης (ΣΕΠ) της Ναυτικής Διοίκησης Κύπρου στο ακρωτήριο του Αποστόλου Ανδρέα εντόπισε έξι πλοία σε σχηματισμό να κατευθύνονται προς τον κόλπο της Αμμοχώστου. Τα τέσσερα από αυτά ήταν εμπορικά, αφού η νηοπομπή χρησιμοποιήθηκε παραπλανητικά από τους Τούρκους, για να παρασύρουν την Εθνική Φρουρά να μετακινήσει τις δυνάμεις της προς την Αμμόχωστο, για να είναι πιο εύκολη η απόβασή τους στην Κερύνεια. Περίπου μισή ώρα αργότερα εντοπίστηκαν από τα ραντάρ ακόμη έντεκα πλοία, τα οποία κατευθύνονταν προς το ακρωτήριο Κορμακίτη, βορειοδυτικά της Κύπρου. Αυτός ήταν ο πραγματικός αποβατικός στόλος.

Η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς βρισκόταν στο ΓΕΕΦ και παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Οπως ανέφερε σε μεταγενέστερη κατάθεσή του ο διοικητής Ναυτικού, αντιπλοίαρχος Γεώργιος Παπαγιάννης, είχε πάει στο γραφείο του ταξίαρχου Γεωργίτση, ο οποίος εκτελούσε χρέη αρχηγού της Εθνικής Φρουράς. 

Ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, Γεώργιος Ντενίσης, διαφωνούσε με το πραξικόπημα και σκόπιμα κλήθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου. Την επομένη του πραξικοπήματος διατάχθηκε να επιστρέψει στο νησί, αλλά αρνήθηκε να συμμορφωθεί και υπέβαλε την παραίτησή του. Τότε, η χούντα διόρισε ως αντικαταστάτη του τον αρχηγό του πραξικοπήματος, Μιχαήλ Γεωργίτση - και τον ενημέρωσε για τις κινήσεις του τουρκικού στόλου. «Ο Α/ΓΕΕΦ αμέσως, παρουσία μου, ετηλεφώνησεν εις ΑΕΔ διά του απ' ευθείας τηλεφώνου, το οποίον είχομεν εγκαταστήσει προ τετραημέρου. Εν συνεχεία μου είπεν να εξακολουθήσω την παρακολούθησιν τούτων και ότι εκ του ΑΕΔ του είπον ότι πρόκειται προφανώς περί ασκήσεως».



Γύρω στις δύο το πρωί της 20ής Ιουλίου τα έξι πλοία που έπλεαν προς τον κόλπο Αμμοχώστου έκαναν στροφή και πήραν πορεία προς την Τουρκία. 

Η πληροφορία διαβιβάστηκε και πάλι από τον Γεωργίτση στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, για να πάρει την απάντηση πως «αυτό ήτο επιβεβαιωτική ένδειξις ότι επρόκειτο περί ασκήσεως». Στις τέσσερις τα χαράματα, τα άλλα έντεκα τουρκικά πλοία είχαν φθάσει σε απόσταση 15 μιλίων από την Κερύνεια.«Από της ώρας ταύτης, συνεχώς εδίδοντο αναφοραί εις ΑΕΔ, άνευ όμως ουδεμίας αντιδράσεως ή εντολής, υπό τούτων προς ημάς», αναφέρει ο Παπαγιάννης. Στις 4.30 η νηοπομπή σταμάτησε σε απόσταση 10 μιλίων από την Κερύνεια, εκτός των χωρικών υδάτων της Κύπρου. «Τούτο αναφέρεται εις ΑΕΔ. Αντίδρασις ουδεμία».


Ούτε τα στοιχειώδη…


Ακόμη και εκείνη τη στιγμή το ΓΕΕΦ δεν διέταξε τις μονάδες της Εθνικής Φρουράς να εφαρμόσουν το σχέδιο συναγερμού, να εκκενώσουν τα στρατόπεδα και να μετακινηθούν στους χώρους διασποράς τους. Ετσι, η έναρξη της εισβολής, με ελάχιστες εξαιρέσεις, βρήκε τις μονάδες στα στρατόπεδά τους και τους στρατιώτες να κοιμούνται στους κοιτώνες τους. Μια από τις εξαιρέσεις ήταν η ΕΛΔΥΚ, που είχε ενημερωθεί έγκαιρα για την επικείμενη εισβολή. 

Ο αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Κούρτης του κλιμακίου Κύπρου της ελληνικής ΚΥΠ πήγε στο στρατόπεδό της και ενημέρωσε σχετικά το διοικητή της, συνταγματάρχη Νικολαΐδη. Μια ώρα πριν από την έναρξη των τουρκικών επιχειρήσεων, ο Νικολαΐδης έθεσε την ΕΛΔΥΚ σε κατάσταση συναγερμού και διέταξε την εφαρμογή του σχεδίου διασποράς.


Στις 4.45 την αυγή άρχισε η τουρκική επίθεση με αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατά στρατιωτικών εγκαταστάσεων στις βόρειες ακτές, στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου και στην περιοχή Λευκωσίας. Βομβαρδίστηκε το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, τα στρατόπεδα πυροβολικού στην Αθαλάσσα και το αεροδρόμιο. Η τουρκική αεροπορία δεν σπατάλησε ούτε μια βόμβα για να καταστρέψει τα στρατόπεδα των αρμάτων μάχης (Τ-34) και των οχημάτων μεταφοράς προσωπικού (BTR) στην Κοκκινοτριμιθιά, επειδή γνώριζαν ότι ήταν κενά και τα άρματα βρίσκονταν στη Λευκωσία.

Ενόσω η αεροπορία συνέχιζε τους βομβαρδισμούς, τα αποβατικά σκάφη εκινούντο προς την ακτή. Στο λιμάνι της Κερύνειας ναυλοχούσαν δύο ρωσικής κατασκευής τορπιλάκατοι. Ο ναυτικός διοικητής διέταξε τον απόπλου τους «για να ελέγξουν τα πλοία, και αν βληθούν από αυτά, να επιτεθούν κατά της νηοπομπής». Οι τορπιλάκατοι βγήκαν από το λιμάνι της Κερύνειας λίγο μετά τις 5.00, για να εκτελέσουν, στην πραγματικότητα, αποστολή αυτοκτονίας. 

Σε 15 λεπτά, μια ρουκέτα που εκτοξεύτηκε από αεροπλάνο έπληξε την πρώτη τορπιλάκατο η οποία τέθηκε εκτός μάχης. Ο κυβερνήτης της την έστρεψε προς τη στεριά, για να σώσει το πλήρωμά της. Σε διάστημα πέντε λεπτών βυθίστηκε. Το πλήρωμα της πήδηξε στη θάλασσα και διασώθηκε κολυμπώντας προς την ακτή. Η δεύτερη τορπιλάκατος συνέχισε την πορεία της, πλησιάζοντας τον τουρκικό αποβατικό στόλο σε απόσταση δύο μιλίων, οπόταν κτυπήθηκε με βλήμα πυροβόλου αντιτορπιλικού και βυθίστηκε. Από το δεκαμελές πλήρωμά της σώθηκε μόνο ένας, ο οποίος, αν και σοβαρά τραυματισμένος, κατάφερε να φτάσει κολυμπώντας στην ακτή. 

Ηταν οι πρώτοι πεσόντες της τουρκικής εισβολής.

Στις 6.05 άρχισε η ρίψη αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Κιόνελι-Μάνδρες, από δώδεκα μεταγωγικά αεροσκάφη. Μια ώρα αργότερα άρχισε η μεταφορά καταδρομέων, εφοδίων και υλικών, με περισσότερα από 80 ελικόπτερα, τα οποία προσγειώνονταν στην περιοχή Αγύρτας.

Τα μεταγωγικά αεροπλάνα και τα ελικόπτερα πηγαινοέρχονταν στην Τουρκία εντελώς ανενόχλητα. Τις πρώτες κρίσιμες ώρες δεν ρίφθηκε εναντίον τους ούτε μια αντιαεροπορική βολή. Οπως κατέθεσε αργότερα ο Γεωργίτσης, το ΓΕΕΦ είχε ζητήσει από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων «αποδέσμευσιν των πυροβόλων διά να κτυπηθούν οι αλεξιπτωτισταί» και του δόθηκε η απάντηση «αυτοσυγκράτησις».

Εντελώς ανενόχλητα προσπαθούσαν να προσεγγίσουν την ακτή και τα πρώτα αποβατικά. Αρχικά πέντε μικρά σκάφη προσπάθησαν ανεπιτυχώς να προσορμιστούν στην ακτή της Γλυκιώτισσας, δύο μίλια δυτικά της Κερύνειας, η οποία όμως ήταν βραχώδης, και γι' αυτό εγκατέλειψαν την προσπάθεια, και κινούνταν παραλλήλως της ακτής αναζητώντας καταλληλότερο σημείο.

Τα αποβατικά πλοιάρια θα μπορούσαν να είχαν πληγεί μέσα στη θάλασσα ή μετά την προσάραξή τους, από τις μονάδες πυροβολικού που βρίσκονταν στην περιοχή. Δεν ρίχθηκε εναντίον τους ούτε ένα βλήμα.

Το τουρκικό αποβατικό απόσπασμα άρχισε να αποβιβάζεται στο Πέντε Μίλι στις 7.15, με καθυστέρηση μιας ώρας και 45 λεπτών από τον προγραμματισμένο χρόνο, υπό την κάλυψη βολών του ναυτικού, «ακωλύτως επί δύο και πλέον ώρες, χωρίς να αντιμετωπίζουν καμιά αντίδραση εκ μέρους της Εθνικής Φρουράς.Δεν ερρίφθη εναντίον τους ούτε ένας πυροβολισμός». Η πρώτη αποβατική δύναμη αποτελείτο από 1.500 άντρες του 6ου Συντάγματος Πεζοναυτών και μαζί τους αποβιβάστηκαν στην ακτή 15 άρματα Μ 47 και 15 οχήματα μεταφοράς προσωπικού Μ113.

Επιτελείο αμηχανίας

Η τουρκική εισβολή αιφνιδίασε την πραξικοπηματική κυβέρνηση του Σαμψών, η οποία βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη και αποδείχτηκε ανίκανη να αντεπεξέλθει. Η Κύπρος ξύπνησε από τον τρομακτικό θόρυβο της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, αλλά δεν γνώριζε τι συνέβαινε. Μιάμιση ώρα μετά την έναρξη των βομβαρδισμών, το ΡΙΚ μετέδιδε κανονικό πρόγραμμα, και συγκεκριμένα πρωινή γυμναστική, ενώ ο τουρκοκυπριακός ραδιοφωνικός σταθμός Μπαϊράκ μετέδιδε στρατιωτικά εμβατήρια από τις δύο τα χαράματα. Στις 6.30 το πρωί, το ΡΙΚ διέκοψε το πρόγραμμά του και άρχισε να μεταδίδει στρατιωτικά εμβατήρια, ενώ πολύ αργότερα άρχισε να καλεί τους πολίτες που ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν όπλα να σπεύσουν προς κατάταξη στις μονάδες της Εθνικής Φρουράς.

Στο ΓΕΕΦ, η πραξικοπηματική ηγεσία της Εθνικής Φρουράς παρακολουθούσε αμήχανη από το παράθυρο του γραφείου του Γεωργίτση τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν στο θύλακα Λευκωσίας. Ο επιτελάρχης Γιαννακόδημος βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία με το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ), μέσω της θερμής γραμμής που είχε εγκατασταθεί για τις ανάγκες του πραξικοπήματος, και ζητούσε οδηγίες για να εκδοθεί διαταγή αντίστασης. Επειδή η διαταγή καθυστερούσε, έβγαλε το ακουστικό του τηλεφώνου έξω από το παράθυρο, ώστε να ακούσουν στηνΑθήνα τις εκρήξεις από τους βομβαρδισμούς των τουρκικών αεροσκαφών, για να πειστούν ότι επρόκειτο για πόλεμο και όχι για άσκηση. Ο αντιπλοίαρχος Νικολόπουλος, αξιωματικός πληροφοριών του ναυτικού στο ΑΕΔ, στον οποίο κατέληγαν όλα τα μηνύματα για τις δραστηριότητες του τουρκικού στόλου, μαρτυρεί ότι «περί ώραν 06.00 λόγω του ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝΤΟΣ ως Αξιωματικός επί των πληροφοριών απευθύνθην εις τον Στρ. Γρ. ΜΠΟΝΑΝΟΝ και του εζήτησα να διατάξη την διασποράν των πλοίων του Στόλου μας. Εκείνος εις απάντησιν μου είπεν το εξής τραγικόν: "Οι Τούρκοι κτυπούν την ΚΥΠΡΟ και εμείς είμαστε ΕΛΛΑΣ"».

Η αδιαφορία του ΑΕΔ προκάλεσε την οργή του επιτελάρχη του ΓΕΕΦ, ο οποίος «έκλεισε εν οργή το ακουστικόν και απευθυνόμενος προς τους παρευρισκομένους αξιωματικούς είπεν: "Αυτοί επάνω δεν ξέρουν τι τους γίνεται, πέστε να αμυνθούμεν δι' όλων των μέσων"». Τελικά, η Εθνική Φρουρά εξέδωσε διαταγή για απόκρουση της εισβολής δύο και πλέον ώρες μετά την έναρξή της. 

Ηταν ήδη πάρα πολύ αργά...



ΚΥΠΡΟΣ, ΣΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ



Πρόκειται για ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ που έχει ως κύριο θέμα του την ΚΥΠΡΟ. 

Γίνεται λόγος για την ΚΥΡΗΝΕΙΑ, τη ΛΑΠΗΘΟ, το ΡΙΖΟΚΑΡΠΑΣΟ, τη ΣΑΛΑΜΙΝΑ, την ΚΑΡΠΑΣΙΑ. 

Ο αφηγητής αναφέρεται στην ιστορία και τον πολιτισμό αυτών των περιοχών, μιλώντας για διάφορα μνημεία ιστορικής αξίας. 

Ειδική αναφορά κάνει στο γοτθικό μνημείο της Ανατολικής Μεσογείου, ΜΠΕΛΑ ΠΑΗΣ, και στο κάστρο του ΑΓΙΟΥ ΙΛΑΡΙΩΝΑ. 

Μιλά για το κάστρο της ΚΥΡΗΝΕΙΑΣ, την εκκλησία του Αρχαγγέλου και για τις τρεις εκκλησίες της ΛΑΠΗΘΟΥ.

Μέρος:1





Το ντοκιμαντέρ αναφέρεται στη ΛΕΥΚΩΣΙΑ. 

Γίνεται λόγος για την Τουρκοκυπριακή πλευρά και τις συνέπειες του διχασμού της πόλης. 

Περιγράφει την καθημερινή ζωή των κατοίκων. 
Ο αφηγητής μιλά για την ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ και τη ΜΟΡΦΟΥ, ενώ κάνει ειδική μνεία στις εκκλησίες του ΑΝΤΙΦΩΝΗΤΗ και του ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ. 

Μέρος:2



19/07/1989: Η Βουλή αποφασίζει την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου, του Μένιου Κουτσόγιωργα, του Γιώργου Πέτσου, του Δημήτρη Τσοβόλα και του Ρουμελιώτη στην Ειδική Ανακριτική Επιτροπή για το σκάνδαλο των ΔΕΚΟ, που κατέθεσαν τα χρήματά τους στην Τράπεζα Κρήτης.

22 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ
«Βρώμικο '89» ή «Κάθαρση»



Λ. Κύρκος, Κ. Μητσοτάκης, Χ. Σαρτζετάκης, Χ. Φλωράκης

Διαλέγετε και παίρνετε... Για τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ η τριετία 1989 - 1992 έμεινε στην ιστορία ως «Βρώμικο '89», καθώς θεωρούν σκευωρία την προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας και του ενιαίου Συνασπισμού να διερευνήσουν και να αποδώσουν ευθύνες για τα σκάνδαλα της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα για το σκάνδαλο Κοσκωτά. 

Αντίθετα, για τους νεοδημοκράτες ήταν μια προσπάθεια με αγνά κίνητρα για την κάθαρση της πολιτικής ζωής από τα δεινά που είχε σωρεύσει η οκταετής κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ (1981 - 1989). 

Ως συνήθως, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.

Από τα μέσα του 1988 η χώρα βρισκόταν στον αστερισμό του σκανδάλου Κοσκωτά, του νεαρού τραπεζίτη, που ήλθε από το πουθενά για να δημιουργήσει μια μικρή αυτοκρατορία στον τραπεζικό και εκδοτικό χώρο. 

Εναντίον του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για κατάχρηση δισεκατομμυρίων δραχμών (19 Οκτωβρίου 1988) και όλοι περίμεναν την έκδοσή του στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ, όπου είχε διαφύγει και συλληφθεί.

Τον χορό της κριτικής κατά της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ έσερνε ο συμπολιτευόμενος Τύπος («Ελευθεροτυπία», «Έθνος», «Νέα», «Βήμα»), που έκανε λόγο ακόμη και για δωροδοκία του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου από τον Κοσκωτά («Πάμπερς»). 

Βασικός στόχος της αντιπολίτευσης και του Τύπου ήταν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Δικαιοσύνης, Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, που κατηγορείτο ότι εμπόδιζε τον έλεγχο της Τράπεζας Κρήτης. 

Αντιδράσεις υπήρξαν και στο κυβερνητικό στρατόπεδο, με κορυφαία στελέχη (Γ. Παπανδρέου, Κ. Σημίτης) να ζητούν δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης.

Μέσα σε αυτή την όζουσα ατμόσφαιρα έγιναν οι εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989. 

Η ΝΔ, παρότι επικράτησε του ΠΑΣΟΚ με πέντε ποσοστιαίες μονάδες (44,25% έναντι 39,15%), δεν κατόρθωσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, λόγω του εκλογικού συστήματος, που είχε κόψει και ράψει στα μέτρα του το ΠΑΣΟΚ. 

Μητσοτάκης, Φλωράκης και Κύρκος αποφάσισαν την 1η Ιουλίου 1989 τη δημιουργία μιας φιλελευθερο-κομμουνιστικής κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού, η οποία δημιούργησε αίσθηση και συζητήθηκε παγκοσμίως. 

Το νέο κυβερνητικό σχήμα υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη θα ήταν βραχύβιο και θα είχε διπλό στόχο: τη δρομολόγηση των διαδικασιών της κάθαρσης και την προετοιμασία αδιάβλητων εκλογών βάσει του ισχύοντος εκλογικού νόμου.


Ανδρέας Παπανδρέου

Το εναρκτήριο λάκτισμα της λεγόμενης «κάθαρσης» δόθηκε στις 7 Ιουλίου 1989, όταν 144 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας κατέθεσαν πρόταση κατά του Ανδρέα Παπανδρέου και άλλων πέντε υπουργών του ΠΑΣΟΚ, για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, παραβλέποντας τη σύσταση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι «οι πρωθυπουργοί πηγαίνουν στα σπίτια τους». 

Την πρόταση των βουλευτών της ΝΔ δεν υπέγραψαν, αλλά την υποστήριξαν στη Βουλή, οι βουλευτές του Συνασπισμού. 

Στις 18 Ιουλίου η ολομέλεια του κοινοβουλίου αποφάσισε την παραπομπή των κατηγορουμένων σε δωδεκαμελή προανακριτική επιτροπή, για να διερευνηθούν οι ευθύνες τους στο σκάνδαλο Κοσκωτά. 

Στη σχετική ψηφοφορία 171 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της παραπομπής, 121 κατά, 1 παρών, ενώ βρέθηκαν και 3 άκυροι ψήφοι.



Στις 23 Αυγούστου η Βουλή ασχολήθηκε με το σκάνδαλο του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού και παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο) τον πρώην υπουργό Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ Νίκο Αθανασόπουλο. 

Η υπόθεση αφορούσε την πώληση από την κρατική εταιρεία ITCO σε χώρα της ΕΟΚ γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού, το οποίο είχε χαρακτηριστεί ως ελληνικό, προκειμένου να εισπραχτούν οι κοινοτικές επιδοτήσεις.

Η Κομισιόν ανακάλυψε την κομπίνα και παρέπεμψε τη χώρα μας στο Ευρωδικαστήριο, ζητώντας επιστροφές ύψους 400 εκατομμυρίων δραχμών.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1989 η Βουλή αποφάσισε την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών. 
Ο τέως πρωθυπουργός κατηγορήθηκε για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας κατ' εξακολούθηση στην παγίδευση και παραβίαση των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας. 

Για την παραπομπή του, ψήφισαν 173 βουλευτές της ΝΔ και του Συνασπισμού με μυστική ψηφοφορία, ενώ οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ είχαν αποχωρήσει από την αίθουσα. Η παραπομπή του στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αποφασίστηκε με 169 ψήφους υπέρ, 2 κατά και 2 λευκά. Μαζί του παραπέμφθηκαν ο πρώην αρχηγός της ΕΥΠ Κώστας Τσίμας και ο πρώην διοικητής του ΟΤΕ Θεοφάνης Τόμπρας.


Γιώργος Πέτσος

Το «κυρίως πιάτο» των παραπομπών σερβιρίστηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1988, όταν η Βουλή αποφάσισε να παραπέμψει εκ νέου στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, αυτή τη φορά, τον Ανδρέα Παπανδρέου μαζί τους υπουργούς της κυβέρνησής του Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα, Γεώργιο Πέτσο, Παναγιώτη Ρουμελιώτη και Δημήτρη Τσοβόλα, μία μέρα μετά τη δολοφονία από τη 17Ν του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Παύλου Μπακογιάννη. 

Μέρος του τύπου επιχείρησε να συνδέσει την τρομοκρατική οργάνωση με το ΠΑΣΟΚ, προκαλώντας τις οξύτατες αντιδράσεις των στελεχών του κινήματος.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατηγορήθηκε για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απιστία και το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας για τη συμμετοχή του στο σκάνδαλο Κοσκωτά. 

Για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε απιστία, 166 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της παραπομπής και 121 κατά, ενώ για τα αδικήματα της παθητικής δωροδοκίας ψήφισαν 165 υπέρ και 121 κατά. 

Από την ψηφοφορία απουσίασε ο ίδιος, ο Γιώργος Σουφλιάς, ο Απόστολος Ανδρεουλάκος, ο Αχμέτ Σαδίκ και ο δολοφονηθείς Παύλος Μπακογιάννης, η θέση του οποίου δεν είχε αναπληρωθεί. 
Υπερασπιζόμενος τον εαυτό του στη Βουλή, ο Ανδρέας Παπανδρέου αποδέχθηκε την πολιτική του ευθύνη για το σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι έφερε ποινικές ευθύνες, χαρακτηρίζοντας τις παραπομπές ως πολιτική δίωξη, με στόχο την πολιτική εξόντωση του ιδίου και του ΠΑΣΟΚ.

Από τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης παραπέμφθηκε για παράβαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71, επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης. 

Τελικώς, όμως, δεν δικάστηκε, λόγω μη άρσης της ασυλίας του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Δημήτρης Τσοβόλας παραπέμφθηκε για απιστία περί την υπηρεσία, ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας για παράβαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71, επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης, για υπόθαλψη εγκληματία, για παθητική δωροδοκία και για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια και ο Γεώργιος Πέτσος για απιστία περί την υπηρεσία και δωροληψία.


Γιώργος Κοσκωτάς


Η συγκυβέρνηση ΝΔ - Συνασπισμού έλαβε τέλος στις 7 Οκτωβρίου, αφού ολοκλήρωσε το έργο των παραπομπών. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 5 Νοεμβρίου 1989, αλλά και πάλι δεν προέκυψε αυτοδύναμη κυβέρνηση (ΝΔ 46,2%, ΠΑΣΟΚ 40,7%). 

Μετά τις αποτυχημένες διερευνητικές εντολές σχηματίστηκε οικουμενική κυβέρνηση υπό την υπέργηρο οικονομολόγο Ξενοφώντα Ζολώτα.

Έκπληκτος ο κόσμος πληροφορήθηκε ότι ο «αρχάγγελος της κάθαρσης» Μητσοτάκης συνεργάζεται με τον «κλέφτη» Παπανδρέου.

Η αξιοπιστία των πολιτικών δέχεται ισχυρό πλήγμα, ενώ αποδεικνύεται ότι η κάθαρση ήταν απλά ένα πολιτικό εύρημα, με στόχο την αξιοποίηση των λαθών και των σκανδάλων του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να επιτευχθεί η απομάκρυνσή του από την εξουσία. Το κυβερνητικό σχήμα υπονόμευσε εξ αρχής ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, προκειμένου να στηρίξει τη θέση του ότι τα σχήματα συνεργασίας ήταν αναποτελεσματικά και ότι απαιτείτο η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. 

Η οικουμενική κατέρρευσε, όταν απέτυχε να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας και προκηρύχθηκαν νέες εκλογές για τις 8 Απριλίου 1990.

Η Νέα Δημοκρατία και πάλι δεν κατέκτησε την αυτοδυναμία, αν και συγκέντρωσε το 46,88% των ψήφων. 

Χρειάστηκε η προσχώρηση του μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ Θεόδωρου Κατσίκη για να σχηματιστεί ο μαγικός αριθμός 151, που έδινε την αυτοδυναμία στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. 

Η πρώτη υπόθεση που ήχθη ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, που συνεδρίασε για τρίτη φορά στα ελληνικά δικαστικά χρονικά, ήταν για το γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Νίκος Αθανασόπουλος καταδικάσθηκε στις 11 Αυγούστου 1990 σε φυλάκιση τριών ετών και έξι μηνών για ηθική αυτουργία σε έκδοση ψευδών βεβαιώσεων, χρήση πλαστού εγγράφου και απλή συνέργεια σε νόθευση βιβλίων απόπλου - κατάπλου λιμεναρχείου Καβάλας.

Στις 11 Μαρτίου 1991 άνοιξε η αυλαία για τη μεγάλη δίκη του σκανδάλου Κοσκωτά, χωρίς την παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος αρνήθηκε να συμμετάσχει στην ακροαματική διαδικασία και του Παναγιώτη Ρουμελιώτη, που εκείνη την περίοδο ήταν ευρωβουλευτής και η Ευρωβουλή δεν συναίνεσε στην άρση της ασυλίας. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθισαν μόνο ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, ο Γεώργιος Πέτσος και ο Δημήτρης Τσοβόλας. 

Το Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο), που συνεδρίασε στο κτίριο του Αρείου Πάγου, αποτελείτο από 13 αρεοπαγίτες και προέδρους εφετών υπό την προεδρία του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλη Κόκκινου. Ρόλο εισαγγελέα έπαιζαν τρεις βουλευτές (Νίκος Κωνσταντόπουλος, Νίκος Κατσαρός και Κώστας Κωνσταντινίδης). 

Η δίκη μπήκε σε κάθε σπίτι, καθώς μεταδόθηκε απευθείας από την ΕΡΤ και για πρώτη φορά οι Έλληνες είδαν τους ανώτερους δικαστές με την επίσημη στολή τους (τήβεννο, καπελάκι και άσπρο γουνάκι για τον πρόεδρο).


Ο Α. Κουτσόγιωργας ενώπιον του ειδ. δικαστηρίου


Η πορεία της δίκης επιφύλασσε μια απροσδόκητη εξέλιξη, καθώς τον Απρίλιο του 1991 πέθανε, έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας, ο οποίος κατά πολλούς ήταν ο άνθρωπος - κλειδί για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. 

Η δίκη έχασε το ενδιαφέρον της, αφού οι μάρτυρες που κατέθεσαν κατά του Ανδρέα Παπανδρέου θεωρήθηκαν αναξιόπιστοι από το δικαστήριο, καθώς περιέπεσαν σε αντιφάσεις και δεν προσκόμισαν κάποιο στοιχείο ικανό για την καταδίκη του. 

Υπέρ του πρώην πρωθυπουργού ήταν και οι καταθέσεις των μεγαλοεκδοτών, που τόνισαν τις πολιτικές του ευθύνες. 

Άλλωστε, το πολιτικό κλίμα είχε αλλάξει, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να έχει ανοίξει μεγάλα μέτωπα με την κοινωνία και το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν και πάλι στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων.

Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1992. Με ψήφους 7 προς 6, ο Ανδρέας Παπανδρέου κηρύχθηκε αθώος, ενώ στον Δημήτρη Τσοβόλα επεβλήθη ποινή φυλάκισης δυόμιση ετών και τριετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και στον Γεώργιο Πέτσο φυλάκιση 10 μηνών και διετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για μια απλή πολεοδομική παράβαση.

Η δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο λειτούργησε υπέρ του ΠΑΣΟΚ. Ενίσχυσε τη συνοχή του, που είχε αρχίσει να κλονίζεται μετά την οκταετή παραμονή του στην εξουσία και το επανέφερε θριαμβευτικά στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1993, βοηθούσης και της κρίσης ταυτότητας του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας με τη διαμάχη Μητσοτακικών και Καραμανλικών. 

Το άλλο στρατόπεδο της «κάθαρσης», αφού δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει κέρδη από την κρίση στο ΠΑΣΟΚ, διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη (ΚΚΕ και ΣΥΝ). Σε αυτό συνετέλεσε και η διάλυση του κομμουνιστικού στρατοπέδου και η κρίση ταυτότητας του χώρου.

Στις 15 Μαΐου 1992 με απόφαση της Βουλής ανεστάλη η δίωξη κατά του Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών. Στη σχετική ψηφοφορία, από την οποία απουσίαζαν το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, 117 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της αναστολής, 24 κατά και 3 δήλωσαν «παρών». 

Η αυλαία του «Βρώμικου '89» ή της «Κάθαρσης» έπεσε και τυπικά στις 17 Ιανουαρίου 1994, όταν η Βουλή συγκατατέθηκε στην άρση των εννόμων συνεπειών της καταδίκης του Νίκου Αθανασόπουλου για την υπόθεση του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού. 

Νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 26 Νοεμβρίου 1993, η Βουλή με απόφασή της είχε συγκατατεθεί στην απονομή χάριτος και την άρση των έννομων συνεπειών της καταδίκης του Δημήτρη Τσοβόλα.


Διαβάστε: 
Κυβερνήσεις Συνεργασίας στην Ελλάδα