ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ

ΤΟ ΑΙΜΟΣ BLOG ΣΑΣ ΕΥΧΕΤΑΙ ΕΤΟΣ 2022, ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ



Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του.Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία ...Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα».Δεν είναι κακό να μην αισθάνεται κανείς Έλληνας, όπως και να πιστεύει άκριτα, όπου αυτός θέλει, τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι άλλωστε το κάνουν αυτό, κακό είναι να διαστρεβλώνει την αλήθεια με ανύπαρκτες γνώσεις και ψεύδη! ”Το πολιτικό σύστημα θριαμβεύει επειδή είναι μια ενωμένη μειοψηφία που ενεργεί εναντίον μιας διαιρεμένης πλειοψηφίας.”

Τα κόμματα αντανακλούν κοινωνικές πραγματικότητες και ιδεολογικές αφετηρίες. Και μονάχα όταν η ίδια η κοινωνία τα απορρίψει, περνούν στην Ιστορία.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Κανείς δεν μιλάει για τους Έλληνες .!! Ανατολική Ρωμυλία

 Ανατολική Ρωμυλία (Ιστορική Αναδρομή)

Με το όνομα Ανατολική Ρωμυλία ή Ρουμυλία ονομάστηκε επίσημα η περιοχή της βόρειας Θράκης από τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) με την οποία και μετετράπηκε η θρακική αυτή περιοχή σε αυτόνομη επαρχία, υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου τηςΟθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σήμερα ανήκει στην Βουλγαρία, και εκτείνεται από τηΦιλιππούπολη ως τις ακτές του Εύξεινου πόντου.


Στην πε­ριοχή αυτή κατοικούσαν Βούλγαροι, Έλληνες και Τούρκοι. Από τον 13ο αιώναήταν επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Απέκτησε ημι-αυτόνομο καθεστώς με τηΣυνθήκη του Βερολίνου το 1878 που αναθεώρησε την προ λίγων μηνών υπογραφείσαΣυνθήκη του Αγίου Στεφάνου μεταξύ της Ρωσίας και των Οθωμανών. Η συνθήκη προέβλεπε χριστιανό κυβερνήτη, που θα οριζόταν με σύμ­φωνη γνώμη της Τουρκίας και των Μεγάλων δυνάμεων. Την εσωτερική τάξη θα διασφάλιζε τοπική εθνοφρουρά, που θα σχηματιζόταν από ντόπι­ους πολίτες. Η πρωτεύουσα της επαρχίας ήταν το Πλόβντιβ (γνωστό και ως Φιλιππούπολη) και τελικά κυβερνήτης ορίστηκε ο πρίγκηπαςΑλέξανδρος της Βουλγαρίας.



Στις 6 Σεπτεμβρίου 1885 με την σύμφωνη γνώμη του πρίγκηπα Αλέξανδρου, εθνικιστές Βούλγαροι της Ρωμυλίας οργάνωσαν πραξικόπημα ενάντια της Τουρκικής ηγεμόνευσης και κήρυξαν την ένωση της επαρχίας με το Πριγκηπάτο της Βουλγαρίας. Η Τουρκία δεν αντέδρασε, αλλά η Ρωσία εκδήλωσε την αντίθεσή της στην πρωτοβουλία της Βουλγαρίας με την διαταγή του τσάρου Αλέξανδρου Γ' να αποχωρήσουν όλοι οι Ρώσοι αξιωματικοί και σύμβουλοι του Βουλγαρικού στρατού. Η Σερβία και Ελλάδαδιαμαρτυρήθηκαν για την καταπάτηση της συνθήκης του Βερολίνου. Η Σερβία κήρυξε πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας στις 14 Νοεμβρίου με την απαίτηση να της παραχωρηθεί ένα κομμάτι της Ανατολική Ρωμυλίας, αλλά ηττήθηκε στην μάχη της Σλίβνιτσα (17-19 Νοεμβρίου).

Ο Βουλγαρικός στρατός προέλασε στην Σερβία και τελικά συμφωνήθηκε ανακωχή όταν η Αυστρουγγαρία απείλησε να μπει στο πόλεμο στο πλευρό της Σερβίας. Μετά τον πόλεμο η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (3 Μαρτίου 1886) επανέφερε τα προπολεμικά Σερβοβουλγαρικά σύνορα και άφησε την Ανατολική Ρωμυλία και την Βουλγαρία ενωμένες. Η ελληνική κυβέρνηση, παρά την επιστράτευση που διέταξε, δεν μπόρεσε να αντιδράσει ουσιαστικά.


Η επαρχία είναι γνωστή σήμερα μεταξύ φιλοτελιστών , καθώς εξέδωσε δικά της γραμματόσημα από το 1880 εως το 1885 .



Χάρτης Ανατολικής Ρωμυλίας (1878)



Οι υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις όμως αντέδρασαν στην εφαρμογή της συνθήκης, καθώς τα συμφέροντά τους επέβαλαν να διατηρηθούν τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να εμποδιστεί η επέκταση της Ρωσίας προς τη Μεσόγειο.



Σε συνέδριο που έγινε στο Βερολίνο το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, υπογράφηκε νέα συνθήκη, που αντικατέστησε τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και περιείχε ευνοϊκότερους όρους για την Τουρκία. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βερολίνου (Ιούλιος του 1878), η Βουλγαρία παρέμεινε αυτόνομη αλλά έχασε τις περισσότερες περιοχές που της είχαν αποδοθεί με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, ανάμεσά τους και τη Μακεδονία. 

Η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία κέρδισαν την ανεξαρτησία τους. Τέλος, η Ανατολική Ρωμυλία έγινε αυτόνομη ηγεμονία.



Σημαία Ανατολικής Ρωμυλίας

Η σημαία της αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας
                
Το γραμματόσημο



Στο γραμματόσημο αναγράφεται το όνομα της επαρχίας με Λατινικούς , Ελληνικούς και Κυριλλικούς χαρακτήρες 


Σαράντης Καργάκος 

'Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ 1821'

Κανείς δεν μιλάει για τους Έλληνες .!! Φορεσιά και άρματα στην Επανάσταση του 1821.

Φορεσιά και άρματα 

στην Επανάσταση του 1821.









Μετά την απελευθέρωση το ντύσιμο των Ελλήνων αρχίζει να παίρνει ευρωπαϊκές επιρροές, μπορεί να μη ντύνονται ακόμα όλοι «ευρωπαϊκά» αλλά και οι ελληνικές φορεσιές αρχίζουν να παίρνουν πολλές μεταλλαγές. Οι στολές της προεδρικής φρουράς και οι τυποποιημένες και πανομοιότυπες «παραδοσιακές ενδυμασίες» που υπάρχουν σήμερα μικρή σχέση είχαν με τις πραγματικές φορεσιές της εποχής. 

Σύμφωνα με τονΤάκη Λάππα το ντύσιμο από τα χρόνια 1600-1829 είναι ένα σπουδαίο θέμα για έρευνα, γιατί το θέαμα που παρουσιάζει η υπόδουλη Ελλάδα δεν απαντάται σε καμία άλλη σχεδόν χώρα του κόσμου. Δηλαδή δεν υπάρχουν μικροπαραλλαγές από περιοχή σε περιοχή, αλλά ολότελα αλλιώτικο ντύσιμο από ένα χωριό στο άλλο, χωριά που η απόστασή τους δεν ήταν δυο ώρες δρόμος. Σχεδόν κανείς γειτονοχωρίτης δεν ήταν όμοια ντυμένος και αυτό ξεχώριζε περισσότερο στο γυναικείο ντύσιμο. Τα χρόνια εκείνα μπορούσες μια χαρά να καταλάβεις αμέσως πούθε κρατάει ο ξενοχωρίτης. 

Όχι από την προφορά και τους ιδιωματισμούς του, μα αρκούσε η φορεσιά του για να προδώσει το χωριό του. Το ίδιο μπορούσε κανείς να τους ξεχωρίσει επαγγελματικά ή ταξικά. Αλλιώς ντυνόταν ο κοτζαμπάσης, αλλιώς ο προύχοντας, ο προεστός, ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο ξωτάρης… Στην συνέχεια θα δούμε το ντύσιμο Ρουμελιωτών και Μοραϊτών. Το ντύσιμο στην επανάσταση κρατήθηκε το ίδιο πούχαν οι κλέφτες και οι αρματωλοί.

Κεφάλι

Ας κάνουμε αρχή από το κεφάλι. Φορούσαν ένα μικρό στρογγυλό και κοφτό κόκκινοφέσι, που γύρω στη βάση του το τυλίγανε με μαντηλοδεσιά. Η μαντυλοδεσιά ήτανε τριω λογιώ: μεταξωτό μαντήλι ή κασπαστή, το χρυσοκέντητο πόσι, και η ασπρη βαμπακερή πλουμιστή σερβέτα. Στο σημείο αυτό της φορεσιάς τους βρίσκει κανείς την τούρκικη επίδραση. Σαν παραδείγματα από γνωστούς καπεταναίους και χαλκογραφίες εκείνης της εποχής φανερώνεται ότι κασπαστή είχανε μονάχα οι Αθηναίοι, πόσι ο Νικηταράς, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Μακρυγιάννης και πότε πότε ο Γέρος του Μοριά. Με σερβέτα μας είναι γνωστοί ο Οδυσσέας Αντρούτσος κι ο Πανουργιάς. Κάμποσοι δε φορούσανε μαντηλοδεσιά, μα σκέτο μικρό κοφτό φέσι που στην κορυφή του είχε λίγη φούντα. Τέτοιο συνήθιζε πάντα ο Γκούρας και ο Κολοκοτρώνης. Την περικεφαλαία του ο Γέρος την είχε από τότε που ήταν μαγγιόρος – ταγματάρχης – του εγγλέζικου στρατού στα εφτάνησα το 1808, την έβαζε στις επίσημες στιγμές της ζωής του, όπως και το θώρακά του. Άλλοι φορούσανε μεγάλο τουρλωτό κόκκινο φέσι όπως ο Καραϊσκάκης, οι Πετμεζάδες, κι η φούντα του ήταν μικρή και σ’ αυτό και στέκονταν στην κορφή. Μακριά φούντα όσο σχεδόν ολόκληρο το φέσι φορούσανε αργότερα στα χρόνια του Όθωνα κι ήταν παρμένη απ’ τους Σουλιώτες που τόσο τη συνηθίζανε. Αυτή έγινε και το επίσημο στοιχείο της φορεσιάς της προεδρικής φρουράς (βασιλικής παλαιότερα). Και γενικότερα η στολή της προεδρικής φρουράς ακολουθεί την στολή των Σουλιωτών σε μεγάλο βαθμό. Επίσης πολλοί φτωχοί αγωνιστές φορούσαν ένα απλό συνήθως μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Γενικά τους προηγούμενους αιώνες στην Ευρώπη αλλά και στην Ανατολή το μέγεθος του καπέλου που φορούσε κανείς ήταν ανάλογο της κοινωνικής του τάξης και της εξουσίας του. Τα καπέλα των αξιωματούχων ήταν συνήθως πολύ μεγάλα, όπως και των αρχιερέων που ήταν πολύ ψηλότερα από τα σημερινά.



Μαλλιά

Απ’ τη μαντηλοδεσιά τους ή το φέσι, ξεχύνονταν ως τις πλάτες τα καλοχτενισμένα μακρυά μαλλιά τους. Γιατί τότε δεν κόβανε κοντά τα μαλλιά τους, μα τ’ αφήνανε περήφανα σα χαίτη να ξανεμίζουν στους ώμους τους. Για να γυαλίζουν και να στέκουν καλοχτενισμένα τα αλείβανε με λάδι ή μεδουλάρι, αλοιφή καμωμένη από μεδούλι και μυρωδικά. Οι Μοραΐτες συνηθίζανε πιο μακρυά τα μαλλιά τους απ’ τους Ρουμελιώτες. Κι απόμειναν ξακουστά τα ξανθά και σγουρά μαλλιά των Μαυρομιχάληδων.



Γελέκι

Στο κορμί φορούσανε εσωτερικά το άσπρο πουκάμισο, όχι όμως φαρδομάνικο όπως τα μεταγενέστερα χρόνια. Πάντα ξεκούμπωτο και ανοιχτό μπροστά στο στήθος, χειμώνα καλοκαίρι. Ύστερα βάζανε το γελέκι, κι από πάνω τη φέρμελη με τις δυο αράδες ασημοκεντημένα μεγάλα κουμπιά. Μερικοί και αργότερα όλοι, αντί για φέρμελη βάζανε το μεϊντάνι που η διαφορά τους ήταν στο ότι στη φέρμελη φορούσανε τα μανίκια, ενώ στο μεϊντάνι ήταν ψεύτικα φοδραρισμένα με κόκκινο πανί και βρίσκονταν στις πλάτες πίσω σταυρωτά. Τα μεϊντανογίλεκα όπως λέγανε το γελέκι ή το μεϊντάνι, ήταν πάντα κεντημένα με χάρτσια μεταξένια πολύχρωμα και χρυσά τερτήρια, κορδόνια.



Φουστανέλλα

Ζωσμένη στη μέση τους κρεμόταν γύρω τους η φουστανέλλα. Στους καπεταναίους και τους γέροντες ήταν μακριά ίσα με το γόνατο και κάτω ακόμα, με πυκνές και πολλές πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις λέγανε. Για τα παλληκάρια και τους νεώτερους ήταν κοντή η φουστανέλλα ως τους μηρούς και πιο λαφριά με λιγώτερες δίπλες. Στη Ρούμελη συνηθίζονταν πιο πολύ η κοντή με πολλές δίπλες – όπως σήμερα της προεδρικής φρουράς – ενώ στο Μοριά μακρυά κι όχι πολύ πυκνή. Η φουστανέλλα ήταν καθιερωμένη σ’ όλη τότε την Ελλάδα. Για τούτο όσους έρχονταν απ’ το εξωτερικό ντυμένοι «ευρωπαϊκά» τους λέγανε πειραχτικά ψαλιδοκέριδες ή σπλινάντερους. Τους νησιώτες και τους ναυτικούς με τις βράκες τους λέγανε ντουντούμιδες ήχαλτούπιδες. Η φουστανέλλα μ’ όλο που ήταν καμωμένημε άσπρο ύφασμα σπάνια κρατούσε για πολύ την όψη της. Τη χρησιμοποιούσαν για πολλές δουλειές. Μ’ αυτή σκουπίζανε το πρόσωπό τους και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ' άρματά τους. Πολλά παλληκάρια για να μην πιάνει η φουστανέλλα τους εύκολα «λέρα» την αλοίφανε με ξύγγι! Πολλοί επίσης από τους αγωνιστές δε γνωρίζανε τι θα πει σώβρακο, το αποφεύγανε μια και τους σκέπαζε τόσο καλά η φουστανέλλα τους.



Υποδήματα

Τα πόδια τους τα σκεπάζανε ως πάνω στα σκέλια με τις μακριές άσπρες κάλτσες, που τις λέγανε βλαχόκαλτσες. Τις υφαίνανε από τραγόμαλλο και είχανε ειδικότητα στην κατασκευή τους στ’ Άγραφα. Οι τσόχινες μαύρες κάλτσες, κι’ ύστερα κόκκινες – μοιάζανε με τις γκέτες – σκεπάζανε μονάχα τη γάμπα και το πάνω μέρος του παπουτσιού και φορεθήκανε στα οθωνικά χρόνια. Στο Εικοσιένα και πριν αυτές οι κάλτσες ήταν άγνωστες. Η ποδεμή τους ήταν τα τσαρούχια, όχι όμως με φούντα μπροστά αλλά μυτερά. Τα φτιάχνανε με ακατέργαστο βοδινό δέρμα και ήταν πολύ ελαφρά και γερά. Στα πόδια τους τα στηρίζανε δένοντάς τα γύρω στη γάμπα τους με φαρδύ λουρί – τις θηλιές – και το λουρί αυτό το πιάνανε απ’ την κάλτσα τους κάτω απ’ το γόνατο με το τσαρουχοτοκά. Ήταν κι’ άλλος τρόπος να πιάνουν τα τσαρούχια τους με ένα πισινό λουρί, το τσαγκαρόλουρο. Τα πρώτα φοριόντανε στη Ρούμελη, ενώ τ' άλλα στο Μοριά. Οι φτωχότεροι φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου.


Ντουλαμάς

Η φορεσιά κλείνει με τον ντουλαμά. Τον ρίχνανε πάνω τους σαν έπιανε κρύο και ήταν φτιαγμένος από τσόχα που την κεντούσανε με μαύρο μετάξι. Ο ντουλαμάς έφτανε ως τη μέση. Για τη βαρυχειμωνιά όμως είχανε τις φλοκάτες. Ήταν χωρίς μανίκια σαν τις παλιές μπέρτες κι’ έφταναν ως κάτω απ’ το γόνατο. Τις υφαίνανε με «φλόκο» - κρόσια – που τον φορούσανε από μέσα για να ξεσταίνονται πιο πολύ και το συνηθισμένο χρώμα του ήταν το άσπρο. Σαν νυχτώνανε έξω το χειμώνα, χρησιμοποιούσανε τη φλοκάτα για στρωσίδι και για σκέπασμα. Για τον ίδιο σκοπό άλλοι είχανε την κάπα – ίδιο σχέδιο με τη φλοκάτη φτιαγμένη όμως από τραγόμαλλο και βαλμένη στις νεροτριβές για να πήξει και να μην περνάει η βροχή και το κρύο.



Σελλάχι

Συμπλήρωμα στην κύρια φορεσιά τους ήταν το σελλάχι. Το ζώνανε στη μέση τους, αλλά να πιάνει στα πλάγια στην αριστερή μεριά και μπροστά το μισό αριστερό πλευρό. Ήταν φτιαγμένο το σελλάχι από τσόχα κόκκινη, σπάνια μαύρη, φύλλα-φύλλα για να κάνουν τις θήκες και κεντημένο με λογιώ-λογιώ χρυσά κεντήματα, μα τα πιο συνηθισμένα δράκοντες και γοργόνες. Ανεξήγητο μένει γιατί οι στεριανοί αγαπούσανε τα θαλασσινά πλουμίδια, όπως και αυτά που στόλιζαν τις γκλίτσες και τις πίπες τους. Το πέτσινο σελλάχι φορέθηκε στα χρόνια του Όθωνα. Στις μέσα θήκες του σελλαχιού βάζανε το ασημένοι τάσσι τους για να πίνουν νερό, το τσαγκαροσούβλι για να μπαλώνουν τα τσαρούχια τους, την «ώρα» τους όπως λέγανε το ρολόγι, κι’ αν ξέρανε γράμματα και μπορούσανε να χαράζουν την υπογραφή τους, το ασημένιο καλαμάρι με το φτερό. Σε κάποια ακρούλα πάντα θα βρίσκονταν και το αντίδοτο φάρμακο για τα δηλητήρια, το παντσεχρί. Μα δεν ήταν μονάχα αυτά που έπαιρνε το σελλάχι, πιο κάτω θα δούμε τα υπόλοιπα.



Στολίδια

Την όλη τους φορεσιά συμπληρώνανε και τα στολίδια τους, τα τσαπράζια ήτουσλούκια, όπως τα λέγανε. Πρώτο ήταν το κουτσέκι. Στόλισμα ασημωμένο που στις τέσσερες πλευρές του κρεμόνταν σειρά από ψιλές αλυσίδες κι’ έπιανε ολόκληρο το στήθος. Στηρίζονταν με θηλιές στις τέσσερες άκρες του στήθους, με τρίγωνα θηλικωτήρια που είχαν ζωγραφισμένο πάνω τους με σαββάτι (μαύρο σμάλτο) συνήθως το δικέφαλο αητό και στη μέση το κουτσέκι σε μεγάλη πλάκα είχε τους πολεμικούς αγίους, τον Αη-Γιώργη και τον Αη-Δημήτρη. Επειδή τα πιο πολλά τσαπράζια ήταν ζωγραφισμένα με σαββάτι, τα λέγανε σαββατλίδικα. Απ’ το ζερβί τους ώμο ήταν κρεμασμένο μ’ ασημένια αλυσίδα το στρογγυλό χαϊμαλί που έκλεινε μέσα του διάφορα φυλαχτά. Στις δυο όψεις του είχε σκαλισμένα τον προστάτη άγιο του και το Βαγγελισμό ή την Ανάσταση. Δεξιά μεριά είχαν μεριά είχαν το γυριστό ασημένιοσουγιά τους. Στο πίσω μέρος, στη μέση τους, στο λουρί του σελλαχιού, ήταν περασμένες οι δυό μπαλάσκες που πάνω τους είχαν πελεκημένη ανάγλυφα σχέδια π.χ. την Παρθένα Αθηνά. Μέσα βάζανε τα φουσέκια για τα ντουφέκια τους. Αριστερά πάλι απ’ τη λουρίδα του σελλαχιού κρεμόντανε τα φυσεκλίκια, με φουσέκια για τις κουμπούρες και μια θήκη που βάζανε τις τσακμακόπετρες, το μεδουλάρι, άλοιμα για τα ντουφέκια φτιαγμένο από μεδούλι και άλλες λιπαρές ύλες. Δεξιά μεριά κρεμόνταν κι η πέτσινη καπνοσακκούλα τους. Όλα τούτα τα δένανε μ’ ασημένια και πλουμιστά ζωστάρια. Μπροστά στον αριστερό μηρό, σε μακριά λουριά περασμένα – σε δυο σε τρεις αράδες – κρεμόνταν τα στρογγυλά ή και τρίγωνα ασημένια γαντζούδια ήτοκάδες. Δυο όμοια γαντζούδια σκεπάζανε σκεπάζανε τα γόνατά τους. Τούτο το στόλισμα το συνηθίζανε πολύ πριν το 1800. Και βλέπουμε να φοράει κάτι τεράστια ο πατέρας του Οδυσσέα, ο γερο Αντρούτσος όπως μας τον παρουσιάζει παλιά ζωγραφιά.



Άρματα

Δεν μπορούσε εκείνη την εποχή να νοηθεί η φορεσιά χωρίς τα άρματα. Ήταν αναπόσπαστο μέρος. Ποιος ήταν ξαρμάτωτος. Γυμνοί και κουρελήδες πολλοί, μα χωρίς άρματα κανείς. Φλωροκαπνισμένα, ασημοστόλιστα, σκαλιστά και σαββατλίδικα. Δεν είχε σημασία αν κάποιος ήταν πλούσιος ή φτωχός, καπετάνιος ή παλληκάρι το μεράκι για τα άρματα ήταν το ίδιο. Τις περισσότερες φορές τα άρματα δεν ήταν αγορασμένα, αλλά λάφυρα αρπαγμένα από το χέρι ή το κορμί του εχθρού.



Κουμπούρες-Χαρμπί

Μέσα από το σελλάχι ξεπεταγόντανε πάντα δυο δίδυμες κουμπούρες. Παφίλια καιλαβή, μαλαματοκαπνισμένα ή από ασήμι. Στην έξω θήκη του σελλαχιού βρίσκονταν τοχαρμπί – οβελός όπως τον έλεγαν οι λογιώτατοι. Αυτό είχε πολλές χρήσεις. Όπως ήταν μεσα στη θήκη του, το χρησιμοποιούσανε βέργα για να γεμίζουν τις κουμπούρες. Όταν το ξεθηκαρώνανε γίνονταν φονικό όπλο στα χέρια του πολεμιστή. Ήταν κοφτερό και μυτερό, στρογγυλεμένο απ’ όλες τις πλευρές. Μπροστά ήταν διχαλωτό και το μεταχειρίζονταν αντί για πηρούνι και με τη διχάλα πιάνανε και το κάρβουνο απ’ το τσιμπούκι τους.





Γιαταγάνι

Απ’ το σελλάχι ήταν έξω-έξω πιασμένο το γιαταγάνι. Μαχαίρι μισό μέτρο λάμα ή και περισσότερο, φτιαγμένο από γερό ατσάλι. Τα πιο καλά ήταν της Δαμασκού γνωστά με το όνομα δαμασκί. Ηταν τόσο γερά που σκίχανε λαμαρίνα και αντέχανε να κόψουν χοντρή αλυσίδα. Το γιαταγάνι είχε τη λαβή αργυροσκαλισμένη και το θηκάρι του ασημοκαπνισμένο και πλουμιστό με γοργόνες και άγρια πουλιά. Μερικές φορές το θηκάρι ήταν από τομάρι αγριομερινού ή φιδιού.



Μπελ χατζάρι - Τσεκούρι - Τοπούζι

Στη μέση του πολεμιστή, δεξιά μεριά από το λουρί του σελλαχιού βρίσκονταν πιασμένο το δίκοπο μικρό μαχαίρι, το μπελ χατζάρι. Αυτό το μεταχειρίζονταν πιο πολύ οι Τούρκοι, οι Έλληνες το είχαν όσοι το αποχτήσανε σαν λάφυρο. Κατά την ίδια μεριά πιο πέρα ήταν ζωσμένο το τσεκούρι τους. Τέτοιο συνήθιζαν να φέρουν μονάχα οι καπεταναίοι και ήταν συμβολικό. Είχαν ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, οι Μαυρομιχαλαίοι κ.ά. Άλλο πράγμα η στραταρχική ράβδος, αυτή ήταν το τούρκικοτοπούζι. Ένα ραβδί, δυο πιθαμές μάκρος που στη μια μεριά είχε ένα στρογγύλεμα με χυτό μολύβι μέσα για να βαραίνει και στην άλλη μεριά τελείωνε σε βέλος αγκαθωτό. Από παλιά το είχανε οι πασάδες και σαν φέρνανε μπροστά τους κανένα φταίχτη και θέλανε οι ίδιοι να τον τιμωρήσουν, αν το φταίξιμό του ήταν μικρό, με το στρογγύλεμα από το τοπούζι του δίνανε κάμποσες στο κεφάλι, αν παλι ήταν βαρύ το κρίμα τον τρυπούσαν στην κοιλιά με το βέλος.



Σπάθα - Πάλα

Απ’ το αριστερό μέρος του κορμιού τους, από μεταξόπλεχτη λουρίδα, κρεμόντανε η αστραφτερή και καμπυλωτή πάλα. Η λαβή της πάντα έμοιαζε με κεφάλι άγριου δράκοντα, που πολλές φορές πολύτιμα πετράδια στόλιζαν τα μάτια του. Το θηκάρι ήταν όμορφα στολισμένο με ερπετά, λιοντάρια, αγριομερινά και η θήκη έκλεινε μοιάζοντας με ουρά δράκοντα. Σε επιδέξια χέρια ήταν από τα πιο φονικό όπλα. Με μια σπαθιά μπορούσαν να κόψουν από τον ώμο άνθρωπο στα δύο. Ξακουστή ήταν η τέχνη και η δύναμη του Γκούρα και του Νικηταρά στην πάλα.



Καριοφίλια

Ξακουστό ήταν το ντουφέκι του Εικοσιένα, το περίφημο καριοφίλι. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε γύρω στα 1700 και υπήρξαν πολλές εικασίες για το όνομά του. Ο Σάθας υποστήριξε ότι πήρε το όνομά του από τον κατασκευαστή του στη Βενετία Carlo Figlio (Καρόλου Υιός). Ο Βαλαωρίτης δίνει την ποιητική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι». Άλλος πάλι ο Λεβίδης το μεταθέτει από την λέξη φυλλοκάρδι! Όλα τα ντουφέκια τα λέγανε καριοφίλια, αντίθετα με κείνα που κρατούσανε οι ταχτικοί που τους είχαν δώσει το όνομα «σολντάτοι». Όμως αν και το σύνολο των ντουφεκιών έκλεινε στο όνομα καριοφίλι, τα ξεχωρίζανε σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις φωτιές, το μάκρος του και τα παφίλια που το κρατούσανε δεμένο στο κοντάκι, πέντε ως οκτώ παφίλια. Μερικά από τα είδη καριοφιλιών ήταν:Φιλύντρα, Λαζαρίνα, Μιλιώνι, Νταλιάνι, Τρικιώνι, Αρμούτι, Γκιζαήρ, Σισανές,Ντάντσικα, Σαρμάς, Σαρμά-Σισανές, Χαρέ Σαρμά, Παπά Καριοφίλι, Ψαλιδιάς,Σαντέ, Μαντζάρι κ.ά. Σώζεται και το δημοτικό τραγούδι:
«Νταλιάνι μου στον πόλεμο κι’ Αρμούτι στο σημάδι,
και καριοφίλι στη φωνή σαν άξιο παλληκάρι» 

Το καριοφίλι ήταν από τα αγαπημένα όπλα των αγωνιστών που τα βάφτιζαν και με ξεχωριστό όνομα. Ο Θανάσης Διάκος το έλεγε «παπαδιά», ο Καραϊσκάκης «Βασιλική», ο Δημ. Μακρής «Λιάρο» κλπ. Χαρακτηριστική ήταν και η παροιμία «γυναίκα, ντουφέκι και άλογο δεν δανείζεται».



Κλεφτοπόλεμος

Όπως είναι γνωστό ο τρόπος πολέμου που οδήγησε στις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες στην ξηρά, το 1821, ήταν ο κλεφτοπόλεμος. Οι επαναστάτες δηλαδή πολεμούσαν αμυντικά οχυρωμένοι πίσω από βράχους ή χτισμένες μικρές μάντρες (ταμπούρια), δεν εκτείθονταν στο εχθρικό πλήθος απροκάλυπτα και επίσης δεν ανοίγονταν στους κάμπους ελλείψει ιππικού. Προφανώς όταν έσπαγε η ορμή της εχθρικής επίθεσης έκαναν αντεπιθέσεις (γιουρούσια) χρησιμοποιώντας τα σπαθιά τους. Ο τρόπος χρήσης των όπλων του 19ου αιώνα που απαιτούσαν συνεχές και σχετικά χρονοβόρο γέμισμα για μία μόνο βολή, καθόριζε και την πολεμική τακτική τους. Πολλές φορές ένας πολεμιστής γέμιζε συνεχώς και ο πιο έμπειρος και καλός σκοπευτής έριχνε εναλλάσωντας τα όπλα που του γέμιζε ο συμπολεμιστής του. Διαφορετικά οι πολεμιστές στο ταμπούρι φρόντιζαν να μην αδειάσουν σε καμία περίπτωση τα ντουφέκια τους ταυτόχρονα, γιατί τότε έδιναν τον απαραίτητο χρόνο στον εχθρό να του πλησιάσει επικίνδυνα. Δηλαδή πυροβολούσαν με σύνεση και σύστημα ώστε να υπάρχει σταθερό και συνεχές πυρ. Επίσης σκόπευαν συνήθως τους "επίσημους" εχθρούς, μπαϊρακτάρηδες, μπουλουκμπασήδες, αγάδες κλπ προκαλώντας πανικό και αταξία στους απλούς οθωμανούς στρατιώτες, τα "ταγκαλάκια" ή τους "νιζάμηδες" όπως λέγονταν. Επειδή πολλές φορές κινδύνευαν να "πέσει" ο εχθρός που έκανε γιουρούσι μέσα στα ταμπούρια και δεν προλάβαιναν να ξεθηκαρώσουν τα σπαθιά τους, τα είχαν γυμνά ήδη και καρφωμένα στο χώμα δίπλα από το μετερίζι τους. Έτσι ώστε να τα έχουν πρόχειρα σε δευτερόλεπτα αν πλησιάσουν οι εχθροί. Σε περίπτωση συνεχούς κίνησης και διαδοχικών γεμισμάτων και πυροβολισμών και συμπλοκών σώμα με σώμα, κάποιοι κουβαλούσαν τα σπαθιά στα δόντια τους ώστε να εχουν τα χέρια ελεύθερα να γεμίζουν. Μετά κρεμούσαν το ντουφέκι και έπαιρναν το σπαθί κ.ο.κ. Υπάρχει και το σχετικό τραγούδι "στα δόντια σούρνουν το σπαθί, στα χέρια το ντουφέκι". Οι Τούρκοι συνήθως έκαναν γιουρούσι κατά κύματα καλύπτωντας με το αριστερό χέρι πιθανόν κρατώντας και ένα κοτρώνι το κεφαλι τους και ανεμίζοντας με το δεξί το σπαθί τους. Η επίθεσή τους συνοδεύονταν με κραυγές "αλλά αλλά", από φωνές δερβίσηδων και προσευχές και δαιμονισμένο χτύπημα ταμπούρλων. Οι δικοί μας επίσης φώναζαν μόλις έκαναν κόντρα γιουρούσι, αλλά είχαν τρομπέτες αντί για τουμπελέκια για να συντονίζονταν. Μπροστά πήγαιναν οι μπαϊρακτάρηδες που ήταν συνήθως οι πιο τολμηροί στρατιώτες και συνήθως ξεκινούσαν την σφαγή με τη λόγχη της σημαίας. Με αυτού του είδους τον πόλεμο συνήθως αν τρεπόταν σε φυγή η μία παράταξη η ήττα της ήταν οριστική. Οι κυνηγημένοι αν ήταν οι Τούρκοι έβρισκαν καταφύγιο στα κάστρα τους, ή από το ιππικό τους και στην έσχατη ανάγκη πέταγαν τα ακριβά τους όπλα για να καθυστερούν τους διώκτες τους. Οι δικοί μας κατέφευγαν στα βουνά όπου υπήρχε ασφάλεια από το ιππικό των Τούρκων και όλο και κάποια ομάδα Ελλήνων θα υπήρχε να τους καλύψει. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώθηκε να κρατηθούν οι πολιορκίες των κάστρων μέχρι να αναλάβει η πείνα και να πέσουν, ο "στρατηγός Ψωμάς" όπως έλεγε ο Κολοκοτρώνης. Επίσης το πιάσιμο στενών περασμάτων και οι ενέδρες ήταν συνδεδεμένες με την τακτική του κλεφτοπολέμου και οι σημαντικότερες επιθετικές νίκες των επαναστατημένων ήταν αυτής της μορφής, τα Δερβενάκια, τα Βασιλικά, η Αράχωβα.



Ο ερχομός του τακτικού γυμνασμένου και διοικούμενου από Γάλλους στρατού του Ιμπραήμ πασά άλλαξαν εντελώς τις συνθήκες του πολέμου. Οι αστραπιαίες κινήσεις του, η πειθαρχία, το πυροβολικό, η γνώση του εδάφους και ο σχεδιασμός, ήταν εντελώς άγνωστες για τους Έλληνες όσο και για τα άτακτα Οθωμανικά στρατεύματα που είχαν αντιμετωπίσει ως τότε. Η ξιφολόγχη (μπαγιονέτα) έδινε στους Αιγύπτιους επίσης και πλεονέκτημα στην εκ του συστάδην μάχη όταν ήταν συντεταγμένοι, έναντι μεμονωμένων παληκαριών με τις πάλες τους. Γρήγορα κατάλαβαν οι Έλληνες ότι ο παλιός τρόπος πολέμου δεν μπορούσε να οδηγήσει σε νίκες και το αντίθετο έφερε βαρύτατες απώλειες σε συνάρτηση με την ακαταστασία του εμφυλίου που προηγήθηκε. Μετά τις συνεχείς ήττες, Σφακτηρία, Κρεμμύδι, Μανιάκι, Τρίκορφα ακολουθήθηκε η τακτική του κλεφτοπολέμου από πολύ μικρές και ανεξάρητες ομάδες που χτυπούσαν ακατάπαυστα μέρα και νύχτα εχθρικά αποσπάσματα, προκαλώντας τους συνεχείς απώλειες. Τα άτακτα σώματα διατηρήθηκαν, αλλά πλέον τα τακτικά σώματα αύξαναν σταθερά και επίσης ιδρύθηκαν την ίδια περίοδο και τα πρώτα σώματα ιππικού. Το άτακτο του Χατζημιχάλη Δαλιάνη και το τακτικό του Πορτογάλου φιλέλληνα Αλμέιδα, που προσέφεραν σημαντική κάλυψη στις μάχες. Παράλληλη ήταν η εξέλιξη και στον οθωμανικό στρατό με τα πρώτα τακτικά σώματα των Τούρκων να κάνουν την εμφάνισή τους υπό τον Κιουταχή κατά τη διάρκεια την Ελληνικής Επανάστασης. Και αυτοί υπο το γιούχα των παλαίων επαγγελματιών Οθωμανών στρατιωτικών που έβλεπαν το ρόλο τους να περιορίζεται. Με τον ερχομό των Βαυαρών τα στρατεύματα πλέον ήταν μόνο τακτικά και ο "κλεφτοπόλεμος" συνεχιστηκε για κάποιες δεκαετίες ακόμα στα βουνά - "εμφύλιος" πια - μεταξύ "ληστών" και χωροφυλακής.



Πηγές: Οι περισσότερες πληροφορίες είναι από το άρθρο «Φορεσιά κι’ άρματα στην Επανάσταση» του Τάκη Λάππα στο τεύχος 546 του περιοδικού Νέα Εστία, 1950.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821



ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ '21

Το αφιέρωμα αυτό , είναι το ελάχιστο που μπορούμε να προσφέρουμε για να αποδώσουμε φόρο τιμής στους γνωστούς και αγνώστους Ήρωες της 

Επαναστάσεως του '21

τους ανθρώπους που οφείλουμε την ελευθερία μας.


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1821





ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ


Ο Οδυσσέας γεννήθηκε το 1788 στις Λιβανάτες. ΄Ηταν γιος του αρματωλού διάσημου κλέφτη Ανδρέα Ανδρούτσου. Στα τέσσερά του χρόνια έμεινε ορφανός από πατέρα. Η μητέρα του αναγκάστηκε να παντρευτεί για δεύτερη φορά. Από το γάμο της αυτό, απόκτησε άλλους τέσσερις γιους και μία κόρη. Τη γυναίκα του την έλεγαν Ελένη.

Ο Οδυσσέας ήταν ένας από τους πιο ένδοξους αρχηγούς του '21. Φυσιογνωμία πολυσύνθετη και ισχυρή. Γενναίος με ασυναγώνιστο στρατιωτικό πνεύμα και μοναδική διοικητική ικανότητα. Πολυμήχανος, σαν τον συνονόματό του ομηρικό βασιλιά, είχε μια ευφυία που τη θαύμαζαν όσοι ξένοι τον γνώριζαν. Παράλληλα όμως, ήταν αυταρχικός και φιλοχρήματος.

ΠΟΝΗΡΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ

Σε κάποια μάχη στο Δαδί, το Νοέμβρη του 1822, οι ΄Ελληνες αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν. Αρχηγός τους ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που κινδύνεψε κι αυτός να τον αιχμαλωτίσουν. Κυκλωμένος καθώς ήταν από τους Αρβανίτες, δεν έχασε τη ψυχραιμία του, μα έκανε τον αδιάφορο:

- Ποιός είσαι ωρέ; τον ρώτησαν οι Αρβανίτες. 
Εκείνος τους απάντησε που ήξερε τη γλώσσα τους: 
- Σιόκ (δικός σας).

Τον πίστεψαν. Τούτο όμως δεν έφτανε στον πονηρό Οδυσσέα. Τώρα έπρεπε να βρει τρόπο για να τους ξεφύγει. Είπε λοιπόν στους Αρβανίτες να προχωρήσουν προς το λόγγο, που ήταν τάχα κρυμμέναγυναικόπαιδα. ΄Ετσι μπήκε μπροστά για να τους δείξει το δρόμο. Οι Αρβανίτες τον ακολούθησαν. Τους τράβηξε έτσι μέσα στις ανηφοριές του Παρνασσού. Φτεροπόδαρος όπως ήταν ο αρχηγός της Ρούμελης, πήγαινε πολύ πιο μπροστά από τους άλλους. Οι Αρβανίτες που τον βλέπανε να τρέχει έτσι άφοβα, του φώναζαν: 

- Στάσου ορέ, μην τρέχεις μοναχός σου μπροστά να μην σε σκοτώσουν οι Ρωμιοί... 

Μα που να σταθεί ο Οδυσσέας. Σε λίγο τον χάσανε απ' τα μάτια τους. Κατάφερε να χαθεί μέσα στον πυκνό λόγγο κι έτσι να ξεφύγει από τους Αρβανίτες.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ


Ο Θρυλικός αυτός ήρωας του 1821, γεννήθηκε στη Μουσουνίτσα της Παρνασσίδος το 1788.

Παιδί ακόμα μπήκε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Σε ηλικία 20 χρονών άφησε τη ζωή του μοναστηριού και πήρε τα όπλα εναντίον των Τούρκων.

Ο Διάκος ήταν άφταστος στα αγωνίσματα, στα όπλα και στην ανδρεία. Στα 1818 έγινε το πρώτο από τα επτά πρωτοπαλήκαρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Μαζί του μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και έβαλε σκοπό της ζωής του την απελευθέρωση της φυλής. ΄Ετσι δημιούργησε δικό του στρατό και ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης σε όλη την Ελλάδα.

Οι Τούρκοι αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν και έστειλαν τον στρατηγό Ομέρ Βρυώνη με 9.000 στρατιώτες. Ο Διάκος είχε μόνο 1.500 παληκάρια. Η μάχη έγινε στην Αλαμάνα, εκεί όπου 23 αιώνες πριν, έπεσε ο Λεωνίδας με τους 300. Ο Διάκος πολέμησε ηρωϊκά, αλλά στο τέλος οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον σούβλισαν.

Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Μονο ένα παράπονο βγήκε απ'τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού:


"Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι".

΄Ηταν ο πιο αγνός ήρωας του '21. 

Το τραγούδι του

Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι 
το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ'άλλο το Ζητούνι 
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει. 
"Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα. 
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης; 
- Νουδ' ο Καλύβας έρχεται, νουδ' ο Λεβεντογιάννης, 
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες". 
Ο Διάκος σαν τ'αγροίκησε πολύ του κακοφάνει. 
Ψιλή φωνήν εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει. 
"Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παληκάρια, 
δώσ'τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες 
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω την Αλαμάνα, 
πούναι ταμπούρια δυνατά κι'όμορφα μετερίζια". 
Παίρνουνε ταλαφρά σπαθιά και τα βαριά ντουφέκια, 
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια. 
"Καρδιά παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθήτε...

(Απόσπασμα του τραγουδιού)


ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ


Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1776 και είχε τον τίτλο του Κόμη. Υπήρξε πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους. Σπούδασε ιατρική αλλά από τα τέλη του 1798 αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην πολιτική.

Το Μάρτιο του 1800 τα Ιόνια νησιά ανακηρύσσονται σε υποτελή πολιτεία στον Τούρκο Σουλτάνο, η οποία ώφειλε να κυβερνιέται από την αριστοκρατία του τόπου.

Ο Καποδίστριας καταρχάς, γίνεται ΄Εκτακτος επίτροπος της τοπικής κυβέρνησης, αργότερα γίνεται Υπαρχηγός και τέλος Γραμματέας της Επικράτειας για τις υποθέσεις εξωτερικών, εσωτερικών και εμπορίου.

Από τότε αποκτά στενούς δεσμούς με τη Ρωσική Αυλή. Τα Ιόνια νησιά ανακαταλαμβάνονται όμως, από τη Μεγάλη Βρετανία το 1809 και ο Καποδίστριας φεύγει για τη Ρωσία. Εκεί χάρη στις ικανοτητές του γίνεται Υπουργός των Εξωτερικών του Τσάρου. Γίνεται οπαδός της "Πεφωτισμένης Δεσποτείας" δηλαδή του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας και των μεταρρυθμίσεων χωρίς όμως την επαναστατική παρεμβολή του λαού.

Το 1817 η Φιλική Εταιρία πρότεινε στον Καποδίστρια ν'αναλάβει την αρχηγία της επανάστασης στην Ελλάδα. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε, όχι γιατί ήταν φίλος της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, αλλά γιατί από τη φύση του αντιπαθούσε τις επαναστατικές μεθόδους πάλης όπως επίσης και γιατί πίστευε ότι η επιλογή δεν ήταν κατάλληλη για την έκρηξη της Εθνικής Επανάστασης. Επιπλέον είχε τη γνώμη ότι μια επανάσταση που θα στηριζόταν σε νέες δυνάμεις δεν θα έφερνε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.

΄Οταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821 ο Καποδίστριας προσπάθησε να πείσει το Ρώσο Αλέξανδρο Α΄ να επέμβει στρατιωτικά εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πράγμα που δεν κατάφερε και νικημένος αναγκάστηκε να φύγει από τη Ρωσία το καλοκαίρι του 1822 και να έρθει στην Ελλάδα για 5 χρόνια.

Πάντα όμως προσπαθούσε να εξασφαλίσει την συμπαράσταση των κυβερνήσεων και προσωπικοτήτων υπέρ του αγώνα των Ελλήνων.

Πράγματι τελικά δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός ΄Αγγλων, Ρώσων και Γάλλων εναντίον του Σουλτάνου.

Στις 3 Απριλίου του 1827 η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ονόμασε τον Καποδίστρια Κυβερνήτη της Ελλάδος.

Η διακυβέρνηση του Καποδίστρια ήταν σύντομη. Οι προσπαθειές του να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα τον έφεραν σε σύγκρουση με τους Συντηρητικούς Προεστούς και τους Γαιοκτήμονες.

΄Ετσι χωρίς λαϊκή υποστήριξη έμεινε απροστάτευτος στις επιθέσεις των αντιπάλων του.

Στις 9 Οκτωβρίου του 1831 δολοφονήθηκε από τους αδελφούς Μαυρομιχάλη, στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος.

Το σχεδιό του για την "Πεφωτισμένη Δεσποτεία" στην Ελλάδα σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα, χρεωκοπούσε και ο ίδιος έβρισκε σκληρό και άδοξο τέλος.

Δωρεά του Κυβερνήτη

Ο Καποδίστριας αποφάσισε πια οριστικά να αφήσει τη Ρωσία και να κατέβει για πάντα στην Ελλάδα. Πρώτη του δουλειά ήταν να πουλήσει τα έπιπλά του. ΄Ηταν καλοκαμωμένα και ακριβά και αν τα έφερνε μαζί του στην Ελλάδα θα ήταν πρόκληση για τους φτωχούς ΄Ελληνες. Τα πούλησε όλα και κατάφερε να εισπράξει απ'αυτά πενήντα χιλιάδες ρούβλια.

Με μια, όλα αυτά τα ρούβλια τα έστειλε σε "΄Ελληνες" σιτέμπορους στην Οδησσό και τους παρακινούσε να προσθέσουν κι αυτοί ότι θέλανε. Με όλο το ποσόν θα αγοράζαν σιτάρι και θα το έστελναν στους "΄Ελληνες" που πεινασμένοι αγωνίζονταν για τη λευτεριά τους.

Οι ΄Ελληνες σιτέμποροι της Οδησσού σεβάστηκαν την επιθυμία του Καποδίστρια και διπλασίασαν τις πενήντα χιλιάδες ρούβλια που τους έστειλε. Φόρτωσαν πέντε καράβια σιτάρι και στείλανε από ένα στα Ψαρά, στην ΄Υδρα και στις Σπέτσες. Τα άλλα δύο τα στείλανε στ'Ανάπλι για να εφοδιάσουν το στρατό.

ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ



Αρχιστράτηγος της Στερεάς Ελλάδας (1781-1827) και Αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στο Μαυρομάτι της Καρδίτσας.

Στα δεκαπέντε του χρόνια ακολούθησε τους κλέφτες στα βουνά. Σε μία μάχη συνελήφθη από στρατιώτες του Αλή Πασά. Κατάφερε όμως να κερδίσει το θαυμασμό του και μπήκε στην υπηρεσία του. Με τη κήρυξη της Επανάστασης, ο Καραϊσκάκης και τα παλικάρια του πήραν μέρος σε πολλλές μάχες στη περιοχή των Αγράφων.
΄Ομως αργότερα ο Μαυροκορδάτος τον κατηγόρησε για προδοσία και του αφαίρεσε την αρχιστρατηγία. Το 1826 ξανάγινε αρχιστράτηγος και κατατρόπωσε τους Τούρκους στην Αράχωβα και στο Δίστομο. Σε μια μάχη στην Ακρόπολη πολέμησε τους Τούρκους αλλά πληγώθηκε θανάσιμα.

Πέθανε σε ηλικία 45 ετών.
"Βαράει Καραϊσκάκης"
Για τη φράση "Βαράει Καραϊσκάκης" ή "παίζει Καραϊσκάκης" έχουμε διάφορες ιστορικές εκδοχές και μία απ'αυτές είναι και τούτη: 
Στην εκστρατεία που έκανε ο Καραϊσκάκης στη Ρούμελη το 1826, το πολεμικό του σώμα - σε μία χιονοθύελλα - βρέθηκε σε δύσκολη θέση από τρόφιμα. Τα παλικάρια άρχισαν να διαμαρτύρονται στον αρχηγό τους. Χορατατζής όπως ήταν ο Καραϊσκάκης και για να ξεγελάσει τα παλικάρια του, τους φωνάζει: 

- Σφίχτε ορέ εσείς το ζωνάρι σας και βαρείτε τη κοιλιά σας. 
Γέλασαν οι ΄Ελληνες πολεμιστές στο χορατό του αρχηγού τους και ξεχνώντας τη πείνα τους άρχισαν όλοι να φωνάζουν: 
"Βαρούμε τη κοιλιά Καραϊσκάκη, βαρούμε τη κοιλιά Καραϊσκάκη".
Κι έτσι απόμεινε από τότε η ιστορική εκείνη φράση.


ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ



Ηταν μια από τις λαμπρότερες φυσιογνωμίες της Ελληνικής Επανάστασης. Γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1770, στη Μεσσηνία της Πελοποννήσου. ΄Εγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας το Δεκέμβρη του 1818.

Στις 22 Μαρτίου του 1821 ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και με άλλους 2.000 άνδρες, πήγαν προς την Καλαμάτα και την επομένη την απελευθέρωσαν. Το καλοκαίρι του 1822 πολέμησε εναντίον του Δράμαλη και αποδεκάτισε τον Τούρκικο στρατό στα Δερβενάκια. ΄Ελαβε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις και επιβλήθηκε σαν στρατιωτική μορφή και σαν αρχηγός των αγωνιστών της Πελοποννήσου. Συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι το 1827.

Το 1834 καταδικάστηκε για συνωμοσία εναντίον του βασιλιά ΄Οθωνα. Η καταδίκη αυτή ακούστηκε με αγανάκτηση στον Ελληνικό λαό. Μετά την ενηληκίωση του ο ΄Οθωνας έδωσε χάρη στο γέρο του Μοριά. Τον ονόμασε Αντιστράτηγο και τον διόρισε σύμβουλο της Επικρατείας.

Τα υπόλοιπα χρόνια του έζησε στην Αθήνα. και πέθανε το 1843.

Κατά την περίοδο αυτή υπαγόρευσε στον Γεώργιο τα απομνημονεύματα του που εκδόθηκαν το 1846 με τον τίτλο "Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836", που αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τον αγώνα του 1821.

ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ


Ηρωίδα της ελληνικής επανάστασης του 1821. Κόρη του Νικολάου Μαυρογένους, μεγαλέμπορου που ήταν εγκατεστημένος στην Τεργέστη. Πριν κηρυχθεί η επανάσταση, ήρθε με τον πατέρα της στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Τήνο. 

Μόλις άρχισε ο αγώνας πήγε στη Μύκονο όπου εξόπλισε με δικά της χρήματα δύο πλοία, με τα οποία καταδίωξε η ίδια τους πειρατές που σάρωναν εκείνη την εποχή τη θαλάσσια περιοχή της Μυκόνου. Αργότερα δημιούργησε στόλο από έξι πλοία και συγκρότησε σώμα πεζικού που αποτελούνταν από 16 λόχους των πενήντα ανδρών και πήρε μέρος στην επιχείρηση της Καρύστου καθώς και στις μάχες του Πηλίου, της Φθιώτιδας και της Λειβαδιάς. Επέστρεψε κατόπιν στη Μύκονο και ασχολήθηκε με τη τροφοδοσία του ναυτικού αγώνα και τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της.

΄Οταν έληξε η επανάσταση εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Της απονεμήθηκε από τον Καποδίστρια ο βαθμός της αντιστρατήγου. Το 1840 εγκαταστάθηκε στην Πάρο.

Πέθανε το 1848. Το σπίτι που πέθανε στην Πάρο σώζεται μέχρι σήμερα.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΩΡΑ

Η Μαντώ Μαυρογένους είχε στην κατοχή της από οικογενειακή κληρονομιά ένα πολύτιμο σπαθί. Λένε πως το σπαθί αυτό ήταν απ'τα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. ΄Αλλοι λένε πάλι πως η Μεγάλη Αικατερίνη το είχε χαρίσει στον πατέρα της Μαντώς. ΄Ηταν "Χρυσοποίκιλτον και Αδαμαντοκόλλητον". Είχε χαραγμένη την επιγραφή "Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων".

Σαν κατέβηκε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, η Μαντώ του χάρισε το "πατροπαράδοτον μου και πολυτιμότατον δια την αρχαιοτητά του σπαθίον", όπως γράφει και η ίδια. Ο Κυβερνήτης την ευχαρίστησε για το ιστορικό αυτό δώρο, "σπάθην οπλίσασαν την χεριά γενναίου τίνος προμάχου του Σταυρού".

Στον τιμητικό αποχαιρετιστήριο χορό, που δώσανε στο σπίτι του Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου στην Αίγινα, για χάρη του στρατάρχη Μαιζών που θα έφευγε από την Ελλάδα, ο Καποδίστριας πρόσφερε το ιστορικό αυτό σπαθί στον Μαιζών, "ως τεκμήριον της προς αυτό ευγνωμοσύνης του ΄Εθνους".

ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ


Ο διασημότερος της οικογένειας και ένας από τους πιο διακεκριμένους ήρωες του Εικοσιένα. 

Ήταν γιος του Κίτσου και πολέμησε μαζί του σ` όλες τις μάχες. Τη στρατιωτική σταδιοδρομία του άρχισε στην Κέρκυρα, όπου υπηρέτησε στο γαλλικό στρατό ως υπαξιωματικός. Διακρίθηκε στη μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822) και μετά μαζί με το Μαυροκορδάτο και άλλους κλείστηκε στο Μεσολόγγι, όπου οργάνωσε την άμυνα της πόλης με 360 οπλοφόρους. 

Έτσι όταν στα τέλη του Οκτωβρίου 1822 οι Τούρκοι με αρχηγούς τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή άρχισαν την Α΄ πολιορκία του Μεσολογγίου, αλλά κατόρθωσε να λύσει την πολιορκία και να προξενήσει μεγάλη φθορά στον εχθρό, ιδίως κατά τη φυγή του προς τον Αχελώο, στο πλημμυρισμένο ρεύμα του οποίου πνίγηκαν 500 Τούρκοι. Μετά τη λύση της πολιορκίας του Μεσολογγίου η κυβέρνηση τον διόρισε αρχιστράτηγο της Δ Στερεάς. 

Όταν όμως οι άλλοι οπλαρχηγοί έδειξαν φανερά τη ζηλοτυπία τους και απαίτησαν από την κυβέρνηση ανάλογες προαγωγές, τότε ο Μ. έσκισε μπροστά τους το διοριστήριο λέγοντας: 

"Όποιος είναι άξιος, παίρνει το χαρτί του στρατηγού στον πόλεμο". Μετά το επεισόδιο αυτό με 350 Σουλιώτες χτύπησε στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου την εμπροσθοφυλακή των Τούρκων, που αποτελούνταν από 5.000 άνδρες με αρχηγό τον Τζαλαδήμπεη. 

Η επίθεση έγινε τη νύχτα της 9/8/1823, την ώρα που ο εχθρός κοιμόταν αμέριμνος στο στρατόπεδό του. Ο πανικός και η φθορά των Τούρκων ήταν φοβερή. Στην προσπάθεια του όμως ο Μ. να συλλάβει αιχμάλωτο τον ίδιο τον Τζαλαδήμπεη, χτυπήθηκε από μια αδέσποτη σφαίρα στο μέτωπο και σκοτώθηκε. Οι σύντροφοι του βαθιά λυπημένοι, πήραν το σώμα του αρχηγού τους και το έθαψαν με μεγάλες τιμές στο Μεσολόγγι.

ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ ΠΕΤΡΟΜΠΕΗΣ 
ή ΠΕΤΡΟΣ


Γεννήθηκε το 1770 και πέθανε το 1848. ΄Ηταν ο πιο γνωστός από την οικογένεια των Μαυρομιχάληδων και ο τελευταίος ηγεμόνας της Μάνης. ΄Ηταν γιος του Πιέρου Μαυρομιχάλη. 

΄Ηταν επιβλητικός με μεγάλες ικανότητες. Κατόρθωσε να συμφιλιώσει την οικογένεια των Μαυρομιχάληδων που τσακωνόντουσαν συνέχεια.

Οταν ξεκίνησε η Επανάσταση το 1821, ο Πετρόμπεης παρέμεινε στη Μεσσηνία αλλά διέθεσε γιούς και αδελφούς στις μάχες που γινόντουσαν στην Μεσσηνία. Εκλέχτηκε πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας στη συνέλευση των Καλτετζών, προσπαθώντας να συμβιβάσει τους στρατιωτικούς και τους Κοτσαβάσηδες.

Ο γιός του δολοφόνησε τον Καποδίστρια και ο ίδιος φυλάχτηκε στο Ναύπλιο. Στα χρόνια του βασιλιά ΄Οθωνα έγινε σύμβουλος επικρατείας.

Στην αποτυχημένη επανάσταση του 1769, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ήρθε σε προστριβή με τον απεσταλμένο στην Ελλάδα της Μεγάλης Κατερίνης, Ναύαρχο Θεόδωρο Ορλώφ. Ο Μαυρομιχάλης κατηγόρησε το ναύαρχο και την Κατερίνη πως αφού ξεσήκωσαν τους ΄Ελληνες, τώρα τους αφήνανε στην τύχη τους. Ο Ορλώφ άρχισε να ειρωνεύεται το Μαυρομιχάλη. 

Τότε ο Μπέης της Μάνης δεν κρατήθηκε και του λέει: 

- Κι αν έχεις στις διαταγές, όλες τις στρατιές της Τσαρίνας είσαι δούλος γυναίκας. Εγώ όμως είμαι αρχηγός λαού ελεύθερου, κι αν είμαι ακόμα ο τελευταίος του γένους, η ζωή μου αξίζει πιο πολύ από τη δική σου.

ΔΕΣΠΩ ΜΠΟΤΣΗ


Περίφημη Σουλιώτισσα, γυναίκα του Γεώργιου Μπότση. ΄Εμενε σ' ένα πύργο, στου Δημούλα, στο χωριό Ρηνιάσα το 1803.

Μετά την εξόντωση των Σουλιωτών στο Ζάλογγο, πήγαν πεντακόσιοι Τουρκαρβανίτες στη Ρηνιάσα. Η Δέσπω βρισκόταν εκείνη τη μέρα στον πύργο με άλλα δέκα μέλη της οικογενείας της, αδύναμα. Οι γιοί της και ο άνδρας της έλειπαν. Για να μην σκλαβώσουν οι Αρβανίτες την ίδια και όσους ήταν μαζί της, αφού βέβαια πολέμησε πρώτα εναντίον τους, έβαλε μπαρούτι στον πύργο και κάηκαν αυτή, οι νύφες της και τα εγγόνια της. Η θυσία και η πράξη αυτή της Δέσπως, αποτέλεσε τον πυρήνα του περίφημου δημοτικού τραγουδιού:

ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ

Αχός βαρύς ακούγεται, 
πολλά ντουφέκια πέφτουν. 
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μην σε χαροκόπι; 
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι. 
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ'αγγόνια. 
Αρβανιτιά την πλάκωσε 
στου Δήμουλα τον πύργο. 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ

 

Ναύαρχος του ελληνικού στόλου κατά την Επανάσταση του 1821. Ο τόπος της γέννησής του δεν είναι επακριβώς γνωστός. Ορισμένοι βιογράφοι του υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1769 στα Φύλλα της Εύβοιας, απ' όπου η οικογένεια του μετοίκησε στην Ύδρα, ενώ άλλοι στο νησί του Αργοσαρωνικού. 

Το πραγματικό του επίθετο ήταν Βώκος ή Μπώκος. 

Για το παρωνύμιο Μιαούλης υπάρχουν δύο εκδοχές: 

Η μία ότι του τo κόλλησαν οι ναύτες του, όταν τους έδινε τη διαταγή «Μία ούλοι!» για να κωπηλατούν συγχρόνως. Η δεύτερη, από ένα τουρκικό μπρίκι που αγόρασε, με την ονομασία «Μιαούλ». 

Κατά την κήρυξη της Επανάστασης στην Ύδρα, στις 28 Απριλίου 1821, ο Μιαούλης υπέγραψε μαζί με άλλους πλοιοκτήτες έγγραφο, με το οποίο διέθεταν τα πλοία τους, αλλά και θα αναλάμβαναν τις δαπάνες για τις ναυτικές επιχειρήσεις του Αγώνα. 

Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου αναλαμβάνει ναύαρχος του υδραϊκού στόλου και στις 28 Σεπτεμβρίου έρχεται αντιμέτωπος για πρώτη φορά με τουρκική ναυτική μοίρα στην Πύλο. 

Το Φεβρουάριο του 1822 καταστρέφει μία τουρκική φρεγάτα και προξενεί ζημιές σε άλλα πλοία στο λιμάνι της Πάτρας. Τον Οκτώβριο του 1823 ο Μιαούλης, επικεφαλής του ελληνικού στόλου, νικά τους Τούρκους στο Αρτεμίσιο και του Ωρεούς.
Μετά την καταστροφή των Ψαρών (20 - 22 Ιουνίου 1824), σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην εξουδετέρωση της τουρκικής δύναμης, που είχε παραμείνει στο νησί και στην ανακατάληψή του, στις 3 Ιουλίου. Στις 29 Αυγούστου 1824, ο Μιαούλης, επικεφαλής του ενωμένου ελληνικού στόλου, καταναυμαχεί τον τουρκοαιγυπτιακό στον Γέροντα. 

Οι απώλειες του εχθρού ανέρχονται σε 27 πλοία, ανάμεσά τους και η επιβλητική φρεγάτα «Ασία».Ο Ανδρέας Μιαούλης πέθανε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 1835. Ετάφη στον Πειραιά, στη δεξιά ακτή του λιμανιού, που ονομάστηκε Ακτή Μιαούλη.

ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ (ΔΙΚΑΙΟΣ)


Γεννήθηκε το 1788 στη Μεσσηνία και σκοτώθηκε στο Μανιάκι το 1825 πολεμώντας εναντίον των Τούρκων.

Αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 από τους πιο σπουδαίους. ΄Ηταν κληρικός, αλλά πριν ακόμη αρχίσει η Επανάσταση έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Φιλική Εταιρεία. Οι ενέργειές του όμως θύμωσαν τους Τούρκους και διέταξαν τη σύλληψή του. 

Το 1820 κατέβηκε στην Πελοπόννησο για να κηρύξει την Επανάσταση. Οι πρόκριτοι της περιοχής αντέδρασαν και τον περιόρισαν σ'ένα μοναστήρι κοντά στο Αίγιο. Δραπετεύοντας με λίγους μοναχούς άρχισε να επιτίθεται στους Τούρκους και έτσι ανάγκασε τους προκρίτους να πάρουν μέρος στην Επανάσταση.

Πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις και ήταν πληρεξούσιος στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. ΄Εγινε Υπουργός Εξωτερικών και Αστυνομίας, πολέμησε το στρατό του Δράμαλη στα Δερβενάκια και τον Ιμπραήμ στο Μανιάκι όπου και σκοτώθηκε. Λέγεται ότι ο Ιμπραήμ ζήτησε το πτώμα του και φίλησε το νεκρό.

Τα άρματα του Παπαφλέσσα

Το γιαταγάνι του ήταν του βοεβόδα της Καλαμάτας, Αρναούτογλου κι έγραφε πάνω "Αρναούτογλου-Γρηγόριος Δίκαιος Παπαφλέσσας".

Το καριοφίλι του ήταν στολισμένο. Το κοντάκι είχε φίλντισι κι εκεί που αρχίζει η κάννη απ'τη μια έγραφε το όνομά του κι απ'την άλλη είχε σκαλισμένη τη μορφή του Παπαφλέσσα. Αυτό βαστούσε όταν έπεσε ηρωϊκά στο Μανιάκι. Εκεί βρέθηκε ύστερα από κάποιον ΄Ελληνα. Σχεδόν μόνο το κοντάκι σώθηκε κι αυτό κατατσακισμένο απ'τις σπαθιές που δέχτηκε σ'εκείνη τη γιγαντομαχία.

Στα 1900 το αγόρασαν από κάποιον οι απόγονοι του Παπαφλέσσα και βρίσκεται πια στα χέρια τους.

ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ



Δευτερότοκος γιος του Φώτου κι εγγονός του Λάμπρου Τζαβέλα. Γεννήθηκε στο Σούλι το 1801. Μεγάλωσε στην Κέρκυρα όπου είχαν καταφύγει πολλοί Σουλιώτες, μετά το 1803.

Εικοσάχρονος γύρισε στο Σούλι και υπέγραψε και αυτός τη συμφωνία με τους Αρβανίτες Αγαδομπέηδες, φίλους του Αλή Πασά, στις 11 Γενάρη του 1821.

Επολέμησε κατά των σουλτανικών στρατευμάτων που είχαν πολιορκήσει τον Αλή. Μετά τον έστειλαν οι Σουλιώτες στην Ιταλία να συναντήσει τον Ιγνάντιο και να ζητήσει πολεμοφόδια, πληροφορίες και συμβουλές, γιατί πλησίαζε ο καιρός του γενικού ξεσηκωμού των Ελλήνων. Γυρίζοντας από την Ιταλία το Σούλι είχε παραδοθεί στους Σουλτανικούς. 

Γι'αυτό αναγκάστηκε να βγει στο Αιτωλικό, όπου είχαν πάει κι άλλοι Σουλιώτες. Κλείστηκε στο Μεσολόγγι μαζί με τους λίγους Σουλιώτες που είχε ο Μάρκος Μπότσαρης και πολέμησαν κατά την πρώτη πολιορκία.

Μετά την αποχώρηση τότε του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυόνη, και με υποκίνηση του Μαυροκορδάτου, επήγε με τριακόσιους περίπου Σουλιώτες προς τ' 'Αγραφα όπου ήρθαν σε ρήξη με το Γ. Καραϊσκάκη. Εγύρισαν πίσω μαζί με το θείο του Ζυγούρη Λάμπρου Τζαβέλα και τον Μάρκο Μπότσαρη στο Καρπενήσι όπου σκοτώθηκε ο Μάρκος. 

΄Υστερα ο Κίτσος με τον Ζυγούρη, τους Σουλιώτες και με άλλα ελληνικά σώματα έπιασαν την Καλιακούδα. Τότε σκοτώθηκε ο Ζυγούρης Τζαβέλας και έγινε αρχηγός ο Κίτσος Τζαβέλας.

Στην δίκη του Γ. Καραϊσκάκη το 1824, παρά την προσβολή που του είχε κάνει τον υπερασπίστηκε. Πήρε μέρος στη μάχη της Αμπλιανής όπου νίκησαν και στη μάχη στο Κρεμμύδι όπου απέτυχαν. Αν και ήταν αντίθετος με τον Κολοκοτρώνη, τελικά τον υποστήριξε γιατί η αδερφή του Κίτσου παντρεύτηκε τον γιο του Κολοκοτρώνη. 

Αφού ήταν συμπέθερος του Κολοκοτρώνη πιάστηκε και φυλακίστηκε. ΄Οταν όμως ο βασιλιάς ΄Οθωνας ενηλικιώθηκε, τους ελευθέρωσε και τους δύο.

Ο Κίτσος Τζαβέλας έγινε Υπασπιστής του βασιλιά, Υπουργός Στρατιωτικών και Πρωθυπουργός, παρότι ήταν αγράμματος και ήξερε μόνο να υπογράφει.

Το 1854 όταν ξεσηκώθηκε η Θεσσαλία και η ΄Ηπειρος, ο Κίτσος πήγε στο Μεσολόγγι με σκοπό να βοηθήσει το κίνημα. Εκεί αφού είδε τις ελπίδες του - για απελευθέρωση των περιοχών αυτών - να χάνονται, αρρώστησε και πέθανε στις 9 Μαρτίου του 1855.

ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ (1771-1825)


Η Καπετάνισσα Μπουμπουλίνα ξέφευγε από τα γυναικεία πρότυπα της εποχής της. Μεγαλωμένη στη θάλασσα, από νωρίς εκδήλωσε την αγάπη της για τα πλοία και τα ταξίδια. Η μυθιστορηματική ζωή της, από τη γέννηση της ακόμη, ήταν γεμάτη περιπέτειες που σφυρηλάτησαν το χαρακτήρα της, ένα χαρακτήρα ανεξάρτητο, δυναμικό, αγωνιστικό. Καπετάνισσα, λοιπόν, όχι μόνο στα πλοία, αλλά και στην ίδια της τη ζωή. Γεννήθηκε ορφανή από πατέρα, έμεινε δύο φορές χήρα και με μεγάλη περιουσία την οποία διαχειρίστηκε με πολλή ευστροφία και κατάφερε να την αυξήσει. Γεύτηκε συχνά το φθόνο των συμπατριωτών της και γι’ αυτό αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, τις οποίες πάντα ξεπερνούσε.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες προφορικές μαρτυρίες, το 1819 στην Κωνσταντινούπολη μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Μετά την έκρηξη της Επανάστασης από τους πρώτους συμμετείχε ενεργά, προσφέροντας χρήματα και πολεμοφόδια και διαθέτοντας τα πλοία της στην υπηρεσία του Αγώνα. Η μεγαλύτερη απώλεια ήταν ο θάνατος του πρωτότοκου γιου της (από τον πρώτο της γάμο) Γιάννου Γιάννουζα, στα τέλη Απριλίου του 1821,σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους έξω από το Άργος. Η Μπουμπουλίνα έλαβε μέρος με το πλοίο της «Αγαμέμνων» στην πολιορκία του Ναυπλίου και μετά την απελευθέρωσή του εγκαταστάθηκε εκεί σε οίκημα που της παραχώρησε η επαναστατική κυβέρνηση.

«Από της εμφανίσεώς της εις τον Αργολικόν, επί ιδίου πλοίου δια την πολιορκίαν του Ναυπλίου, και έπειτα εις το Αργος» γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος, «η φυσιογνωμία της Μπουμπουλίνας καθίσταται η αμαζόνιος διακόσμησις του πολεμικού πίνακος του 1821. Η δόξα της, που έφτασε μέχρι της εκπλήκτου δια την δράσιν της Ευρώπης, οφείλεται εις πραγματικάς πολεμικάς πράξεις.»

Το Σεπτέμβριο του 1821 βρέθηκε στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη και μπήκε από τους πρώτους στην πόλη. Η εκεί συμπεριφορά της προξένησε σχόλια για αρπαγή κοσμημάτων από τις γυναίκες του χαρεμιού με υπόσχεση την ασφάλεια της ζωής τους.

Ο πρωταγωνιστικός της ρόλος δεν την άφησε αμέτοχη στις εμφύλιες διαμάχες, κατά τις οποίες υποστήριξε τους στρατιωτικούς και το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε συγγενέψει, μετά το γάμο της κόρης της Ελένης Μπούμπουλη με τον Πάνο Κολοκοτρώνη.

Η φιλοπατρία υπερισχύει όλων των άλλων συναισθημάτων της, δηλαδή της πικρίας της από τις έριδες των πολιτικών και την έκβαση του αγώνα. Και ενώ κάνει πάλι προετοιμασίες, για να λάβει μέρος στο αγώνα εναντίον του Ιμπραήμ, έρχεται το αναπάντεχο τέλος της. 

Η ηλιοκαμένη κόρη της θάλασσας πέφτει νεκρή από σπετσιώτικο βόλι, στις 22 Μαΐου 1825,στο σπίτι του πρώτου της άνδρα, του Γιάννουζα. Αιτία; Μια λογομαχία της με άτομα από την οικογένεια της Κούτση Ευγενίας, αγαπημένης του γιου της Μπουμπουλίνας. Άδοξο και τραγικό λοιπόν το τέλος αυτής της γυναίκας που μέσα της ξεχείλιζε, πιο ισχυρή από όλα τα άλλα, η αγάπη της για την πατρίδα.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΣΑΚΑΛΩΦ

Ολοι μας βέβαια ξέρουμε πως η Φιλική Εταιρεία, που οργάνωσε και οδήγησε τους υπόδουλους ΄Ελληνες στην επανάσταση του '21, ιδρύθηκεστην Οδησσό της Ρωσίας, το φθινόπωρο του 1814. 

Ιδρυτές της ήταν δύο άσημοι εμποροϋπάλληλοι κι ένας διανοούμενος, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ο Νικόλαος Σκουφάς και ο Εμμανουήλ Ξάνθος.

Την πρωτοβουλία της ίδρυσης την είχε ο Τσακάλωφ, που σπούδασε στο Παρίσι και ήταν μέλος της "Ελληνικής Εταιρείας" και του "Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου". Για απόδειξη μάλιστα στον Κώδικα της Ανωτάτης Αρχής της Φιλικής Εταιρείας, πρώτο βρίσκεται το όνομα του Τσακάλωφ.

Ο Γιαννιώτης Τσακάλωφ, αντίθετα από τους δύο άλλους που είχανε ταπεινό σόι, ήταν παιδί άριστης οικογένειας, από τον περίφημο Τεκελή.

Η ζωή του μοιάζει με μυθιστόρημα. Ο πατέρας πλούσιος έμπορος γουναρικών, ξενιτεύτηκε και ζούσε στη Μόσχα. Η οικογένειά του όμως έμενε στα Γιάννενα. Ο Θανάσης σπούδαζε στο σχολείο του Ψαλίδα.

Μια μέρα ο Μουχτάρ Πασάς, γιος του Αλή Πασά, έβαλε να τον πιάσουν και να τον φέρουν στο σεράι του. Η μάνα του τρέχει και πέφτει στα γόνατα του γείτονά της Ταχήρ Αμπάζη. Αυτός τη λυπήθηκε και της τάζει πως θα την βοηθήσει. 

Την ορμηνεύει να παραστήσει την τρελή και να πάει έξω από το σεράι του Βεζύρη να στριγγλίζει. ΄Οταν ο Αλή Πασάς άκουσε τα ουρλιαχτά της, φωνάζει τον Ταχήρ Αμπάζη και τον ρωτά τι τρέχει.

- Είναι Πασά μου μια μισότρελη γυναίκα που ο γιος σου ο Μουχτάρ, της άρπαξε το παιδί της. Την έχω γειτόνισσα και με παλάβωσαν οι φωνές της. Πρόσταξε το γιο σου να της δώσει το παιδί της για να ησυχάσω και 'γω.

΄Ετσι κι έγινε. Τότε ο πατέρας του Τσακάλωφ, τον πήρε στη Μόσχα για να σπουδάσει και μετά τον έστειλε για περισσότερες σπουδές στο Παρίσι.

΄Ετσι ο Τσακάλωφ έγινε ένας σπουδαίος διανοούμενος που μισούσε πολύ τους Τούρκους. Αφού ίδρυσε την Φιλική Εταιρεία έγινε και υπασπιστής στον Ιερό Λόχο του Αλέξανδρου Υψηλάντη.

Σε όλη τη διάρκεια του ξεσηκωμού των Ελλήνων τραγουδούσαν μετά τον όρκο που έδιναν στη Φιλική Εταιρεία: 
Φίλοι μου συμπατριώται δούλοι νάμεθα ως πότε των αχρείων Μουσουλμάνων της Ελλάδος των τυρράνων

Ο Τσκάλωφ έλαβε μέρος στην δολοφονία του τυχοδιώχτη Γαλάτη. Το όνομά του γράφεται με χρυσά γράμματα στην Ελληνική Ιστορία διότι ήταν ο πρωτεργάτης της Ελληνικής Επανάστασης. ΄Ενα πατριωτικό εγερτήριο της εποχής εκείνης έλεγε:


Ω παιδιά μου 
ορφανά μου 
σκορπισμένα εδώ κι εκεί 
διωγμένα 
υβρισμένα 
απ'τα έθνη πανοκεί! 
Ξυπνήστε τέκνα 
κι ήλθεν η ώρα. 
Ξυπνήστε όλα 
τρέξατε τώρα 
κι 'ήλθεν ο Δείπνος ο Μυστικός! 



ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ, (1792-1828)


Ο ενδοξότερος από τους Υψηλάντηδες. Ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού διακρίθηκε στη μάχη της Δρέστης το 1823 εναντίον του Ναπολέοντα κι εκεί έχασε το δεξί του χέρι. Φλογιζόταν από το πόθο να δει την Ελλάδα ελεύθερη. Μυήθηκε στα μυστικά της Φιλικής και δέχτηκε την αρχηγία του αγώνα που του πρόσφερε η Εταιρεία το 1820. Πριν πεθάνει είχε πάει στη φυλακή, απ'οπου βγήκε το 1827. ΄Ομως οι κακουχίες και οι στεναχώριες της φυλακής, είχαν υποσκάψει την υγεία του και πέθανε μετά από ένα χρόνο στην Βιέννη.

Το τέλος του Αρχηγού

Το Γενάρη του 1828, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, άρρωστος από βαριά καρδιακή πάθηση, κληρονομιά της φυλάκισής του, κείται σε κάποιο κρεβάτι του ξενοδοχείου "Χρυσό Αχλάδι", στη Βιέννη. ΄Οσο πάει, μέρα με τη μέρα, όλο και βαραίνει η αρρώστεια του. Το καταλαβαίνει και τη στερνή του παραγγελία δίνει στον υπασπιστή του Λασάνη που τον παραστέκει.

- Να στείλετε, τουλάχιστον, την καρδιά μου στην Ελλάδα. 

΄Ανηκε πάντοτε στην πατρίδα μου κι επιθυμώ ν'αποδοθεί στο ελεύθερο χώμα της.

Είναι ένα χειμωνιάτικο δειλινό, στις 19 του Γενάρη. Τώρα πια ο Υψηλάντης με κόπο μπορεί να μιλάει. Σε κάποια στιγμή ο Λασάνης μπαίνει στο δωμάτιο κρατώντας την εφημερίδα "Αυστριακός Παρατηρητής", κι ολόχαρος διαβάζει την είδηση πως ο Καποδίστριας έφτασε στη Μάλτα και μ'εγγλέζικη φρεγάτα έφυγε για την Ελλάδα.

- Δόξα σοι ο Θεός...! κατορθώνει να πει με σβυσμένη φωνή ο Αρχηγός. ΄Υστερα προσπάθησε ν'ανασηκωθεί λίγο. Δεν τα καταφέρνει. Νιώθει εξάντληση και γι'αυτό ζητάει απ'τον υπασπιστή του να του τρίψει λίγο το χέρι. Τότε αρχίζει να σιγοψιθυρίζει:
- Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς... 

Δεν πρόκανε όμως ν'αποτελειώσει την προσευχή του. Θόλωσε ο νους του, η γλώσσα του μπλέχτηκε, κι ο άτυχος μονόχειρας αρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης γέρνει νεκρός το κεφάλι του


ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ 


Εξαιρετικός αγωνιστής, στρατηγός και μεγάλη μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και των πρώτων, μετά την απελευθέρωση, χρόνων. Ο Μακρυγιάννης γεννήθηκε το 1797 από φτωχή οικογένεια στο χωριό Αβορίτη του νομού Φωκίδας. 

Το κανονικό του επίθετο ήταν Τριανταφύλλου, αλλά ονομάστηκε Μακρυγιάννης (μακρύς Ιωάννης), γιατί είχε ψηλό ανάστημα. Όταν ήταν ενός χρόνου οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα του κι η οικογένειά του, μετά από πολλές ταλαιπωρίες στα βουνά, κατάφυγε στη Λιβαδειά. Σε ηλικία 14 χρόνων πήγε κι εργάστηκε στην Άρτα στα κτήματα του συμπατριώτη του Αθαν. Λιδωρίκη. 

Ασχολήθηκε και με το εμπόριο και στην αρχή της Επανάστασης είχε μια σεβαστή περιουσία για την εποχή εκείνη. Στην Άρτα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και προσχώρησε στην Επανάσταση λίγο πριν την έκρηξή της Οι Φιλικοί τον έστειλαν στην Πάτρα να συγκεντρώσει πληροφορίες για την εξέγερση. Εκεί τον υποπτεύτηκαν οι Τούρκοι κι όταν γύρισε στην Άρτα τον έριξαν στη φυλακή απ' όπου δραπέτευσε μετά από δύο μήνες. Στην αρχή της Επανάστασης υπηρέτησε κάτω απ' τις διαταγές του οπλαρχηγού Μπακόλα, που θαύμαζε πολύ Πήρε μέρος στις μάχες του Σταυρού και του Πέτα κι επικεφαλής 700 αντρών μπήκε θριαμβευτής στην πόλη της Άρτας που την κυρίεψαν απ' τους Τούρκους.

Τον Απρίλη του 1822, παρόλο που είχε αρρωστήσει λίγο καιρό πριν, ως οπλαρχηγός 4 χωριών των Σαλώνων, επιτέθηκε εναντίον της Υπάτης, που όμως δεν μπόρεσε να πάρει απ' τους Τούρκους.

Τον Αύγουστο, που ο Ανδρούτσος ανάλαβε την αρχιστρατηγία της Αν. Στερεάς, ο Μακρυγιάννης ορίστηκε αντιφρούραρχος κι ο Γκούρας φρούραρχος της Ακρόπολης. Κατόπιν ορίστηκε και πολιτάρχης της Αθήνας, δηλ. είχε καθήκον να επιβλέπει τη δημόσια τάξη.

Μαζί με το Νικηταρά εκστράτευσε στη Ρούμελη και πήρε μέρος σε πολλές μάχες.
Στην περίοδο των εμφύλιων πολέμων ο Μακρυγιάννης τάχτηκε με το μέρος της κυβέρνησης και κυνήγησε τους αντάρτές, γιατί πίστευε ότι έτσι θα ερχόταν γρηγορότερα η τάξη στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

Το 1825 διορίστηκε απ' την κυβέρνηση πολιτάρχης της Αρκαδίας. Εκεί τον προσκάλεσαν οι πολιορκούμενοι απ' τους Τούρκους στο φρούριο του Νεόκαστρου. Έτρεξε για βοήθειά τους μαζί με 100 άνδρες και πολέμησε γενναία μέχρι την παράδοση του κάστρου Μετά την άλωση της Τρίπολης πολέμησε τον Ιμπραήμ στη μάχη των Μύλων, τραυματίστηκε βαριά και μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του Γεωργαντά Σκουζέ.

Το 1825 πήγε στην Ύδρα για να την προστατέψει από ύποπτες τούρκικες κινήσεις και κατόρθωσε να καθησυχάσει τα επαναστατημένα ελληνικά πληρώματα, που ζητούσαν τους μισθούς τους, πληρώνοντας με δικά του χρήματα.

Αλλά η γενναιότητα του στρατηγού Μακρυγιάννη φάνηκε στις μάχες της Ακρόπολης, που την πολιορκούσε ο Ρεσίτ πασάς Κιουταχής. Εκεί τραυματίστηκε στο λαιμό και στο κεφάλι.

Το τραύμα αυτό τον βασάνιζε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το 1830 έγινε χιλίαρχος. Ο Μακρυγιάννης, φύση φιλελεύθερη, ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με τον Καποδίστρια για την αυταρχική πολιτική που ακολουθούσε. Επειδή αρνήθηκε να υπογράψει τον όρκο που έβαζε ο Καποδίστριας στους δημόσιους υπαλλήλους (τον θεωρούσε προσβλητικό), έχασε το αξίωμα του αρχηγού της εκτελεστικής δύναμης της Πελοποννήσου και το βαθμό του. Στ' απομνημονεύματά του κατηγορεί τον Καποδίστρια για τη δικτατορική του πολιτική και την ανάπτυξη του χαφιεδισμού στη χώρα.

Όταν ήρθε ο Όθωνας στην Ελλάδα, τον χαιρέτησε με αισιοδοξία. Απογοητεύτηκε όμως απ' τη βίαιη διάλυση των αντάρτικων ομάδων των αγωνιστών, την περιφρόνηση των Βαυαρών προς τους αγωνιστές και τις αδικίες που έγιναν σε βάρος τους. Ο Μακρυγιάννης, ως δημοτικός σύμβουλος της Αθήνας, πέτυχε να εκδώσει το δημοτικό συμβούλιο ψήφισμα για την παραχώρηση απ' τον Όθωνα συντάγματος στον ελληνικό λαό Μετά από μια περίοδο πολιτικής απραξίας (1836-1840), στην οποία αφοσιώθηκε στη ζωγραφική εικόνων απ' τον ιερό αγώνα του '21, ο Μακρυγιάννης εμφανίστηκε και πάλι στο πολιτικό προσκήνιο. Άρχισε την πολιτική κίνηση, που συσπείρωσε γύρω της τους δημοκρατικούς και φιλελεύθερους άντρες και ζητούσε σύνταγμα απ' τον Όθωνα. 

Έτσι, με την αναίμακτη εξέγερση της 3ης Σεπτέμβρη 1843 και με τη βοήθεια του στρατού με αρχηγό τον Καλλέργη, ο Όθωνας αναγκάστηκε να παραχωρήσει σύνταγμα. Έτσι ο Μακρυγιάννης αναδείχτηκε πρωτεργάτης του αγώνα, που χάρισε το πρώτο σύνταγμα στον ελληνικό λαό. Ο Μακρυγιάννης πήρε μέρος στη διαμόρφωση του συντάγματος. 

Τότε πήρε και το βαθμό του υποστράτηγου. Ο αγώνας του Μακρυγιάννη για την τήρηση του συντάγματος θεωρήθηκε ύποπτος και το 1852 τον κατηγόρησαν για συνωμοσία εναντίον του Όθωνα. Στις 16 Μάρτη του 1853, το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο. Η καταδίκη του Μακρυγιάννη, του αγωνιστή που τόσα πρόσφερε στην ελευθερία της πατρίδας, προκάλεσε την αγανάκτηση του ελληνικού λαού. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να μετατρέψει την ποινή σε ισόβια, μετά σε 10 χρόνια και τέλος τον άφησε ελεύθερο.

Αλλά η υγεία του είχε κλονιστεί σε ανεπανόρθωτο βαθμό.

Στο κίνημα εναντίον της βασιλείας του Όθωνα της 10ης Οκτώβρη 1862, ο λαός της Αθήνας θυμήθηκε τον αρχηγό του στο προηγούμενο κίνημα, (1843), πήγε στο σπίτι του Μακρυγιάννη και τον περιέφερε θριαμβευτικά στην πόλη.

Στις 20 Απρίλη του 1869 έγινε αντιστράτηγος και στις 27 Απρίλη του 1864, ο Μακρυγιάννης άφησε την τελευταία του πνοή.

Ο Μακρυγιάννης, εκτός απ' την ανεκτίμητη προσφορά του στην επανάσταση του εικοσιένα μας άφησε κι ένα θαυμάσιο ιστορικό και λογοτεχνικό μνημείο. Είναι τα "Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη".

Ο στρατηγός, αν και αγράμματος, μας άφησε ένα απέριττο ιστορικό κείμενο, που περιλαμβάνει τα γεγονότα μέχρι το 1850. Ο Μακρυγιάννης κάνει περιγραφές γεμάτες ζωντανή αφέλεια, φυσικότητα, λυρισμό και παραστατικότητα. Εκθέτει τα γεγονότα και κάνει χαρακτηρισμούς με το δικό του τρόπο και τα αναλύει όλα με το αγνό, πατριωτικό, φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα του.

Τα "Απομνημονεύματα" εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1907 απ' το Γιάννη Βλαχογιάννη.